Οι αποκαλύψεις της κόρης του ότι τη βίαζε από τα 5 της χρόνια αποκαθηλώνουν το κινηματογραφικό είδωλο. Η Πόλα, η ετεροθαλής αδελφή της διάσημης Ναστάζια, παίρνει το αίμα της πίσω καταγγέλλοντας τις αποτρόπαιες πράξεις ενός παρανοϊκού πατέρα-αφέντη. Το πρόβλημα της Πόλα Κίνσκι δεν είναι αποτυπωμένο μόνο στο βιβλίο της, αλλά και στο πρόσωπό της - κι αυτό μάλλον είναι για εκείνη το πιο ανυπόφορο απ’ όλα. Κάθε φορά που κοιτάζει το είδωλό της στον καθρέφτη βλέπει ταυτόχρονα τον εαυτό της, τον διεστραμμένο πατέρα της και τη σούπερ σταρ αδελφή της: η Πόλα μοιάζει στη Ναστάζια, ενώ και οι δύο μαζί θυμίζουν φυσιογνωμικά τον Κλάους Κίνσκι, ο οποίος κατάφερε να αφήσει το σημάδι του ακόμη και στα εξωτερικά χαρακτηριστικά των παιδιών του. Ο Κλάους έκλεψε από την Πόλα την αθωότητα και την ψυχική της υγεία, ενώ η Ναστάζια την αποτελείωσε μονοπολώντας τη δόξα και τη λάμψη. Η Πόλα Κίνσκι, όπως και τα άλλα δύο ετεροθαλή αδέλφια της, ήταν ηθοποιός. Ωστόσο, κάθε φιλοδοξία της για μια αυτόφωτη καριέρα καταπλακώθηκε πρώτα από τον οδοστρωτήρα του ασυγκράτητου Κλάους και κατόπιν από την αμαρτία προσωποποιημένη, την έφηβη Ναστάζια Κίνσκι, όπως εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Εως πριν από λίγες ημέρες, όταν έδωσε στη δημοσιότητα το πιο καυτό κομμάτι του αυτοβιογραφικού της βιβλίου, η Πόλα ζούσε κρύβοντας ένα φριχτό μυστικό: ο Κλάους Κίνσκι, το «ιερό τέρας» της γερμανικής υποκριτικής, κακοποιούσε σεξουαλικά την κόρη του από τα 5 έως τα 19 της χρόνια. Η Ναστάζια δήλωσε συγκλονισμένη από την τρομακτική αποκάλυψη και επαίνεσε το θάρρος της ετεροθαλούς αδελφής της που αποκάλυψε, επιτέλους, την αλήθεια. Με το βιβλίο «Παιδικό στόμα» («Kindermund») η Πόλα Κίνσκι ποδοπατά με μανία το είδωλο του πατέρα της, ρίχνοντας φως, ανοιχτά και ανενδοίαστα πλέον, στην πιο ζοφερή και διεστραμμένη όψη της προσωπικότητάς του. Το παράδοξο είναι ότι, κυρίως λόγω της τερατώδους εμφάνισής του αλλά και του οργιαστικού του βίου, κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα μαθαίνοντας ότι, όντως, ο Κλάους Κίνσκι βίαζε την ίδια του την κόρη. Εξάλλου, η Ναστάζια είχε κατά καιρούς αφήσει κάποιες θολές υπόνοιες σχετικά με τις νοσηρές ορέξεις του πατέρα της, λέγοντας σε συνεντεύξεις της ότι «προσωπικά δεν με κακοποίησε - τουλάχιστον όχι κυριολεκτικά. Το έκανε όμως με άλλο τρόπο».
Ναστάζια και Πολάνσκι στην Αθήνα
Τον Φεβρουάριο του 1980 οι κοσμικές στήλες κάποιων αθηναϊκών εφημερίδων δημοσίευαν φωτογραφίες της Ναστάζια Κίνσκι να σπάει πιάτα στα μπουζούκια συνοδεία του σκηνοθέτη και, από ό,τι ψιθυριζόταν τότε, εραστή της Ρομάν Πολάνσκι. Οι διανομείς της ταινίας είχαν φροντίσει να υποδαυλίσουν το ενδιαφέρον του κοινού προσθέτοντας τον πονηρό υπότιτλο «Γλυκιά μου εξαδέλφη», παίζοντας με την ιδέα του απαγορευμένου έρωτα μεταξύ συγγενών. Αλλα έντυπα έδιναν έμφαση στα μικροεπεισόδια που σημειώθηκαν στην είσοδο του κινηματογράφου «Αττικόν», όταν κάποιοι ανάρτησαν πανό με συνθήματα όπως «Η Κίνσκι στη Βουλή», «Δώστε τη Ναστάζια στον λαό» κ.τ.λ. Το ζευγάρι των σταρ ήταν ό,τι έπρεπε για να σκανδαλίσει την ελληνική κοινωνία της εποχής. Εκείνη ήταν η αρχετυπική, κολασμένα σέξι 19χρονη λολίτα, που από τα 13 της έκανε αισθησιακές φωτογραφήσεις και ακολουθούσε καριέρα μοντέλου-ηθοποιού-celebrity, περιφερόμενη ανά τον κόσμο περιφρονώντας οποιοδήποτε ταμπού. Ο δε μέντοράς της, ο εξαιρετικά αμφιλεγόμενος Ρομάν Πολάνσκι, ήταν βουτηγμένος στο μυστήριο και, πιθανότατα, στην ακολασία. Οταν η «Τες» παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, ο 46χρονος κινηματογραφιστής, απηυδισμένος από τον βομβαρδισμό των δημοσιογράφων, δήλωνε όσο πιο προκλητικά μπορούσε: «Ε, ναι λοιπόν, γουστάρω μικρές. Πολύ-πολύ μικρές». Το ότι λέγοντας αυτά είχε το χέρι του περασμένο στους ώμους της Ναστάζια δημιουργούσε πολύ συγκεκριμένους συνειρμούς, κι αυτό μόνο υπέρ του δεν ήταν, καθώς εκείνη την περίοδο εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψής του αφού κατηγορούνταν για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκου. Το 1977, με το πρόσχημα μιας φωτογράφησης στο σπίτι του Τζακ Νίκολσον, ο Πολάνσκι είχε βιάσει -όπως αργότερα παραδέχτηκε ο ίδιος- ένα 13χρονο κορίτσι. Ο ερωτικός δεσμός της Ναστάζια με τον Πολάνσκι στην πραγματικότητα δεν διήρκεσε περισσότερο από τρεις μήνες και ο μόνος ενοχλημένος φαινόταν να είναι ο Κλάους Κίνσκι - παρόλο που οι προτιμήσεις για τα δικά του σεξουαλικά θηράματα ήταν ίδιες με του εραστή της κόρης του. Ο «Πρίαπος» Κίνσκι είχε οδηγήσει ακόμη και σε απόπειρα αυτοκτονίας μία από τις σχετικά μόνιμες ερωμένες του, όταν μεταξύ άλλων είχε αποπειραθεί να αποπλανήσει μια 13χρονη στη Βιέννη. Ο Πολάνσκι, τουλάχιστον, ήταν μικρότερός του - έστω και κατά επτά χρόνια μόνο. Η Ναστάζια ένιωθε έλξη προς τους μεγαλύτερους άντρες, φαινομενικά αναζητώντας τον δικό της Πυγμαλίωνα, αυτόν που θα έδινε ζωή στα πολλά και διάφορα καλλιτεχνικά της ταλέντα. Κάποιοι μάλιστα της χρέωσαν υστεροβουλία καθώς, εκτός από ώριμοι, οι άντρες που υπέκυπταν στη σαγήνη της ο ένας μετά τον άλλον τύχαινε να είναι και σκηνοθέτες: Βιμ Βέντερς, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Μίλος Φόρμαν, Φράνσις Φορντ Κόπολα κ.ά. Και μολονότι μόνο με τον Πολάνσκι και τον Φόρμαν υπήρξε κανονικός ερωτικός δεσμός, τη δεκαετία του ’80 κυρίως, η Ναστάζια Κίνσκι ήταν η αυτονόητη επιλογή για κάθε ταινία που χρειαζόταν μια femme fatale νέου τύπου, έναν θηλυκό πόθο που να ακροβατεί ανάμεσα στη μορφή του κοριτσιού και της γυναίκας.
Οργια, σεξ και ναρκωτικά
Πίσω από την προσωπικότητα που διαμόρφωνε δημόσια η Ναστάζια βρισκόταν ο Κλάους Κίνσκι - και με τον τρόπο της αυτό το επιβεβαίωνε και η ίδια, λέγοντας π.χ. για τον Πολάνσκι: «Μου έδινε την αγάπη που στερήθηκα από τον πατέρα μου». Η σχέση της Ναστάζια με τον Κλάους ήταν, φυσικά, προβληματική και για πολύ μεγάλα διαστήματα εκείνη διατυμπάνιζε ότι δεν ήθελε ούτε καν να ακούει οτιδήποτε σχετικό με εκείνον. Αυτά πάντως που δεν στέρησε ο Κίνσκι από την κόρη του ήταν η ελευθεριότητα, η χλιδή, αλλά και η αρρωστημένη ζήλια. Ο ίδιος ήταν αφόρητα κτητικός και παρανοϊκά καχύποπτος, ενώ στον εαυτό του, βέβαια, παραχωρούσε το δικαίωμα της διαρκούς και ακατάσχετης απιστίας. «Στα μάτια του έβλεπες την κόλαση και τον παράδεισο ταυτόχρονα» έχει πει για τον πατέρα της πριν από μερικά χρόνια η Ναστάζια, συμπληρώνοντας ότι «όταν πέθανε, ένιωσα θλίψη για πέντε λεπτά περίπου - και ύστερα τίποτα. Οχι επειδή έτσι ήθελα, αλλά διότι μας έκανε να πονέσουμε τόσο πολύ!». Το περιβάλλον στο οποίο πέρασε την παιδική της ηλικία η Ναστάζια Κίνσκι ήταν το παλάτι του Κλάους Κίνσκι στη Ρώμη. Οι γαλλικές σαμπάνιες και το ρωσικό χαβιάρι σερβίρονταν αδιακρίτως, ακόμη και στον τελευταίο κηπουρό ή ταχυδρόμο, η κόκα σχημάτιζε λοφίσκους και οι σύριγγες ήταν το κυρίαρχο διακοσμητικό στοιχείο, ενώ οι κάθε είδους φίλοι του οικοδεσπότη «φτιάχνονταν» σαν να μην υπήρχε αύριο. Εκείνος τους άφηνε να κολακεύουν τον ναρκισσισμό του, μιας και τον αποκαλούσαν «Θεό» - ή και «Διάβολο», αναλόγως της διάθεσης.
Το «τέρας» αυτοκαταστρέφεται
Η τέφρα του Κλάους Κίνσκι αφέθηκε να πέσει στον Ειρηνικό το 1991, μετά την καρδιακή προσβολή που υπέστη σε ηλικία 65 ετών. Μόνο η βαθιά μισανθρωπία του θα μπορούσε να δικαιολογήσει το ότι πέθανε μόνος και ξεχασμένος στην Καλιφόρνια. Από τους οικείους του στην κηδεία δεν παρέστη κανείς άλλος εκτός από τον Νικολάι, τον γιο του. Οι δύο κόρες, οι τέσσερις σύζυγοι, οι ορδές των ερωτικών του συντρόφων, οι δεκάδες συνεργάτες του στο σινεμά και το θέατρο, τα πλήθη των σινεφίλ που τον θαύμαζαν ως καλτ προσωπικότητα, όλοι έμειναν πίσω, σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Ο Κίνσκι ανέκαθεν ήταν ένα ατίθασο πλάσμα, ένα θηρίο που, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές του, ήταν ανυπόφορο - και ακριβώς σαν θηρίο πέθανε.Η Πόλα Κίνσκι στο βιβλίο της καταθέτει ότι ο Κλάους την είχε μετατρέψει σε σκεύος ηδονής πολύ πριν η ίδια ήταν σε θέση να αναρωτηθεί, έστω, εάν η ερωτική συνεύρεση πατέρα και κόρης είναι κάτι συνηθισμένο ή φυσιολογικό. Αλλά ακόμη και όταν η Πόλα αποπειράθηκε να διαμαρτυρηθεί, ο Κλάους Κίνσκι την καθησύχασε με τη διαβεβαίωση πως «αυτό κάνουν όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου στις κορούλες τους».
Τον Μάρτιο του 1952 στο Βερολίνο, λίγα λεπτά μετά τον τοκετό, ο Κλάους Κίνσκι όρμησε έξω από το μαιευτήριο τρελός από χαρά για τη γέννηση της πρώτης του κόρης. Πήγε αμέσως στις πόρνες που έκαναν πιάτσα στο πεζοδρόμιο, τους ανακοίνωσε το χαρμόσυνο νέο και τις κάλεσε να επισκεφθούν τη λεχώνα. Η Γκισλίντε Κιούχμπεκ, η νεαρή γυναίκα που θα γινόταν η πρώτη σύζυγος του Κίνσκι, έμεινε εμβρόντητη με την «παρδαλή» παρέα που μάζεψε γύρω από το κρεβάτι της ο Κλάους. Σήμερα η Γκισλίντε, η μητέρα της Πόλα, δηλώνει άγνοια για το ότι ο πρώην άντρας της την απατούσε με το ίδιο τους το παιδί. Ακόμη και αυτή όμως είχε μάθει από την περιπετειώδη συμβίωσή της με τον Κίνσκι ότι από έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε όρια σε κανέναν τομέα της ζωής του έπρεπε απλώς να περιμένει τα πάντα.
Ο Κλάους Κίνσκι ήταν παθολογικά μυθομανής, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κανείς, και λιγότερο από όλους ο ίδιος, δεν ήταν σε θέση να διακρίνει την αλήθεια από τις φαντασιοκοπίες στις διηγήσεις του. Για την Γκισλίντε, λοιπόν, ο Κίνσκι διέδιδε ότι την είχε γνωρίσει το 1951 στο καλλιτεχνικό φεστιβάλ του Μονάχου και, φυσικά, την έριξε στο κρεβάτι του - μαζί με την κολλητή της. Υποτίθεται ότι άφησε και τις δύο κοπέλες εγκύους, μόνο όμως η Γκισλίντε αρνήθηκε την έκτρωση. Ο Κίνσκι δεν είχε αντίρρηση να γίνει πατέρας, όπως δεν είχε καμία διάθεση να εγκαταλείψει την αχαλίνωτη ηδονοθηρία του. Η Γκισλίντε θα έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα ότι ο σύζυγός της είχε την εκρηκτική και απρόβλεπτη συμπεριφορά ενός ατόμου εξαρτημένου από ουσίες - και συνουσίες: η κοκαΐνη και το σεξ ήταν ανέκαθεν οι μεγάλοι εθισμοί του Κλάους Κίνσκι και συν τω χρόνω θα πρόσθετε σε αυτούς μια τυφλή εμμονή με τον πλούτο, η οποία, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τον κατέστρεψε καλλιτεχνικά. Ο Κλάους Κίνσκι κατέληξε να υπογράφει συμβόλαια για ταινίες κοιτάζοντας μόνο το ποσόν της αμοιβής του και τις ημερομηνίες, προσπαθώντας να συντηρήσει την αυλή από παρατρεχάμενους που είχε δημιουργήσει γύρω του, τις υπερπολυτελείς κατοικίες και τον στόλο με τα δεκάδες εξωτικά αυτοκίνητα που συσσώρευε στο γκαράζ του απλώς για να σκοτώνει την ώρα του, παίζοντας με τα μπρελόκ συλλεκτικών Ferrari και Rolls-Royce.
«Νοσφεράτου» ο μεγαλομανής
«Το μόνο που θέλω είναι η αγάπη» - αυτός είναι ο τίτλος στην αυτοβιογραφία του Κλάους Κίνσκι και μάλλον θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αυτοσαρκαστικός. Διότι, εάν ισχύει έστω και ένα ποσοστό από τις πορνογραφικές διηγήσεις του βιβλίου, ο Κίνσκι θα πρέπει να αναζητούσε την αγάπη με τελείως λάθος τρόπο και σε λάθος μέρη. Για παράδειγμα, όταν η Πόλα ήταν ακόμη νήπιο, εκείνος -σε μια κρίση παράνοιας- την απήγαγε για να την προστατεύσει, υποτίθεται, από τη μητέρα της, ενώ το πρώτο μέρος που σκέφτηκε να την πάει ήταν ένα μπορντέλο. Η Ναστάζια κατέθεσε μήνυση εναντίον του πατέρα της θεωρώντας συκοφαντίες όσα κατέγραψε στην αυτοβιογραφία του, ενώ τα αδέλφια του διέψευσαν ότι οι πρώτες ερωτικές επαφές του Κλάους έγιναν με μία από τις αδελφές του ή ακόμη και με την ίδια του τη μητέρα. Μέσα στη μεγαλομανία του και την ψυχασθένεια είναι πολύ πιθανόν να έχασε πλήρως το μέτρο της πραγματικότητας. Πίστευε σοβαρά ότι είναι ο Βαν Γκογκ της υποκριτικής, ο Μπετόβεν της ηθοποιίας, ενώ έβριζε χυδαία το κοινό στις ζωντανές εμφανίσεις του και έστελνε τους συμπρωταγωνιστές του στον ψυχίατρο. Με το παρουσιαστικό ενός Κουασιμόδου, ο Κλάους Κίνσκι υποδυόταν κατά κανόνα μοχθηρούς, ανισόρροπους, κακούς χαρακτήρες. Και δεν ήταν απλώς πειστικός, γινόταν ένα με τον ρόλο του, εφόσον θεωρούσε ότι η υποκριτική δεν είναι τέχνη, αλλά μια πρόβα μετεμψύχωσης. Η Πόλα Κίνσκι σίγουρα ελπίζει ότι αυτό δεν ισχύει και ότι με τις αποκαλύψεις της κάρφωσε τη σφήνα στην καρδιά του δαίμονα «Νοσφεράτου», εξοντώνοντάς τον μια για πάντα.