Βολφ Σουσίτσκι: H Ελλάδα του '60 μέσα από τα μάτια του Σουσίτσκι

Βολφ Σουσίτσκι: H Ελλάδα του '60 μέσα από τα μάτια του Σουσίτσκι

Ο φωτογράφος βρέθηκε στην Ελλάδα πριν από 55 χρόνια και αποτύπωσε με τον φακό του εικόνες καθημερινής ζωής, γιορτές, παραδοσιακά πανηγύρια, τοπία και πορτρέτα  ανθρώπων από τη Σκιάθο και την Υδρα, τα οποία συνθέτουν ένα ντοκουμέντο φωτός και σκιάς, ομορφιάς και αθωότητας

Βολφ Σουσίτσκι: H Ελλάδα του '60 μέσα από τα μάτια του Σουσίτσκι
Το 1961 ο Μάνος Χατζιδάκις τιμάται με βραβείο Οσκαρ για τη μουσική στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Το 1963 ο Γιώργος Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1964 ο «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη κερδίζει τρία Οσκαρ και η ελληνική μουσική του φρεσκοφερμένου από το Παρίσι Μίκη Θεοδωράκη κάνει τον γύρο του κόσμου. Διεθνώς αναβαθμισμένη πολιτιστικά και πνευματικά αλλά φτωχή, η Ελλάδα της ρευστής δεκαετίας του '60, ανάμεσα σε αγωνίες, ελπίδες και όνειρα για μια καλύτερη ζωή, αρχίζει να αστικοποιείται ταχύτατα και να χειραφετείται τουριστικά. Είναι η εποχή που η χώρα ξεκινά να αυτοσυστήνεται ως τουριστικός προορισμός αναδιαμορφώνοντας βαθμιαία την ταυτότητά της για να ενταχθεί στην παγκόσμια τουριστική βιομηχανία.



Το 1960 ξεκινάει το πρώτο πενταετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης της χώρας και το άλλοτε γραφικό, επιτηδευμένα ή όχι αθώο τοπίο σταδιακά αλλοιώνεται. Λίγο πριν από την επέλαση του μεσογειακού μοντερνισμού και του τουριστικού συνωστισμού, ο φωτογράφος και κινηματογραφιστής Βολφ Σουσίτσκι έρχεται στην «άλλη» Ελλάδα στις αρχές του ’60 για να αποτυπώσει στο φιλμ αντιπροσωπευτικές σκηνές ενός κόσμου που χανόταν.

Κλείσιμο



Εκπληκτος από τη μοναδική φύση
Η εμπλοκή του υπεραιωνόβιου, ήδη 103 ετών σήμερα, Σουσίτσκι με την Ελλάδα ξεκινάει πριν από 55 χρόνια, όταν φτάνει στο νησί του Παπαδιαμάντη για τα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας του σκηνοθέτη Τζον Ινγκραμ «Μιχάλης της Σκιάθου» με μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη. Ο φωτογράφος μένει έκπληκτος με την αναξιοποίητη, εντυπωσιακή φύση του νησιού των Σποράδων. Μπρος στα μάτια του ξεδιπλώνεται ένας μοναδικός συνδυασμός οργιώδους βλάστησης, με τα πεύκα να ακουμπούν στη θάλασσα, και δεκάδων δαντελωτών ακρογιαλιών με διάφανα τιρκουάζ νερά. Το νησί του φαντάζει σαν κατάφυτο ορεινό δάσος στη μέση του Αιγαίου. Ενας παρθένος τόπος ανέγγιχτος από τον μαζικό τουρισμό, αν και οι πρώτοι ξένοι επισκέπτες, λίγοι Γερμανοί, έχουν φτάσει εκεί ήδη από το 1954.

Η έκθεση του Wolf Suschitzky θα φιλοξενείται έως τις 20 Σεπτεμβρίου στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Σκιάθο

Ωστόσο το νησί δεν έχει ακόμα υποδομές να υποδεχτεί περισσότερους. Χωρίς ξενοδοχεία, υπάρχουν μόνο κάποια ενοικιαζόμενα δωμάτια, ένα μοναχά εστιατόριο και ηλεκτρικό ρεύμα για μόλις δύο ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Οι φιλόξενοι κάτοικοί του, στην πλειονότητά τους φτωχοί καλλιεργητές, ψαράδες και ναυτικοί, προσελκύουν το διερευνητικό βλέμμα του Σουσίτσκι, ο οποίος απαθανατίζει τα πρόσωπα και τις καθημερινές δραστηριότητές τους κάνοντάς τα πρωταγωνιστές των φωτογραφιών του ως φιγούρες που συνδιαλέγονται αρμονικά με το τοπίο. Ιδιαίτερα την πόλη της Σκιάθου η οποία, αφού βομβαρδίστηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανοικοδομήθηκε βιαστικά, διατηρώντας όμως τον μοναδικό της χαρακτήρα, το δικό της αυθεντικό χρώμα και την απέριττη ζωντάνια της.

Στα πορτρέτα του και τις εικόνες με τα τοπία ο φωτογράφος συλλαμβάνει τη γνήσια ή φαινομενική αθωότητα μιας πατροπαράδοτης κοινωνίας. Το 1964 η Σκιάθος ανακηρύσσεται από τον ΕΟΤ αναπτυσσόμενη ζώνη τουρισμού, ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 η ανέγερση δύο μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, του «Σκιάθος Παλλάς» από τον Τάκη Δερβένη και των «Εσπερίδων» από τον Απόστολο Ξενάκη, σηματοδοτεί τον λειτουργικά τουριστικό εκσυγχρονισμό της. Ηδη, όμως, ο Σουσίτσκι είχε προλάβει να εκφράσει μια ξεκάθαρη προσωπική εικαστική αφήγηση για το νησί και να αποτυπώσει στο φιλμ τα ίχνη της απλότητας, της ευγένειας και της φιλοξενίας των κατοίκων του πριν από την έφοδο της νεοτερικότητας και της τουριστικής ανάπτυξης.



Πανηγύρι στη Σκιάθο

Γεννημένος στη Βιέννη το 1912, με εβραϊκή καταγωγή, ο Βολφ Σουσίτσκι ήταν ο απείθαρχος γιος ενός άθεου σοσιαλδημοκράτη βιβλιοπώλη του Μεσοπολέμου που ειδικευόταν σε πολιτικές εκδόσεις.

Μυήθηκε από νωρίς στα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης σπουδάζοντας στη μοναδική σχολή φωτογραφίας της γενέτειράς του. Σε ηλικία 22 ετών, το 1934, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αυστριακή πρωτεύουσα, καθώς τα βαριά σύννεφα του ναζισμού πύκνωναν και άρχιζαν οι πρώτες διώξεις των αριστερών και ειδικότερα των Εβραίων, όπως ο ίδιος. Μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου ζούσε η επίσης φωτογράφος αδελφή του. Εκεί ξεκίνησε να απεικονίζει την προπολεμική κοινωνική πραγματικότητα της αγγλικής πρωτεύουσας.

Ωστόσο, η αυτοκτονία του πατέρα του και η αδυναμία του να εξασφαλίσει άδεια εργασίας στην Αγγλία τον εξανάγκασαν σε ακόμα μία απόδραση στην ξενιτιά. Νέος τόπος εγκατάστασής του ήταν η Ολλανδία, όπου και παντρεύτηκε μια ντόπια, παλιά συμφοιτήτριά του. Εκεί προσπάθησε να ορθοποδήσει επαγγελματικά κάνοντας παιδικά πορτρέτα, αλλά η σύζυγός του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον, οπότε ως ξένος και έρημος δίχως οικογενειακή στέγη και, κυρίως, χρήματα άρχισε να τραβά φωτογραφίες για καρτ ποστάλ. Είδε κι απόειδε, μάζεψε τα πενιχρά υπάρχοντά του και επέστρεψε στην Αγγλία. Μέσα όμως στην ατυχία της επιβεβλημένης περιπλάνησής του από χώρα σε χώρα υπήρξε και τυχερός. Αν έμενε στην Ολλανδία επί της ναζιστικής κατοχής, θα είχε πάρει τον δρόμο προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πίσω στο Λονδίνο ξεκίνησε καριέρα κινηματογραφιστή και λίγο μετά τον Πόλεμο, το 1944, ίδρυσε μαζί με τον Ντόναλντ Αλεξάντερ την Data Film Cooperative, τον πρώτο κινηματογραφικό συνεταιρισμό της Βρετανίας. Στη δεκαετία του ’50, παράλληλα με τη φωτογραφία, ασχολήθηκε πιο ενεργά με τον κινηματογράφο και συνύπογραψε την ταινία «The Bespoke Overcoat» που κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας μικρού μήκους το 1957. Στη συνέχεια συνεργάστηκε επί πολλά χρόνια ως οπερατέρ και διευθυντής Φωτογραφίας με τον θρυλικό ντοκιμαντερίστα Πολ Ρόθα. Με αποσκευή μόνο τη φωτογραφική του μηχανή, έφτασε στη Σκιάθο του ’60  και με το πρώτο του βλέμμα στην ελληνική γη την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.



Το καρνάγιο της Σκιάθου



Από τη Σκιάθο στην Υδρα
Η γνωριμία του στη Σκιάθο του ’60 με τον λυρικό, ευαίσθητο και ρομαντικό Βρετανό ζωγράφο Τζον Κράξτον, ο οποίος βίωνε το βουκολικό του όνειρο στην Ελλάδα ήδη από το 1946, τον φέρνει στην Υδρα. Μετά από ένα πέρασμα από την Αθήνα, όπου ανάμεσα σε σκηνές της καθημερινότητας μαγεύτηκε από τις σκιές πάνω στο πεντελικό μάρμαρο του Παρθενώνα, τις οποίες αποτύπωσε σε μια εμβληματική φωτογραφία, φτάνει στο δοξασμένο νησί του Αργοσαρωνικού.

Μαζί με τον Κράξτον επισκέπτονται το κρεμασμένο σχεδόν πάνω από το λιμάνι υδραίικο αρχοντικό του ζωγράφου Νίκου Xατζηκυριάκου-Γκίκα, το οποίο έχουν περιγράψει στα βιβλία τους συγγραφείς όπως ο Χένρι Μίλερ και ο Λόρενς Ντάρελ. Εκεί φωτογραφίζει τον διάσημο Ελληνα ζωγράφο, σε ένα πορτρέτο που αποπνέει αμεσότητα, αυθορμητισμό, εμπιστοσύνη και αυτοκυριαρχία. Λίγες εβδομάδες αργότερα το σπίτι πήρε φωτιά με αποτέλεσμα να καεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συλλογή έργων του καλλιτέχνη, μια και το νερό δεν έφτανε τόσο ψηλά για να σβήσει την πυρκαγιά. Ο φωτογράφος, που μισούσε σε όλη του τη ζωή τις φυσικές και κοινωνικές αδικίες, είναι απαρηγόρητος, αλλά τον παρηγορεί σχεδόν ιαματικά το τοπίο του νησιού. Θαμπώνεται από την αρμονική σύνδεση της αρχιτεκτονικής με το περιβάλλον στον γεωγραφικό χάρτη που ορίζεται από τον μυχό του κλειστού όρμου και τη χτισμένη αμφιθεατρικά πόλη στη βραχώδη πλαγιά γύρω από το λιμάνι.



Tο λιμάνι της Σκιάθου τη δεκαετία του '60

Η Υδρα δεν είναι τόσο φτωχή αλλά και καθόλου πράσινη σαν τη Σκιάθο, αλλά η αίσθηση της λιτότητας, της ισορροπίας και της αθωότητας είναι παρούσα.  Το νησί του Σαρωνικού ήδη διανύει τα πρώτα βήματα στον διάδρομο του κοσμοπολιτισμού. Το τουριστικό βλέμμα του ελληνικού κινηματογράφου διανέμει τις εικόνες εκείνες στις οποίες οι θεατές θα ταξιδέψουν νοερά. Επιπλέον οι διεθνείς παραγωγοί ταινιών έχουν ανακαλύψει έναν τόπο απαλλαγμένο από τροχοφόρα ως αυθεντικά γραφικό τοπίο της αφήγησης των ιστοριών τους. Το 1957 έχουν γίνει στο νησί των ηρωικών θαλασσομάχων και καπεταναίων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ’21 τα γυρίσματα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» με τη Σοφία Λόρεν και τον Αλαν Λαντ.  
Οι κινηματογραφικές εικόνες από το λιμάνι, το Μαντράκι, τα Καμίνια, τη σπηλιά στα Κανόνια, τα πέτρινα αρχοντικά και τα πλακόστρωτα δρομάκια μόνο για γαϊδουράκια, οι οποίες μεταφέρονται από τη μεγάλη οθόνη στο παγκόσμιο κοινό, αποτελούν πόλο διεθνούς τουριστικής έλξης. Πλάι στη φαντασμαγορική ομορφιά του τοπίου και τη δομημένη πολιτιστική ατμόσφαιρα του νησιού υπάρχουν οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου με τις ιστορίες, τους θρύλους, τα λαϊκά παραμύθια και τα αυθεντικά γλέντια τους, τα οποία διαλέγει γοητευμένος να απαθανατίσει ρεαλιστικά στις αρχές του ’60 ο Βολφ Σουσίτσκι. Πάντα με εκείνη την παλιά βιεννέζικη αρχοντιά, την αίσθηση χιούμορ και την ευελιξία με τις οποίες απελευθέρωνε το κλείστρο της κάμερας την κατάλληλη στιγμή, καθώς και με τη φιλικότητα, την ειλικρίνεια και τη ζεστασιά του ανήσυχου ανθρώπου που ενδιαφέρεται για τις ανάγκες των άλλων, των απλών ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.



Σήμερα, πολυβραβευμένος για το σύνολο της 80χρονης προσφοράς του, με αναρίθμητα φιλμ, τόνους φωτογραφιών και συνολικά 200 ταινίες στο ενεργητικό του, μπορεί από το σπίτι του στο Λονδίνο να αναπολεί μια συναρπαστική κληρονομιά που δημιούργησε για να τη μοιραστεί μαζί με τον θεατή.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης