Δώρο Πάσχα: Ο 14ος μισθός έχει 203 χρόνια ιστορίας - Από τα 300 δράμια ψωμί και τη μισή οκά κρέας στο σήμερα
21.04.202508:27
Ξεκίνησε από το Μινιστέριο της Οικονομίας προς τους τυπογράφους το 1822 - Τι περιλάμβανε - Πώς ο 14ος μισθός προηγήθηκε του 13ου
Για μία ακόμη χρονιά την περίοδο του Πάσχα η καταβολή του Δώρου ήρθε να τονώσει την αγοραστική δύναμη εκατομμυρίων δικαιούχων, ανακουφίζοντας και φέρνοντας χαμόγελα σε δεκάδες χιλιάδες οικογένειες μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο λόγω της ακρίβειας που πληγώνει τα εισοδήματα όλων τα τελευταία χρόνια.
Προκαλώντας την ίδια ώρα διαφορετικά συναισθήματα, νοσταλγίας και πικρίας ακόμα, σε εκατοντάδες χιλιάδες εν ενεργεία δημόσιους υπαλλήλους και τα περίπου 2,5 εκατομμύρια των συνταξιούχων, που είδαν το Δώρο του Πάσχα που τέτοιες ημέρες λάμβαναν, όπως και το Επίδομα Αδείας, με το οποίο αθροιζόμενα συνιστούσαν τον περίφημο 14ο μισθό, και φυσικά και το Δώρο των Χριστουγέννων, τον 13ο μισθό, να καταργούνται με έναν από τους πολλούς μνημονιακούς νόμους το 2012. Μέρος του βαρύτατου τιμήματος που επέβαλαν στη χώρα μας οι δανειστές για να τη διασώσουν από τη χρεοκοπία.
Και σήμερα το θέμα της επαναφοράς όλου ή μέρους τουλάχιστον αυτών των επιδομάτων είναι ξανά στο προσκήνιο. Με τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους να διαμαρτύρονται για το ότι παραμένουν αδικημένοι ενώ η χώρα έχει βγει από τα μνημόνια και την κυβέρνηση να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο κοινωνικά επιθυμητό και το δημοσιονομικά εφικτό.
Πρώτο αίτημα το 1822
Αυτό που μάλλον πολύ λίγοι γνωρίζουν είναι ότι οι ρίζες της ιδέας και της καταβολής του Δώρου του Πάσχα είναι πολύ βαθιές. Πάνε 203 χρόνια πίσω, στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όταν το νέο ελληνικό κράτος βρισκόταν στην κυριολεξία στα σπάργανα.
Μάλιστα, σε μια πρωτότυπη χρονική αναστροφή, ο άτυπος, έστω και μισός καταβαλλόμενος, 14ος μισθός, δηλαδή το Δώρο Πάσχα, προηγήθηκε κατά έναν αιώνα της πρώτης καταβολής και εν συνεχεία σταδιακής επέκτασης σε κλάδους εργαζομένων και τελικά θεσμοθέτησης του 13ου, του Δώρου Χριστουγέννων.
Το οξύμωρο δε της ιστορίας είναι ότι οι πρώτοι που διεκδίκησαν και τελικά κατέκτησαν το δικαίωμα του Δώρου Πάσχα ως πρόσθετης παροχής από τον εργοδότη τους ήταν υπάλληλοι του κρατικού τυπογραφείου. Η πρώτη αναφορά για την καταβολή Δώρου Πάσχα εντοπίζεται σε ένα έγγραφο των εργατών του Τυπογραφείου Διοίκησης προς το Μινιστέριο της Οικονομίας το Μεγάλο Σάββατο του 1822, τη δεύτερη χρονιά του επαναστατικού αγώνα.
Την εποχή εκείνη η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας είχε εγκατασταθεί στην Κόρινθο. Ηταν πολύ θορυβημένη, καθώς από τη μια μόλις είχαν φτάσει τα τραγικά νέα από την καταστροφή της Χίου, λίγες μόλις ημέρες πριν, αφετέρου είχαν πυκνώσει οι πληροφορίες ότι οι Τούρκοι προετοίμαζαν εντατικά ισχυρό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Δράμαλη, που θα κατέβαινε στην Πελοπόννησο για να καταπνίξει την Επανάσταση.
Αλλά την Προσωρινή Διοίκηση απασχολούσε έντονα και ένας άλλος πονοκέφαλος. Το αίτημα των εργατών του Τυπογραφείου της Διοίκησης για οικονομική ενίσχυση λόγω Πάσχα. Τότε λειτουργούσαν δύο τυπογραφεία, ένα στην Καλαμάτα και ένα στην Κόρινθο. Στη διάρκεια της Επανάστασης λειτούργησαν και άλλα σε Μεσολόγγι, Ψαρά και Αθήνα. Παρήγαγαν σχεδόν 50 βιβλία και φυλλάδια, 216 μονόφυλλα και επτά ελληνικές και ξενόγλωσσες εφημερίδες.
Τα μηχανήματα που χρησιμοποίησαν είχαν σταλεί με δωρεές των Ελλήνων και των Φιλελλήνων της Ευρώπης. Το 1822 τυπώθηκαν στην Καλαμάτα οι δύο εκδόσεις του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Σε 30 μονόφυλλα τυπώθηκαν νόμοι, κώδικες και διαταγές της διοίκησης. Οι εργάτες του Τυπογραφείου Διοίκησης στην Κόρινθο είχαν αναλάβει την έκδοση του Φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
Επικεφαλής των εργαζομένων ήταν ο αρχιτυπογράφος Κωνσταντίνος Τόμπρας. Αυτός ήταν ο άτυπος τρόπον τινά συνδικαλιστικός τους εκπρόσωπος απέναντι στο κράτος. Εκ μέρους των συναδέλφων του έστειλε μια αίτηση προς την Προσωρινή Διοίκηση ζητώντας λίγα γρόσια καθώς λόγω Πάσχα ήθελαν να αγοράσουν διάφορα πράγματα για να γιορτάσουν την ημέρα. Η επιστολή αυτή διασώθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) και έγραφε:
«Προς το Μινιστέριον της Οικονομίας.
Επειδή και κατ’ αυτάς έφθασαν αι του Πάσχα εορτάσιμοι ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι, διά τούτο παρακαλούμεν το Μινιστέριον να μας δώση ολίγα γρόσια διά ν’ απεράσωμεν ταύτας τας εορτασίμους ημέρας, αναπληρούντες τας χρείας μας. 1822 Απριλίου α΄. Κωνσταντίνος Τόμπρας».
Γιορτινή ατμόσφαιρα στην Αθήνα των μεταπολεμικών δεκαετιών. Το Δώρο Πάσχα, όσο πενιχρό κι αν ήταν, επιδρούσε τονωτικά για την αγορά
Το παλαιό «χαρετλίκι»
Ο ιστοριοδίφης Θάνος Βαγενάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αλλαγή», στις 18 Φεβρουαρίου του 1952, υποστήριξε ότι το Δώρο του Πάσχα ίσως έχει τις ρίζες του ακόμη και νωρίτερα, επί τουρκοκρατίας. Ανέφερε πως επρόκειτο για παλιά συνήθεια: «Κατά την γνώμην μας, η παροχή δώρου για τις γιορτές στους εργάτες τυπογράφους αποτελούσε παράδοση και μέσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Και το δώρο αυτό λεγόταν χαρετλίκι (από την τουρκική λέξη χαϊρέτ = χάρισμα). Και στην περίληψη του εγγράφου εκείνου σημειώνονται τ’ ακόλουθα: “Κωνσταντίνος Τόμπρας, τυπογράφος, διά να του δώσωμεν χαρετλίκι. α΄ Απριλίου 1822. Κόρινθος”».
Φαίνεται πως το αίτημα ικανοποιήθηκε έστω και σε περιορισμένο βαθμό, όπως επιβεβαιώνει άλλο έγγραφο, στα ΓΑΚ με παραλήπτη το Μινιστέριο Οικονομικών. Αναφέρεται ότι στον Κωνσταντίνο Τόμπρα και σε άλλους τρεις τυπογράφους θα δίνονταν για λίγες ημέρες στον καθένα: 300 δράμια ψωμί, μισή οκά κρέας, 12 δράμια λάδι και μισή οκά κρασί. Ενα δράμι ισοδυναμούσε με 3,203 γραμμάρια και μια οκά με 400 δράμια. Πάντως, οι τυπογράφοι ήταν από τις πιο διεκδικητικές ομάδες εργαζομένων της εποχής εκείνης, καθώς είναι οι πρώτοι όλων που τον Μάρτιο του 1826 προχώρησαν στην πρώτη απεργία στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Παγιώνεται η καταβολή
Ακολούθησε σχεδόν ένας αιώνας όπου το Δώρο Πάσχα, με εντελώς άτυπη μορφή και αποκλειστικά ως φιλανθρωπική παροχή κάποιων εργοδοτών, δινόταν σε ορισμένες ομάδες εργαζομένων σε χρήμα ή σε είδος είτε και με τις δύο εκδοχές.
Πολλοί ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων έδιναν και άλλα επιδόματα με αυτό (όπως του γάμου), ενώ άλλοι προσέφεραν παροχές στους εργαζομένους τους αποκλειστικά σε είδος, π.χ. αλεύρι στους εργάτες ατμόμυλων εν όψει του Πάσχα, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Φως» της 7ης Απριλίου του 1916. Σταδιακά, η καταβολή της συγκεκριμένης παροχής παγιώνεται σε όλο και περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων και κλάδους, όχι όμως θεσμοθετημένα και πάντα με αρκετές εξαιρέσεις.
Παράλληλα, για το ίδιο το κράτος ούτε λόγος για τέτοιες παροχές προς τους δημοσίους υπαλλήλους ή τους συνταξιούχους, καθώς οι οικονομικές δυνατότητές του για πολλές δεκαετίες ήταν πενιχρές εν μέσω συνεχιζόμενων πολέμων και άλλων έκτακτων δυσκολιών. Πάντως, η αλήθεια είναι πως στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα η καταβολή των Δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων εντάσσεται στο πλαίσιο των αιτημάτων τους που πλέον καταθέτουν και διεκδικούν οι εργαζόμενοι. Πρωτοστατούν εκείνοι των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, όπως ηλεκτρικού ρεύματος, σιδηροδρόμων κ.ά., που ήταν τότε ιδιωτικές.
Η απόφαση Κουντουριώτη
Φαίνεται δε ότι με την πάροδο του χρόνου η καταβολή των δύο Δώρων εντάχθηκε τρόπον τινά στα κεκτημένα των εργαζομένων. Οπως επί κυβέρνησης Γεωργίου Καφαντάρη πεντακάθαρα ομολογεί Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 74/3.4.1924) του τότε υπουργού Συγκοινωνιών Γ. Ησαΐα την οποία υπογράφει ο αντιβασιλεύς Παύλος Κουντουριώτης για το προσωπικό των τροχιοδρόμων (τραμ) Αθηνών, Πειραιώς, Περιχώρων αφενός και Θεσσαλονίκης αφετέρου, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Διά το προσωπικόν το έχον οργανικήν αντιμισθίαν έως 500 δραχμών δίδεται επίδομα 250 δραχμών και εις το έχον άνω των 500 δραχμών δίδεται μεν επίδομα 250 δραχμών διά το μέχρι των 500 δραχμών τμήμα, 20% δε διά το υπόλοιπον τμήμα της αντιμισθίας ταύτης. Χορηγείται αναδρομικώς και δεν θα περιλαμβάνηται εις τον 13ον μισθόν και εις τας κατά το Πάσχα δεδομένας αμοιβάς».
Το ιστορικό ΦΕΚ του 1924 που φέρει υπογραφή του αντιβασιλέα Παύλου Κουντουριώτη
Για τους δημοσίους υπαλλήλους, ωστόσο, η τότε κυβέρνηση αντί αυξήσεων είχε προχωρήσει λίγο νωρίτερα τον ίδιο μήνα στη χορήγηση ενός έκτακτου επιδόματος στους πιο χαμηλόμισθους, με νομοσχέδιο του υπουργού Οικονομικών Εμμανουήλ Τσουδερού.
Προπομπός ίσως του «αδειάσματος» ενώπιον της Βουλής του Κώστα Σημίτη από τον Ανδρέα Παπανδρέου, 63 χρόνια αργότερα, όταν πάλι συζητούνταν οι πτυχές μιας περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής, ο πρωθυπουργός... πλειοδότησε στα καταιγιστικά αιτήματα διαφόρων βουλευτών να προστεθούν στους επιδοματούχους οι εργαζόμενοι σε διάφορα νομικά πρόσωπα και τις κοινότητες, αδιακρίτως αποδοχών. Αλλά για πρώτη φορά τέθηκε και το θέμα να συμπεριλαμβάνονται στις επιδοματικές πολιτικές και οι συνταξιούχοι.
Στο τέλος του ίδιου έτους, η Ομοσπονδία Ηλεκτροτεχνιτών ζήτησε την πληρωμή, επ’ ευκαιρία των εορτών, ενός πλήρους μισθού μετά των επιδομάτων και ο υπουργός Συγκοινωνιών απάντησε ότι «η υπηρεσία είναι διατεθειμένη να κανονίση τούτο, δεδομένου ότι αποτελεί καθιερωθέν έθιμον».
Οπισθεν από Πάγκαλο
Και το 1925, ακριβώς πριν από έναν αιώνα, επί κυβέρνησης του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου, η καταβολή του Δώρου Χριστουγέννων, του 13ου μισθού δηλαδή, έγινε επίσημο αίτημα και των δημοσίων υπαλλήλων. Το έθεσε στις 4 Δεκεμβρίου επιτροπή δημοσίων υπαλλήλων στον υφυπουργό Οικονομικών Δημήτριο Τανταλίδη, ζητώντας να τους χορηγηθεί 13ος μισθός εν όψει Χριστουγέννων. Παρόμοιο αίτημα υπέβαλαν ταυτόχρονα οι υπάλληλοι των ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεφωνία, Τηλέγραφος), προδρόμου των ΕΛ.ΤΑ.
Το αίτημα απορρίφθηκε, η αναστάτωση όμως στους χώρους των εργαζομένων διευρύνθηκε με νέες σφοδρές απεργιακές κινητοποιήσεις.
Η κυβέρνηση υποχώρησε, θεσμοθέτησε το 8ωρο σε μια σειρά κλάδους και χορήγησε τελικά τον 13ο μισθό σε ηλεκτροτεχνίτες, τροχιοδρομικούς και σιδηροδρομικούς. Ενιαία νομοθετική ρύθμιση όμως για τα Δώρα δεν υπήρξε.
1945: Επίδομα Αδείας
Αμέσως μετά την απελευθέρωση ο Αναγκαστικός Νόμος 28/1944 (δεν υπήρχε Βουλή) έδωσε στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας την αρμοδιότητα να καθορίζουν μισθούς και ημερομίσθια. Οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν σε πρώτη φάση να ικανοποιήσουν το αίτημα των εργαζομένων για επάνοδο της καταβολής του Δώρου Πάσχα λόγω του πληθωρισμού που κάλπαζε. Λίγο αργότερα ωστόσο, τα Χριστούγεννα του 1946, επί κυβέρνησης Θεμιστοκλή Σοφούλη, το Δώρο καταβλήθηκε κανονικά, ως έκτακτο επίδομα και «υπό τύπον 13ου μισθού».
Το δε επίδομα αδείας μετ’ αποδοχών, δηλαδή το δεύτερο τμήμα του 14ου μισθού, καθιερώθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 539/1945. Με αυτόν προσδιορίστηκαν και οι προϋποθέσεις για να πάρει κανείς την πρώτη άδεια, καθώς και ο υπολογισμός της για τα επόμενα χρόνια στον ίδιο ή διαφορετικούς εργοδότες. Εκτοτε οι παροχές του 13ου και του 14ου μισθού γενικεύτηκαν στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Το καθεστώς αυτό ίσχυσε έως το 1980, οπότε με τον Νόμο 1082/80 ρυθμίστηκαν το ύψος και ο χρόνος καταβολής των Δώρων Εορτών και Αδείας, που μετονομάστηκαν όλα σε Επιδόματα. Αργότερα, με τον Νόμο 2084/92, γνωστό και ως νόμο Σιούφα, τα Επιδόματα αυτά σταμάτησαν να υπολογίζονται στις συντάξεις του ΙΚΑ. Και μετά, ήρθαν τα μνημόνια...
Τα σήματα κινδύνου
Τα τύμπανα των κινδύνων άρχισαν να χτυπούν από τις 6 Αυγούστου του 2009, όταν εν μέσω ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπέδειξε στην κυβέρνηση Καραμανλή σκληρά μέτρα περιστολής των δαπανών, ανάμεσα στα οποία την κατάργηση των Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του Επιδόματος Αδείας.
Αντί μέτρων ακολούθησαν πρόωρες εκλογές και η νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, μετά το «λεφτά υπάρχουν» της ΔΕΘ και μέτρα φοροαπαλλαγών και μεταθέσεων εισπράξεων φόρων 1,2 δισ. ευρώ, στις 3 Μαρτίου του 2010 αναγκάστηκε, προ του κινδύνου άμεσης χρεοκοπίας, να ανακοινώσει νέο πακέτο μέτρων, στο οποίο περιλαμβανόταν και η περικοπή κατά 30% των τριών Επιδομάτων στο Δημόσιο.
Δύο μήνες αργότερα η χώρα μπήκε μέσω Καστελόριζου και επισήμως σε αυστηρή μνημονιακή επιτήρηση. Στις 2 Μαΐου, στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου, ανακοινώθηκε η αντικατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων με ετήσιο επίδομα 500 ευρώ σε όλους όσων οι αποδοχές έφταναν έως 3.000 ευρώ και πλήρη κατάργηση για μεγαλύτερες. Για τους δε συνταξιούχους, το συνολικό επίδομα έγινε 800 ευρώ για συντάξεις έως 2.500 ευρώ.
Δεν άρκεσαν ούτε αυτές οι περικοπές. Στις 7 Νοεμβρίου του 2012, με τον Νόμο 4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 τής υπό τον Αντώνη Σαμαρά τριμερούς κυβέρνησης (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜ.ΑΡ.), προχώρησε η πλήρης κατάργηση και των τριών Επιδομάτων για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους.
Ακολούθησε η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ για πλήρη αποκατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού και συντάξεων, που συνετρίβη όμως στην απόλυτη άρνηση των δανειστών, με την «ηρωική διαπραγμάτευση» της κυβέρνησης Τσίπρα του πρώτου εξαμήνου του 2015 να οδηγεί στο Βατερλό του τρίτου και πλέον επώδυνου μνημονίου.
Η πιλοτική δίκη
Πλέον οι επίμαχες περικοπές του 2012 έχουν κριθεί και ως συνταγματικές, λόγω της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας με τις αποφάσεις 1307/2019 και 1439/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί προεδρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου. Ομως, τον περασμένο Ιανουάριο η ΑΔΕΔΥ παρενέβη στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών υπέρ της αγωγής υπαλλήλου του υπουργείου Παιδείας, που ζητεί μόνιμη επαναχορήγηση των Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και Επιδόματος Αδείας, καθώς και την επιδίκαση αναδρομικών ποσών της τελευταίας διετίας.
Το αίτημα υποστηρίζει και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, καθώς και το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος του ΣτΕ Μιχάλης Πικραμμένος αποδέχτηκε το αίτημα για διεξαγωγή πρότυπης-πιλοτικής δίκης, την προσδιόρισε για τις 6 Ιουνίου, όπου η Ολομέλεια του ΣτΕ θα κρίνει οριζόντια την υπόθεση για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους. Θα επιμείνει στην προηγούμενη ετυμηγορία του ή θα αποφασίσει τώρα διαφορετικά το ΣτΕ;
Ουδείς αμφισβητεί τη βελτίωση των δημοσιονομικών της χώρας, όμως η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η ικανοποίηση του αιτήματος λόγω βέβαιου δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η επάνοδος του 13ου και του 14ου μισθού και σύνταξης στο Δημόσιο, κατά τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη, σημαίνει συνολικό κόστος 7,8 δισ. ευρώ ετησίως. Για να καλυφθεί μια τέτοια δαπάνη απαιτούνται ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα, καθώς η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να συγκρατεί σε συγκεκριμένα επίπεδα τον δείκτη των καθαρών δαπανών.
Ισοδύναμα μέτρα τέτοιου ύψους μπορούν να προέλθουν μόνο από το σκέλος των φορολογικών εσόδων. Είτε με υπερδιπλασιασμό του ΕΝΦΙΑ, επιβαρύνοντας 7 εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων, είτε με αύξηση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ κατά τουλάχιστον δύο μονάδες, με το κόστος να μεταφέρεται στην τιμή χιλιάδων προϊόντων και υπηρεσιών.
Έτη-σταθμοί
1822: Ο αρχιτυπογράφος του τότε Εθνικού Τυπογραφείου γράφει «Προς το Μινιστέριον της Οικονομίας» αίτημα για καταβολή ολίγων γροσιών για να γιορτάσουν οι εργαζόμενοι το Πάσχα
1924: Ο αντιβασιλέας Παύλος Κουντουριώτης υπογράφει απόφαση που αναγνώρισε το κεκτημένο του 13ου μισθού για τους εργαζομένους στα τραμ
1925: Ο Θεόδωρος Πάγκαλος απέρριψε το αίτημα των δημοσίων υπαλλήλων για καταβολή Δώρου Χριστουγέννων καθώς και παρόμοιο αίτημα των υπαλλήλων των ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεφωνία, Τηλέγραφος)
1946: Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης κατέβαλε το πρώτο μεταπολεμικό Δώρο Χριστουγέννων, ως έκτακτο επίδομα και «υπό τύπον 13ου μισθού»
1980: Με τον Νόμο1082/80 ρυθμίστηκαν το ύψος και ο χρόνος καταβολής των Δώρων Εορτών και Αδείας, που μετονομάστηκαν όλα σε Επιδόματα
2010: Ο Γιώργος Παπανδρέου, προ του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας, περιέκοψε τον 13ο και τον 14ο μισθό (τρία επιδόματα) των δημοσίων υπαλλήλων