Χρήστος Λούλης: «Αν έχω ένα ταλέντο είναι ότι κάνω τους άλλους να πιστεύουν ότι έχω ταλέντο»

Χρήστος Λούλης: «Αν έχω ένα ταλέντο είναι ότι κάνω τους άλλους να πιστεύουν ότι έχω ταλέντο»

Ο Ρομπ είναι ένας δολοφόνος που σκοτώνει γιατί αγαπά τους ανθρώπους. Ο Ρομπ είναι νεκρός αλλά θα αναστηθεί μέσα από αφηγήσεις στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. Ο Χρήστος Λούλης είναι ο Ρομπ. Είναι όμως και σύντροφος, πατέρας, φίλος, ένας άνδρας 42 ετών που λέει ότι έχει απαλλαχτεί από την υστερία να είναι ο καλύτερος

Χρήστος Λούλης: «Αν έχω ένα ταλέντο είναι ότι κάνω τους άλλους να πιστεύουν ότι έχω ταλέντο»
Έχει μόλις ολοκληρώσει τη σαββατιάτικη πρόβα του για το “Ρομπ” του Ευθύμη Φιλίππου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Με περιμένει στο green room της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, ένα χώρο όπου ξεκουράζονται και ξαποσταίνουν οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί. “Είναι ήσυχα εδώ”, λέει, ανάβοντας το “έξυπνο” τσιγάρο του.

Ο Χρήστος Λούλης έχει μεγάλα, δυνατά χέρια – αποτέλεσμα της αγάπης του στη γυμναστική και στο κολύμπι- αταίριαστα σχεδόν με τον μειλίχιο τόνο της φωνής του, ο οποίος σχεδόν με υποβάλλει όσο μιλά για τον ρόλο που θα υποδυθεί από τις 17 του μήνα, τον Ρομπ. “Ό,τι και να σου πω για τον “Ρομπ” είναι λίγο. Είναι τόσο μεγάλη η βεντάλια που ανοίγεται που κάθε άνθρωπος τον αντιλαμβάνεται διαφορετικά.

Η παράσταση έχει να κάνει με ένα δείπνο ανθρώπων, ζωντανών και πεθαμένων οι οποίοι έρχονται να μιλήσουν για τον Ρομπ, ο οποίος δεν είναι παρών. Αλλά έχει επηρεάσει την ζωή τους με τρόπο καταλυτικό. Είτε τους έχει σκοτώσει, είτε τον έχουν ερωτευτεί, είτε τον έχουν απλώς γνωρίσει. Τι είναι ο Ρομπ; Από τη μία καταλαβαίνει τους ανθρώπους, καταλαβαίνει τα πάντα και ξέρει τι πρέπει να γίνει, από την άλλη δεν καταλαβαίνει τίποτα.

Κλείσιμο


Είναι ένας άνθρωπος εντός κοινωνίας και εκτός κοινωνίας. Είναι σαν τον κρυμμένο εαυτό μας, τον ζωικό εαυτό μας που είναι εκτός κοινωνικών συμβάσεων και θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ο πιο αληθινός εαυτός μας. Αν έχεις δει ένα άλογο από κοντά, το κοίταξες στα μάτια, σε κοίταξε στα μάτια, αυτό που ένιωσες για μια στιγμή αυτό είναι ο Ρομπ. Ο Ρομπ σκοτώνει τους ανθρώπους γιατί τους νοιάζεται. Και τότε λέει ότι τους μαθαίνει. Από περιέργεια ξύνει πληγές ή δημιουργεί πληγές για να αγαπήσει τους ανθρώπους”, λέει.

Επισημαίνει ακόμα ότι δεν πρόκειται για ένα “συμβατικό” έργο με αρχή, μέση και τέλος. Μου δίνει την ευκαιρία να τον ρωτήσω για τις “εναλλακτικές” παραστάσεις που τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Κυρίως για τον σκοπό τους. “Ο σκοπός κάθε παράστασης είναι να καταλάβει κάποιος κάτι. Ο τρόπος και το μέσον είναι διαφορετικό. Τι σημαίνει καταλαβαίνω; Καταλαβαίνω με το μυαλό; Ή με έναν άλλο, πιο συναισθηματικό τρόπο; Αυτή ειδικά η παράσταση ασχολείται με τον δεύτερο τρόπο. Ούτως ή άλλως το θέατρο είναι μια αφορμή. Αν το καλοσκεφτείς σε όλη τη δραματουργία δεν υπάρχουν παραπάνω από 7-8 ιστορίες. Το ίδιο πράγμα λέγεται κάθε φορά.

Κάθε παράσταση λοιπόν είναι ένα πάτημα για να πετάξει ο θεατής. Το πέταγμα προϋποθέτει τη δυνατότητα να αποδεσμευτείς από την υλική ζωή όπως τη γνωρίζουμε, από τον τρόπο που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε, ότι δηλαδή πάω στο θέατρο να δω κάτι που μπορώ να το αναγνωρίσω στην ζωή τώρα. Αυτούσιο.

Προϋποθέτει μια ετοιμότητα, μία ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει τα δεσμά του μυαλού του, ακόμα και αν πρόκειται για μια συμβατική παράσταση. Κατά πάσα πιθανότατα η παράσταση που κάνουμε εμείς δε θα άντεχε σε ένα θέατρο που βγάζει τα λεφτά του από τα εισιτήρια. Είναι δύσκολη παράσταση, για ένα κοινό που έχει δει κάτι παραπάνω. Καμιά φορά βέβαια το κοινό που δεν έχει δει είναι πιο έτοιμο και πιο ανοιχτό. Κάνουμε μια παράσταση άβολη”, εξηγεί.  



Ο Χρήστος Λούλης είναι σε πρόβες για το “Ρομπ” από τις αρχές του Νοέμβρη. Αναρωτιέμαι αν ο ίδιος γνωρίζοντας εδώ και δυο μήνες τον χαρακτήρα του έχει αναγκαστεί να “ξεβολευτεί”. “Εννοείται ότι έχω ξεβολευτεί. Θέλω να είμαι ένας κανονικός άνθρωπος. Αλλά δεν είμαι. Αλλά είμαι κιόλας. Όλοι έχουμε μια κανονικότητα και μια μη κανονικότητα. Κι επειδή πρέπει να ζήσουμε την ζωούλα μας και με τους ανθρώπους γύρω μας, έχουμε κάνει πέρα τη μη κανονικότητα και έχουμε πιστέψει ότι κανονικό είναι αυτό που συμβαίνει τώρα.

Και για να ξεδώσουμε, επειδή βράζει κάτι μέσα μας, θα πάμε να τα σπάσουμε στις διακοπές ή θα πάμε στα μπουζούκια ή θα πάμε να τρέχουμε ή δεν ξέρω εγώ τι. Εγώ έχω μια κανονική ζωή, μια οικογένεια, παιδιά, ένα σπίτι. Και δεν είναι ότι κάνω πέρα τα παράθυρα που μου ανοίγονται στη δουλειά μου, αλλά προσπαθώ να τα παντρέψω όλα. Εμείς οι ηθοποιοί έχουμε μια παραπάνω ικανότητα να καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους που μιλάμε.

Μπορούμε να καταλάβουμε ένα βλέμμα, τη μικρογλώσσα του σώματος, τον ήχο της φωνής, την ζεστασιά του ιδρώτα. Πράγματα που οι άλλοι δεν έχουν εκπαιδευτεί να καταλαβαίνουν. Αυτό όμως δε μας αποτρέπει να ζήσουμε μια κανονική ζωή. Την ζούμε αποδεχόμενοι ότι υπάρχει ένα άλογο μέσα μας που κλωτσάει καμιά φορά. Και δαγκώνει. Η ζωή είναι δύσκολη. Και καμιά φορά -το σκεφτόμουν σήμερα στην πρόβα- σπαταλάμε πολύ χρόνο οι άνθρωποι να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο.

Κατηγορούμε αυτούς που δε συμφωνούν με μας, τους ανθρώπους που μας ενοχλούν, είμαστε εύκολα καχύποπτοι προς αυτούς που ξέρουμε αλλά και σε αυτούς που δεν ξέρουμε, αντί να δώσουμε συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο για το γεγονός ότι ακόμα αντέχουμε σε αυτή την ζωή που είναι δύσκολη με τους άλλους ανθρώπους.

Σαν να έχουμε ένα κοινό αντίπαλο όλοι. Τον άλλο εαυτό μας. Και τον άλλο εαυτό όλων των υπόλοιπων ανθρώπων, τον οποίο προσπαθούν να τον ελέγξουν”, υπογραμμίζει. Του λέω ότι είναι σαν να περιγράφει την “εποχή του ψόφου” που ζούμε στην Ελλάδα. “Έχουμε πολύ μεγάλη έλλειψη αυτοσυνείδησης. Νομίζουμε ότι η μέσα μας φωτιά προκαλείται από τον άλλο. Μας αρέσει ο διχασμός. Είμαι πολύ διχασμένοι. Γιατί δεν έχουμε εκτιμήσει τη συνύπαρξη των δύο φύσεων που έχουμε μέσα μας. Φασίστας δε γεννιέσαι. Εν δυνάμει φασίστες είμαστε όλοι, όπως και εν δυνάμει άγιοι. Υπάρχει μέσα μας ο λύκος και το προβατάκι που μαλώνουν. Καμιά φορά είναι πιο ανακουφιστικό να αφήσεις τον λύκο να νικήσει και να σου υπαγορεύσει ότι όλοι οι άλλοι είναι εχθροί σου.

Μια τέτοια κοσμοθεωρία είναι εύκολη, γιατί περιέχει όλες τις απαντήσεις: φταίει ο άλλος”, επισημαίνει ενώ όσο κλισέ κι αν ακούγεται τονίζει ότι πρόκειται για ζήτημα παιδείας: “Την παιδεία δεν την εννοώ ως ένα σύστημα μέσω του οποίου οι άνθρωποι θα μάθουν το από εδώ έως εδώ. Μιλάω για ένα σύστημα που θα σου μάθει ότι έχεις κι εσύ το σκοτάδι σου. Κι ότι δεν είναι όλα τα πράγματα σε τάξη και ασφάλεια. Δεν πάει να πει ότι επειδή έχεις οικογένεια και παιδιά πρέπει υστερικά μέσα σου να νιώθεις πάντα ευτυχισμένος.

Υπάρχει μια τέτοια κατάσταση. Όλοι κυνηγάμε την ευτυχία. Αλλά, επειδή είμαστε άνθρωποι και όλα συμβαίνουν, κάποια στιγμή θα μας επισκεφτεί και η μαυρίλα. Νομίζω ότι η λύση όταν έρχεται η μαυρίλα είναι όχι να κάνεις τα πάντα για να μην υπάρχει, αλλά να την ζήσεις. Δεν είναι αποδεκτό πια το “αφήστε με θέλω να κλάψω τώρα”. Σαν να έχει επικρατήσει μία νόρμα θετικής ενέργειας. Είναι από τα χειρότερα πράγματα η θετική ενέργεια”. 

Μιλώντας για ψυχαναγκασμούς και νόρμες, αναρωτιέμαι πώς ο ίδιος γλίτωσε κάποτε από το στερεότυπο του τηλεοπτικού ζεν πρεμιέ κι επέλεξε τον άλλο, τον προφανώς δύσκολο δρόμο συμμετέχοντας σε εμβληματικές παραστάσεις με σπουδαίους σκηνοθέτες. “Είχα μεγάλη φιλοδοξία για τον εαυτό μου. Πολύ μεγάλη. Κι ακόμα έχω. Μου φαινόταν πολύ εύκολο να κάνω κάθε χρόνο σήριαλ, κάθε χρόνο θα γινόμουν και λίγο καλύτερος, θα έβγαζα και λεφτά. Ήταν εύκολο, ειδικά όταν βλέπεις τα σήριαλ που υπάρχουν στην Ελλάδα. Δεν τα υποτιμώ, τα υποτιμώ όμως κιόλας. Δεν είναι εύκολο να κάνεις, αλλά είναι κι εύκολο.

Η δυσκολία που οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν σε ένα σήριαλ είναι στον τρόπο που θα κάνουν το στόρι τέτοιο ώστε να πιάσουν όσο πιο μεγάλο κοινό γίνεται. Δυστυχώς όμως το ελληνικό κοινό δεν είναι τόσο εκπαιδευμένο και καλλιεργημένο για να αντέξει μία ιστορία όχι τόσο απλή, με ερμηνείες ηθοποιών όχι πολύ απλές. Υπάρχει κοινό που βλέπει καλά σήριαλ, αλλά είναι λίγο. Βλέπουν αμερικανικά ή βρετανικά σήριαλ, τα οποία όμως δεν έχουν ανάγκη το ελληνικό κοινό. Το ελληνικό σήριαλ έχει ανάγκη το ελληνικό κοινό, ο μέσος όρος του οποίου θέλει να δει το τούρκικο. Είναι δύσκολο λοιπόν να κάνεις αυτή τη συνταγή και να ‘χεις καλούς ηθοποιούς και καλά σενάρια και να τους δώσεις τον χρόνο να παίξουν καλά. Όταν μέσα σε ένα δεκάωρο πρέπει να κάνεις 20 σκηνές, δε γίνεται, θα αρχίζεις να πιστολιάζεις”, λέει.

Του επισημαίνω ότι θα τον πουν ελιτιστή με όσα υποστηρίζει. “Μα είμαι ελιτιστής”, με διορθώνει. “Δεν έχω βάλει τα αβγά μου στο καλάθι του πολλού. Πιστεύω ότι η τέχνη έχει σκοπό να εξυψώσει τον κόσμο, όχι να τον χαϊδέψει ή να τον κοιμίσει. Ως καλλιτέχνης πρέπει να σε κάνω να θέλεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Εσύ, όχι κάποιος άλλος. Να γίνεις εσύ πιο ολοκληρωμένος, πιο σφαιρικός, να αποδεχτείς όλα όσα έχεις μέσα σου ή όσα η κοινωνία μπορεί να σου δώσει κι εσύ δεν τα παίρνεις γιατί είσαι κλεισμένος σε ένα καβούκι.

Η τέχνη πιστεύω ότι πάντα πρέπει να είναι ελιτίστικη στον σκοπό της. Όχι στον τρόπο της”, καταλήγει. Αλήθεια, όμως, ο ίδιος πώς τα κατάφερε για σχεδόν 20 χρόνια να πορεύεται με επιτυχία; Είναι τυχερός; Είναι δουλευταράς; Είναι ωραίος; “Μπορεί να είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Μπορεί να είμαι καλός στη δουλειά μου με την έννοια ότι είμαι διαθέσιμος, ότι δεν έρχομαι με τις ιδέες μου αλλά δέχομαι το να φτιάξουμε κάτι το οποίο δεν είχα σκεφτεί εγώ.

Κυρίως έχει να κάνει με το γεγονός ότι έχω δουλέψει πάρα πολύ. Πολύ. Με τον εαυτό μου, με το σώμα μου και όσο μεγαλώνω και ωριμάζω και μου φεύγει η υστερία να είμαι ο καλύτερος, γίνομαι καλύτερος ηθοποιός. Μ’ αρέσει να λέω κάτι στις συνεντεύξεις μου που τους ψαρώνει όλους. Αν έχω ένα ταλέντο είναι ότι κάνω τους άλλους να πιστεύουν ότι έχω ταλέντο. Μπορεί αυτό να αρκεί. Και μόνο το παραμύθιασμα που κάνω κι εσύ έρχεσαι και με βλέπεις είναι τελικά ένα ταλέντο”. 

Info: “Ρομπ/Rob” του Ευθύμη Φιλίππου, σκην. Δημήτρης Καραντζάς από τις 17-28 Ιανουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, sgt.gr

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης