Όλος ο κόσμος πίνει πλέον, ακόμη και αυτοί οι έως χθες εγκρατείς επαρχιώτες. Οι βοσκοί γύρω από την Αθήνα έπιναν γάλα και μας πότιζαν νερό*. Τώρα πίνουν μποτιλιαρισμένο κρασί και όλα τα εγχώρια και ξενικά λικέρ.
Δεν πρόκειται περί χρονογραφικής υπερβολής. Μπορείτε να πεισθείτε περί αυτού, αρκεί να κάνετε μια εκδρομή σε ένα από τα βουνά της Αττικής, όπου κατοικοεδρεύουν οι ¨Βλάχοι¨ ...
Αφού πλούτισαν από την νοθεία του γάλακτος και το ¨γδάρσιμο¨ των κρεοφάγων της Αθήνας και του Πειραιά, αφού μετέτρεψαν τα δάση σε λιβάδια για να βόσκουν τα κοπάδια τους, γλεντάνε από το πρωί μέχρι το βράδυ στα κάθε λογής πανδοχεία στην υγεία της αισχροκέρδειας.
Όπως μου έλεγε κάποιος φίλος «Και στην κορυφή του Υμηττού να ανοίξει κανείς ένα πανδοχείο θα έχει τις εισπράξεις Αθηναϊκού μπαρ!».
Το διαπίστωσα προχθές σε ένα αρκετά απομακρυσμένο πανδοχείο του βουνού, όπου μπήκα για να ξεϊδρώσω μετά από μια μεγάλη πορεία. Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να θαυμάσω την πρόοδο και την αντοχή τους στο αλκοόλ.
Με δυσκολία βρήκα ένα σκαμνί να καθίσω. Όλα τα άλλα, καθώς και τις καρέκλες, τις είχαν καταλάβει οι ¨Βλάχοι¨. Ήσαν αγνώριστοι. Αυτοί, οι τέως σιωπηλοί ερημίτες των βουνών, είχαν γίνει κοινωνικότατοι και απελπιστικά φλύαρα όντα.
Κλείσιμο
Τι δεν κάνει αυτός ο παράς;
Έτρωγαν όλες τις λιχουδιές των κονσερβών, με τις οποίες ήταν εφοδιασμένο το ερημικό πανδοχείο, και άδειαζαν τις μπουκάλες με την ντουζίνα! Συζητούσαν ζωηρά και με θόρυβο όχι μόνο για τα ποίμνια και τις κουμπαριές τους, αλλά και πως –σαν πονηρά όντα που είναι- εκμεταλλεύονται τους ¨αγαθούς¨.
Αλλά, μιλώντας για πονηριά, εμένα μου φάνηκε ακόμα πιο πονηρός ο ίδιος ο πανδοχέας –ο ¨τροφός¨ όπως τους αποκαλούσαμε παλιά.
Ακούστε πως έκανε μεγαλόφωνα την σούμα του λογαριασμού:
«Πέντε και εξήντα και δέκα και ογδόντα μας κάνουν 22 και 40. Τρείς και είκοσι και εννέα και τριάντα μας κάνουν 32 και 50. Είκοσι δύο και σαράντα και τριάντα δύο και πενήντα μας κάνουν 78 και 60»!
Άντε τώρα ο ξαναμμένος από το κρασί και το τραγούδι να πάρει χαμπάρι τι γινότανε... Πετούσε το κατοστάρικο με γενναιόδωρη κίνηση:
-Τι είναι αυτό;
-Κατουστάρικο είναι του. Τι θέλ’ς νάνε;
-Κατοστάρικο; Χμ! Δεν έχω ρέστα. Εδώ στην ερημιά δεν βρίσκονται ρέστα, παρατηρούσε ο πανδοχέας με δύσθυμο ύφος.
-Καλά αδερφούλη μ’. Μη μ’ δίνεις τα ρέστα. Θα πιούμ’ ξανά και ξανά. Φέρε μας τα ίδια.
Χαμογέλασα με τον πονηρό πανδοχέα, που, φεύγοντας, ψιθύρισε:
-Μάλιστα τα ίδια, κι ας είναι καλά τα γίδια!
Αλλά βέβαια, να μη ξεχάσω να αναφέρω και τα κατοστάρικα –για να μη πω πεντακοσάρικα- που σκορπάνε σαν κατέβουν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Μου έλεγαν μάλιστα για κάποιον γιδοβοσκό που κατέβηκε στην πόλη και θεάθηκε σε νυχτερινό μπαρ πολυτελείας πίνοντας ¨γαλλική¨ σαμπάνια. Πλήρωσε με πεντακοσάρικο, αλλά πήρε και ρέστα. Ο απλοϊκός άνθρωπος σταυροκοπήθηκε και ψιθύρισε φεύγοντας με θαυμασμό:
-Μεγάλ’ πόλη η Αθήνα! Έχ’ και ρέστα!
*Αναφέρεται στην μεγάλη νοθεία που γινόταν εκείνες τις εποχές, ελλείψει αποτελεσματικού ελέγχου. Νοθεία που σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό με την κυκλοφορία του ¨παστεριωμένου¨ της ΕΒΓΑ.
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ του ¨Πολυντώρ¨ για την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 1932)
Σας εύχομαι ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ!
Αν αγαπάτε την ιστορία της πόλης και θέλετε να ανακαλύψετε τη μυστική, ερωτική πλευρά του Mεσοπολέμου, αυτό το βιβλίο θα σας συνεπάρει.