«Μικρή δεν άρεσα στα αγόρια»

«Μικρή δεν άρεσα στα αγόρια»

Για Την Ελένη Φουρέιρα έμαθα αρχικα χάρη στο μαλλί της που, καθώς φαίνεται, δημιούργησε σχολή. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για εκείνην πέρα από τα δύσκολα οικονομικά χρόνια...

«Μικρή δεν άρεσα στα αγόρια»
«Μικρή δεν άρεσα στα αγόρια»
Για Την Ελένη Φουρέιρα έμαθα αρχικα χάρη στο μαλλί της που, καθώς φαίνεται, δημιούργησε σχολή. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για εκείνην πέρα από τα δύσκολα οικονομικά χρόνια που πέρασε στην παιδική της ηλικία, από τις πολλές και ετερόκλητες δουλειές που έκανε ώσπου να καταλήξει τραγουδίστρια, από εκείνα τα αντικρουόμενα έπεα πτερόεντα για την καταγωγή της. Αλήθεια, σκέφτομαι αν κάποιοι φτάνουν να ψάχνουν την ταυτότητα ή το διαβατήριό σου για να διαπιστώσουν από πού κρατάει η σκούφια σου, τότε έχεις καταφέρει ένα σημαντικό βήμα στη διατροφική αλυσίδα της ντόπιας σόουμπιζ - που λίγες αναλαμπές έχει πια. Συναντιόμαστε στη Γλυφάδα.

 Η Ελένη Φουρέιρα έρχεται σχεδόν ορμητικά καταπάνω μου και πριν προλάβω να σκεφτώ τη χειραψία με έχει φιλήσει με περίσσια άνεση στα μάγουλα. Με καθοδηγεί σ’ ένα μικρό καφέ. «Εδώ θα μπορούμε να καπνίσουμε κιόλας», μου λέει συνωμοτικά. Δεν βγάζει τα γυαλιά ηλίου της - μάλλον δε νιώθει άνετα ακόμη. Παραγγέλνει καφέ. «Ηθελες από μικρή να γίνεις τραγουδίστρια;» τη ρωτάω κοφτά. «Ετσι μου λέει η μάνα μου», θα πει και συνεχίζει: «Συνέχεια προσπαθούσα να αποσπάσω την προσοχή των γονιών μου, να τους δείξω ότι έχω ταλέντο». Η Ελένη Φουρέιρα θα μάθω πως ήταν από τα κορίτσια που είχαν πολλά όνειρα, αλλά όχι την οικονομική δυνατότητα να τα πραγμα-τοποιήσουν. Τότε.

Δεν πέρασε από ωδεία και εξαντλητικά μαθήματα φωνητικής. Αντιθέτως, στα 12 της μοίραζε διαφημιστικά φυλλάδια στον δρόμο, μετά δούλεψε γκαρσόνα, υπάλληλος σε σουβλατζίδικο, πωλήτρια σε καταστήματα ρούχων, μπαργούμαν. «Τα έχω πει χίλιες φορές αυτά για τις δουλειές που έχω κάνει», θα μου πει μάλλον δυσανασχετώντας. Τη ρωτάω αν ήταν δύσκολα. «Καμία δουλειά δεν είναι δύσκολη, αρκεί να ξέρεις να την κάνεις. Ολα συνηθίζονται. Κι αν είναι ανάγκη, όλα τα κάνεις», μου απαντά με εκείνη την αλήθεια, που μπορείς να αναγνωρίσεις στην ολότητά της, αν έχεις περάσει τα ίδια μ’ εκείνη. Ή αν γνωρίζεις πως στις εμφανίσεις της τον χειμώνα που πέρασε εμφανιζόταν επί σκηνής με ένα φόρεμα φτιαγμένο από πλέξιγκλας, δημιουργία του σχεδιαστή Στέλιου Κουδουνάρη, βάρους 10 ολόκληρων κιλών. Αυτό κι αν είναι βαρύ κι ανθυγιεινό επάγγελμα, σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι τι σκεφτόταν όταν σέρβιρε καφέδες ή την εποχή που εργαζόταν ως πωλήτρια: «Ηξερα ότι δεν θα μείνω σερβιτόρα. Πίστευα ότι θα κάνω μεγαλύτερα πράγματα. Ξυπνούσα, κοιμόμουν, σκεφτόμουν αυτό. Και ακόμη το πιστεύω. Ξέρω ότι θα επιβιώνω και θα κάνω καλύτερα πράγματα. Δεν εννοώ ότι θα γίνω η μεγάλη σταρ. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να μη μένω στάσιμη», λέει κάνοντας τον σταυρό της.

Πιστεύεις στον Θεό;» τη ρωτάω, για να λυθεί: «Κάνω συνέχεια τον σταυρό μου όταν λέω κάτι για το μέλλον μου. Με μεγάλωσαν να πιστεύω. Είμαι χριστιανή ορθόδοξη, έχω βαφτίσει ένα παιδί και νομίζω πως είναι πολύ ωραίο να γίνεσαι πνευματική μητέρα. Νομίζω ότι η θρησκεία μας μάς δείχνει το καλό. Γιατί να μην πιστεύεις σε κάτι που σου δείχνει το καλό;». Η σχέση της με τη θρησκεία ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια, από τον παππού της, που τη συμβούλευε τότε να προσεύχεται και εκείνη όντως προσευχόταν - για τι άλλο; Να γίνει τραγουδίστρια. Οπερ και εγένετο. Μέσα σε οκτώ μήνες πραγματοποίησε έναν μαραθώνιο εμφανίσεων που φλερτάρουν αριθμητικά με την ογδοντάδα, συμμετείχε και κέρδισε μαζί με τον Παναγιώτη Πετράκη στο τηλεοπτικό «Just the 2 of Us», έβαλε την ντίσκο στα μπουζούκια. Θα μου πει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Στο δικό μου λαϊκό πρόγραμμα κατεβαίνουν ντισκομπάλες και ο κόσμος χορεύει ντίσκο».

Σχεδόν μισή ώρα από τότε που είχαμε βρεθεί, η Φουρέιρα, αποφασίζει να εκμηδενίσει την απόσταση που δημιουργούν τα γυαλιά ηλίου της και να φάει την πρώτη μπουκιά από την μπαγκέτα της. Εντυπωσιάζομαι, να πω την αλήθεια, που τρώει. Με ενθουσιασμό μικρού παιδιού μού λέει: «Εχω πάρει 3-4 κιλάκια και νιώθω τέλεια. Κοίτα και λίγο κοιλίτσα που έχω κάνει», επισημαίνει σηκώνοντας στιγμιαία την μπλούζα της. Και συνεχίζει: «Τρώω. Είμαι πολύ λαίμαργη. Το ’χω από μικρή αυτό. Μπορεί να φάω πέντε-έξι φορές τη μέρα σε τεράστιες ποσότητες. Απλώς έχω τη γνώση να καταλάβω πότε γίνομαι κοιλιόδουλη».
Κλείσιμο

Δηλαδή τι, σκέφτομαι, η Φουρέιρα δεν θέλει να είναι μια αψεγάδιαστη Barbie; Και κάπως έτσι ξεκινά το μάθημα ανατομίας: «Εχω στραβό διάφραγμα. Τα δόντια μου είναι στραβά και μου αρέσουν πάρα πολύ. Το στήθος μου είναι μικρό και μου αρέσει επίσης πάρα πολύ. Εχω κυτταρίτιδα, όπως όλες οι γυναίκες. Γιατί πρέπει να είναι όλα τέλεια; Δεν θέλω να φτιάξω κάτι πάνω μου. Μου αρέσω όπως είμαι», μου αφηγείται, απαντώντας εμμέσως και σε όλους εκείνους που της έχουν προσάψει από αισθητικές επεμβάσεις μέχρι κι εγώ δεν ξέρω τι.

Τι; Δηλαδή το χρώμα σου είναι φυσικό;» ρωτώ με μισή αφέλεια και άλλη τόση περιέργεια. «Το χρώμα μου, δυστυχώς για κάποιους, είναι φυσικό. Είμαι αρκετά μελαχρινή. Μικρή ήμουν ακόμη πιο μελαχρινή. Θες να σου δείξω φωτογραφία μου από τότε που ήμουν 10 χρόνων;». Πριν προλάβω να απαντήσω καταφατικά, έχει ανατρέξει στο άλμπουμ του iPhone της και μου δείχνει παιδικές φωτογραφίες. Πλέον το βεβαιώνω προσωπικά. Η Φουρέιρα είναι παιδιόθεν μελαχρινή. Και σγουρομάλλα. Τα μαλλιά της εξάλλου υπήρξαν επί μακρόν το κόκκινο πανί της: «Δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω, σιχαινόμουν τα μαλλιά μου. Ακόμη και η κολλητή μου με κορόιδευε. Ενιωθα τόσο άσχημα. Χαίρομαι λοιπόν που τώρα τα νέα κορίτσια έχουν απενοχοποιηθεί από αυτό βλέποντάς με. Το σγουρό μαλλί είναι πολύ ωραίο, αλλά χρειάστηκε να μεγαλώσω για να το καταλάβω».

Μου αφηγείται πως στο σχολείο δεν είχε ιδιαίτερες επιτυχίες στα αγόρια, πως είχε ταυτιστεί με έναν ρόλο από την αλήστου μνήμης βραζιλιάνικη σαπουνόπερα «Μιλάγκρος» και πως συνήθιζε να κυκλοφορεί ντυμένη αγοροκόριτσο. Η μεγαλύτερη αδελφή της ήταν εκείνη που της έβγαλε τα φρύδια, τη βοήθησε να απαρνηθεί τα αθλητικά ρούχα, με δυο λόγια την έκανε από «ασχημόπαπο» εντυπωσιακή γυναίκα.

 Δεν μπορώ να μη ρωτήσω για τις φωτογραφίες από το παρελθόν της, τότε που έκανε τα πρώτα της βήματα και τη σύγκριση που πολλοί επιχειρούν με τη σημερινή εικόνα της. Και με αποστομώνει: «Ισως με αδικούν αυτές οι φωτογραφίες, αλλά εγώ με βλέπω όμορφη. Και ύστερα από δέκα χρόνια να δω τις σημερινές φωτογραφίες μου μπορεί να πω: “Χριστέ μου, πώς ήμουν έτσι;”.». Το ίδιο ξάφνιασμα έχουν και οι συμμαθητές της που τη συναντούν στον δρόμο ή στα μαγαζιά όπου εμφανίζεται. Οποτε τη συναντούν η αντίδραση είναι η ίδια: «“Η Φουρέιρα; Από την Καλλιθέα; Πώς άλλαξες έτσι; Δεν το πιστεύουμε ότι είσαι εσύ…”. Τους το ’λεγα εγώ μικρή», συμπληρώνει. Μου λέει πως είναι «μεγάλη ψωνάρα» όταν βρίσκεται πάνω στο stage, αλλά «το Ελενάκι που το κάνεις ό,τι θες» όταν τα εκτυφλωτικά φώτα σβήνουν.

 Αναπολεί τα χρόνια που πήγαινε στο κατηχητικό, λέει πως εκεί έζησε μερικές από τις πιο χαρούμενες και τις πιο ξέγνοιαστες στιγμές της και θυμάται πως από τα ρούχα που έδινε η οικογένειά της στην ενορία για τους μη έχοντες από εκείνα πολλές φορές ντυνόταν και η ίδια. Ισως αυτά τα βιώματα την έκαναν να επιμένει σήμερα πως «κανείς ποτέ δεν πρέπει να το βάζει κάτω», αλλά και να δηλώνει με περίσσια ευγνωμοσύνη στον Θεό, στο σύμπαν, όπου πιστεύει καθένας: «Εχω περάσει πολύ δύσκολα χρόνια, για να μπορώ να παραπονιέμαι τώρα». Η Φουρέιρα μοιάζει πλήρης με όσα της έχουν συμβεί τον τελευταίο χρόνο. Και δε μου μοιάζει να παρουσιάζει συμπτώματα έπαρσης ή σνομπισμού.

Αντίθετα, μου λέει πως θα της φαινόταν αστείο να το έπαιζε ντίβα, σε ανθρώπους που της μιλούν στο δρόμο. «Ξέρεις τι με στενοχωρεί τώρα;» μου λέει με παράπονο: «Οτι ο μπαμπάς μου είναι άνεργος έναν χρόνο τώρα, ότι η μητέρα μου δεν έχει δουλειά. Και είναι πολύ κρίμα γιατί είναι άνθρωποι που έχουν μάθει να δουλεύουν. Και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς δουλειά ». Ωστόσο η ίδια δεν το βάζει κάτω.

Εξακολουθεί να ξυπνά το αργότερο στις 11 το πρωί, αφού, αν δεν δει το φως της μέρας, τρελαίνεται, συνεχίζει να ζει κανονικά την καθημερινότητά της, λατρεύει να κάνει δουλειές στο σπίτι, μα πάνω απ’ όλα να μαγειρεύει. Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται όταν ξυπνά είναι αν έχει αρκετό χρόνο για να κάνει όσα θέλει, ενώ αν τη ρωτήσεις για το πολυ-θρύλητο θέμα της καταγωγής της θα σου απαντήσει απλά: «Προτιμώ να το αφήνω να αιωρείται». Νομίζω πως η παραδοχή της λίγο αργότερα στην κουβέντα μας, ότι δηλαδή δεν θα άλλαζε τίποτα από τη ζωή της έως τώρα και πως είναι πολύ χαρούμενη με τον εαυτό της σήμερα -εσωτερικά και εξωτερικά-, δίνει από μόνη της μια απάντηση που δεν επιδέχεται την παραμικρή παρερμηνεία.



Να γίνει τραγουδίστρια. Οπερ και εγένετο. Μέσα σε οκτώ μήνες πραγματοποίησε έναν μαραθώνιο εμφανίσεων που φλερτάρουν αριθμητικά με την ογδοντάδα, συμμετείχε και κέρδισε μαζί με τον Παναγιώτη Πετράκη στο τηλεοπτικό «Just the 2 of Us», έβαλε την ντίσκο στα μπουζούκια. Θα μου πει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Στο δικό μου λαϊκό πρόγραμμα κατεβαίνουν ντισκομπάλες και ο κόσμος χορεύει ντίσκο». Σχεδόν μισή ώρα από τότε που είχαμε βρεθεί, η Φουρέιρα, αποφασίζει να εκμηδενίσει την απόσταση που δημιουργούν τα γυαλιά ηλίου της και να φάει την πρώτη μπουκιά από την μπαγκέτα της. Εντυπωσιάζομαι, να πω την αλήθεια, που τρώει. Με ενθουσιασμό μικρού παιδιού μού λέει: «Εχω πάρει 3-4 κιλάκια και νιώθω τέλεια. Κοίτα και λίγο κοιλίτσα που έχω κάνει», επισημαίνει σηκώνοντας στιγμιαία την μπλούζα της.

Και συνεχίζει: «Τρώω. Είμαι πολύ λαίμαργη. Το ’χω από μικρή αυτό. Μπορεί να φάω πέντε-έξι φορές τη μέρα σε τεράστιες ποσότητες. Απλώς έχω τη γνώση να καταλάβω πότε γίνομαι κοιλιόδουλη». Δηλαδή τι, σκέφτομαι, η Φουρέιρα δεν θέλει να είναι μια αψεγάδιαστη Barbie; Και κάπως έτσι ξεκινά το μάθημα ανατομίας: «Εχω στραβό διάφραγμα. Τα δόντια μου είναι στραβά και μου αρέσουν πάρα πολύ. Το στήθος μου είναι μικρό και μου αρέσει επίσης πάρα πολύ. Εχω κυτταρίτιδα, όπως όλες οι γυναίκες. Γιατί πρέπει να είναι όλα τέλεια; Δεν θέλω να φτιάξω κάτι πάνω μου. Μου αρέσω όπως είμαι», μου αφηγείται, απαντώντας εμμέσως και σε όλους εκείνους που της έχουν προσάψει από αισθητικές επεμβάσεις μέχρι κι εγώ δεν ξέρω τι.

Τι; Δηλαδή το χρώμα σου είναι φυσικό;» ρωτώ με μισή αφέλεια και άλλη τόση περιέργεια. «Το χρώμα μου, δυστυχώς για κάποιους, είναι φυσικό. Είμαι αρκετά μελαχρινή. Μικρή ήμουν ακόμη πιο μελαχρινή. Θες να σου δείξω φωτογραφία μου από τότε που ήμουν 10 χρόνων;». Πριν προλάβω να απαντήσω καταφατικά, έχει ανατρέξει στο άλμπουμ του iPhone της και μου δείχνει παιδικές φωτογραφίες. Πλέον το βεβαιώνω προσωπικά. Η Φουρέιρα είναι παιδιόθεν μελαχρινή. Και σγουρομάλλα. Τα μαλλιά της εξάλλου υπήρξαν επί μακρόν το κόκκινο πανί της: «Δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω, σιχαινόμουν τα μαλλιά μου. Ακόμη και η κολλητή μου με κορόιδευε. Ενιωθα τόσο άσχημα. Χαίρομαι λοιπόν που τώρα τα νέα κορίτσια έχουν απενοχοποιηθεί από αυτό βλέποντάς με. Το σγουρό μαλλί είναι πολύ ωραίο, αλλά χρειάστηκε να μεγαλώσω για να το καταλάβω».

Μου αφηγείται πως στο σχολείο δεν είχε ιδιαίτερες επιτυχίες στα αγόρια, πως είχε ταυτιστεί με έναν ρόλο από την αλήστου μνήμης βραζιλιάνικη σαπουνόπερα «Μιλάγκρος» και πως συνήθιζε να κυκλοφορεί ντυμένη αγοροκόριτσο. Η μεγαλύτερη αδελφή της ήταν εκείνη που της έβγαλε τα φρύδια, τη βοήθησε να απαρνηθεί τα αθλητικά ρούχα, με δυο λόγια την έκανε από «ασχημόπαπο» εντυπωσιακή γυναίκα. Δεν μπορώ να μη ρωτήσω για τις φωτογραφίες από το παρελθόν της, τότε που έκανε τα πρώτα της βήματα και τη σύγκριση που πολλοί επιχειρούν με τη σημερινή εικόνα της. Και με αποστομώνει: «Ισως με αδικούν αυτές οι φωτογραφίες, αλλά εγώ με βλέπω όμορφη. Και ύστερα από δέκα χρόνια να δω τις σημερινές φωτογραφίες μου μπορεί να πω: “Χριστέ μου, πώς ήμουν έτσι;”.».





Το ίδιο ξάφνιασμα έχουν και οι συμμαθητές της που τη συναντούν στον δρόμο ή στα μαγαζιά όπου εμφανίζεται. Οποτε τη συναντούν η αντίδραση είναι η ίδια: «“Η Φουρέιρα; Από την Καλλιθέα; Πώς άλλαξες έτσι; Δεν το πιστεύουμε ότι είσαι εσύ…”. Τους το ’λεγα εγώ μικρή», συμπληρώνει. Μου λέει πως είναι «μεγάλη ψωνάρα» όταν βρίσκεται πάνω στο stage, αλλά «το Ελενάκι που το κάνεις ό,τι θες» όταν τα εκτυφλωτικά φώτα σβήνουν. Αναπολεί τα χρόνια που πήγαινε στο κατηχητικό, λέει πως εκεί έζησε μερικές από τις πιο χαρούμενες και τις πιο ξέγνοιαστες στιγμές της και θυμάται πως από τα ρούχα που έδινε η οικογένειά της στην ενορία για τους μη έχοντες από εκείνα πολλές φορές ντυνόταν και η ίδια. Ισως αυτά τα βιώματα την έκαναν να επιμένει σήμερα πως «κανείς ποτέ δεν πρέπει να το βάζει κάτω», αλλά και να δηλώνει με περίσσια ευγνωμοσύνη στον Θεό, στο σύμπαν, όπου πιστεύει καθένας: «Εχω περάσει πολύ δύσκολα χρόνια, για να μπορώ να παραπονιέμαι τώρα». Η Φουρέιρα μοιάζει πλήρης με όσα της έχουν συμβεί τον τελευταίο χρόνο. Και δε μου μοιάζει να παρουσιάζει συμπτώματα έπαρσης ή σνομπισμού.

Αντίθετα, μου λέει πως θα της φαινόταν αστείο να το έπαιζε ντίβα, σε ανθρώπους που της μιλούν στο δρόμο. «Ξέρεις τι με στενοχωρεί τώρα;» μου λέει με παράπονο: «Οτι ο μπαμπάς μου είναι άνεργος έναν χρόνο τώρα, ότι η μητέρα μου δεν έχει δουλειά. Και είναι πολύ κρίμα γιατί είναι άνθρωποι που έχουν μάθει να δουλεύουν. Και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς δουλειά ». Ωστόσο η ίδια δεν το βάζει κάτω. Εξακολουθεί να ξυπνά το αργότερο στις 11 το πρωί, αφού, αν δεν δει το φως της μέρας, τρελαίνεται, συνεχίζει να ζει κανονικά την καθημερινότητά της, λατρεύει να κάνει δουλειές στο σπίτι, μα πάνω απ’ όλα να μαγειρεύει.

 Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται όταν ξυπνά είναι αν έχει αρκετό χρόνο για να κάνει όσα θέλει, ενώ αν τη ρωτήσεις για το πολυ-θρύλητο θέμα της καταγωγής της θα σου απαντήσει απλά: «Προτιμώ να το αφήνω να αιωρείται». Νομίζω πως η παραδοχή της λίγο αργότερα στην κουβέντα μας, ότι δηλαδή δεν θα άλλαζε τίποτα από τη ζωή της έως τώρα και πως είναι πολύ χαρούμενη με τον εαυτό της σήμερα -εσωτερικά και εξωτερικά-, δίνει από μόνη της μια απάντηση που δεν επιδέχεται την παραμικρή παρερμηνεία. 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network