Το (όχι τόσο κρυφό) ατού του Μητσοτάκη
kapsis

Παντελής Καψής

Το (όχι τόσο κρυφό) ατού του Μητσοτάκη

Αν οι συνθήκες ήταν κανονικές, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα έπρεπε να είχε χάσει ήδη τις εκλογές

Να βρίσκεται δηλαδή πολύ πίσω από την αντιπολίτευση στις δημοσκοπήσεις. Σκεφτείτε, μόνο το τελευταία εξάμηνο έχει χρεωθεί δύο μεγάλα γεγονότα για τα οποία φέρει ευθύνη: το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και το δυστύχημα στα Τέμπη. Για το πρώτο, όχι μόνο δεν έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις αλλά οι κινήσεις της δείχνουν ότι φοβάται τις αποκαλύψεις.

Όσο για το δυστύχημα, ο πρωθυπουργός μπορεί να μην είχε συνειδητοποιήσει πράγματι το μέγεθος της διάλυσης στον ΟΣΕ αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία. Το αντίθετο. Παρόλα αυτά η ΝΔ παραμένει πρώτο κόμμα, δείχνει μάλιστα να ανακτά μικρό έστω μέρος των απωλειών που παρατηρήθηκαν μετά τα Τέμπη. Όσο για την αντιπολίτευση, μέχρι στιγμής τουλάχιστον παραμένει στάσιμη. Αυτό απαιτεί μια εξήγηση.

Ένα πρώτο πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Για μια μερίδα πολιτών βέβαια είναι ένας αμετανόητος ψεύτης που ηγείται μιας εγκληματικής συμμορίας. Για αυτούς που τον θεωρούν καταλληλότερο πρωθυπουργό ωστόσο, παρά τις αμφιβολίες που δικαιολογημένα θα έχουν, παραμένει ένας πολιτικός που μπορεί να απευθύνεται στους πολίτες με όρους κοινής λογικής.

Αναγνωρίζει λάθη, μιλάει με μετριοπάθεια και χρησιμοποιεί επιχειρήματα που είναι πειστικά. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν ότι υποκρίνεται, ότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης έχει γίνει καραμέλα χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρυσμα, μπορεί ακόμα και να έχουν ως ένα βαθμό δίκιο. Αυτό δεν αναιρεί το ότι ο λόγος του, επικοινωνιακά, είναι αποτελεσματικός.

Κλείσιμο
Όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτή τη στιγμή για τη Νέα Δημοκρατία είναι η ίδια η αντιπολίτευση. Όταν για παράδειγμα ο πρωθυπουργός υποστηρίζει την ανάγκη αυτοδυναμίας για να υπάρξει πολιτική σταθερότητα, δεν έχει ανάγκη να δώσει την παραμικρή εξήγηση. Αρκούν οι ακροβασίες του Ανδρουλάκη και βέβαια η τοξικότητα του πολιτικού λόγου του Σύριζα. Χρειάζεται θρησκευτική πίστη στην απλή αναλογική για να θεωρήσει κάποιος ότι μπορεί να προκύψουν ισχυρές και αποτελεσματικές κυβερνήσεις συνεργασίας.

Το ίδιο ισχύει και για τις επί μέρους πολιτικές. Ο Σύριζα, με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη, έχει δίκιο να λέει ότι για το κομματικό κράτος και την αναξιοκρατία, η μεγαλύτερη ευθύνη ανήκει στα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα στη μεταπολίτευση. Ποιος όμως μπορεί να πιστέψει ότι αν ανέβει στην κυβέρνηση θα περιορίσει την αυθαιρεσία των συνδικαλιστών και θα επιβάλει την αξιολόγηση και τη λογοδοσία;

Ή πάλι, με αφορμή τις παρακολουθήσεις, ποιος πιστεύει ότι ένα κόμμα που επιχείρησε να στήσει δικά του μαγαζιά στα ΜΜΕ, κρέμασε στα μανταλάκια δικαστικούς που δεν του έκαναν τα χατήρια και προσπάθησε να παραπέμψει στη δικαιοσύνη, συλλήβδην, πολιτικούς του αντιπάλους, τους περισσότερους χωρίς κανένα πραγματικό έρεισμα, είναι το κόμμα που θα υπερασπιστεί τη διαφάνεια και τη δημοκρατία; Ζητήματα για τα οποία όχι μόνο δεν έχει κάνει αυτοκριτική αλλά αντιθέτως μας υποσχέθηκε ότι θα «επαναφέρει» τη δημοκρατία «με το καλό ή με το άγριο». Πού μπορεί να πάει ο νους μας;

Ο κ. Τσίπρας έχει επιχειρήσει τον τελευταίο καιρό να προβάλει ένα πιο μετριοπαθές πρόσωπο. Δεν το έκανε με μεγάλη επιτυχία. Με μια έννοια μάλιστα τα Τέμπη λειτούργησαν εναντίον του, έβγαλαν ξανά στην επιφάνεια την εχθροπάθεια του Σύριζα. Δεν είναι μόνο η πανηγυρική επιστροφή Πολάκη, είναι πολύ περισσότερο η εικόνα που έδωσε ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να επιστρέψει στη λογική και τις μεθόδους των «αγανακτισμένων» με τη στοχοποίηση προσώπων, την αφοριστική κριτική, τα άθλια συνθήματα, τις συνεχείς διαδηλώσεις φυσικά και τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια.

Ένα καλό δείγμα των τελευταίων έδωσε η κατάληψη της Φιλοσοφικής με αίτημα την παραίτηση της καθηγήτριας κ. Βάνας Νικολαΐδου μόνο και μόνο επειδή οι απόψεις της δεν άρεσαν σε μια αριστερή φοιτητική μειοψηφία. Από τον Σύριζα και τα συμπαρομαρτούντα μέσα ενημέρωσης ούτε κουβέντα. Γιατί βέβαια αυτοί αποτελούν το κοινό που τον ενδιαφέρει και τις δικές τους μεθόδους επικροτεί. Μπορεί λοιπόν όλοι να συμφωνήσουμε ότι στην αντιμετώπιση των τραμπουκισμών η κυβέρνηση είπε πολλά και έκανε λίγα. Ο Σύριζα όμως τους υιοθετεί αν δεν τους ενθαρρύνει.

Παραδόξως την ανεπάρκεια και την υποκρισία της αντιπολιτευτικής πολιτικής του Σύριζα την ανέδειξε με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο και ένας δικός του, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, σε συνέντευξη που έδωσε στον Παύλο Παπαδόπουλο στην Καθημερινή. Εκεί, με αρκετές ανακρίβειες είναι αλήθεια, υπερασπίζεται την οικονομική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά από την αντίθετη σκοπιά του σημερινού Σύριζα.

Όχι δηλαδή ως έξωθεν μνημονιακή επιβολή αλλά ως αναγκαία αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί και στο μέλλον. Υπογράμμισε μάλιστα την ανάγκη θεσμικής αναβάθμισης της οικονομίας, περίπου όπως ο πρωθυπουργός ο οποίος έχει θέσει σαν άμεσο στόχο την επενδυτική βαθμίδα. Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν αντί για τον εξοστρακισμό του η αντιπολίτευση είχε υιοθετήσει έναν ανάλογο πολιτικό λόγο. Ένα πολιτικό λόγο μετριοπάθειας και ρεαλισμού.

Σίγουρα θα είχε απογοητεύσει τον Πολάκη. Ίσως όμως να είχε πετύχει να καθησυχάσει μια κρίσιμη μερίδα του εκλογικού σώματος που κατανοεί ότι η χώρα δεν αντέχει να μπει ξανά σε περιπέτειες. Είναι οι πολίτες οι οποίοι παρά την απογοήτευση τους, εξακολουθούν να στηρίζουν την ανάγκη της συνέχειας στα όσα βήματα προόδου έχουν γίνει. Αυτοί που είναι αναγκαίοι για κάθε κόμμα που θέλει να κυβερνήσει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Best of Network