Στράτος Διονυσίου: O Σαλονικιός που έδωσε ψυχή στο λαϊκό τραγούδι
του Δημήτρη Παγαδάκη
Α
του Δημήτρη Παγαδάκη
ΑΡΧΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70. Καυτανζόγλειο. Θεσσαλονίκη. Λαϊκή συναυλία της εποχής στο στάδιο. «Βραδιά αστέρων» τη λέγανε τότε, κι έπιανε τόπο. Τίγκα οι κερκίδες και ο αγωνιστικός χώρος. Η διοργάνωση ήταν κάτι μεταξύ promotion των τραγουδιών και προσωπικής διαφήμισης των καλλιτεχνών, αλλά στην ουσία αποτελούσε φτηνή διασκέδαση για τον πλατύ κόσμο που δεν άντεχε οικονομικά τα μπουζουκομάγαζα με τις «ζημιές», τις φιάλες και τα παρελκόμενα. Με ένα εισιτηριάκι το κοινό βολευόταν και απολάμβανε ζωντανά τους επώνυμους ερμηνευτές. Ανάμεσα στους τελευταίους και ο Στράτος Διονυσίου. Ο δικός τους Στράτος. Ο Σαλονικιός. Το ορφανό φτωχόπαιδο από τη Νιγρίτα Σερρών που εγκαταστάθηκε από παιδάκι στους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης και βγήκε πιτσιρικάς στο μεροκάματο. Ο αγαπημένος της πόλης, ο οικείος προσφυγικής καταγωγής συντοπίτης και καρντάσι από τις δυτικές συνοικίες. Ακόμα και σήμερα στις παλιές ταβέρνες στην Επτάλοφο λένε πως από εδώ πέρασε ο Στράτος, όταν ως νεαρός πραματευτής τραγουδούσε σε αυτές ερασιτεχνικά με την παρέα του για ένα κέρασμα. Εδώ παντρεύτηκε τη γειτόνισσά του τη Γεωργία, μόνιμη έως το τέλος σύντροφο της ζωής του, και εδώ έκανε τα δύο πρώτα από τα τέσσερα παιδιά του. Ακόμα τον θυμούνται να δουλεύει για να τα φέρει βόλτα στο ραφτάδικο του κυρ Λουκά στην περιοχή Κολόμβου, απ’ όπου συνήθισε τις κομψές κοστουμάτες εμφανίσεις που δεν εγκατέλειψε ποτέ στις πίστες της διασκέδασης.
Αλλοι τον νοσταλγούν ως φίλαθλο όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50, πρώτα στο Συντριβάνι και μετά στις χωμάτινες κερκίδες του γηπέδου της Τούμπας, παρακολουθούσε τα ματς του αγαπημένου του ΠΑΟΚ. Καταξιωμένος και αποδεκτός από όλους με το μικρό του όνομα, συνδέθηκε βιωματικά με τη Θεσσαλονίκη. Εκεί του πρωτοβγήκε η κάψα για το μικρόφωνο, εκεί ανέβηκε πρώτη φορά στα πάλκο του «Καλαματιανού» στη Νέα Μενεμένη, ξαφνιάζοντας τους θαμώνες με τις πειστικές και υψηλών αξιώσεων ερμηνείες του στο ρεπερτόριο του Καζαντζίδη. Και εκεί, στο κέντρο «Φαρίντα» της Σαλονίκης, τον πρωτάκουσε η Καίτη Γκρέυ και του ζήτησε να αντικαταστήσει τον Στελάρα -τεράστιος έπαινος για νέο τραγουδιστή- πρώτα στο νυχτερινό κέντρο «Αστέρας» στα Γερμανικά της Κοκκινιάς και μετά στου «Περιβόλα» και στου «Κεφάλα» που βρίσκονταν απέναντι, λίγο πιο κάτω από την πλατεία Αγίου Νικολάου στην ίδια περιοχή.
Ηταν ήδη φίρμα με αρκετά σουξέ με ερωτικό στίχο που έχτιζαν την προσωπική του ερμηνευτική σχολή όταν ανέβηκε εκείνο το βράδυ στο Καυτανζόγλειο. Στην Αθήνα είχε ήδη κάνει τη διαδρομή του στα μαγαζιά της Κοκκινιάς, στις Τζιτζιφιές, στο Αιγάλεω, στο Ποτάμι. Ηδη τραγουδούσε τότε μαζί με τον φίλο του Τόλη Βοσκόπουλο πρώτα στο «Σεραφίνο» και μετά στο «Καν-Καν». Εφτανε η ώρα για τις μεγάλες πίστες της παραλιακής. Η Θεσσαλονίκη έδωσε το έναυσμα μετά την τεράστια απήχηση της συναυλίας του. Τον υποδέχτηκε με φιλόξενο χειροκρότημα, καθώς έσβησε το τσιγάρο και ανέβηκε με σταθερό βήμα στην υπαίθρια σκηνή. Σένιος ενδυματολογικά, σκηνικά άψογος χωρίς φιοριτούρες αλλά στιβαρός και γήινος όπως πάντα στο πάλκο, λιτός, ακριβής και εκφραστικός ταυτόχρονα, με φωνή χαρισματική, αψεγάδιαστη και μεστή συνεπήρε το μαζικό ακροατήριο. Τα τότε σουξέ του ερμηνευμένα βιωματικά με μαστοριά και ψυχή, σαν να ξέφυγαν από τα μέτρα, απογειώθηκαν πάνω από τον Θερμαϊκό, στροβιλίστηκαν πέρα από τους μουσικούς δρόμους, μέθυσαν το κοινό και ξεσήκωσαν τις κερκίδες: «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Αγάπη μου επικίνδυνη», «Του κόσμου το περίγελο», «Και τι δεν κάνω», «Παλιατζής», «Τι σου φταίει το παιδί», «Χτες το βράδυ στην ταβέρνα» κ.ά. έως το αποθεωτικό φινάλε. Με nτις πρώτες νότες σε ρυθμό 9/8 από το συγκλονιστικό ζεϊμπέκικο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σείστηκε ο τόπος και δεκάδες χιλιάδες αναπτηράκια φώτισαν ξαφνικά το στάδιο. Τον αγαπούσε ο κόσμος, όπως λάτρευε και τα τραγούδια του. Ο Στράτος ήταν γνήσιος, ευθύς, ξάστερος με τεράστιο φωνητικό ταλέντο και αξεπέραστα φιλικός στις εμφανίσεις του. Αρχοντάνθρωπος. Είχε εκείνη τη στόφα του παλιού λαϊκού καλλιτέχνη που ο άνθρωπος και τα πάθη του ήταν αξεχώριστος από την τέχνη του. Ακόμα κι όταν πέρασε την πικρή ταλαιπωρία της φυλάκισής του εκτίοντας την ποινή του στις αγροτικές φυλακές στην Τίρυνθα, ο κόσμος δεν τον εγκατέλειψε παρά τα όσα εις βάρος του είχαν τότε διαδοθεί.
Ανέκτησε το κύρος του σιγά-σιγά μέσα από το τραγούδι. Συνεργάστηκε με τον Βοσκόπουλο στο «Μπρόντγουεϊ», Πατησίων και Αγ. Μελετίου, όπου κοντά στα ξημερώματα με λευκά κοστούμια τραγουδούσαν ντουέτο τη μεγάλη επιτυχία «Αποκοιμήθηκα», τραγούδι που είχε συνθέσει ο Τόλης. Ο Στράτος ωστόσο, στα τέλη των 70s βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο και προσπαθούσε να δώσει νέα ώθηση στην καριέρα του επουλώνοντας παράλληλα και το πλήγμα της προσωπικής περιπέτειάς του. Τα περασμένα, κλασικά πλέον σουξέ του («Αφιλότιμη», «Να είχα το κουράγιο», «Εγώκαλά σου τα ’λεγα», «Καρδιά μου είχες αγαπήσει», «Ηταν ψεύτικα», «Αργά, είναι πια αργά», «Γιατί Θεέ μου η ζωή» κ.ά.) ερμηνευμένα όλα τη δεκαετία του ’70 θεωρούνται στέρεα τραγούδια, αλλά δεν γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Ο Διονυσίου στα 45 του αντέδρασε τότε με υγιή εγωισμό. Από ιδιοσυγκρασία δεν ήθελε να περιφέρεται σαν παλιά δόξα από μαγαζί σε μαγαζί με ξηλωμένα τα κερδισμένα γαλόνια σε στούντιο και πάλκο. Αλλαξε λοιπόν εταιρεία, και χάρη στο ισχυρό «θέλω» του χαρακτήρα του και τη βαθιά πίστη στις δυνατότητές του δεν ξανάγινε απλώς σταρ. Επανήλθε ως ο απόλυτος σούπερ σταρ των 80s στο λαϊκό τραγούδι. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έφυγε από αυτό, αλλά χρειαζόταν ένα νέο διαβατήριο υψηλών προδιαγραφών για να ξαναταξιδέψει στις καρδιές του κόσμου. Το βρήκε με το αλάθητο ένστικτό του στο «Υποκρίνεσαι», για να ακολουθήσουν «Τα μάζεψα τα πράγματα», «Τα πήρες όλα», «Ακου βρε φίλε», «Της γυναίκας η καρδιά», «Και λέγε λέγε», «Με λες αγάπη», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Ετσι ήμουνα περαστικός», «Ο Σαλονικιός» κ.ά.
Είναι η περίοδος που δίνει τον καλύτερό του εαυτό ως τραγουδιστής πρώτης γραμμής. Σαρωτικός και ευαίσθητος, στο τέμπο των τραγουδιών του μεταφέρει τους χτύπους της καρδιάς του και ο κόσμος τού το ανταποδίδει καθώς υποκλίνεται κάθε βράδυ στις ερμηνείες του. Δεν παίρνει ρεπό, δεν πάει διακοπές, δεν παραπονιέται. Βγάζει τίμια την υποχρέωση που έχει απέναντι στο κοινό του. Μόνη πολυτέλεια πουεπιτρέπει στον εαυτό του, οι επισκέψεις στα ιδιόκτητα άλογά του στον Φαληρικό Ιππόδρομο. Εκεί στο πάντοκ του Δέλτα, με μακρύ καμηλό παλτό χαϊδεύει πριν από τις κούρσες τον λαιμό και τη μουσούδα των καθαρόαιμων, του Παλιατζή, της Αφιλότιμης, της Φαντασίας και φεύγει βιαστικά για τη σουίτα του στο ξενοδοχείο «Χανδρής» απέναντι από τον στίβο για να παρακολουθήσει από εκεί τις ιπποδρομίες. Πάντα σε φόρμα και αεικίνητος, ο λαοφιλής Στράτος εμφανίζεται κάθε βράδυ ως τα χαράματα στα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά, οργώνει την επαρχία και το εξωτερικό με συναυλίες, μπαίνει στα στούντιο και ηχογραφεί ολόκληρα άλμπουμ μονοκοπανιά αλλά και αψεγάδιαστα μετά το ξενύχτι. Και ερμηνεύει νέες, μεγαλύτερες επιτυχίες όπως τις: «Ο ταξιτζής», «Εγώ ο ξένος», «Μας υποχρέωσες», «Εγώ να δεις», «Λέγε με παλιόπαιδο», «Κύριος ήρθα, κύριος φεύγω», «Ανθρωπος είσαι και λυγάς», «Καλύτερα μαζί σου και τρελός» κ.ά.
Ο ξαφνικός χαμός του τον Μάιο του 1990, τη στιγμή που βρισκόταν στο απόγειο της ερμηνευτικής ωριμότητάς του, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Εφυγε από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, αφού το προηγούμενο βράδυ ολοκλήρωσε άψογα και επαγγελματικά το καθήκον του απέναντι στους πελάτες του ατμοσφαιρικού «Στράτος», που τον προτίμησαν να τους διασκεδάσει με τα τραγούδια του. Αν ζούσε ίσως τα πράγματα να εξελίσσονταν διαφορετικά στην ελληνική λαϊκή μουσική, καθώς μέχρι σήμερα αποτελεί μέτρο και πρότυπο για προέκταση του ρόλου του δημόσιου, λαϊκού καλλιτέχνη. Αλλά και τόσα χρόνια μετά το στερνό του αντίο η φωνή του που σφράγισε αξεπέραστα τραγούδια παραμένει πάντα επίκαιρη να υμνεί τους καημούς του έρωτα, τις αξίες της ζωής. Τα μοναδικά ερμηνευμένα, ανεπανάληπτα τραγούδια του είναι πια διαχρονικά, τραγουδιούνται παντού και συνέχεια κρατώντας ζωντανή τη μνήμη ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Του ανθρώπου που του έγινε η πιο μεγάλη τιμή εν ζωή: να περάσει στη μουσική ιστορία περισσότερο από Διονυσίου σαν απλός, δικός μας, Στράτος.
Βρέθηκε η πρώτη υπερτυχερή για τη SPIDER CABRIO!
Η αρχαιολόγος Σωτηρία Κουρούσια από τον Γέρακα Αττικής είναι η μεγάλη υπερτυχερή, η οποία κερδίζει την πρώτη Spider Cabrio αξίας 50.000 ευρώ.
Χτες επισκέφτηκε τα γραφεία της εφημερίδας και αφού παρέδωσε την τυχερή καρτολίνα, που βρήκε μέσα στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας «Big Fish», παρέλαβε το αυτοκίνητο από τον Θέμο Αναστασιάδη (φωτό). Η υπερτυχερή, που είναι αρχαιολόγος στο επάγγελμα, είναι μαζί με τον σύζυγο της εδώ και χρόνια τακτικοί αναγνώστες της εφημερίδας «ΘΕΜΑ».
Ο δεύτερος υπερτυχερός-ή για τη Spider Cabrio δεν έχει εμφανιστεί ακόμα στα γραφεία της εφημερίδας και σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού έχει διορία μέχρι αύριο, Πέμπτη. Σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί κανείς, η δεύτερη Spider Cabrio αξίας 50.000 ευρώ, μαζί με άλλα αυτοκίνητα (τα μοντέλα θα ανακοινωθούν μέσα στις επόμενες ημέρες), θα διατεθεί εκ νέου στους αναγνώστες της εφημερίδας.
O ντετέκτιβ με την κάπα της νυχτεριδας
Από τη Χρυσή Εποχή των κόμικς στην εποχή των videogames, ο Batman παραμένει ένας συναρπαστικός, διαχρονικός ήρωας
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ 1939, όταν μια κατάμαυρη σιλουέτα έσκισε τον ουρανό του Γκόθαμ Σίτι γλιστρώντας ανάμεσα στους τερατώδεις ουρανοξύστες. Η σιλουέτα ανήκε σε έναν μασκοφόρο εκδικητή που άκουγε στο παρατσούκλι «Αθρωπος Νυχτερίδα». Το σκηνικό έλαβε χώρα στις σελίδες του ευτελούς περιοδικού «Detective Comics». Τα υπόλοιπα ανήκουν στην Ιστορία της ποπ κουλτούρας. Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Μπάτμαν είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της μαζικής κουλτούρας, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του κόσμου που κυριαρχεί σε μορφές τέχνης και μέσα επικοινωνίας όπως το κόμικς, το σινεμά, η τηλεόραση. Οσο για το τεύχος #27 του «Detective Comics», αυτό δεν είναι πλέον και τόσο ευτελές:στο κύκλωμα αγοραπωλησίας παλιών κόμικς τιμάται αρκετές δεκάδες χιλιάδες δολάρια, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Γέννημα της φαντασίας του σχεδιαστή κόμικς Μπομπ Κέιν, ο Batman ήρθε ως απάντηση στη ζήτηση για νέους σούπερ ήρωες που δημιούργησε η τεράστια επιτυχία του Σούπερμαν, έναν χρόνο πριν.
Μόνο που εκεί που ο Σούπερμαν ήταν ο κατεξοχήν φωτεινός, αισιόδοξος ήρωας,ο Μπάτμαν ήταν ένα πλάσμα της νύχτας, ένας ήρωας του σκότους, ένας πολυμήχανος ντετέκτιβ που κυκλοφορούσε στις κακόφημες συνοικίες και τιμωρούσε τους εγκληματίες που δεν μπορούσε να αγγίξει η αστυνομία. Η επιτυχία του ήταν ακαριαία, τεράστια και απολύτως δικαιολογημένη. Γιατί ο Μπάτμαν δεν ήρθε από το πουθενά. Τα σημεία αναφοράς του ήταν άλλοι μασκοφόροι εκδικητές των λαϊκών αναγνωσμάτων, όπως ο Ζορό ή η Σκιά (Τhe Shadow), που ξεπήδησε από τις σελίδες των αναγνωσμάτων που έμειναν γνωστά ως pulp fiction, για να γίνει ο πρώτος μεγάλος ήρωας των σίριαλ που καθήλωναν το κοινό στις Radio Days του ’30. Μακρινός του πρόγονος ήταν επίσης ο Σέρλοκ Χολμς, ο οποίος εμφύσησε στον ήρωα την αγάπη για την επιστημονική έρευνα και τη χρήση της τεχνολογίας. Γιατί, αν είναι κάτι που κάνει τον Μπάτμαν σούπερ ήρωα, αυτό δεν είναι οι υπερφυσικές του δυνάμεις, αλλά η ευφυΐα του, η καλή του φυσική κατάσταση και η δεξιοτεχνία του να δημιουργεί μια σειρά από περίτεχνα gadgets που συνθέτουν το οπλοστάσιό του στη μάχη του απέναντι στο κακό. Βοήθησε ασφαλώς και το ότι πίσω από τη μάσκα με τα μυτερά αφτιά κρυβόταν ένας ζάπλουτος πλέι μπόι, με μια τραγική ιστορία πίσω του. Λογικό: μόνο ένας εκατομμυριούχος θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη δραστηριότητα του Μπάτμαν - κι αυτή ήταν μία ακόμη ένδειξη των φιλοδοξιών του Κέιν να δημιουργήσει έναν ρεαλιστικό ήρωα. Η πιτσιρικαρία, που διάβαζε μετά μανίας τα κόμικς αυτής της χρυσής (όπως ονομάστηκε) εποχής του είδους, αγκάλιασε αμέσως τον ήρωα. Γι’ αυτό και ο Κέιν χάρισε στον ήρωά του έναν έφηβο βοηθό, ένα γενναίο ορφανό με το ψευδώνυμο Ρόμπιν, δημιουργώντας ένα ακόμα σημείο ταύτισης για τους αναγνώστες.
ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ, ο Μπάτμαν με τον Σούπερμαν έγιναν οι πιο εμβληματικές μορφές του αμερικανικού κόμικς: οι αρχετυπικοί σούπερ ήρωες. Ολο οι ήρωες που ακολούθησαν, από τη Γουόντερ Γούμαν και τον Φλας, μέχρι τον Σπάιντερμαν και τον Κάπτεν Αμέρικα, έχτισαν πάνω στον μύθο που πρώτος θεμελίωσε ο Μπομπ Κέιν με τον Μπάτμαν. Μόνο που, όσο γιγαντωνόταν ο κύκλος εργασιών της βιομηχανίας των κόμικς, τόσο μεγάλωνε το αίτημα να γίνει ο ήρωας πιο «παιδικός», πιο φωτεινός, πιο χρωματιστός. Αποτέλεσμα αυτών, η τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’60, ένα πολύχρωμο ποπ σύμπαν με ήρωες καρικατούρες, που γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Υστερα από αυτό, ο ήρωας γνώρισε μια περίοδο παρακμής μέχρι τη δεκαετία του ’80. Τότε, η νέα γενιά δημιουργών κόμικς που εργάζονταν στα σχεδιαστήρια της DC Comics αποφάσισαν να επιστρέψουν στις απαρχές του ήρωα. Ο μασκοφόρος ντετέκτιβ της Γκόθαμ Σίτι έγινε ξανά μια σκοτεινή φιγούρα της νύχτας, ένας λιγομίλητος τιμωρός που στοίχειωνε τα αδιέξοδα δρομάκια και τα στέκια των παρανόμων. Την καθοριστική πινελιά στην εκ νέου αφήγηση του μύθου έδωσε ο θρυλικός δημιουργός Φρανκ Μίλερ (δημιουργός κόμικς όπως οι «300» και το «Sin City»), που δημιούργησε, στην ιστορία «Ο Σκοτεινός Ιππότης επιστρέφει» έναν γερασμένο Μπάτμαν, εμμνοληπτικό εκδικητή, που μάχεται μόνος εναντίον όλων, σε μια κυνική, πουλημένη δυστοπία. Ο ίδιος είναι που ξαναέγραψε την ιστορία του ήρωα, αυτή ενός παιδιού που βλέπει τους γονείς του να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια του και ορκίζεται να αφιερώσει τη ζωή του στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Εκεί όπου ο Κέιν έθετε έναν κώδικα τιμής, έναν προσωπικό όρκο, ο Μίλερ είδε μια τραυματική εμπειρία που δημιούργησε έναν διαταραγμένο ψυχισμό. Η νέα πιο σκοτεινή εκδοχή του Σκοτεινού Ιππότη είχε δημιουργηθεί. Ηταν τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Και ο κόσμος ήταν έτοιμος για να μπει στο αλλόκοτο σύμπαν του Τιμ Μπάρτον.
O ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΣΤΙΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
Πώς ο Batman έγινε ο πιο δυναμικός κινηματογραφικός ήρωας των τελευταίων 20 χρόνων ΠΩΣ ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ σε έναν σημερινό πιτσιρικά όταν του μιλάς για μια ταινία που είναι 20 ετών αλλά εσύ νομίζεις πως ήταν χθες που την έβλεπες στο σινεμά; Ελπίζω να μη φαίνεται το ίδιο με τις μανάδες μας που στη δεκαετία του ’80 μας μίλαγαν για τις αγαπημένες τους ταινίες από τη δεκαετία του ’60 κι εμείς αισθανόμασταν ότι ακούγαμε αρχαία ιστορία. Ειδικά για την περίπτωση του «Batman» (1989) είμαι σίγουρος, εφόσον το όραμα του σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον ήταν πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του. Κινηματογράφος όχι απλώς βασισμένος σε κόμικς, αλλά σινεμά σαν κόμικς. Σκηνογραφικά υπερβολικό, αισθητικά γοτθικό, χιουμοριστικά ενήλικο, και οπτικά θεαματικό. Μια πραγματική υπέρβαση για τα δεδομένα της mainstream κινηματογραφίας, μέσα από τη δημιουργία ενός πολυδιάστατου θεάματος, φιλικού για τον ανήλικο, αλλά περίσσια ανταποδοτικό για τον «παιδήλικα» ενήλικο. Αγκαζάροντας για πρωταγωνιστή τον άγνωστο και αντι-ηρωικό Μάικλ Κίτον, ο οποίος όμως έδωσε σάρκα και οστά στον ήρωα, ο Τιμ Μπάρτον τον πλαισίωσε με σταρ πρώτου μεγέθους όπως η Κιμ Μπέισινγκερ και ο Τζακ Νίκολσον, οριοθετών ς έτσι την παράδοση της σειράς των ταινιών «Batman». Η επιτυχία μεγάλη, και το σίκουελ του 1992 «Batman Returns» αναπόφευκτο ξανά με τον Τιμ Μπάρτον στο τιμόνι, τον Μάικλ Κίτον στον ρόλο του ανθρώπου νυχτερίδα, τον Ντάνι Ντε ΒίτοΠιγκουίνο, τον Κρίστοφερ Γουόκεν και φυσικά τη Μισέλ Φάιφερ-Catwoman, να ασφυκτιά στα πιο στενά βινίλ ρούχα που φόρεσε ποτέ άνθρωπος στο σινεμά δημιουργώντας την απόλυτη φαντασίωση σαδομαζοχιστικού ερωτισμού. Αυτή τη φορά, ο Μπάρτον, έχοντας εξασφαλίσει ακόμα μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία μετά την επιτυχία της πρώτης ταινίας, ξεσαλώνει, δημιουργώντας ένα ντελιριακό σύμπαν απούσας λογικής, παιχνιδιάρικου αμοραλισμού, και φανταχτερής σκοτεινιάς, φτιάχνοτας για πολλούς το αριστούργημα του είδους (και για άλλους ένα ακατανόητο σεναριακά νυχτοπερπάτημα σε παρατημένο λούνα παρκ).
ΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ, ο Μπάτμαν του Τιμ Μπάρτον ήταν ένας σύνθετος ήρωας: αυτοσαρκαστικός, κυνικός, με μια υποψία παραφροσύνης. Η χημεία του ζευγαριού είναι εκρηκτική: δυο πλάσματα της νύχτας τόσο όμοια που φαίνεται σαν να είναι τυχαίο το ότι βρέθηκαν στις απέναντι πλευρές του νόμου.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι αυτές οι ταινίες βγήκαν την εποχή που ο Τζορτζ Μπους (πατήρ) ήταν πρόεδρος. Οι ταινίες του Μπάρτον ήταν η καλύτερη εισαγωγή για τη δεκαετία του ’90 - ένα αντίο στα ψυχρά, γιάπικα 80s.
ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΗ πλεύσης για την αισθητική της σειράς τρία χρόνια μετά, σε πιο φωταγωγημένα, φιλικά ως προς το μαζικό οικογενειακό θέαμα και ποπ φλούο μονοπάτια. Το «Batman Forever» (1995) με τον Βαλ Κίλμερ να αναλαμβάνει τη βρομοδουλειά του πρωταγωνιστή εισάγει στην κινηματογραφική μυθολογία της σειράς τον έφηβο Ρόμπιν με τα χαρακτηριστικά του Κρις Ο Ντόνελ, έχει για κακούς τον Τζιμ Κάρεϊ στον ρόλο του Γρίφου και τον Τόμι Λι Τζόουνς στον ρόλο του Διπρόσωπου, τη Νικόλ Κίντμαν ως love affair και τον Τζόελ Σουμάχερ, έναν παντός καιρού αλλά αποδοτικότατο πρώην βιντεοκλιπά σκηνοθέτη, να μαρσάρει τις μηχανές ποντάροντας περισσότερο στο fun και στη δράση απ’ ό,τι στη σκοτεινιά. Για άλλη μία φορά, η συνταγή πετυχαίνει, το σουξέ έρχεται και ο Σουμάχερ αναλαμβάνει και την επόμενη ταινία της σειράς, το «Batman & Robin» (1997) ποντάροντας πλέον ξεκάθαρα στην εφηβική, καρτουνίστικη υπερβολή και κόβοντας τους δεσμούς με τις αρχές του Μπαρτονικού Μπάτμαν. Νέος πρωταγωνιστής, ο Τζορτζ Κλούνεϊ φόρεσε πρόθυμα την καινούρια στολή - αυτή με τις δεσπόζουσες ρώγες στο στήθος που προκάλεσαν πλήθος χλευαστικών σχολίων. Στο πλευρό του ξανά ο Ρόμπιν, αλλά αυτή τη φορά ενισχυμένος από την Μπάτγκερλ Αλίσια Σιλβερστόουν εναντίον του Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ Mr. Freeze και της Ούμα Θέρμαν-Poison Ivy. Η χρωματική και η σκηνογραφική υπερβολή ξεφεύγει από κάθε έλεγχο θυμίζοντας προεφηβικό τριπάκι με LSD, οι κριτικοί φρικάρουν, το κοινό αυτή τη φορά δεν ψήνεται και η υπόθεση Μπάτμαν μπαίνει για περίπου 8 χρόνια στο ψυγείο.
Εως τη στιγμή που τα ηνία αναλαμβάνει ο δοξασμένος στο ανεξάρτητο κύκλωμα με την ταινία του «Memento», Kρίστοφερ Νόλαν, αποφασισμένος να επανεκκινήσει τον μύθο από το μηδέν και να του δώσει τη χαμένη του καλλιτεχνική αίγλη. Το «Batman Begins» του 2005 πιάνει την ιστορία από την αρχή, μετατρέπει τον Κρίστιαν Μπέιλ-Μπάτμαν σε σταρ, χρησιμοποιεί τα ταλέντα του Γκάρι Ολντμαν, του Μάικλ Κέιν, της Κέιτι Χολμς και του Λίαμ Νίσον, και θαμπώνει κοινό και κριτικούς με τη φρέσκια και δυναμική του προσέγγιση σε έναν κουρασμένο κινηματογραφικά ήρωα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συνέχεια του, το «Dark Knight» (2008), τη συγκλονιστική ερμηνεία του Χιθ Λέτζερ που τον οδηγεί μετά θάνατον υποψήφιο στα Οσκαρ, και τη δεύτερη θέση πίσω από τον «Τιτανικό» στον πίνακα με τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες όλων των εποχών.
Την ερχόμενη Κυριακή, το φάντασμα του Χιθ Λέτζερ θα διεκδήσει (και μάλλον θα κερδίσει) ένα βραβείο Οσκαρ μετά θάνατον,
για τη συγκλονιστική του ερμηνεία στον ρόλο του πιο εμβληματικού αντιπάλου του Batman. Την ίδια μέρα, το «ΘΕΜΑ»
θα προσφέρει την ταινία του Τιμ Μπάρτον, όπου τον ρόλο του Τζόκερ έπαιζε, εξίσου συγκλονιστικά, ο Τζακ Νίκολσον.
Ευκαιρία να κάνουμε μια σύγκριση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr