Όταν γνώρισα τον Δημήτρη Μητροπάνο…
Ρομίνα Ξύδα
Όταν γνώρισα τον Δημήτρη Μητροπάνο…
Τον μύθο του λαϊκού τραγουδιού τον πρωτοσυνάντησα χρόνια πριν ως πρωτόβγαλτη δημοσιογράφος. Κι όχι. Δεν ήμουν μόνο εγώ «δική» του...
UPD:
8
ΣΧΟΛΙΑ
Τον μύθο του λαϊκού τραγουδιού τον πρωτοσυνάντησα χρόνια πριν ως πρωτόβγαλτη δημοσιογράφος. Κι όχι. Δεν ήμουν μόνο εγώ «δική» του. Ήταν όλοι δικοί του. Οι πιτσιρικάδες, οι φλώροι, οι λαϊκοί, οι χορτασμένοι, οι περπατημένοι, οι αδικημένοι, οι χωρισμένοι, οι καψούρηδες, οι ματσωμένοι, οι άφραγκοι. Κι όλοι δικοί του θα μείνουν…
Συννεφιασμένο απόγευμα, στέκομαι έξω από το σπίτι του στα βόρεια προάστια. Μια αρχάρια δημοσιογράφος μπροστά σ’ ένα μύθο. Χέρια τρεμουλιαστά, ταχυκαρδία παρατεταμένη, ερωτηματολόγιο «πενιχρό», άκυρο μπροστά στα χείλη σου’ χουν αποκαλύψει τα πάντα με τον πιο αυθεντικό τρόπο: το τραγούδι.
Μου ανοίγει ο ίδιος. Αντρίκια κορμοστασιά, συγκρατημένο χαμόγελο, δυνατή χειραψία, ιδίωμα ανθρώπου που είναι ανίκανος να πει ψέμα. Καθόμαστε στο σαλόνι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Θέλω κρασί για να ηρεμήσω. Εκείνος, μια κούπα με καφέ. Έχει πιει λέει τον Βόσπορο και δεν τον θέλει πια «αυτόν τον διάβολο». Εγώ πάλι, το ρουφάω σαν κολασμένη. Κάνω να βγάλω τις ερωτήσεις και μου κάνει νόημα να τις σκίσω: «Άστες αυτές τις καταραμένες στην άκρη. Ρωτώντας, χάνουμε το νόημα, ακούγοντας κερδίζουμε την ουσία».
Ξεκινάει να μιλάει μόνος του, επιλέγοντας ως εισαγωγή τον έρωτα: «Αυτόν που μας κάνει ζητιάνους και θεούς. Κατεστραμμένους και μαχητές. “Τέρτελα”, “νεκρούς”, “εσταυρωμένους” κι “αναστημένους”». Τον ακούω να αφηγείται την ζωή του, να “φτυαρίζει” τον κρατήρα των αναμνήσεων του, και αισθάνομαι να βρίσκομαι σε ένα διαρκές πήγαιν’ έλα ανάμεσα στον Άδη και στο περιβόλι της Πολυάννας.
Στην «βαλίτσα» του έχει από όλα: κουρελιασμένα ρούχα από τα χρόνια της φτώχιας, ματωμένα σακάκια από τους αγώνες τις επιβίωσης, μεταξωτά φουλάρια από την εποχή της επιτυχίας, «καμμένα» παπούτσια από τις πίστες της φωτιάς. Καμία σημασία. «Όλα καλά είναι σ’ αυτόν τον κόσμο κι αλίμονο σ’ αυτούς που δεν είναι και του σαλονιού και του λιμανιού. Μισοί άνθρωποι, μισές ψυχές». Δακρύζει, χαμογελάει, κάνει παύσεις, επιμένοντας ότι στην απόλυτη ευδαιμονία παραμένεις απόλυτα ανόητος. Κι άλλο κρασί, κι άλλες αναμνήσεις, κι άλλες αλήθειες, σκληρές κι αλησμόνητες. Θαυμάζει λέει τους πάντες. Δεν έχει απωθημένα, δεν κρατάει κακίες, δεν θυμάται αδικίες, δεν του αρέσουν οι ύμνοι τους παρελθόντος. Οι νέοι καλλιτέχνες είναι λέει καλοί. Πολλοί καλύτεροι από τους παλιούς. Είναι, λέει, το μέλλον μας και το μέλλον μας πρέπει να το υμνούμε: «Όταν ακούς τον Δημήτρη Μπάση και την Νατάσα Θεοδωρίδου δεν θέλεις τίποτε άλλο. Ο λυγμός της φωνής τους σε ταξιδεύει…»
Η ώρα περνά και στο μεγάλο σαλόνι με το αναμμένο τζάκι και τις χιλιάδες αναμνήσεις εισβάλλουν τρέχοντας οι δυο μικρές του κόρες και κρύβονται στην αγκαλιά του. Ξάφνου, το πρόσωπο του φωτίζει: «Αυτές, είναι η ζωή μου». Ακριβώς όπως και η γυναίκα του, η Βένια, που επιμένει να περάσουμε στην κουζίνα για να τσιμπήσουμε κάτι. Λίγο αργότερα, την σπάνια αυτή ατμόσφαιρα για έναν δημοσιογράφο που «φιλοξενείται» από έναν μύθο, διακόπτει η άφιξη του φωτογράφου.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος, δεν θέλει πούδρες, ούτε κοστούμια, ούτε grooming, ούτε να δει τις φωτογραφίες πριν δημοσιευθούν, τακτική στην οποία επιδίδονται με πάθος όλα τα «αστεράκια» της ελληνικής μουσικής. Δεν θέλει, λέει, να δει ούτε την συνέντευξη όταν την γράψω. Έχει εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους, ίσως κι επειδή ο ίδιος αρνήθηκε όσο κανείς άλλος να μπει στον ανασφαλή κόσμο των ενηλίκων.
Συννεφιασμένο απόγευμα, στέκομαι έξω από το σπίτι του στα βόρεια προάστια. Μια αρχάρια δημοσιογράφος μπροστά σ’ ένα μύθο. Χέρια τρεμουλιαστά, ταχυκαρδία παρατεταμένη, ερωτηματολόγιο «πενιχρό», άκυρο μπροστά στα χείλη σου’ χουν αποκαλύψει τα πάντα με τον πιο αυθεντικό τρόπο: το τραγούδι.
Μου ανοίγει ο ίδιος. Αντρίκια κορμοστασιά, συγκρατημένο χαμόγελο, δυνατή χειραψία, ιδίωμα ανθρώπου που είναι ανίκανος να πει ψέμα. Καθόμαστε στο σαλόνι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Θέλω κρασί για να ηρεμήσω. Εκείνος, μια κούπα με καφέ. Έχει πιει λέει τον Βόσπορο και δεν τον θέλει πια «αυτόν τον διάβολο». Εγώ πάλι, το ρουφάω σαν κολασμένη. Κάνω να βγάλω τις ερωτήσεις και μου κάνει νόημα να τις σκίσω: «Άστες αυτές τις καταραμένες στην άκρη. Ρωτώντας, χάνουμε το νόημα, ακούγοντας κερδίζουμε την ουσία».
Ξεκινάει να μιλάει μόνος του, επιλέγοντας ως εισαγωγή τον έρωτα: «Αυτόν που μας κάνει ζητιάνους και θεούς. Κατεστραμμένους και μαχητές. “Τέρτελα”, “νεκρούς”, “εσταυρωμένους” κι “αναστημένους”». Τον ακούω να αφηγείται την ζωή του, να “φτυαρίζει” τον κρατήρα των αναμνήσεων του, και αισθάνομαι να βρίσκομαι σε ένα διαρκές πήγαιν’ έλα ανάμεσα στον Άδη και στο περιβόλι της Πολυάννας.
Στην «βαλίτσα» του έχει από όλα: κουρελιασμένα ρούχα από τα χρόνια της φτώχιας, ματωμένα σακάκια από τους αγώνες τις επιβίωσης, μεταξωτά φουλάρια από την εποχή της επιτυχίας, «καμμένα» παπούτσια από τις πίστες της φωτιάς. Καμία σημασία. «Όλα καλά είναι σ’ αυτόν τον κόσμο κι αλίμονο σ’ αυτούς που δεν είναι και του σαλονιού και του λιμανιού. Μισοί άνθρωποι, μισές ψυχές». Δακρύζει, χαμογελάει, κάνει παύσεις, επιμένοντας ότι στην απόλυτη ευδαιμονία παραμένεις απόλυτα ανόητος. Κι άλλο κρασί, κι άλλες αναμνήσεις, κι άλλες αλήθειες, σκληρές κι αλησμόνητες. Θαυμάζει λέει τους πάντες. Δεν έχει απωθημένα, δεν κρατάει κακίες, δεν θυμάται αδικίες, δεν του αρέσουν οι ύμνοι τους παρελθόντος. Οι νέοι καλλιτέχνες είναι λέει καλοί. Πολλοί καλύτεροι από τους παλιούς. Είναι, λέει, το μέλλον μας και το μέλλον μας πρέπει να το υμνούμε: «Όταν ακούς τον Δημήτρη Μπάση και την Νατάσα Θεοδωρίδου δεν θέλεις τίποτε άλλο. Ο λυγμός της φωνής τους σε ταξιδεύει…»
Η ώρα περνά και στο μεγάλο σαλόνι με το αναμμένο τζάκι και τις χιλιάδες αναμνήσεις εισβάλλουν τρέχοντας οι δυο μικρές του κόρες και κρύβονται στην αγκαλιά του. Ξάφνου, το πρόσωπο του φωτίζει: «Αυτές, είναι η ζωή μου». Ακριβώς όπως και η γυναίκα του, η Βένια, που επιμένει να περάσουμε στην κουζίνα για να τσιμπήσουμε κάτι. Λίγο αργότερα, την σπάνια αυτή ατμόσφαιρα για έναν δημοσιογράφο που «φιλοξενείται» από έναν μύθο, διακόπτει η άφιξη του φωτογράφου.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος, δεν θέλει πούδρες, ούτε κοστούμια, ούτε grooming, ούτε να δει τις φωτογραφίες πριν δημοσιευθούν, τακτική στην οποία επιδίδονται με πάθος όλα τα «αστεράκια» της ελληνικής μουσικής. Δεν θέλει, λέει, να δει ούτε την συνέντευξη όταν την γράψω. Έχει εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους, ίσως κι επειδή ο ίδιος αρνήθηκε όσο κανείς άλλος να μπει στον ανασφαλή κόσμο των ενηλίκων.
Λίγο πριν φύγω μου λέει ένα μεγάλο ευχαριστώ. Το ευχαριστώ ωστόσο, το όφειλα και το οφείλω χρόνια τώρα εγώ σ’ εκείνον, αφού ύστερα από εκείνη την τόσο ανθρώπινη συνάντηση, τα γόνατα μου δεν «κόπηκαν» ποτέ μπροστά σε κανέναν συνεντευξιαζόμενο, όσο «μεγάλος» κι αν ήταν.
Όταν ένας μύθος σου «κλέβει» το τρεμούλιασμα, όλα τα υπόλοιπα δεν μπορεί να αποτελούν παρά ένα παραμύθι…
UPD:
8
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα