Το re-opening πάρτυ της ΕΡΤ: Varvatos Γιάνης και όλοι οι άλλοι στη σειρά

Το re-opening πάρτυ της ΕΡΤ: Varvatos Γιάνης και όλοι οι άλλοι στη σειρά

Στα επίσημα θυρανοίξια των τριών καναλιών της ΕΡΤ πολλά θύμιζαν μέρα της μαρμότας - Ενα deja vu με τα ίδια πρόσωπα και πρωταγωνιστές, το ίδιο T-shirt του Γιάνη και της Ζωής, ακόμη και τα ίδια άσματα - και μια επιστροφή στα στεγανά που θέλει την κρατική τηλεόραση να είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με την κομματοκρατία

Το re-opening πάρτυ της ΕΡΤ: Varvatos Γιάνης και  όλοι οι άλλοι στη σειρά
Από όλα είχε το εναρκτήριο τηλεοπτικό πρόγραμμα της δημόσιας τηλεόρασης. Συγκίνηση και χαρά από τους εργαζομένους, πανηγυριώτικο κλίμα από τους πολιτικούς, δωρεάν τσιπς και πορτοκαλάδες για τον κόσμο, αλλά και τον Γιάνη με μοδάτο μπλουζάκι του John Varvatos, μπόλικες selfies και τη Ραχήλ που δεν ανέβηκε αυτή τη φορά στα κάγκελα, αλλά φόρεσε φο μπιζού γεμάτο νόημα...

Σε μια ιδανική πολιτεία -και όχι απαραίτητα του Πλάτωνα-, σε ένα ιδανικό πολίτευμα, σε μια ιδανική Ελλάδα, ίσως η κρατική τηλεόραση να μην είχε ανάγκη από εκπροσώπους της εξουσίας όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία έδωσε το εναρκτήριο τηλεοπτικό λάκτισμα της ΕΡΤ - μαζί με τον εθνικό ύμνο, τους καλαμποκάδες και το μαλλί της γριάς, τους αντιμνημονικούς λόγους, τους δυσαρεστημένους συνδικαλιστές και το περιδέραιο της Ραχήλ να γράφει ανάμεσα σε φανταχτερές πέρλες συμβολικά «Μaybe». 

Κλείσιμο
Ισως (maybe, όπως έγραφε το φο μπιζού της Ραχήλ) σε μια άλλη συγκυρία τα εγκαίνια ενός εθνικού ραδιοτηλεοπτικού δικτύου να περιλάμβαναν εκπλήξεις διαφορετικές από την παρουσία πολιτικών - αλλά επειδή τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι ιδανικό, στα επίσημα θυρανοίξια των τριών καναλιών της ΕΡΤ πολλά θύμιζαν μέρα της μαρμότας. Ενα deja vu με τα ίδια πρόσωπα και πρωταγωνιστές, το ίδιο T-shirt του Γιάνη και της Ζωής, ακόμη και τα ίδια άσματα - και μια επιστροφή στα στεγανά που θέλει την κρατική τηλεόραση να είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με την κομματοκρατία.


Με θριαμβευτικό χαμόγελο η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου προσέρχεται στο επίσημο άνοιγμα της ΕΡΤ


Ωστόσο, όσο κι αν κανείς δεν προσδοκά μια διαφορετική και ανεξάρτητη πορεία για έναν ραδιοτηλεοπτικό σταθμό παρουσία ολόκληρου σχεδόν του κυβερνητικού προσωπικού της χώρας, δεν μπορεί να μην παρασυρθεί από την ανθρώπινη συγκίνηση που ήταν διάχυτη στους διαδρόμους της ΕΡΤ την Πέμπτη 11 Ιουνίου. Το άκουσμα της ημερομηνίας και μόνο αυτομάτως έφερνε στον νου το μοιραίο απόγευμα οπότε έπεφτε πριν ακριβώς από δύο χρόνια στις οθόνες το μαύρο. Το «Ψυχή Βαθιά» που ακούστηκε, όταν τον Νοέμβριο του 2013 σίγησε και το δημόσιο ραδιόφωνο -και τώρα επανέρχεται στο κεντρικό τρέιλερ της ΕΡΤ-, είχε μια βαθιά αντιστοιχία με την ψυχή του ανώνυμου προσωπικού που σφιχταγκαλιαζόταν στους διαδρόμους, χάριζε αμέτρητα χαμόγελα και κέρναγε ρακή τους επισκέπτες έτσι για το καλησπέρα.


Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έφτασε στην ΕΡΤ κατευθείαν από το αεροδρόμιο. Ο απλός κόσμος τρέχει να τον χαιρετήσει και οι μεσόκοπες κυρίες να του τσιμπήσουν τα μάγουλα. 
Δίπλα του ο Λάμπης Ταγματάρχης


Ολα είχαν τον αέρα του πανηγυριού στους διαδρόμους της ΕΡΤ με συναδέλφους να συναντιούνται από τα παλιά σε κλίμα χαράς, παραφοράς και συγκίνησης - σάμπως κανείς να μην προβληματιζόταν για το τι θα ακολουθήσει όταν τελειώσει το πάρτυ, τους καβγάδες που θα πάρουν και αυτοί τη θέση τους στην καθημερινή ρουτίνα, τις αντιμαχίες για μια θέση στον τηλεοπτικό ήλιο. Εκείνη η βραδιά έμοιαζε και ήταν ξεχωριστή: είχε ως πραγματικούς πρωταγωνιστές τα παιδιά από τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ που δεν έκρυβαν τα δάκρυά τους, τις καθαρίστριες με υψωμένα τα κόκκινα γάντια, τον απλό κόσμο που κρεμόταν κυριολεκτικά από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έφτασε στο κτίριο κατευθείαν από το αεροδρόμιο (ίσως μάλιστα να είναι η πρώτη φορά που οι φρουροί ενός πρωθυπουργού δεν χρειάστηκε να πάρουν θέσεις προστασίας). Είχε επίσης (και) τις ανώνυμες υπαλλήλους της ΕΡΤ οι οποίες είχαν αναλάβει χρέη αυτοσχέδιου ξεναγού στα άδυτα του κτιρίου, χαρούμενες που ένιωθαν να ξανανοίγουν το σαλόνι του τηλεοπτικού σπιτιού που τις έκανε για χρόνια περήφανες. Είχε και ωραία πρόσωπα, άμεσα συνδεδεμένα με τη μαχητική πλευρά της δημοσιογραφίας όπως o Πάνος Χαρίτος, το πιο φιλοπόλεμο τέκνο της γενιάς του, να πηγαινοέρχεται φορώντας μια μοβ γραβάτα -λίγο πιο σφιχτή από το κανονικό-, φωνάζοντας ότι πάνω του είναι ξένο σώμα.
 

Κάθε βήμα και μια selfie για τον Γιάνη Βαρουφάκη με το μοδάτο κολλητό μπλουζάκι - John Varvatos, κατά τους ειδικούς περί τη μόδα. Με ανάλογη trendy εμφάνιση, ανοιχτό μπλουζάκι και τζιν και η Δανάη Στράτου


Αλλοι καιροί, άλλες ανάγκες και η αλήθεια είναι ότι σχεδόν κανείς δεν θα περίμενε τον πολεμικό ανταποκριτή της ΕΡΤ να καταφτάνει από τις παρυφές της Λωρίδας της Γάζας για να εκφωνεί τα νέα της ημέρας. Στον πολυτάραχο κόσμο που αντίκριζε ζώντας τόσα χρόνια στα μέτωπα, τα επίγεια δεν είχαν καμία θέση και η επικαιρότητα δεν φάνταζε βαρετή ή προβλέψιμη. Αλλά η ζωή είναι σκληρή -και όχι απαραίτητα με Ζ κεφαλαίο-, και αυτό αποδείχτηκε την πρώτη μέρα της λειτουργίας της εθνικής ραδιοτηλεόρασης.

Το χρονικό μιας περιπετειώδους αρχής

Ολα ξεκίνησαν στις 11 Ιουνίου, στις 7 το πρωί, την ώρα που οι εργάτες είχαν αρχίσει να κουβαλάνε τα πρώτα καφάσια στη γωνία του Βασιλόπουλου στη Μεσογείων, οι κηπουροί φρόντιζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες από το κουρεμένο γρασίδι και οι καθαρίστριες γυάλιζαν τις βιτρίνες με τα κύπελλα από τους παλιούς αγώνες της ομάδας της ΕΡΤ. Τι κι αν το ασανσέρ δεν λειτουργεί ή το κτίριο φαίνεται σε κάποια σημεία σχεδόν ετοιμόρροπο; Ολα έμοιαζαν έτοιμα για την πρώτη πανηγυρική μέρα της ΕΡΤ και την πρώτη καλεσμένη που δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου ως η μοναδική που υποστήριξε τον αγώνα της ΕΡΤ open από την ημέρα όπου διεκόπη η λειτουργία της.

Φυσικό ήταν η πρώτη ερώτηση της δημοσιογράφου να μην μπορεί να εκφωνηθεί εύκολα: έχοντας απέναντί της την επιβλητική Ζωή, η νεαρή δημοσιογράφος άρχισε αμήχανη -ίσως και φοβισμένη;- τις φιλοφρονήσεις, ρωτώντας τη πού βρίσκει ακριβώς το σθένος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της (sic). Ακολούθησε και μια μεγαλεπήβολη λεζάντα στην τηλεοπτική εμφάνιση του υπουργού Υγείας -«το ανθρώπινο πρόσωπο του Κουρουμπλή»- και πήραν φωτιά τα social media κάνοντας λόγο για κατευθυνόμενη ενημέρωση, κάτι στο οποίο συνέβαλαν και ανακοινώσεις όπως αυτή που έβγαλε το Ποτάμι (όπου γινόταν λόγος για τον Μπόλεκ και Λόλεκ της δημοσιογραφίας).  

Ωστόσο παρά τα παρατράγουδα και τα πολιτικά ατοπήματα, οι περισσότεροι εργαζόμενοι έδειχναν να χαίρονται που μπορούν να σουλατσάρουν στον διάδρομο αδιαφορώντας για την παρουσία των επισήμων και των πολιτικών. Ισως μάλιστα κανείς να μην είχε προσέξει τον Γιάννη Μηλιό, ο οποίος έσπευσε να δείξει τη συμπαράστασή του, ή τα δάκρυα του Λάμπη Ταγματάρχη την ώρα που έβγαινε στον αέρα το ομολογουμένως συγκινητικό εναρκτήριο σήμα. Και σίγουρα κανείς δεν έδειχνε να θυμάται τη δεκάωρη ανάκριση που είχε προηγηθεί από την προέδρο της Βουλής στο ηγετικό στέλεχος της ΕΡΤ, καθώς τώρα αντάλλασσαν αμφότεροι θερμούς χαιρετισμούς - ίσως ακόμη πιο θερμούς και από τις αγκαλιές που ακολούθησαν ανάμεσα στον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Αλέξη Τσίπρα.

Εκείνο το βράδυ όμως δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και προσωπικού, αν κρίνουμε από τις μεσόκοπες κυρίες οι οποίες έσπευσαν να τσιμπήσουν τα μάγουλα του πρωθυπουργού ή να αγκαλιάσουν τον ροκ αστέρα Βαρουφάκη, ο οποίος βημάτιζε στον ρυθμό της  selfie (κάθε βήμα και καημός, κάθε καημός και selfie!). Ο Νίκος Βούτσης, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που προσήλθαν στο κτίριο, επιδιδόταν σε ψιλή κουβεντούλα με τους εργαζομένους ανάμεσα σε μεγάλα μπουκάλια με πορτοκαλάδα (με ανθρακικό) και πατατάκια - απόδειξη του αυτοσχέδιου πάρτυ που έστησαν οι εργαζόμενοι χωρίς επίσημες προσκλήσεις.


«Να ντυθώ επίσημα ή να ντυθώ για διαδήλωση;», αναρωτήθηκε η Ραχήλ Μακρή. Γι’ αυτό και φόρεσε το κολιέ με τις πέρλες και το συμβολικό «Maybe» από πάνω και κάπρι τζιν με σανδάλια από κάτω 


Κι αν όλοι έβαζαν στοιχήματα για τη μάρκα που συνόδευε το κολλητό μπλουζάκι του Βαρουφάκη -«είναι Τζον Βαρβάτος;» αναρωτιόταν κάποιος ειδικός στα της μοδός-, κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος στις στάμπες που είχαν τα T-shirts των οπερατέρ της ΕΡΤ: Ramones, Αγανακτισμένοι, Τσε Γκεβάρα, ακόμη και ένα DSK είδαμε προς ανάμνηση μιας άλλης Γερμανίας (θυμάσαι, Ανγκελα, το φιλί του Χόνεκερ με τον Μπρέζνιεφ;). Πουκάμισα βγαλμένα απέξω, κατά τον βαρουφάκειο ενδυματολογικό κανόνα, εναλλάσσονταν με τα 12ποντα των παρουσιαστριών - εκεί ήταν η σημερινή βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην στέλεχος της ΕΡΤ Αγλαΐα Κυρίτση και όλη η παλιά φουρνιά των εντυπωσιακών anchorwomen.

Λίγα μέτρα πιο έξω στο προαύλιο ο Θάνος Μικρούτσικος χτυπούσε με τον ίδιο μελωδικό τρόπο τα πλήκτρα από το συνθεσάιζερ που υποκατέστησε το θρυλικό του πιάνο και ο Διονύσης Τσακνής τις χάντρες από το κατακίτρινο κομπολόι του (δεν παρέλειψε ωστόσο να ερμηνεύσει και ένα άσμα). Αυτός όμως που σίγουρα δεν τραγούδησε από τη χαρά του ήταν ο πρόεδρος της ΠΟΣΠΕΡΤ Παναγιώτης Καλφαγιάννης, ο οποίος, αν και ήταν ο πρώτος καλεσμένος, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που στήθηκε το σκηνικό της νέας ΕΡΤ. Κατά τη διάρκεια των πανηγυρικών εγκαινίων, οι εκπρόσωποι του συνδικαλιστικού οργάνου της ΕΡΤ δεν έπαψαν να φωνάζουν συνθήματα από το απέναντι κτίριο διαμαρτυρόμενοι που η νέα διοίκηση δεν έδειξε να ασπάζεται τον αντιμνημονιακό τους αγώνα τον καιρό του «μαύρου».


Ο Πάνος Χαρίτος από τα πεδία των μαχών στο «πεδίο βολής» της ΕΡΤ. Εγκατέλειψε 
την εμπόλεμη ζώνη για το ραδιοτηλεοπτικό μέγαρο της Αγίας Παρασκευής



Η απόφαση του υπουργού Επικρατείας να μη συμπεριλάβει όλες τις «συνιστώσες» της ΠΟΣΠΕΡΤ στο νέο σχήμα και να λάβει υπόψη τους εργαζομένους από το «αμαρτωλό» καθεστώς της ΝΕΡΙΤ δεν βοήθησε ώστε να δώσουν οι εκπρόσωποι της ομοσπονδίας άφεση αμαρτιών στη νέα διοίκηση - ούτε καν τη χαρμόσυνη πρώτη μέρα. Αντίστοιχα έπραξαν και οι αριστερές οργανώσεις που είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς στο πλαϊνό μέρος του κτιρίου φωνάζοντας αντιμνημονιακά συνθήματα και εκφωνώντας λόγους κατά της κυβέρνησης. Σκαρφαλωμένος σε αυτοσχέδιο βάθρο ο Πάνος Γκαργκάνας, αδελφός του γνωστού τραπεζίτη, περνούσε τα δικά του μηνύματα ενάντια στα επαίσχυντα μνημόνια, με τα μέλη της οργάνωσής του ΣΕΚ να πουλάνε εφημερίδες στους ανανήψαντες αριστεριστές. Η «Εργατική Αλληλεγγύη» πουλιόταν ζεστή-ζεστή όπως τα καλαμπόκια και οι διάφορες παρατάξεις που κάποτε βρίσκονταν πιο κοντά στο πλευρό της κυβέρνησης έκαναν σταδιακά την εμφάνισή τους και απέτρεπαν τους συντρόφους να προχωρήσουν προς το εσωτερικό της ΕΡΤ απευθύνοντάς τους τον «αβρό» χαιρετισμό «Κι εσύ, Βρούτε;».


Οι τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ πριν από την επίσημη πρώτη του δελτίου ειδήσεων 


Η μεταμόρφωση του πρώην αριστερού συντρόφου σε προδότη του Ρωμαίου αυτοκράτορα προφανώς είχε να κάνει με τον ασπασμό του Τσίπρα στον Γιούνκερ, καθώς το φιλομνημονιακό φιλί έχει για τους αριστερούς πολλαπλές αναγνώσεις - ανάλογες με τις ερμηνείες των επαναστατικών ασμάτων που τραγούδησαν ο Γιώργος Ανδρέου, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και ο Νίκος Ζιώγαλας. Αλλά όπως έγραφε ο Κοσταντίν στον «Μαύρο Αμνό και Γκρίζο Γεράκι»: «Για χάρη της χώρας μου, ίσως και λιγάκι για χάρη της ψυχής μου, εγκατέλειψα τη βαθιά γαλήνη του να είμαι στην αντιπολίτευση», και ίσως αυτό να είναι κάτι που πρεσβεύει σήμερα περισσότερο από ποτέ ο ΣΥΡΙΖΑ. Ολα μοιάζουν διαφορετικά και κάπως λιγότερα επαναστατικά όταν βρίσκεται κανείς στην εξουσία, ακόμη κι αν το κόψιμο ενός αγριολούλουδου από τον Γιάνη -το οποίο πρόσφερε στη συνέχεια στη γυναίκα του- είχε κάτι από τον αυθορμητισμό ενός ανθρώπου που δεν καθορίζεται από την κυβερνητική θέση.

Πάνος Χαρίτος: από τη Λωρίδα της Γάζας στην Αγία Παρασκευή

Σίγουρα πάντως αν κάποιος δεν καθοριζόταν ποτέ από την εκάστοτε θέση -και ίσως γι’ αυτό κατέλαβε το πιο καίριο πόστο του κεντρικού δελτίου- να είναι ο σημερινός εκφωνητής των δελτίων ειδήσεων Πάνος Χαρίτος. Μεγαλωμένος με το όνειρο να κατακτήσει τον άγριο κόσμο της δημοσιογραφίας, ο 45χρονος anchorman έμαθε ότι τα υλικά του καλού ρεπόρτερ είναι η αγάπη για έρευνα σε εποχές όπου οι δημοσιογραφικές επιδιώξεις δεν καθορίζονταν μόνο από τα κόμματα. Ο ίδιος, μένοντας μακριά από γραφειοκρατικά καφκικά αδιέξοδα, καθώς βρέθηκε από νωρίς στα διάφορα μέτωπα, και νιώθοντας τη μυρωδιά που έχει το μπαρούτι και το αίμα, δεν μολύνθηκε από τις καθεστωτικές αμαρτίες. Πέρυσι ωστόσο τα επαναστατικά του αντανακλαστικά τον έκαναν να αντιδράσει  στην αναγκαστική επιβολή του «μαύρου» γράφοντας ένα κείμενο στο blog του και έκτοτε άρχισε να αρθρογράφει τακτικά στην εφημερίδα «Αυγή». 

Ανταποκρίσεις έστελνε παράλληλα και στο newsroom του The Toc της Ελλης Στάη, που λίγο ή πολύ λειτούργησε ως το θεσμικό υποκατάστατο της ΕΡΤ - δεν είναι να απορείς ότι σήμερα η Στάη έχει κάθε λόγο να διαμαρτύρεται σε στενούς κύκλους για τη μη αναφορά του ονόματός της στον εναρκτήριο λόγο του αλλοτινού της φίλου και συνεργάτη Λάμπη Ταγματάρχη. Αν όμως μια κυρία όπως η Ελλη Στάη δεν μπορεί να συγχωρέσει -πόσο μάλλον να ξεπεράσει- τέτοιου είδους λεκτικά ατοπήματα, μπορεί να το κάνει κάλλιστα ένας άνθρωπος των πραγματικών μαχών και όχι μόνο αυτών των λέξεων όπως ο παρουσιαστής Χαρίτος. 
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες επιλογές για το νέο προσωπικό της ΕΡΤ, που λίγο πολύ βρήκαν μικρότερες ή μεγαλύτερες αντιδράσεις, η αποδοχή του Πάνου Χαρίτου για τη θέση του ως παρουσιαστή έμοιαζε σχεδόν καθολική. Ενα πρόσωπο που έμεινε για καιρό μακριά από τα κέντρα εξουσίας, που απέδειξε ότι δεν γνωρίζει τι σημαίνουν επίθετα όπως «καρεκλοκένταυρος» και δεν χαιρέτισε τις σχέσεις της κομματοφροσύνης. Λειτουργώντας μάλιστα και ως άλλοθι για την παλιά κοινότητα της Αριστεράς που καλυπτόταν από τους ελευθεριακούς εκπροσώπους του πνεύματος, ο Πάνος Χαρίτος δείχνει να χαρίζει στην ΕΡΤ το βαλλόμενο κύρος της. Τι κι αν ο ίδιος μοιάζει εμφανώς αμήχανος σε αυτό το περίκλειστο πλαίσιο - σαν το ανέστιο πτηνό που το ξανακλείνουν στο κλουβί ή σαν τον πολυμήχανο ταξιδευτή που γυρίζει στην εστία του; Ανοιχτός και ομιλητικός για τους πολλούς, όπως επιβάλλει το ελεύθερο πνεύμα του, δεν αρνείται αγκαλιές και χαιρετούρες, αν και δείχνει να έχει προ πολλού αποτραβηχτεί για όρους αυτοσυγκέντρωσης στον εαυτό του. Ισως οι συγκρούσεις στα πεδία των μαχών να μη χρειάζονται περιττές συνεννοήσεις - όπως αυτές στις οποίες προβαίνει τώρα ο Χαρίτος λίγο προτού βγει για πρώτη φορά στον αέρα. 

Λίγο πριν το δελτίο ειδήσεων

Τον συναντάμε λίγο πριν από την έναρξη του δελτίου, στην αίθουσα σύνταξης, εμφανώς αγχωμένο και κάπως αμήχανο, πάντα όμως ευγενικό και προσηνή, να προσπαθεί να καλύψει τη δική του εσωτερική μάχη ανάμεσα σε έναν περιπετειώδη εαυτό και σε έναν κανονικό άνθρωπο που θα μπαίνει σε όλα τα νοικοκυριά και σε όλα τα σπίτια. 


Μέσα στο πανηγύρι των πολιτικών ξεχώρισε η συγκίνηση των ανθρώπων της ΕΡΤ που δεν σταμάτησαν να αγκαλιάζονται στους διαδρόμους 


Περιγραφές από το αγαπημένο του «Ταξίδι στο Βυζάντιο», που ο ίδιος παραδέχεται πως το έχει σαν ευαγγέλιο, για εκείνη την πόλη του Νίσιβι, απ’ όπου «τα έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα ταξίδεψαν στην Κόρδοβα των Μαυριτανών, για να φτάσουν κάποτε στα νεότευκτα πανεπιστήμια της Μεσαιωνικής Ευρώπης», μοιάζουν τώρα μακρινές και φωλιασμένες στο βάθος του αποκλεισμένου στούντιο της Αγίας Παρασκευής. 

Εδώ δεν δεσπόζουν οι νεοπλατωνιστές και οι τρελαμένοι καλόγεροι αλλά οι μακιγιέζ, ο σκηνοθέτης και οι συναδέλφισσες - ούτε ακούγονται οι ριπές από τα γειτονικά κτίρια παρά μόνο οι ήχοι από τις μικροαστικές διαφημίσεις. Κάτι άλλο προκύπτει διαρκώς ακόμη πιο προβλέψιμο και έξω από τα νερά του δημοσιογράφου, ο οποίος αγάπησε εξίσου τη δημοσιογραφία, τη μαύρη μουσική και τις περιπλανήσεις. Αν μάλιστα δεν γινόταν πολεμικός ανταποκριτής, ενδεχομένως να έγραφε ακόμη για τα αγαπημένα του ροκ κομμάτια ή να εξέδιδε μια ιδανική εφημερίδα για καλά μυαλά, όπως έκανε κάποτε στην εφηβεία. 

Ηταν ακόμη ένα αμούστακο αγόρι που δεν είχε τελειώσει καλά-καλά το γυμνάσιο, όταν επέμενε στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μαγκάκη να του δώσει ειδική άδεια για να μπει στις φυλακές για τις ανάγκες του ρεπορτάζ της μαθητικής εφημερίδας που εξέδιδε ο ίδιος! Εφτασε και μια ταινία όπως το «Αποστολή στη Νικαράγουα» με τον Νικ Νόλτε και τον Τζιν Χάκμαν, την οποία έτυχε να δει τότε, για να αποφασίσει ότι τον απασχολεί αποκλειστικά η μαχητική δημοσιογραφία. Οταν λίγα χρόνια αργότερα οι υπόλοιποι συνομήλικοί του επεδίωκαν θέσεις σε γραφεία, η δουλειά του Πάνου Χαρίτου ήταν στην Αφρική, στην Αίγυπτο ή την Αλβανία.
Γι’ αυτό δεν είναι να απορεί κανείς που εγκατέλειψε τη Γυμναστική Ακαδημία για τον μόνιμο έρωτά του με τη δημοσιογραφία. Αρχίζει να δουλεύει στα τηλεοπτικά στούντιο και να λερώνει τα χέρια του με τα μελάνια της εφημερίδας, αλλά οι τοίχοι των κλειστών γραφείων δεν του αρκούν: παίρνει μια βαλίτσα και φεύγει με δικά του έξοδα και έναν καμέραμαν για τη Γεωργία, προκειμένου να καλύψουν τον εμφύλιο πόλεμο στην άγνωστη στην Ελλάδα Αμπχαζία. 

Το πετυχημένο ρεπορτάζ κάνει τον Πάνο Χαρίτο γνωστό όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στα ξένα, προσθέτοντας σταδιακά απειράριθμες σφραγίδες στο μονίμως ανοιχτό διαβατήριό του: ακολουθούν η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν -στις δύσκολες συνθήκες-, το αλλοτινό Ζαΐρ (δηλαδή σημερινό Κονγκό) και η Αλβανία, όπου ο Χαρίτος ανακαλύπτει ένα άλλο ερευνητικό μέτωπο, αυτό των υπόγειων οικονομικών συναλλαγών και των «πυραμίδων». Στην Αλβανία εργάζεται ως ανταποκριτής του ΑΠΕ, αλλά το αίμα τον τραβάει από τη μύτη οδηγώντας τον λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στην περιοχή του πολυτάραχου Κοσόβου. 

Τότε ήταν που έπαιξε -και τελικά κέρδισε!- την πρώτη του παρτίδα με τον θάνατο, όταν κάποιοι Αλβανοί, μαθαίνοντας ότι είναι Ελληνας, του κολλάνε το πρόσωπο στο πάτωμα βάζοντάς του στον κρόταφο ένα Καλάσνικοφ. Αλλος στη θέση του θα επέστρεφε στην πατρίδα την ίδια μέρα - για έναν πολεμικό ανταποκριτή, όμως, αυτό είναι απλώς το έναυσμα για να προχωρήσει παρακάτω. 

Η ανάμνηση του πολέμου

Η αλλοιωμένη επίγνωση μιας ζωής στα όρια τον ακολουθεί θεωρητικά και πρακτικά: ζει διαρκώς ανάμεσα σε πυρά, τρέχει με τη μηχανή και κάνει καταδύσεις. Οι υπόκωφοι ήχοι που μιλούν στο ασυνείδητό του προέρχονται από τα βάθη της ψυχής, όπως αυτή η μπάσα, απελπισμένη φωνή της λατρεμένης του Μπίλι Χόλιντεϊ, στιγματισμένη από τις κακουχίες και τις απορρίψεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χαρίτο: μια καλοβολεμένη ζωή που δεν θα αγωνιούσε για την πρώτη αχτίδα του πρωινού, για το καλούπι που διαμορφώνει η πρέσα και το μέταλλο, δεν τον αφορά. Για χρόνια ζει πηγαινοερχόμενος στη Λωρίδα της Γάζας μένοντας σε λερά ξενοδοχεία και ξυπνώντας από τις επιθέσεις, κλεισμένος στο γκροτέσκο σκηνικό που διαμορφώνει ο κλωβός του πολέμου. Δεν είναι να απορείς που αγάπησε τις γυναίκες με τα νεκρά μάτια στη ζωγραφική του Μοντιλιάνι και το μπλε χάος της αβύσσου που αντίκριζε τις στιγμές των καταδύσεων. Τα πάντα μπορεί να ξεχάσει και να ζει ακούγοντας από το μπαλκόνι τις τέντες που πλαταγίζουν, τους τενεκεδένιους ήχους από τα αυτοσχέδια βαρέλια όπου αποθηκεύουν οι Παλαιστίνιοι το νερό. Αλλά αυτό που δεν μπορεί να ξεχάσει με τίποτα είναι τα γέλια και οι φωνές των παιδιών. Αυτά είναι η μεγάλη του αγάπη και ευαισθησία - σε κάθε του αναφορά υπάρχει και ένα παιδί, ως ανεξίτηλη ανάμνησή του από τα μέτωπα του πολέμου. Αν τον ρωτήσεις, θα σου αναφέρει την εικόνα «από ένα κοριτσάκι 4 ετών με καθολικά εγκαύματα από βόμβα λευκού φωσφόρου. Είχε χάσει την όσφρηση και την όρασή του, άπλωνε τα χέρια προς εμένα και ζητούσε να το πάρω από εκεί νομίζοντας πως είμαι η μητέρα του. Παράτησα το συνεργείο, παράτησα και το ρεπορτάζ εκείνη τη μέρα» - η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο είναι για ένα μικρό ανυπεράσπιστο παιδί. Ισως και για το δικό του παιδί, τη μονάκριβη κόρη που απέκτησε από τον γάμο του με την Εβραία αγαπημένη του, με την οποία έμενε μαζί για χρόνια στην Ιερουσαλήμ. 


Κόσμος συγκεντρωμένος στο προαύλιο της ΕΡΤ παρακολουθεί από γιγαντοοθόνες το πρώτο δελτίο ειδήσεων


Παρά την εκπεφρασμένη του ανησυχία για τις παράλογες αδικίες σε βάθος των Παλαιστινίων, ο Χαρίτος ήταν από τους ανταποκριτές που λάμβαναν υπόψη και τις δύο πλευρές και όλα τα μέτωπα - ως γνωστόν, το Μεσανατολικό δεν τελειώνει το 1973. 

Τα ατελείωτα ταξίδια του στην περιοχή θα του μάθουν επίσης καλά Ιστορία, έρευνα και λογοτεχνία διδάσκοντάς του τη βιωματική δύναμη που έχουν οι προφορικές αφηγήσεις, καθώς ακόμη θυμάται τις ιστορίες που του αφηγούνταν ο βεδουίνος φίλος του Σαλίμ στο «πέρασμα του Σατανά», τη γεωγραφική τοποθεσία στη Χερσόνησο του Σινά. Πράγματα ανήκουστα και ανυπέρβλητα που κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί. Ωστόσο αν υπάρχει δυσκολότερη συγκυρία στην πολυτάραχη ζωή του παρουσιαστή των ειδήσεων της ΕΡΤ, αυτή είναι η σημερινή: το να αναγκάζεται να γράφει κείμενα με τίτλο «Αποχαιρετισμός στα όπλα», λέγοντας αντίο στις μάχιμες θέσεις του και υπακούοντας σε ένα υπαλληλικό modus vivendi που πάντοτε ένιωθε να κολλάει πάνω του σαν βδέλλα. Ισως γι’ αυτό είναι ευχάριστο κανείς να τον παρακολουθεί να εκφωνεί τις ειδήσεις γνωρίζοντας πως στην πραγματικότητα δεν θα πάψει ποτέ να αναπολεί τις στιγμές που έζησε ο αγαπημένος του συγγραφέας Σεν-Εξιπερί πετώντας πάνω από την Αφρική και επιδιώκοντας μια ζωή στα όνειρα και στον αιθέρα. Είναι και πάλι ο Σεν-Εξιπερί που έλεγε ότι αυτό που τον βασανίζει δεν είναι «ούτε τα βαθουλώματα στα κορμιά ούτε η ασχήμια», αλλά το να σκοτώσει μέσα του το παιδί-θαύμα (τον Μότσαρτ), το βλέμμα της αθωότητας που κοίταζε προς τα πάνω στα αστέρια. 

Και ως γνωστόν, δεν είναι εύκολο να αντικρίζει κανείς πάντα τα αστέρια από την Αγία Παρασκευή - παρά μόνο τις ξηλωμένες αφίσες απέναντι, κάτι ξεθωριασμένες πινακίδες και τη φωτεινή επιγραφή ενός γερμανικού σούπερ μάρκετ που θυμίζει την πιο απτή και απηνή πραγματικότητα, αυτή της Ελλάδας των μνημονίων. Ισως κι αυτή της Ελλάδας των σύγχρονων πολιτικών, μακριά από τους οποίους ήθελαν πάντα να μένουν οι ελεύθεροι άνθρωποι όπως ο Πάνος Χαρίτος, ακόμη κι αν προς στιγμήν μεταμορφώνονται σε κεντρικούς παρουσιαστές ενός βραδινού δελτίου.


ΕΡΤ: Ιστορία μου, αμαρτία μου κομματική

Η δημόσια τηλεόραση από το 1974 ως σήμερα, παρά τις εκάστοτε ανατροπές και περιπέτειες, εμφανίζει μία σταθερά:  ουδέποτε απέκτησε τη δική της ταυτότητα και λειτουργούσε συνδεδεμένη με τον «ομφάλιο λώρο της Ζαλοκώστα»

Στη θέση των παρουσιαστών της αναστημένης ΕΡΤ, καθένας θα ήταν συγκινημένος και για κανέναν δεν θα ήταν εύκολο να αντισταθεί στα ορμητικά συναισθήματα, στον ενθουσιασμό για την εργασιακή αποκατάστασή του, τη δικαίωση κ.ο.κ. Παραδόξως, όμως, η υποτίθεται ψυχρή και δημοσιοϋπαλληλική κρατική, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της πορείας από το 1974 ως σήμερα, εκτέθηκε η ίδια στο τηλεοπτικό γυαλί με πλήθος ανθρώπινων στιγμών. 
Πρωταγωνιστές, βέβαια, οι εκφωνητές των δελτίων ειδήσεων, στο πρόσωπο των οποίων αποτυπώθηκε επανειλημμένα το κλίμα των ημερών. Σε μια εποχή προ της έλευσης της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κοινό ήταν εν πολλοίς εξαρτημένο από τα δύο κανάλια της ΕΡΤ για την ενημέρωσή του. Και είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θα ξεχάσουν την αγωνία του Κώστα Χούντα όταν απηύθυνε, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, το ίδιο πάντα ερώτημα στους εκάστοτε ειδικούς που συμβουλευόταν για τη ραδιενέργεια και τις ολέθριες επιπτώσεις της στη δημόσια υγεία: «Δηλαδή, μπορούμε να δίνουμε γάλα στα παιδιά μας;». Ποιος θα τολμούσε να ασκήσει κριτική στον συμπαθή δημοσιογράφο και άνκορμαν για τη μεγάλη του ανησυχία; Το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, τον Απρίλιο του 1986, δεν είχε συγκλονίσει μόνο τον Κώστα Χούντα αλλά και την παγκόσμια κοινότητα.

Ο ρεπορτέρ-σκιά του Ανδρέα

Λίγο πιο πίσω στον χρόνο, ο Σπύρος Χατζάρας, ένας άλλος δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης, έμοιαζε να μην καταβάλλει τον παραμικρό κόπο να κρύψει το πόσο συνεπαρμένος ήταν από τον θρίαμβο της «Αλλαγής». Αμέσως μετά την πανηγυρική ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, το 1981, ο Χατζάρας ταυτίστηκε, μάλλον ηθελημένα, με εκείνο το «εδώ και τώρα, Ανδρέα, ήρθε η ώρα». Εξάλλου, συχνά φαινόταν σαν να έχει καταφτάσει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στο στούντιο, απευθείας από κάποια εκδήλωση την οποία κάλυπτε ως ρεπόρτερ-σκιά του Ανδρέα Παπανδρέου. Σε πλήρη αντίθεση με τους ατσαλάκωτους και επιμελώς «κομβιομένους» προκατόχους του, ο Σπύρος Χατζάρας λάνσαρε ένα πολύ πιο χαλαρό, καθημερινό ενδυματολογικό στυλ, με αυθεντική ατημελησία και ασορτί ατίθαση κόμμωση.



Μολονότι τυχαίο, το συγκεκριμένο παράδειγμα προσφέρει μια πρώτης τάξεως αφορμή για τη νοερή επιστροφή σε μια εποχή κατά την οποία, για άλλη μια φορά, η δημόσια ελληνική τηλεόραση αναζητούσε απεγνωσμένα την ταυτότητά της.

Oι Κλαδικές

Η ισοπεδωτική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, η πίεση των κλαδικών οργανώσεων και το πράσινο ρεύμα που, καλώς ή κακώς, γκρέμιζε κάθε ανάχωμα σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής της Ελλάδας δεν άφηνε περιθώρια στην ΕΡΤ να αναπτύξει κάποιον άλλο ρόλο εκτός του κυβερνητικού φερέφωνου. Προτού κερδίσει με συντριπτική διαφορά τις εκλογές του 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την έμπνευση να διαμαρτύρεται, όσο πιο έντονα μπορούσε, για την ασφυκτική χειραγώγηση της τηλεόρασης από τη Νέα Δημοκρατία. Το 1977 ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ κατήγγελλε ότι «αυτό που γίνεται με την τηλεόραση είναι καθαρός ολοκληρωτισμός. Το πολυκομματικό μεταβάλλεται σε μονοκομματικό κράτος». Τα παράπονα του Παπανδρέου είχαν αναγκάσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να απομακρύνει τον τότε γενικό διευθυντή της ΕΡΤ, τον Γιάννη Λάμψα, ο οποίος είχε γίνει κόκκινο πανί για το ΠΑΣΟΚ. Αλλά ακόμη και μετά τις εκλογές που έγιναν στο τέλος του 1977, ο Παπανδρέου επέμεινε στους ίδιους υψηλούς τόνους βάλλοντας κατά της κυβερνητικής προπαγάνδας μέσω τηλεοράσεως. Ωστόσο, η κάπως υπεροπτική απάντηση που λάμβανε ήταν ότι τα δελτία ειδήσεων έδιναν πολύ μεγάλο βάρος στο έργο της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή η κυβέρνηση παρήγε έργο, ενώ η αντιπολίτευση επιδιδόταν μόνο σε κριτικές και ανάξιες λόγου, κατά την κρίση του τότε υφυπουργού Τύπου Αθανάσιου Τσαλδάρη, αντεγκλήσεις.



Εν τω μεταξύ, το τηλεοπτικό κοινό είχε συνηθίσει σε φυσιογνωμίες όπως ο Τέρενς Κουίκ, η Λιάνα Κανέλλη, ο ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, ο οποίος ήταν τόσο νέος την εποχή εκείνη ώστε προκειμένου να δείχνει πιο «έγκυρος» αναγκαζόταν να φορά δήθεν μυωπικά γυαλιά, ο Αντώνης Ζησιμάτος κ.ά. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που εμφανίζονταν στη μικρή οθόνη καθημερινά, εκφωνώντας τα δελτία ειδήσεων της δισυπόστατης, αλλά αποκλειστικά κρατικής τηλεόρασης. 

Παλιοί και νέοι

Η σταθερότητα είναι ίδιον της παρουσίασης ειδήσεων σε όλο τον κόσμο, με τους ίδιους ανθρώπους να παραμένουν ακλόνητοι στην πολυθρόνα του δελτίου επί δεκαετίες. Ωστόσο, η ελληνική τηλεόραση δεν εφάρμοσε πιστά τον συγκεκριμένο, άγραφο κανόνα, εξ ου και πολλοί newscaster είχαν την ευκαιρία να εμφανιστούν μπροστά στην κάμερα. Ιδιαίτερα, δε, όταν συντελέστηκε η Αλλαγή, το κοινό είδε έναν ολόκληρο λόχο νέων παρουσιαστών να παρελαύνει στην οθόνη. 



Η Εύη Δεμίρη, η Αθηνά Ραπίτου, ο Νίκος Χασαπόπουλος, η Συλβάνα Ράπτη, ο Απόστολος Αποστολόπουλος και, βέβαια, η Ελλη Στάη ήταν μερικοί από τους δημοσιογράφους που συστήθηκαν μεν μέσω τηλεοράσεως, είχαν όμως έκτοτε σημαντική καριέρα στα ΜΜΕ. 
Το ίδιο ισχύει όμως και για κάποιους παλαιότερους, όπως η Νίνα Βλάχου, η οποία παράλληλα ειδικεύτηκε και διέπρεψε στο κοσμικό ρεπορτάζ. Η Λιάνα Κανέλλη, υπήρξε η παρουσιάστρια του πρώτου έγχρωμου δελτίου ειδήσεων, στην αρχή του έτους 1979. Η δε Ελλη Στάη ήταν, ως γνωστόν, εκείνη που ένιωσε, κυριολεκτικά, το «μαύρο» να επελαύνει αμείλικτο και ακάθεκτο το βράδυ της 11ης Ιουνίου 2013. Απότομα, μάλλον άδοξα, αλλά σίγουρα με τρόπο που δεν μπορεί να σβηστεί από τη μνήμη, το αιφνιδιαστικό κλείσιμο της ΕΡΤ έβαλε τέλος στη δεύτερη θητεία της Στάη στην κρατική τηλεόραση.

Η πινακοθήκη με τους εκφωνητές ειδήσεων της ΕΡΤ δεν έπαψε να εμπλουτίζεται τα επόμενα χρόνια, με πρόσωπα όπως η Μαρία Χούκλη, η Νανά Δούκα, η Τατιάνα Στεφανίδου, η Σοφία Τσιλιγιάννη, ο Σωτήρης Ξενάκης, η Ελισάβετ Φιλιππούλη, η Λίνα Κλείτου, ο Προκόπης Δούκας, η Ρίτσα Μπιζόγλη κ.ά. 

Η προπαγάνδα πέφτει σαν το χαλάζι

Η επαναλειτουργία της ΕΡΤ επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλο ένα επεισόδιο στη μεγάλη περιπέτειά της ως κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Και ενώ τα πρόσωπα στις θέσεις της ανώτατης διοίκησης ή στην παρουσίαση των δελτίων ειδήσεων μπορεί να εναλλάσσονται, το ζήτημα της ανεξαρτησίας έκφρασης παραμένει: από τις πρώτες κιόλας ώρες εκπομπής της και της παλινόρθωσης του λογότυπου «ΕΡΤ» στην οθόνη, η Νέα Δημοκρατία κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι εφαρμόζει την ίδια «μονοφωνική» τακτική, την ίδια προπαγανδιστική λογική. 
Η συζήτηση αυτή παραμένει απαράλλαχτη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, από το 1975, τότε που ο Τάκης Λαμπρίας, υπό την ιδιότητά του ως υπουργού παρά τω πρωθυπουργώ και υπεύθυνου για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αναρωτιόταν για το πόσο αποτελεσματική είναι η χειραγώγηση των συνειδήσεων του λαού μέσω μιας προπαγανδιστικού τύπου τηλεόρασης: «Τι επέτυχε η πλήρως υποτεταγμένη τηλεόρασις κατά την επταετίαν; Διέπλασε δούλον λαόν; 



Αντιθέτως. Εβλεπαν τον Παττακό με το μυστρί και αγανακτούσαν... Δεν έχει η τηλεόρασις αυτήν την φοβεράν διαπλαστικήν δύναμιν την οποίαν τόσον επιπολαίως της αποδίδομεν». Η άποψη του Λαμπρία μπορούσε να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, το γεγονός είναι όμως ότι οι εκάστοτε κρατούντες κατά κανόνα δίστασαν να παραχωρήσουν ελευθερία κινήσεων στην ΕΡΤ - και όχι απεριόριστη, αλλά ούτε καν σχετική. 

Καθ’ οδόν, δε, παρουσιάζονταν διάφορα κωμικά και τραγικά κρούσματα υπερβολικής προσκόλλησης στο δόγμα της διαμόρφωσης συγκεκριμένων αντιλήψεων - και, φυσικά, της συνακόλουθης υποτίμησης της νοημοσύνης του κοινού. Στις 17 Νοεμβρίου 1976, ανήμερα της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και σε χρονική απόσταση μόλις τριών ετών από το γεγονός, η ΕΡΤ είχε προγραμματίσει την προβολή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. 
Προφανώς οι υπεύθυνοι είχαν κρίνει ότι το ματς Ιταλίας - Αγγλίας είχε μεγαλύτερη σημασία για τους Ελληνες και την ιστορική τους μνήμη από μια πορεία-διαδήλωση. Προς τιμήν του, ο Γιάννης Διακογιάννης αρνήθηκε να κάνει την περιγραφή.



Αλλά και αρκετά αργότερα, το 1983-84 και επί ΠΑΣΟΚ πλέον, υπήρξε ο τραγέλαφος του «Καμάκια-gate» ή του «Νίκος Αλευράς-gate»: στην πρώτη περίπτωση ο Μένιος Κουτσόγιωργας απαίτησε την άμεση διακοπή μιας δημοσιογραφικής έρευνας που ανέτεμνε το φαινόμενο των «καμακιών», δηλαδή τους ερωτύλους Ελληνες καρδιοκατακτητές που παρεπιδημούσαν σε τουριστικώς πολυσύχναστα σημεία της επικράτειας και χτυπούσαν αλύπητα την αλλοδαπή γυναικεία σάρκα με μόνο σκοπό τη σεξουαλική συνεύρεση.
 


Στο δεύτερο συμβάν, μάλλον κατ’ εντολή μιας έξαλλης κυρίας πρωθυπουργού,  έπεσε μαύρο στην εικόνα της ΕΡΤ, η οποία κάποιο σαββατιάτικο βράδυ του 1984 είχε τη φαεινή ιδέα να προβάλει το φιλμ «Οι σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι», μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ταινία, πειραματική και με ψυχαναλυτικούς συμβολισμούς, σκηνοθεσίας Νίκου Αλευρά. Αντί για τον προβληματισμό του καλλιτέχνη που εμφανιζόταν ο ίδιος να παριστάνει το βρέφος και να δέχεται τη φροντίδα της μητρός του που πασπάλιζε με ταλκ τα αχαμνά του, η Μάργκαρετ είδε μόνο έναν γενειοφόρο μαντράχαλο να μωρουδίζει. Το σχετικό τηλεφώνημα ήταν άμεσο και αμείλικτο, επιβεβαιώνοντας ότι η ΕΡΤ, ακόμη και στα χρόνια της Αλλαγής, όφειλε να μην παρεκτρέπεται, ηθικά και πολιτικά. Διότι, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, η εξουσία θα της υπενθύμιζε τον ρόλο της με το προσήκον κατσάδιασμα, το ξήλωμα της διοίκησης κ.λπ.

Σχέδια επί χάρτου

Ο Αντώνης Σαμαράς το 2015 δεν ήταν ο πρώτος που εξανέστη με τον, απροκάλυπτα κατά την άποψη του ίδιου και της παράταξής του, προπαγανδιστικό ρόλο της ΕΡΤ. Οπως υπενθυμίζει ο Παύλος Τσίμας στο βιβλίο του «Ο φερετζές και το πηλήκιο» (εκδ. Μεταίχμιο), τον Μάιο του 1984 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, αποκαλούσε την ΕΡΤ «φασιστική τηλεόραση του ΠΑΣΟΚ». 



Εκείνη την περίοδο η Ν.Δ. διοργάνωνε ακόμη και συλλαλητήρια, σε μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης του λαού κατά των ολοκληρωτικών μεθόδων που εφάρμοζε στην κρατική ραδιοτηλεόραση η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Ακόμη και η Λιάνα Κανέλλη είχε εξεγερθεί, εισβάλλοντας μαζί με ένα διαμαρτυρόμενο πλήθος -και οπαδούς του ΚΟΔΗΣΟ- στο Ραδιομέγαρο, ζητώντας τον σεβασμό στην ελευθερία του Τύπου. 

Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι οι προοδευτικές ιδέες, ο εκδημοκρατισμός της ραδιοτηλεόρασης κ.λπ., μαζί με ορισμένες εμπνευσμένες επιλογές προσώπων, αποτύγχαναν σταθερά να επηρεάσουν την ουσία του τελικού ενημερωτικού προϊόντος που πρόσφερε η ΕΡΤ. Ηδη από το 1974, η ελληνική κυβέρνηση προσκάλεσε τον Βρετανό Χιου Γκριν, μια αυθεντία στον χώρο των ΜΜΕ, στον οποίον ανέθεσε την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την οργάνωση της κρατικής ραδιοτηλεόρασης. Οταν ο Γκριν κατέθεσε την εργασία του, ήταν σαφές ότι είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ανεξαρτησία του οργανισμού από την εκτελεστική εξουσία. Οπως ήταν αναμενόμενο, οι Ελληνες ευχαρίστησαν τον Γκριν και αγνόησαν εντελώς την ουσία της εισήγησής του. Βλέποντας τον νόμο του 1975 που υποτίθεται ότι προέκυψε από το δικό του σχέδιο, ο Χιου Γκριν σχολίασε ότι «δεν εκφράζει ούτε το 50% όσων εισηγήθηκα».

Και παραιτήσεις

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το σχέδιο του Γιώργου Ρωμαίου, στον οποίον ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναθέσει την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ. Ο εξαίρετος και πολύπειρος δημοσιογράφος κατέληξε να υποβάλει την παραίτησή του, χωρίς να καταφέρει να δει τις ιδέες του να υλοποιούνται, έστω και εν μέρει. Οπότε, όπως έδειξε η ίδια η ιστορία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, με κάποιον τρόπο πάντα δικαιώνεται η μνημειώδης ρήση του μέγα Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος, ως διευθυντής ραδιοφώνου, έδινε τη δική του μάχη με το τέρας της προπαγανδιστικής λογικής, της καθοδήγησης της κοινής γνώμης και της λογοκρισίας: «Η βλακεία και η ανικανότητα αποτελεί πια πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης». Το στοίχημα της άρτι αναγεννηθείσας ΕΡΤ είναι να τον διαψεύσει.


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης