Πέντε χρόνια πέρασαν από το μοιραίο βράδυ του Οκτώβρη που ο νεαρός επιχειρηματίας ξάπλωσε και έσβησε μόνος του αφού πρόλαβε να κάνει ένα τηλέφωνο.
« Εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη-Τετάρτη ήταν-ο Νίκος Γιγουρτάκης μπήκε σχετικά κουρασμένος στην εντυπωσιακή μεζονέτα που διατηρούσε στην Γλυφάδα.
Η ιγμορίτιδα που τον ταλαιπωρούσε δεν έλεγε να περάσει και αυτό ήταν κάτι που του χάλαγε την διάθεση, παρόλο που από το πρωί είχε ακολουθήσει το συνηθισμένο του πρόγραμμα.
Ήταν σχεδόν όλη την ημέρα μαζί με τον πατέρα του Τάκη, αλλά παρά τα αντισταμινικά φάρμακα που έπαιρνε, αυτή η ιγμορίτιδα δεν τον άφηνε.
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν έκλεισε τα μάτια του και αυτή έμελλε να είναι η τελευταία νύχτα της ζωής ενός παιδιού, που κατά καιρούς άκουσε πολλά για τον χαρακτήρα του και τις πλάκες που κατά καιρούς έστηνε με φίλους του.
Ήταν μια από τις εμμονές του, την οποία είχε εγκαταλείψει κάπως τα τελευταία χρόνια της σύντομης αλλά μυθιστορηματικής ζωής του.
Αυτό που δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ ο «Γίγου» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του ήταν το να αποκτήσει και να διατηρεί πάντοτε το τέλειο σώμα. Έτρωγε πάντα εφτά γεύματα την ημέρα, γυμναζόταν τρεις με τέσσερις ώρες κάθε απόγευμα και το βράδυ έβγαινε στην Αθήνα, γράφοντας την δικιά του προσωπική ιστορία που τα είχε όλα.
Πλάκες, καυγάδες, κόντρες με αυτοκίνητα στην παραλιακή και πολλές γυναίκες, αλλά λίγους πραγματικούς έρωτες.
Στα τριάντα του μόλις χρόνια ο Νίκος Γιγουρτάκης είχε ζήσει πρόσωπα και καταστάσεις που άλλοι δε ζουν μια ολόκληρη ζωή.
Η φράση κολλητού του φίλου «μπορεί να έφυγε άδικα, αλλά έφυγε χορτασμένος» αντικατοπτρίζει τέλεια τον Έλληνα Μπέκαμ και περιζήτητο εργένη, αυτόν που μεγαλώνοντας τόλμησε να κάνει πολλά, αδιαφορώντας ενίοτε για χαρακτηρισμούς.
Τους τελευταίους δύο μήνες της ζωής του παραπονιόταν σε φίλους και γνωστούς για κάποιους έντονους πόνους στο στήθος του, αρνιόταν όμως να κάνει κάποιες εξετάσεις και απέδιδε τους πόνους στα βάρη που σήκωνε στο γυμναστήριο.
Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει εκείνη την μοιραία Τετάρτη του Οκτώβρη,ξημερώματα-ο ιατροδικαστής κ Φίλιππος Κουτσάφτης διέγνωσε γενικευμένη σπλαχνική συμφόρηση που σημαίνει συσσώρευση αίματος στα σπλάχνα- νώ στο Ασκληπιείο Βούλας όπου μεταφέρθηκε εσπευσμένα, οι γιατροί διαπίστωσαν απλά τον θάνατό του.
Μόλις ένοιωσε άσχημα πρόλαβε να πάρει τηλέφωνο την τελευταία αγαπημένη του, Ιρένε Λάσπα για να της ζητήσει να τον πάει στο νοσοκομείο. Αυτή η κοπέλα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που άκουσε τη φωνή του Νίκου.
Λίγες ώρες αργότερα, ο εφοπλιστής Χάρης Βαφειάς-ίσως ο πιο κολλητός του φίλος-ξύπνησε στο Λονδίνο από ένα μήνυμα που τον ενημέρωνε ότι ο Νίκος είχε πεθάνει. Το πήρε για πλάκα στην αρχή, μια πλάκα από τις δεκάδες που είχε κάνει ο Νίκος στην ζωή του, την γεμάτη από άγριες νύχτες που αργούσαν να ξημερώσουν, όμορφες γυναίκες τις οποίες άλλαζε σαν τα πουκάμισα και περιστατικά που έμειναν αλησμόνητα στην κοσμική Αθήνα.
Δυστυχώς δεν ήταν πλάκα...