Εξαίρεση της Θάνου από την έρευνα εις βάρος της ζητά η Τσατάνη
Εξαίρεση της Θάνου από την έρευνα εις βάρος της ζητά η Τσατάνη
Κατέθεσε υπόμνημα εξηγήσεων στο πλαίσιο της πειθαρχικής έρευνας που διενεργείται σε βάρος της για την υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου - Στρέφεται κατά Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και Βασιλικής Θάνου
Η Εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη, δια μέσου του δικηγόρου της, κατέθεσε στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, υπόμνημα εξηγήσεων στο πλαίσιο της πειθαρχικής έρευνας που διενεργείται σε βάρος της για την υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου, ενώ παράλληλα κατέθεσε και αίτησης εξαίρεσης της κυρίας Θάνου.
Η κυρία Τσατάνη με το πολυσέλιδο υπόμνημά της, απαντά επί της ουσίας των ερωτημάτων που τις τέθηκαν από την κυρία Θάνου, σχετικά με την πορεία της υπόθεσης του κ. Βγενόπουλου, αλλά κάνει και λεπτομερειακή αναδρομή σε όλη τη διαδρομή της υπόθεσης και στα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Η κυρία Τσατάνη κάνει λόγο «για κάποιες περίεργες συμπτώσεις», ενώ επισημαίνει ότι «προκύπτει η πλάνη των Κυπρίων αξιωματούχων».
Ακόμη, σκληρή στάση κρατάει απέναντι στις ενέργειες και τα λεγόμενα του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, από τον οποίο δέχθηκε πιέσεις, όπως λέει, και συκοφαντία, ενώ περιγράφει τη περιβόητη συνάντηση που είχε μαζί του στο γραφείο του υπουργείου.
Επίσης, δηλώνει ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει κάθε νόμιμο δικαίωμά της για τις αναληθείς και προσβλητικές διατυπώσεις του κ. Παπαγγελόπουλου.
Παράλληλα, στρέφεται και κατά της κ. Θάνου και τις αποδίδει συνεργασία με τον κ. Παπαγγελόπουλο.
Η κυρία Τσατάνη με το πολυσέλιδο υπόμνημά της, απαντά επί της ουσίας των ερωτημάτων που τις τέθηκαν από την κυρία Θάνου, σχετικά με την πορεία της υπόθεσης του κ. Βγενόπουλου, αλλά κάνει και λεπτομερειακή αναδρομή σε όλη τη διαδρομή της υπόθεσης και στα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Η κυρία Τσατάνη κάνει λόγο «για κάποιες περίεργες συμπτώσεις», ενώ επισημαίνει ότι «προκύπτει η πλάνη των Κυπρίων αξιωματούχων».
Ακόμη, σκληρή στάση κρατάει απέναντι στις ενέργειες και τα λεγόμενα του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, από τον οποίο δέχθηκε πιέσεις, όπως λέει, και συκοφαντία, ενώ περιγράφει τη περιβόητη συνάντηση που είχε μαζί του στο γραφείο του υπουργείου.
Επίσης, δηλώνει ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει κάθε νόμιμο δικαίωμά της για τις αναληθείς και προσβλητικές διατυπώσεις του κ. Παπαγγελόπουλου.
Παράλληλα, στρέφεται και κατά της κ. Θάνου και τις αποδίδει συνεργασία με τον κ. Παπαγγελόπουλο.
Αναλυτικότερα, στο πόρισμα της η κ. Τσατάνη, μεταξύ των άλλων, αναφέρει:
«Με ρωτάτε "εάν ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία" και Σας απαντώ, παρά τον βαναύσως προσβλητικό χαρακτήρα του ερωτήματος Υμών, το οποίο συνιστά τη θρυαλλίδα δια την παρούσαν αίτησίν μου, ότι δεν με αφορά η όποια ενέργεια του επιχειρηματία, στον οποίον αναφέρεσθε, όπως και σε καμία περίπτωση δεν με αφορά οτιδήποτε από αυτά που Υμείς μπορεί να υπονοείτε.
Έχετε διατελέσει Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015, και ως εκ τούτου υπηρεσιακή προϊσταμένη του τότε διατελέσαντος υπηρεσιακού υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, ο οποίος έχει εχθρότητα προς το πρόσωπό μου. Εκτιμώ ότι πρωτίστως αυτή η υπηρεσιακή σχέση σας, μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να δημιουργήσει αμφιβολία για την αμεροληψία σας. Ένας αναπληρωτής σας, που θα ήταν έξω και πέραν πάσης πολιτικής εξουσίας, την οποία, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, υπηρετήσατε, ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, θα εξασφάλιζε το προαπαιτούμενο της ψύχραιμης, δικαιϊκής, εξωπολιτικής και αμιγούς δικαστικής κρίσεως, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρ. 97 παρ. 5 περ. γ) και στ) του Ν. 1756/1988».
Αίτημα εξαίρεσης
Μεταξύ των ισχυρισμών της κυρίας Τσατάνη που περιλαμβάνονται στο αίτημα εξαίρεσης, αναφέρεται:
«Με τον κ. Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και με τον κ. υπουργό της Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σας συνδέει η ιδιότητά σας, ως διατελεσάσης Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι
ανωτέρω ιδιαίτερες ιδιότητές σας και σχέσεις σας, δεν σας επιτρέπουν εκ λόγων ευπρεπείας, να διενεργήσετε αυτοπροσώπως, την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, που εσείς αποφασίσατε και διετάξατε, ασκούσα δικαίωμα, που σας χορηγεί ο πρόσφατα ψηφισθείς Ν. 4356/24-12-2015 (άρ. 46 παρ. 3), ενώ πριν δεν είχατε, μερίμνη Κυβερνήσεως εις την οποίαν ο κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος μετέχει ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης∙ οφείλατε να ορίσετε αναπληρωτή σας, που θα διενεργούσε την πειθαρχική εξέταση άνευ της υπόνοιας μεροληπτικής στάσης εναντίον μου».
Στο υπόμνημά της η κυρία Τσατάνη αναφέρει:
«Επί τριάντα πέντε έτη εισαγγελική λειτουργός, άνευ οιασδήποτε μομφής εις βάρος του προσώπου μου, και της υπηρεσίας, την οποίαν ευλαβικώς και με ευλογίαν Κυρίου, απωθήσασα πάσαν μέριμναν βιοτικήν, διακονώ σε όλην την ζωήν μου, αφοσιωμένη στο ύψιστο έργο της Δικαιοσύνης, εξικνούμαι με θλίψη στο ιδιαίτερα δυσχερές εγχείρημα της αιτήσεως εξαιρέσεως της Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας μου, ασκούσα δικαίωμα που μου παρέχει ο Νόμος. Διά της από 23.3.2016 και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 22 επιστολής σας προς εμέ μου διαβιβάζετε αντίγραφα των εγγράφων «…της πειθαρχικής προκαταρκτικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε στα πλαίσια της πειθαρχικής προκαταρκτικής έρευνας, η οποία διεξάγεται, κατόπιν των από 24-2-2016 εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας…» και με καλείτε όπως εντός δέκα ημερών καταθέσω έγγραφες εξηγήσεις «…για όσα μου αποδίδονται».
1.- Ιστορικώς και μόνον αναφέρομαι στην δημοσιευθείσα (εν Ελληνική Δικαιοσύνη, 1962, 230 επ.) επιστολή του Αντωνίου Γ. Φλώρου, Αρεοπαγίτου, σύμφωνα με την οποία αναφέρονται τα εξής:..............
2.- Μετά τα ανωτέρω σοφά λόγια του Αντωνίου Γ. Φλώρου, σας αναφέρω, ότι παρά το γεγονός, ότι μου παραδώσατε, αρχικώς, την 23.3.2016, συνοδευτικώς προς την ανωτέρω επιστολή – κλήση σας, έγγραφα και ένορκες καταθέσεις, πλην όμως δεν εξειδικεύσατε στην κλήση σας τι είναι αυτό που μου αποδίδεται, ώστε να είμαι εις θέσιν να απαντήσω, σε μια ορισμένη αιτίαση, που «αποδίδεται» στο πρόσωπό μου. Κατόπιν αυτού, και όπως εδικαιούμην, ζήτησα συμπληρωματική προθεσμία, διά της υπ΄αύξ. Αριθμ. Εμπ. Πρωτ. 331 / 1-4-2016 αιτήσεώς μου προς εσάς, προκειμένου να συμπληρώσετε την ανωτέρω κλήση σας με ειδικότερη αναφορά των «…όσων μου αποδίδονται» και εσείς μου κοινοποιήσατε την 4 Απριλίου 2016, το υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 έγγραφό σας. Σε αυτό συνομολογείται παρ΄Υμών σε απάντηση της από 1-4-2016 αιτήσεώς μου, ότι «από το περιεχόμενο των εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων, προκύπτει σαφώς ποιες είναι οι αποδιδόμενες πράξεις», πλην όμως θα μου επιτρέψετε ευσεβώς να Σας απαντήσω, ότι από το πανομοιότυπο, περιέργως, περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων προκύπτει ότι αυτοί πιθανώς να έχουν παραπλανηθεί. Υμείς, όμως, δεν είναι δυνατόν να έχετε παραπλανηθεί, αφού εκ των εγγράφων της παρ΄Υμών σχηματισθείσης δικογραφίας, δι΄ιδικών σας ενεργειών, ήταν ιδιαιτέρως ευχερές να διαπιστώσετε την πλάνη των «αναφερόντων» Κυπρίων, από την απλή συγκριτική επισκόπηση της από 24.2.2016 επιστολής τους με την από 9 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Μαρίνας Ευαγγέλου προς Υμάς. Εξ αυτών προκύπτει η πλάνη των Κυπρίων αξιωματούχων, αλλά και η ιδική σας γνώση των πραγμάτων. Με ρωτάτε «εάν ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία» και Σας απαντώ, παρά τον βαναύσως προσβλητικό χαρακτήρα του ερωτήματος Υμών, το οποίο συνιστά τη θρυαλλίδα δια την παρούσαν αίτησίν μου, ότι δεν με αφορά η όποια ενέργεια του επιχειρηματία, στον οποίον αναφέρεσθε, όπως και σε καμία περίπτωση δεν με αφορά οτιδήποτε από αυτά που Υμείς μπορεί να υπονοείτε.
Και μιας και γίνεται λόγος περί συμπτώσεων, σας αναφέρω, ότι εκ συμπτώσεως, μετά την κοινοποίηση προς Υμάς την 23-2-2016, της αναφοράς μου, κατά του κ. Αναπληρωτή Υπουργού, στην οποία καταγγέλλω τα εν αυτή, δεν διεβιβάσατε αυτή, ως έδει κατά νόμον, στα αρμόδια όργανα. Αντ΄ αυτού, πληροφορούμαι από τα δελτία τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ημερομηνία δημοσίευσης 23-2-2016), ότι την 24-2-2016 ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης συγκαλεί σύσκεψη για το φλέγον θέμα της επιτάχυνσης των μεγάλων δικών, και ότι συμμετείχαν ο Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος, Υμείς η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, οι Πρόεδροι του Δ.Σ.Α. και Πειραιώς, οι οποίοι παρέμειναν μέχρι κάποιου σημείου, άνευ κλήσεως των Εισαγγελικών Λειτουργών, και ιδιαιτέρως της κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Περί την 11η πρωινή ώρα της 24-2-2016, μέσω γραμματέως της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ζητήσατε την τηλεφωνική μας επικοινωνία, σας εδόθη ο αριθμός του τηλεφώνου του γραφείου μου, κι εγώ επικοινώνησα μετά του δέοντος σεβασμού μαζί σας αμέσως, και Υμείς μου είπατε ότι έχετε ανά χείρας την αναφορά μου κατά του κ. Αναπληρωτή Υπουργού, και μου ζητήσατε να σας αποστείλω την με αριθμό 1/2016 Διάταξη αρχειοθέτησης, καίτοι γνωρίζατε ότι κατά νόμον δεν εδικαιούσθο χορηγήσεως της εν λόγω Διατάξεως.
Εν συνεχεία, διά του υπ΄αριθμ. Εμπ. Πρωτ. 14/24-2-2016 εγγράφου σας, το οποίο απευθεύνατε προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, αιτείσθε το ταχύτερο δυνατόν την αποστολή εις Υμάς αντιγράφου της εν λόγω διατάξεως υπ΄αριθμ. 1/2016. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Εκ συμπτώσεως υπεβλήθη το αίτημα τούτο, καθ΄όσον ακολουθεί η σύσκεψη την ίδια ημέρα, εις το Υπουργείο Δικαιοσύνης; Εκ συμπτώσεως, άραγε, αποστέλλουν την ίδια ημέρα, δηλαδή την 24-2-2016, τόσο ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Κώστας Κληρίδης, όσο και ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωνάς Νικολάου, πανομοιότυπου περιεχομένου έγγραφο, βάσει του οποίου αποφασίσατε τη διενέργεια εις βάρος μου, προσωπικώς παρ΄ Υμών, της προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας, καίτοι ως γνωστόν, ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κύπρου, αντί επικοινωνίας προς τούτο με την προϊσταμένη μου αρχή, την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απέστειλε εις Υμάς το έγγραφο των αιτιάσεών του; Επιφυλάσσομαι της αναγκαίας ερεύνης ως προς το ζήτημα αυτό, διότι είναι παντελώς αντίθετον με την κοινή λογική να έχει συνταχθεί, λέξη προς λέξη, η ίδια ακριβώς επιστολή, από δύο ανεξάρτητους Πολιτειακούς παράγοντες της Κύπρου, για τους οποίους, προς το παρόν, μπορώ να υποθέσω μόνον ότι παραπλανήθηκαν.
Μάλιστα, στη συνέχεια με το υπ΄αριθμ. Εμπ Πρωτ. 15/26-2-2016 έγγραφό σας, προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, του οποίου την απάντηση χρεώθηκα, όπως και του προηγουμένου αυθημερόν, υπό του τελευταίου, αιτείσθε το ταχύτερο δυνατόν, αντίγραφο της εν λόγω Διατάξεως. Από την εκτέλεση και των εν λόγω αιτημάτων Υμών, απείχα εκ λόγων ευπρεπείας ενόψει της διενέργειας εις βάρος μου της υπό κρίσιν προκαταρκτικής πειθαρχικής ερεύνης.
15.- Παρ΄ό,τι ευλόγως ανέμενα, ότι θα είχατε δηλώσει αποχή από τη συγκεκριμένη προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση, που εσείς διατάξατε, διά της από 25-2-2016 χειρογράφου σημειώσεώς σας επί της από 24-2-2016 επιστολής του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας προς εσάς, υποβάλλουσα την παρούσα αίτηση εξαιρέσεως, σας γνωστοποιώ, εφόσον δεν δηλώνετε αποχή, ότι συντρέχει στο πρόσωπό σας λόγος εξαιρέσεως, εκ των αναφερομένων στο άρ. 97 παρ. 5 περ. στ) του Ν. 1756/1988, και δη συνδέεσθε με ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία σας. Η ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία
16.- Όπως αντιλαμβάνεσθε, η συγκεκριμένη διάταξη που αναφέρεται στην αμεροληψία σας είναι αφηρημένης διακινδύνευσης, και δεν απαιτεί πράγματι να διαπιστωθεί ότι έχετε ήδη μεροληπτήσει, αλλά εξαρκεί και μόνον η in abstracto συνδρομή των περιστάσεων που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεσή σας, για λόγους τους οποίους σας αναπτύσσω λεπτομερώς κατωτέρω. Αρκούμαι, εν τω παρόντι σημείω, στις εξής επισημάνσεις: i. Έχετε διατελέσει Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015, και ως εκ τούτου υπηρεσιακή προϊσταμένη του τότε διατελέσαντος υπηρεσιακού Υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, ο οποίος έχει εχθρότητα προς το πρόσωπό μου. Εκτιμώ ότι πρωτίστως αυτή η υπηρεσιακή σχέση σας, μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να δημιουργήσει αμφιβολία για την αμεροληψία σας. Ένας αναπληρωτής σας, που θα ήταν έξω και πέραν πάσης πολιτικής εξουσίας, την οποία, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, υπηρετήσατε, ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, θα εξασφάλιζε το προαπαιτούμενο της ψύχραιμης, δικαιϊκής, εξωπολιτικής και αμιγούς δικαστικής κρίσεως, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρ. 97 παρ. 5 περ. γ) και στ) του Ν. 1756/1988. ii. Με τον κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, σήμερα Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, είχατε τότε, και έχετε, μέχρι και σήμερα, στενώτατη συνεργασία και ιδιαίτερη υπηρεσιακή σχέση. Τούτο δε ενισχύεται και συνδυάζεται, με τις δηλώσεις, που έκανε ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, την Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016, όπου ερωτώμενος σχετικώς είπε, ότι …η πειθαρχική εξέταση της κ. Τσατάνη δεν γίνεται για την αφαίρεση της δικογραφίας, ούτε για την αναφορά της εναντίον μου, η πειθαρχική εξέταση γίνεται κατόπιν των επιστολών των Κυπρίων.
Επίσης ερωτώμενος σχετικώς προς την αναφορά μου εναντίον του, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, είπε ... Θα τα δείτε από την πειθαρχική εξέταση. Ερωτώμενος σχετικώς με τις διαρροές, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης είπε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής: …Ξέρετε πώς γίνεται, ο φάκελος δίδεται στο δικηγόρο και από εκεί διαρρέουν όλα. Ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, έχει αναφέρει επίσης, κατά την ομιλία του στη Βουλή, την 29 Μαρτίου 2016, «…Θα πρέπει να μιλήσουμε, επίσης, όχι μόνο για την ανυπόστατη νομικά και αβάσιμη ουσιαστικά καταγγελία της κ. Τσατάνη, όπως θα αποδείξω μετά από λίγο, αλλά και για τις καταγγελίες άλλων εισαγγελέων και ειδικά του ικανού, έντιμου και αδάμαστου Εισαγγελέα Εφετών Γιάννη Αγγελή και για τον τρόπο που αυτός παρεμποδίστηκε στο έργο του και εξουδετερώθηκε. … Αναρωτιέμαι γιατί οι καταγγελίες της κ. Τσατάνη είναι πιο σοβαρές και αξιόπιστες από τις καταγγελίες του Γιάννη Αγγελή -Εισαγγελέα Εφετών επίσης- και για τις οποίες δεν γίνεται καν λόγος, μολονότι σε αυτές τις καταγγελίες καταγγέλλονται σημεία και τέρατα και όχι πταίσματα σαν το δικό μου, αν είναι και αυτό πταίσμα. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης υπήρξε πράγματι συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων εισαγγελέων και ανακριτών.
Η κ. Τσατάνη απαγόρευσε για πρώτη φορά στην ιστορία παρεμφερών συναντήσεων την παρουσία εκπροσώπων του Υπουργείου, μεταξύ των οποίων και μιας εισαγγελέως και όχι τη δική μου. Ο Υπουργός Νίκος Παρασκευόπουλος απουσίαζε εκείνη την ημέρα από το Υπουργείο. Ήθελε όμως να ενημερωθεί για τα θέματα που θα συζητούνταν στη συνάντηση αυτή και αφορούσαν διακρατικές σχέσεις Ελλάδος και Κύπρου. Για τον λόγο αυτόν ο διευθυντής του πολιτικού του γραφείου μού ζήτησε τη συνδρομή για την αντιμετώπιση της εμπλοκής που προκάλεσε η άρνηση της κ. Τσατάνη να συμμετάσχουν στη διμερή συνάντηση και εκπρόσωποι του Υπουργείου. Πράγματι, πήγα στην Αίθουσα που ήταν συγκεντρωμένοι Έλληνες και Κύπριοι και όρθιος, χωρίς να καθίσω, από την πόρτα σχεδόν, πολύ ευγενικά ζήτησα να πληροφορηθώ τι συμβαίνει. Ήμουν τόσο ευγενής και καλοπροαίρετος που η κ. Τσατάνη δεν μπόρεσε να διανοηθεί ότι ήμουν Υπουργός και θεώρησε προφανώς ότι ήμουν απλός υπάλληλος που εργάζεται ως γραμματέας στο Υπουργείο και γι’ αυτό με αποκάλεσε «κύριο γραμματέα». Αυτό το παραδέχτηκε και η εφημερίδα: «Του είπα: Κύριε γραμματέα, περάστε έξω». Μόνο που δεν μου είπε έτσι. Μολονότι δε δεν μπόρεσε να επικαλεστεί κάποια διάταξη νόμου –προσέξτε- που να μην επιτρέπει την παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην προκειμένη συνάντηση, για να λήξει το θέμα και να μην συνεχιστούν οι προστριβές και μάλιστα ενώπιον των φιλοξενουμένων Κυπρίων, παρακάλεσα τον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Υπουργού να μην επιμένει και να αποχωρήσω. Θέμα δικής μου συμμετοχής στη συνάντηση δεν υπήρξε. Επαναλαμβάνω όμως ότι εδώ, δυστυχώς για τους σκευωρούς, υπάρχουν μάρτυρες.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι εισαγγελείς Έλληνες, Κύπριοι και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου. Αναρωτιέμαι όμως γιατί η κ. Τσατάνη λίγο αργότερα να ζητήσει να με συναντήσει και να μου ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, αν είχε συμβεί το επεισόδιο με τον τρόπο που περιγράφει «Το Βήμα» του κ. Ψυχάρη; Εννοώ πως ήρθε μετά από δύο μήνες γιατί εγώ την πίεσα. Όμως το επεισόδιο αυτό δημιουργεί μερικά εύλογα ερωτήματα και θα πρέπει να απαντηθούν. Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου; Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω ότι αφορμή της πειθαρχικής έρευνας αποτέλεσε η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και κάποιες περίεργες συμπτώσεις –που θα πρέπει κι αυτές να διερευνηθούν- που αναγράφονται στην επιστολή αυτή. Κατόπιν των ανωτέρω, ευλόγως εκτιμώ, με τη βεβαιότητα, ότι δεν είναι ο συνήγορός μου εκείνος που παρέδωσε στον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης τα ανωτέρω έγγραφα, και ότι εσείς είσθε εκείνη που παρέδωσε, την ανωτέρω πληροφόρηση, στον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος προκάλεσε, και συνεχίζει να προκαλεί, δυσθεώρητη δυσπιστία, πρωτίστως στο κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, και δευτερευόντως στο πρόσωπό μου, αλλά και της διαδικασίας, που εσείς διεξάγετε, η οποία θα έπρεπε να είναι μυστική, ώστε να διασφαλισθεί και αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, για κάθε πράξη ή και παράλειψη, κατά τα ως άνω ιστορούμενα. iii. Με τον κ. Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και με τον κ. Υπουργό τηςΔικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σας συνδέει η ιδιότητά σας, ως διατελεσάσης Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι ανωτέρω ιδιαίτερες ιδιότητές σας και σχέσεις σας, δεν σας επιτρέπουν εκ λόγων ευπρεπείας, να διενεργήσετε αυτοπροσώπως, την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, που εσείς αποφασίσατε και διετάξατε, ασκούσα δικαίωμα, που σας χορηγεί ο πρόσφατα ψηφισθείς Ν. 4356/24-12-2015 (άρ. 46 παρ. 3), ενώ πριν δεν είχατε, μερίμνη Κυβερνήσεως εις την οποίαν ο κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος μετέχει ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης∙ οφείλατε να ορίσετε αναπληρωτή σας, που θα διενεργούσε την πειθαρχική εξέταση άνευ της υπόνοιας μεροληπτικής στάσης εναντίον μου. Ειδικότερα, στην από 24-2-2016 επιστολή του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρεται ότι «…σε κάποιο στάδιο, μετά τον Απρίλιο του 2015, εξ΄ όσων πληροφορούμαστε, η εξέταση των Κυπριακών αιτημάτων αφαιρέθηκε από τον Εισαγγελέα Δικαστικής συνδρομής κ. Γ. Αγγελή, ο οποίος κατείχε και στοιχεία βοηθητικά για τις έρευνες…» και η «…περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κ. Γεωργία Τσατάνη, παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς και υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες…».
Εκ «…συμπτώσεως» το ίδιο ακριβώς κείμενο, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις, επέλεξε να συντάξει και ο κ. Υπουργός της Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην από 24-2-2016 επιστολή του προς τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο. Ειδικότερα, αναφέρει ο Κύπριος Υπουργός Δικαιοσύνης στον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, ότι η «…περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κ. Γεωργία Τσατάνη, παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς και υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες…». Δεν είναι δυνατόν να έχει συνταχθεί το ίδιο ακριβώς κείμενο από τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, γεγονός, το οποίο προδίδει την συνεργασία τους στην εν λόγω αναφορά. Αλλά αυτό θα ήταν το έλασσον ζήτημα σχετικώς προς την παρούσα αίτηση εξαιρέσεως, αν και επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου για τις αναφορές τους αυτές. Πέραν της αντικειμενικής αναλήθειας, που φιλοξενείται σε αμφότερες τις ως άνω επιστολές, αφενός μεν περί δήθεν «…συμφωνηθέντων μεταξύ των εισαγγελικών αρχών Ελλάδος και Κύπρου…» (οράτε ενδεικτικώς την από 4 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του κ. Νικολάου Πασχάλη, ο οποίος αναφέρει, ότι «…θεωρώ ότι έλαβε χώρα μια άτυπη συνεννόηση χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα, ώστε να ασχοληθούν οι αρχές της Κύπρου με την υπόθεση της δωροδοκίας και οι Ελληνικές αρχές με την υπόθεση των παράνομων δανείων»), αφετέρου δε περί του ότι δήθεν, ελεγχθέν από εμάς πρόσωπο, «…επικαλέστηκε τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί…» (οράτε την από 9 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Μαρίνας Ευαγγέλου, η οποία αναφέρει ότι ο ίδιος ως άνω «…απευθυνόμενος προς τον κύπριο ανακριτή, ανέφερε ότι και εδώ στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει προκαταρκτική έρευνα σε βάρος του και εάν βγει διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών που θα θέτει την υπόθεση στον αρχείο, τότε θα έχει ευρωπαϊκό δεδικασμένο…»), μείζον ζήτημα γεννά η κυριολεκτικώς ομόφωνη και ομόκτυπος εκδήλωση ανησυχίας, παρ΄ αμφοτέρων των Κυπρίων λειτουργών, ενός της δικαστικής εξουσίας της Κύπρου και ενός της πολιτικής εξουσίας της Κύπρου, και δη αναφερόμενοι αμφότεροι στην Διάταξή μας, ότι «…ενόψει των πιο πάνω ανησυχητικών εξελίξεων, θα παρακαλούσα(ν) όπως, στα πλαίσα των δικών σας καθηκόντων, προβείτε σε όλες τις ενέργειες που εσείς κρίνετε αναγκαίες, με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επί ενός θέματος του οποίου οι επιπτώσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και στην Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να είναι καταλυτικές σε βαθμό που μπορεί να πληγεί η εμπιστοσύνη προς τους Θεσμούς και το περί δικαίου αίσθημα του λαού μας…».
Η συνομολόγηση αυτή, από τους εν λόγω λειτουργούς της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά υπόδειξη προς Υμάς προσωπικώς, και βεβαίως θεωρώ, ότι διατυπώθηκε καλοπίστως εξ υποκειμένου, παρά τον αντικειμενικό χαρακτήρα της τοποθέτησης αυτών ως «ωμής παρέμβασης» στη λειτουργία της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Πλην όμως, η «υπόδειξη» αυτή δεν δύναται να συνιστά λόγο κίνησης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, και εάν παρά ταύτα εκινείτο πειθαρχική προκαταρκτική εξέτασις, εκείνη θα ήταν δυναμένη να εγείρει υπόνοιες μεροληπτικής στάσεως, εις μίαν μόνον περίπτωσιν. Εάν, δηλαδή, διενεργείτο, από εσάς προσωπικώς, όπερ και τελικώς συνέβη. Θεωρούσα όθεν, ότι η εμπλοκή σας, αμέσως, εις την ανωτέρω υπόθεσιν, κατά τον τρόπον που εξέθεσα, γεννά in abstracto, αλλά και ως φαίνεται και in concreto, υπόνοια μεροληπτικής στάσεως, εις βάρος του προσώπου μου, και διά τον λόγον αυτόν, αιτούμαι την εξαίρεσίν σας, επιφυλασσομένη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου. Περαιτέρω, επάγομαι σχετικώς προς τις ανωτέρω δύο από 24-2-2016 επιστολές, τα κάτωθι: Η από 24 Φεβρουαρίου 2016 επιστολή του κ. Κώστα Κληρίδη, Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας προς εσάς 1.1. Με την από 24.2.2016 επιστολή του (Αρ. Φακ. 93/1984/Υ.226/28) κ. Κώστα Κληρίδη, Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς εσάς, η οποία πρωτοκολλήθηκε στο Γενικό Πρωτόκολλο του Αρείου Πάγου αυθημερόν, αφού σας εκφράζει «…για ακόμη μια φορά την εκτίμησή του προς το πρόσωπό σας για το αξιέπαινο έργο το οποίο επιτελείτε», απευθύνεται ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός άλλου κράτους δηλαδή, και φέρει σε γνώση σας μια άκρως ανησυχητική εξέλιξη που έλαβε χώρα την 22.2.2016 σχετικά με την έκδοση της υπ΄αριθμ. 1/2016 Διατάξεώς μας.
1.2. Ειδικότερα αναφέρει ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κύπρου, ότι διεξάγονται για την εν λόγω δικογραφία, επί της οποίας εξεδόθη από εμάς η υπ΄αριθμ. 1/2016 Διάταξή μας, «…ανακρίσεις ως προς το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων μεταξύ των ετών 2015 – 2013 και τα οποία σχετίζονται με την κατάρρευση της Τράπεζας. Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων ανακρίσεων κατέστη αναγκαία η υποβολή προς τις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας μεγάλου αριθμού αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, πλείστα των οποίων έχουν ήδη ικανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Σε κάποιο στάδιο μετά τον Απρίλιο του 2015, εξ΄όσων πληροφορούμαστε, η εξέταση των Κυπριακών αιτημάτων αφαιρέθηκε από τον Εισαγγελέα Δικαστικής Συνδρομής κ. Γ. Αγγελή, ο οποίος κατείχε και «στοιχεία βοηθητικά» για τις έρευνες εναντίον του κ. Βγενόπουλου. Η περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κ. Γεωργία Τσατάνη, παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς και υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες.» 2. Φυσικό είναι να διερωτώμαι, ως ελεγχόμενη πειθαρχικώς στην παρούσα πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, αφενός μεν από ποίον πληροφορήθηκε ο κ. Κώστας Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι η εξέταση των Κυπριακών αιτημάτων αφαιρέθηκε από τον Εισαγγελέα Δικαστικής Συνδρομής και γιατί χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο με εσάς, συμπτωματικώς, στις ερωτήσεις σας προς τους μάρτυρες, περί το πρόσωπό μου, αφετέρου δε με ποια εξουσία ερωτά ο κ. Κώστας Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας ενός άλλου Κράτους, έστω και εάν είναι αυτό της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την εσωτερική λειτουργία της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, η οποία, κατόπιν εντολής της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ειρήσθω όχι από εμένα, ελέγχθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Νικόλαο Παντελή. Βεβαίως δεν μπορεί να παραμείνει ασχολίαστη η σκέψη του κ. Κώστα Κληρίδη ότι η περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από εμένα, «παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς» και «υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες». Εάν εννοεί ο κ. Κώστας Κληρίδης, ότι κατά τις απόψεις του η υπό εξέλιξη, τότε, έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς, θα παρείχε μεγαλύτερα εχέγγυα για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών, παρά η διενεργηθείσα από εμάς έρευνα της εν λόγω υποθέσεως, τότε δεν μπορούμε παρά να του δώσουμε την απάντηση, ότι δεν εξειδικεύει έτι περαιτέρω πώς θα επιτυγχάνετο αυτό, αλλά ούτε επισημαίνει τα σχόλια επί των συνθηκών, στις οποίες αναφέρεται. Προφανώς διότι αδυνατεί, ο κ. Κώστας Κληρίδης, να σας δώσει στην αναφορά του αυτή, με τρόπο ορισμένο και σαφή, ποιες είναι οι συνθήκες που δεν παρέμειναν ασχολίαστες.
Με τέτοιες ασαφείς και αόριστες αναφορές και υπονοούμενα όμως, ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ικανοποίησε κατά το μάλλον εσάς, που είχατε προαποφασίσει, μεροληπτούσα σε βάρος μου, την διενέργεια της παρούσης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης, όπως και πράξατε με την ιδιόχειρη σημείωσή σας την 25.2.2016. 2.1. Αναφέρεται ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε υποθέσεις που διερευνώνται και βρίσκονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο στην Κύπρο, «…για τις οποίες δικαιοδοσία έχει η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως είναι για παράδειγμα η περίπτωση της υπόθεσης δωροδοκίας κλπ. Και τούτο διότι κατά παράβαση των συμφωνηθέντων μεταξύ των εισαγγελικών Αρχών Ελλάδος και Κύπρου σε συναντήσεις που έγιναν στο πλαίσιο της Eurojust κατά τις οποίες ρητά είχε συμφωνηθεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση του πρώην Διοικητή θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές.» Επί του ερωτήματος, εάν υπήρξε τέτοια συμφωνία ή όχι, θα επανέλθω κατωτέρω, αφού σχολιάσω και τις ένορκες καταθέσεις, που έχουν ληφθεί, και από τις οποίες δεν προκύπτει ευθέως κάτι τέτοιο, παρά μόνον στην συμπληρωματική ένορκη κατάθεση της κ. Ε. Ράϊκου, η οποία στην πρώτη της κατάθεση δεν είχε πει το παραμικρό για μια τέτοια συμφωνία. Ούτε ο κ. Πασχάλης όμως, ούτε ο κ. Δραγάτσης επιβεβαιώνουν τη συμφωνία αυτή. 2.2. Με την από 24.2.2016 επιστολή του ο κ. Κώστας Κληρίδης προδίδει την πληροφόρησή του από συκοφάντες, αναφέροντας με θράσος και προσβλητικά για εμάς, ότι «…Εκπλήττει επομένως το γεγονός, ότι η μεν υπόθεση Χριστοδούλου, παρά τα ανωτέρω, φέρεται να έχει διερευνηθεί και αρχειοθετηθεί χωρίς να είχαν εξ αντικειμένου εξασφαλιστεί επαρκή στοιχεία…» Από πού συνάγει τέτοιο συμπέρασμα ο κ. Κώστας Κληρίδης δεν φαίνεται να διατυπώνεται στην επιστολή του προς Υμάς. Πώς ισχυρίζεται προς Υμάς, ότι δεν είχαν εξασφαλιστεί επαρκή στοιχεία ; γνωρίζει τις ενέργειές μας ; γνωρίζει τα στοιχεία που ηλέχθησαν ; γνωρίζει την υπ΄αριθμ. 1/22.2.2016 Διάταξή μας και τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα ; Και αν γνωρίζει όλα αυτά, από ποίον τα γνωρίζει; Τούτο δεν φαίνεται όμως να σας απησχόλησε ιδιαιτέρως. 2.3. Επισημαίνω επίσης ότι με την από 24.2.2016 επιστολή του, ο κ. Κώστας Κληρίδης, προδίδει άμεσα και τους σκοπούς της επιστολής του, στην τελευταία της παράγραφο, προς Υμάς: «… Εν όψει των πιο πάνω ανησυχητικών εξελίξεων, παρακαλούμε όπως εγκύψετε στο θέμα τούτο και προβείτε σε όλες τις ενέργειες που εσείς κρίνετε αναγκαίες, προς το σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επί ενός θέματος του οποίου οι επιπτώσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και στην Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να είναι καταλυτικές, πλήττοντας την εμπιστοσύνη στους Θεσμούς και το περί δικαίου αίσθημα του λαού…».
2.4. Και διερωτώμαι: Υπό ποίαν ιδιότητα, στην Ελληνική Δημοκρατία, καλεί ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, να εγκύψετε, εσείς προσωπικά, στο θέμα τούτο και να προβήτε σε ενέργειες προς το σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επί ενός θέματος του οποίου οι επιπτώσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και στην Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να είναι καταλυτικές, πλήττοντας την εμπιστοσύνη στους Θεσμούς (;) και το περί δικαίου αίσθημα του λαού; Πρόδηλο καθίσταται ότι ο κ. Γενικός Εισαγγελέας επιθυμεί προφανώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που κρίναμε με την υπ΄αριθμ. 1/22.2.2016 Διάταξή μας, με τα μέχρι τότε στοιχεία, και ως εκ τούτου σας καλεί να πράξετε οτιδήποτε αναγκαίο, προκειμένου να ανατρέψετε την κρίση μας δι΄άλλης οδού, που θέτει υπό ομηρίαν το κύρος και το όνομα της Ελληνικής Δικαιοσύνης και όχι διά της ευθείας και εντίμου οδού της προσκομιδής οψιγενών ή οψιφανών στοιχείων που θα δικαιολογούσαν την ανάσυρσιν της υποθέσεως εκ του αρχείου. Παρόλα αυτά αντί να του υποδείξετε σύμφωνα με το Νόμο να προσκομίσει ή υποδείξει τα προς τούτο στοιχεία, εάν τα έχει, ως διατείνεται, Υμείς ικανοποιείτε το αίτημα αυτό του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, διατάσσοντας προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση εις βάρος μου. Εν συνεχεία του ως άνω εγγράφου του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κύπρου κ. Κώστα Κληρίδη, λαμβάνετε μια πανομοιότυπη επιστολή του κ. Ιωνά Νικολάου, Υπουργού Δικαιοσύνης της Κύπρου. Σε συνέχεια της από 24.2.2016 επιστολής του κ. Κώστα Κληρίδη, αποστέλλει ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωνάς Νικολάου την από 26.2.2016 ομοίου περιεχομένου επιστολή του προς τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης της Ελλάδας κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, ο οποίος αντί να την κοινοποιήσει στην κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την αποστέλλει προς Υμάς και Υμείς ιδιοχείρως αναγράφετε επ΄αυτής «…Να συσχετισθεί με όμοιου περιεχομένου έγγραφο του Γεν. Εισαγγελέα, 26-2-2016, Υπογραφή Β.Θάνου…» Παρά το γεγονός, ότι επιχειρώ σοβαρώς, από την 23 Μαρτίου 2016 να διακριβώσω ποίο είναι το πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο ερευνάτε στο πρόσωπό μου, δεν έχω επιτύχει να το εύρω. Εσείς, όμως, αναφερομένη στο περιεχόμενο της γενικόλογης κλήσεως από 23.3.2016 και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 22 επιστολής σας, προς εμέ, μου διαβιβάσατε, μεταξύ άλλων εγγράφων, αντίγραφα των από 24-2-2016 εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και της από 24-2-2016 επιστολής του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τα έγγραφα αυτά, πέραν της αναλήθειας, που περιέχουν, όπως αυτή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, προκύπτει παραχρήμα, από τα ίδια έγγραφα, που συμπληρώνουν το φάκελο, του οποίου επιμελείσθε, προκύπτει, ότι έχετε ήδη επιδείξει μεροληπτική συμπεριφορά εναντίον μου, εν συνδυασμώ προς τα ανωτέρω, το οποίο εκδηλούται σε συνδυασμό τόσο από τη διατύπωση των ερωτήσεων όσο και την παράδοση ελλιπούς φακέλου πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, καθώς επίσης και τη διενέργεια προηγουμένης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, επί άλλου υπηρεσιακού ζητήματος, και εξηγούμαι : 1) Με την από 20-8-2015 επιστολή σας προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Νικ. Παρασκευόπουλο, έχετε επιληφθεί προηγουμένως άλλης προκαταρκτικής εξετάσεως, σχετικής με το πρόσωπό μου, η οποία όμως ουδέν απέδωσε σε βάρος μου. Ειδικότερα, στο ανωτέρω έγγραφό σας αναφέρεσθε στο πρόσωπό μου, σε συνάρτηση με τα υπ΄ αριθμ. 4/29-11-2014 πρακτικά και απόφαση της Ολομέλειας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, «η οποία συγκλήθηκε για την διεξαγωγή των εκλογών από την Αναπληρώτρια Διευθύνουσα Εισαγγελέα Γεωργία Τσατάνη (λόγω της παραίτησης του Παν. Καραγιάννη από τη θέση του διευθύνοντος) και από το περιεχόμενο των οποίων ουδόλως προκύπτουν όλα τα ανωτέρω, ουδόλως αιτιολογείται, όπως θα έπρεπε για ποιο λόγο παραλείπεται να καταχωρηθεί στα ονόματα των υπηρετούντων Εισαγγελέων ο Παν. Καραγιάννης, παρότι αυτός, όπως προαναφέρθηκε εξακολουθούσε να υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών, όπως επίσης ουδόλως αιτιολογείται για ποιο λόγο προστίθεται στα ονόματα των υπηρετούντων Εισαγγελέων ο Δημ. Ασπρογέρακας, παρότι αυτός ασκούσε ακόμη καθήκοντα Αντεισαγγελέα. Από το περιεχόμενο των ιδίων ως άνω πρακτικών και απόφασης προκύπτει επίσης ότι ουδόλως ετέθηκαν προς συζήτηση και απόφανση ενώπιον της Ολομέλειας τα ως άνω κρίσιμα για το αποτέλεσμα των εκλογών ζητήματα από τη συντάξασα τους ως άνω πίνακες των ονομάτων τόσο των υπηρετούντων όσο και των εκλογίμων Εισαγγελέων Γεωργία Τσατάνη, η οποία είχε την υπηρεσιακή και ηθική υποχρέωση να ενημερώσει τους συμμετέχοντες στην Ολομέλεια Εισαγγελικούς Λειτουργούς, για τους λόγους, για τους οποίους συνέταξε τους πίνακες με τον ως άνω τρόπο και να ζητήσει την έγκριση της Ολομέλειας…
Αντίθετα οι δύο ως άνω Εισαγγελείς (Γεωργία Τσατάνη και Ισίδωρος Ντογιάκος) αποσιώπησαν όλους τους ως άνω χειρισμούς, τους οποίους βεβαίως, χωρίς τη σχετική ενημέρωση δεν ήταν δυνατόν αντικειμενικά να γνωρίζουν οι συμμετέχοντες στην Ολομέλεια και οι οποίοι (χειρισμοί) εάν είχαν καταστεί γνωστοί, ασφαλώς θα είχαν εκφρασθεί αντιρρήσεις, που θα είχαν επηρεάσει το αποτέλεσμα.... και έτσι οι ως άνω Εισαγγελικοί Λειτουργοί, με τις ενέργειές τους και με τις παραλείψεις τους κατέστησαν υπεύθυνοι για το πλήγμα του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμού της Δικαιοσύνης όσο και του θεσμού του αυτοδιοίκητου..». 2) Εξετάζοντας τους μάρτυρες, που καλέσατε, ρωτάτε ευθέως ζητήματα, τα οποία έχουν διατυπωθεί καθ΄υποφοράν, ήτοι εμπεριέχουν τη λήψη του ζητουμένου και χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα και ταυτολογία. Ειδικότερα, από την από 16 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Ελένης Ράϊκου ενώπιόν σας, η οποία ουσιωδώς διαφέρει της από 7 Μαρτίου 2016 εκθέσεως ένορκης εξέτασης της ιδίας ενώπιόν σας, αφού επιβεβαιώνει ότι αποσαφήνισα πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι «…μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, αφού αφορά και έλληνα πολίτη...», ανεξάρτητα από την περαιτέρω αναφορά της, ότι «…εκείνοι δυσανασχέτησαν…», γεγονός που δεν ενθυμούμαι, ούτε επιβεβαιώνεται από άλλες καταθέσεις.
Από την από 23 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης ως μάρτυρα του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Νικολάου Παντελή ενώπιόν σας, προκύπτει η διατύπωση της ερωτήσεως ως εξής : «Κατά τη διάρκεια της θητείας σας ως επόπτη, υπήρξε άλλη παρόμοια περίπτωση, κατά την οποία η Εισαγγελέας που χειριζόταν κάποια υπόθεση, ζήτησε λόγω συναφείας να αφαιρέσει από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς σχετική δικογραφία, για να τη χειρισθεί ο ίδιος ; ». Ενώ δεν (θα έπρεπε να) γνωρίζετε εάν ζήτησα να αφαιρέσω οιαδήποτε δικογραφία, ίσως αυτό διερευνάται παρ΄Υμών, τίθεται ως δεδομένο τούτο το ζητούμενο, στην ερώτησή σας, με συνέπεια να εκτίθεται αύτη, η ερώτησις, στην μομφή της ταυτολογίας και ως εκ τούτου, όπως χαρακτηρίζονται οι καθ΄υποφοράν ερωτήσεις, στη μομφή της λήψεως του ζητουμένου. Εν συνδυασμώ, προς τα ανωτέρω εκτεθέντα, η λεκτική διατύπωσις της συγκεκριμένης ερωτήσεως, προς τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εν γνώσει του ότι έχει ήδη διερευνήσει ο ίδιος το εν λόγω ζήτημα, και έχει αποφανθεί απαλλακτικώς δι΄εμέ, έχοντας ήδη θέσει με την υπ΄αριθμ. 5594/2015 Διάταξή του στο αρχείο, είναι δυνάμενη να γεννήσει, και γεννά, υπόνοια μεροληπτικής στάσεως, εκ μέρους σας προς το πρόσωπό μου. 3) Περαιτέρω, μου έχετε παραδώσει ελλιπή τον φάκελο της δικογραφίας, διότι δεν έχετε συμπεριλάβει, μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας, την από 11-2-2015 Έκθεση Ένορκης Εξέτασης ως μάρτυρα του κ. Ιωάννη Αγγελή, παρά το γεγονός ότι την έχετε λάβει. Έχετε επισυνάψει στο φάκελο, που μου παραδώσατε, μόνον την από 1 Μαρτίου 2016 νεώτερη εξέταση του κ. Ι. Αγγελή, για το περιεχόμενο των οποίων (καταθέσεων του κ. Ι. Αγγελή) επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου. Παρά το γεγονός της άμεσης εμπλοκής του ανωτέρω μάρτυρος – Εισαγγελέως Εφετών, στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνω το από 2 Απριλίου 2015 έγγραφο του ιδίου προς τον εισέτι μη κλητευθέντα κ. Νικόλαο Ορνεράκη, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, Εθνικό Μέλος της Ελλάδος στη Eurojust, με το οποίο ο κ. Ι. Αγγελής ζητά, σε εκτέλεση της με αρ. 4674/7-11-2014 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, σε συνέχεια του με αρ. ΕΚΔ 11356/17-11-2014 ομοίου αιτήματός του προς εκείνον και σε συνέχεια «προφορικής ανταλλαγής σχετικών επί του θέματος απόψεων», και προτείνει (ο κ. Ι. Αγγελής) να εξετασθεί το ενδεχόμενο εκ μπέρους της Eurojust της διενέργειας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης με τις Κυπριακές Αρχές, με αντικείμενο το συντονισμό και για την περαίωση της όλης υπόθεσης, αφού κριθούν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν από τις έρευνες τόσο των Κυπριακών, όσο και των Ελληνικών Αρχών.
Τα στοιχεία αυτά έκρινε ως συναφή ο κ. Ι. Αγγελής, Εισαγγελέας Εφετών. Από την έλλειψη αυτή αποστερούμαι της δυνατότητας συγκριτικής αξιολόγησης των κατατιθέμενων από τον κ. Ι. Αγγελή περιστατικών, η οποία είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη για την διαπίστωση της έλλειψης πάσης πειθαρχικής ευθύνης μου. Άλλωστε, με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο και ιδιαίτερα: της ζητήσαμε α) να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής. Ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση.
Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της. Σημειωτέον, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή. Επί λέξει αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κ. Ελευθεριάνου: «…Κατόπιν τούτων, σας παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε αντίγραφα όλων των εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με Α) Την αναφερόμενη αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε το έτος 2007 από το Μιχαήλ Ζολώτα προς τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου και αντικείμενο της οποίας είναι το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και Β) Τη χορήγηση δανείων από την τράπεζα Marfin Egnatia Bank (MEB) προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως οι πράξεις αυτές διαλαμβάνονται ανωτέρω στην ΕΚΔ 11.314/13-11-2014 αναφορά του Προϊσταμένου του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ιωάννη Αγγελή, Εισαγγελέα Εφετών.
Παρακαλούμε επίσης όπως στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι Ελληνικές ανακριτικές αρχές συνέλεξαν κατόπιν του υμέτερου αιτήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αφορούν αξιόποινες πράξεις, που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση.» Επομένως ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς αμφότερες οι ως άνω πράξεις. Δεν είναι δυνατόν να επικαλείται κανείς, αντίθετα με το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου, ότι οι Κυπριακές Αρχές αγνοούσαν την έρευνα, που διενεργούσαμε για τα παραπάνω. Η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής, του κ. Α. Ελευθεριάνου, απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν της ανωτέρω παραγγελίας μας, υποστηρίχθηκε από τον κ. Ι. Αγγελή με το υπ΄αριθμ. ΕΚΔ 13.263β ΦΔΣ 4794/15 κατεπείγον έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, υπογεγραμμένο από τον κ. Ι. Αγγελή. Με το ανωτέρω έγγραφό του ο κ. Ι. Αγγελής ζητά από την EUROJUST στην Ολλανδία να μεσολαβήσει για την κατεπείγουσα και κατ΄απόλυτη προτεραιότητα ικανοποίηση του αιτήματος αυτού. Με το ίδιο ως άνω έγγραφο προτείνει ο κ. Ι. Αγγελής, υπό την ιδιότητά του ως Εθνικού Ανταποκριτή της Ελλάδος στην EUROJUST, ο οποίος συνεπικουρεί το Εθνικό Μέλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τη διενέργεια, στο πλαίσιο της EUROJUST, μιας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης σε συνέχεια αυτής της 4-9-2014, μεταξύ αρμοδίων Δικαστικών Αρχών Ελλάδας και Κύπρου. Περαιτέρω ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς.
Η από 2/3/2016 επιστολή –απάντηση του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νίκο Βούτση Είναι αξιοσημείωτη η από 2/3/2016 επιστολή – απάντηση του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου προς τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νίκο Βούτση, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της ενημέρωσης που παρείχε στη Βουλή τον Ιανουάριο του 2016, σχετικώς προς το πρόσωπό μου, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός απήντησε την περασμένη Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016 στον κ. Πρόεδρο της Βουλής, για την ατυχή επικοινωνία του μαζί μου, πλην όμως δεν αρνείται μεν τους χαρακτηρισμούς του περί πραξικοπήματος, αμφισβητεί δε ότι αυτοί αναφέρονταν στο πρόσωπό μου, ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής του επιχειρηματολογεί ως προς το χρόνο εκφοράς των περί πραξικοπήματος δηλώσεών του, ότι δήθεν αυτές είναι ύστερες της ημερομηνίας, κατά την οποία συναντήθηκα μαζί του. Τα πράγματα όμως έχουν ακριβώς όπως τα αναφέρω στην στην κ. Εισαγγελέα του Α.Π. με τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά μου, την οποία βεβαίως κοινοποίησα και σε εσάς, κ. Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, και ως εκ τούτου τελείτε σε γνώση αυτής ήδη ένα μήνα περίπου. Κατωτέρω ακολουθεί η από 2.3.2016 επιστολή του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής, ενώ εμβόλιμα παρατίθενται, για την πληρότητα της κατανόησης των ισχυρισμών μου, οι δικές μου θέσεις: «Προς Τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Αθήνα, 02/03/2016 Κύριε Πρόεδρε, Θα ήθελα να σας ενημερώσω προκειμένου στη συνέχεια να ενημερωθούν και οι κ.κ. βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων για τα ακόλουθα: Η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών κα Γεωργία Τσατάνη υπέβαλε στην κα Εισαγγελέα του Α.Π. τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά της στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι με δική της πρωτοβουλία με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στα μέσα Νοεμβρίου, για να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις μετά τις διαρκείς δημοσιογραφικές επιθέσεις εις βάρος της. Οι επιθέσεις αυτές είχαν κατά την αναφορά της κας Τσατάνη μεταφερθεί στη Βουλή με ερώτηση βουλευτών και με τις δηλώσεις μου ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα. Στη συνέχεια η Εισαγγελέας Εφετών αναφέρει, ότι πιεστικά της ζήτησα να επιστρέψει τη δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου που αφαίρεσε από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία που χειριζόταν η ίδια. Επίσης αναφέρει, ότι την 22-11-2015 περίπου μία εβδομάδα μετά τη συνάντησή μας, της τηλεφώνησα και «σε συμβουλευτικό, δήθεν, ύφος» της συνέστησα να επιστρέψει την ανωτέρω δικογραφία που χειρίζεται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει άγριος πόλεμος κ.λ.π. Τέλος η Εισαγγελέας Εφετών ισχυρίζεται ότι «δεν προέβη εις άμεση υποβολή» της αναφοράς της προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της υπόθεσης, αλλά την υπέβαλε μόλις αρχειοθέτησε την υπόθεση, χωρίς να ενδώσει σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απειλή.
Στα όσα αναφέρει η Εισαγγελέας Εφετών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η κα Γεωργία Τσατάνη πράγματι μου τηλεφώνησε και ζήτησε να συναντηθούμε και μάλιστα μου πρότεινε να την επισκεφθώ στο γραφείο της, απογευματινές ή βραδινές ώρες, ή να συναντηθούμε κάπου αλλού και να μην έρθει αυτή στο γραφείο μου γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστή η συνάντησή μας. Ευγενικά της απάντησα ότι οι όποιες συναντήσεις μου με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ως εκ της θέσεώς μου, αρμοδίως και θεσμικά λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου. Παρ’ ότι επέμεινε στην αρχική πρότασή της τελικά με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Περί τα μέσα Νοεμβρίου 2015, μετέβην στο γραφείο του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης κατόπιν τηλεφωνικής εκ μέρους μου πρωτοβουλίας, ώστε να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις, σε σχέση με τα διαδιδόμενα από τον ίδιον περί δικαστικού πραξικοπήματος. Ήθελα να του ζητήσω να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης και να παύσει να διαδίδει τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς, που όχι μόνον τη Δικαιοσύνη έβλαπταν, αλλά συνιστούσαν και προσωπική προσβολή σε βάρος μου. Τότε εκ του σύνεγγυς του εξέθεσα ότι κατά νόμο χειριζόμουν την υπόθεση, όμως πιεστικά μου ζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου δήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Μάλιστα επί λέξει μου δήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του. Τότε εξέφρασα την απορία μου για το γεγονός γνώσεως υπ’ αυτού της εκ των προτέρων δικανικής κρίσεως της εισαγγελέως Διαφθοράς. Και επίσης απήντησα ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι εκ του νόμου μυστική και ότι λυπάμαι για το γεγονός της εκ μέρους του απόπειρας παραβίασης του απορρήτου. Καθ' όσον αφορούσε στη διενέργεια από εμένα της εν λόγω προκαταρκτικής εξέτασης, επιφυλάχθηκα δε για τα περαιτέρω μετά το πέρας αυτής, δι' ο και υπέβαλα την παρούσα μεταγενέστερα. Από το σημείο αυτό και μετά οι πιέσεις του κ. Παπαγελλόπουλου άρχισαν να γίνονται ακόμη περισσότερο πιεστικές και να συνοδεύονται από πρωτοφανείς, για τα δικαστικά χρονικά, απειλές. Περαιτέρω, την 22/11/2015 ημέρα Κυριακή και περί ώρα 11.30 πρωινή, καθ’ ον χρόνον εκινούμην με το υπηρεσιακό όχημα μετά το γραφείο, δέχθηκα στο κινητό μου τηλέφωνο δύο τηλεφωνικές κλήσεις από το κινητό τηλέφωνο του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλου, κατά τη διάρκεια των οποίων είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει. Η απάντησή μου ήταν ότι βρισκόμουν καθ' οδόν προς την οικία μου και ότι εντός ολίγων λεπτών θα ευρισκόμουν εκεί, από όπου και θα του τηλεφωνούσα η ίδια, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας, σε συμβουλευτικό δήθεν ύφος, μου συνέστησε εκ νέου να επιστρέψω τη δικογραφία που «χειρίζομαι παράνομα» στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και άμεσα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει σε βάρος μου άγριος πόλεμος.
Χαρακτηριστικά δε, τόνισε ότι έχω στα χέρια μου... ένα απόστημα που θα σκάσει σε βάρος μου... και για να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου. Κατόπιν των ανωτέρω και με την απαιτούμενη ψυχραιμία, του ανέφερα ότι είμαι αφοσιωμένη στο έργο μου. Στο σημείο τούτο σας αναφέρω ότι για τις προαναφερθείσες επικοινωνίες του κ. Αναπληρωτή Υπουργού υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Στην αρχή της συνομιλίας μας μού ανέφερε ότι δεν γνωριζόμαστε, αλλά οι εισαγγελείς που με γνώριζαν την είχαν διαβεβαιώσει για την καλοσύνη μου και τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχα επιδείξει στους συναδέλφους Εισαγγελείς πριν συνταξιοδοτηθώ. Γι’ αυτό πήρε την πρωτοβουλία να με συναντήσει γιατί ήθελε τη βοήθειά μου και τις συμβουλές μου. Μου είπε επίσης ότι με βλέπει ως παλιό συνάδελφο και όχι ως Υπουργό και μου ζήτησε να την αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια, τη διαβεβαίωσα ότι και εγώ τη θεωρώ συνάδελφο και συμφωνήσαμε μάλιστα να ξεχάσουμε την υπουργική μου ιδιότητα και να μιλάμε στον ενικό. Στη συνέχεια σχεδόν κλαίγοντας ζήτησε τη βοήθειά μου γιατί μερίδα του Τύπου της καταλόγιζε, ότι αφαίρεσε παράτυπα δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, δήθεν για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία, με πραγματικό σκοπό να αποτρέψει την άσκηση ποινικής δίωξης. Ούτε κατ΄ ελάχιστον δεν προσεγγίζουν την πραγματικότητα οι ανωτέρω αναφορές του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος δυστυχώς στη δημόσια αυτή επιστολή του προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής, κ. Νίκο Βούτση, παραθέτει δήθεν λεγόμενά μου από την φαντασία του, στην αγωνιώδη προσπάθειά του να καλύψει το πανθομολογούμενο ατόπημά του να παρέμβει ενεργά στη Δικαιοσύνη.
Ενώ συνομολογεί ότι ζήτησα να τον συναντήσω για να μου εξηγήσει τα διαδιδόμενα από αυτόν περί «πραξικοπήματος», με εμφανίζει να απευθύνομαι προς αυτόν με αβρότητα και ότι τάχα του ζήτησα να με αντιμετωπίσει ως συνάδελφο και όχι ως Υπουργό, λόγια που δεν ειπώθηκαν από εμένα. Στη συνέχεια αναφέρει εν γνώσει της αναληθείας ότι δήθεν, σχεδόν κλαίγοντας, του ζήτησα τη βοήθειά του (sic!) διότι μερίδα του Τύπου μου καταλόγιζε ότι αφαίρεσα παράτυπα δικογραφία που χειριζόμουν. Η αλήθεια, την οποία γνωρίζει, αλλά δεν αποκαλύπτει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης είναι ότι ο ίδιος πιεστικά μου ζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου δήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Μάλιστα επί λέξει μου δήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του. Τότε εξέφρασα την απορία μου για το γεγονός γνώσεως υπ' αυτού της εκ των προτέρων δικανικής κρίσεως της εισαγγελέως Διαφθοράς. Και επίσης απήντησα ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι εκ του νόμου μυστική και ότι λυπάμαι για το γεγονός της εκ μέρους του απόπειρας παραβίασης του απορρήτου. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … )
Επίσης δημοσιεύματα στον Τύπο της απέδιδαν, ότι χειρίσθηκε δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και μολονότι, ο σύζυγος και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές της Ν.Δ. δεν δήλωσε αποχή όπως ορίζεται στα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης αναφέρει, εν γνώσει της αναληθείας ότι κατά τη συνάντησή μας του ανέφερα δήθεν, ότι αυτά μου απέδιδαν τα ανωτέρω δημοσιεύματα στον Τύπο, ενώ η αλήθεια που γνωρίζει είναι ότι δεν αναφέρθηκα σε αυτά κατά τη συζήτησή μας. Σκοπός του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης είναι όμως να με συκοφαντήσει, ότι δήθεν χειρίσθηκα δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, στις οποίες έπρεπε να δηλώσω αποχή τάχα. Δεν εξειδικεύει όμως σε ποίες δικογραφίες ώφειλα να δηλώσω αποχή, ώστε να δημιουργεί άμεσα, με τον τρόπο αυτόν, για το πρόσωπό μου, την εικόνα ενός διεφθαρμένου εισαγγελικού λειτουργού, που δεν διστάζει να εξυπηρετήσει συμφέροντα, δολίως υπ΄αυτού συνδυαζομένης της οικογενειακής μου κατάστασης. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Επιπλέον μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες. Η δήλωση αυτή του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης συνιστά, κατ΄ ουσίαν, προαναγγελία μίας προειλημμένης αποφάσεως πειθαρχικής μου δίωξης.
Δεν του ανέφερα ότι φοβάμαι μήπως μου ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, και τούτο αναφέρει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης εν γνώσει της αναληθείας του. Δεδομένης της υπ΄αριθμ. Πρωτ. 5594/15 Διατάξεως του κ. Νικολάου Παντελή, Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατόπιν της διενεργηθείσης διοικητικής εξέτασης που προκλήθηκε μετά την από 24.11.2015 αναφορά δημοσιογράφου ως προς την δήθεν «αφαίρεση» της αναφερόμενης, στην επιστολή του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης δικογραφίας, η οποία τέθηκε στο αρχείο, και στην οποία κρίθηκε ότι δεν αφαίρεσα, αλλά αντιθέτως, ορθώς χρεώθηκε σε μένα η εν λόγω δικογραφία, ουδένα λόγο είχα να φοβάμαι μήπως μου ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, όπως αναληθώς αναφέρει ο κ. Υπουργός. Ως εκ τούτου διαδίδων ο κ. Υπουργός τα ανωτέρω τελούσε σε γνώση ότι έχει ήδη ερευνηθεί με προηγουμένη διοικητική εξέταση, το προδήλως ερευνώμενο ζήτημα της χρέωσης της εν λόγω δικογραφίας εις εμέ, την οποία «χρέωση δικογραφίας» επιμένει να αποκαλεί «αφαίρεση δικογραφίας». (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Της απάντησα ότι αντιλαμβάνομαι τη δύσκολη θέση της, ότι θα τη βοηθήσω όσο μπορώ, πρόθεση που επανειλημμένως έχω εκφράσει δημοσίως για όλους τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς και ότι δεν επιθυμώ η θητεία μου, ως υπουργού, να συνδεθεί με πειθαρχική δίωξη εναντίον πρώην συναδέλφου μου. Δεν αποδεικνύεται συνεπής η θέση του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, καθόσον φαίνεται ότι η θητεία του ως Υπουργού συνδέεται, όχι (μόνον) με πειθαρχική δίωξη, αλλά με ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Της συνέστησα όμως να είναι προσεκτική στο μέλλον, διότι η νομική μου άποψη ήταν ότι και την δικογραφία δεν έπρεπε να ζητήσει από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και έπρεπε να έχει κάνει δηλώσεις αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Εάν η άποψη που συνομολογεί ότι εξέφερε ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης προς εμέ, ήταν νομική, τούτο δεν μεταβάλλει το παράνομο της συμπεριφοράς του, διότι δεν επιτρέπεται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης να εκφέρει είτε νομική είτε πραγματική άποψη προς Εισαγγελέα Εφετών, που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση σε κακουργήματα, για θέματα που άπτονται της δικογραφίας που ερευνά, έστω και εάν αυτά αφορούν στη διαδικασία της χρέωσης, για την οποία γνώριζε ότι έχει τηρηθεί η νομιμότητα. Με βάση τη συνταγματική επιταγή της διακρίσεως των εξουσιών, δεν επιτρέπεται σε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας να παρεμβαίνει με «νομικές απόψεις», όπως συνομολογεί ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, υποδεικνύων ότι δεν έπρεπε να ζητήσω τη δικογραφία από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς ή ότι δήθεν έπρεπε να κάνω δήλωση αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Επαναλαμβάνει δε την ίδια προσβλητικότατη διατύπωση για το πρόσωπό μου, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για όποιον αναγιγνώσκει το κείμενο της από 2.3.2016 επιστολής του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής, ότι αποκλειστικός σκοπός του είναι η συκοφαντική μου δυσφήμηση. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Πράγματι δε, της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 4022/2011 και 4139/2013 και τη σχετική εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς η εκφορά της νομικής μου άποψης απευθυνόμενος στην κα Τσατάνη, κατά την επιδιωχθείσα από την ίδια συνάντησή μας, για την αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα της υπόθεσης από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς και συνεπώς την αναγκαιότητα, σύμφωνα με το νόμο, της επιστροφής της δικογραφίας στην αρμόδια Εισαγγελέα, δεν υποκρύπτει την παραμικρή υπόνοια παρέμβασής μου ή επηρεασμού της δικανικής της άποψης. Επισημαίνω δε ότι απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς για τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης δεν είναι νόμιμη η συνομολογούμενη από αυτόν συμπεριφορά, διότι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές απαριθμώνται στην Απόφαση του κ Πρωθυπουργού Αριθμ. Υ 30 («Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» ΦΕΚ 2183/12.10.2015), ούτε θα μπορούσε άλλωστε να περιλαμβάνεται η διατύπωση συστάσεων και υποδείξεων στο δικαστικό σώμα. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … )
Συζήτηση έγινε και για τις δηλώσεις αποχής, που επίσης κατά τη νομική μου άποψη, έπρεπε να είχε υποβάλει, αλλά επειδή πρόκειται για ιδιωτική συνομιλία και μάλιστα μετά από παράκληση της συνομιλήτριάς μου να τη βοηθήσω, οι αρχές μου και ο χαρακτήρας μου δεν μου επιτρέπουν να αποκαλύψω το πλήρες περιεχόμενό της προς το παρόν και θα αναφερθώ στο μέλλον αν απαιτηθεί. Στο τέλος η κα Τσατάνη μού είπε ότι θα σκεφθεί όσα συζητήσαμε και ζήτησε να ξαναμιλήσουμε και τώρα που γνωρισθήκαμε να κρατήσουμε επαφή. Είναι ανέξοδη η επιφύλαξη του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, καθότι στους αναληθείς ισχυρισμούς του προαναγγέλλει ο ίδιος ότι θα προσθέσει και άλλους στο μέλλον «αν απαιτηθεί». Ούτε βεβαίως του είπα ότι θα σκεφθώ όσα συζητήσαμε κι ούτε του ζήτησα να ξαναμιλήσουμε. Αυτό που του ζήτησα ήταν να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης, που έχει υπηρετήσει, και να μην συνεχίσει να διαδίδει περί πραξικοπήματος, διότι δεν είχε καμία ουσιαστική ή νομική βασιμότητα, ενώ εκείνος συνέχιζε με απαξιωτικό τρόπο «να μου κουνάει το χέρι» υποδεικνύοντας «όπως ο δάσκαλος στο μαθητή του» να επιστρέψω τη δικογραφία που χειριζόμουν στην κ. Εισαγγελέα Διαφθοράς. Πράγματι μετά από λίγες ημέρες της τηλεφώνησα και εκείνη επικαλούμενη ότι ήταν καθ’ οδόν προς την οικία της, όπως αναφέρει και στην αναφορά της, μού τηλεφώνησε η ίδια σε λίγα λεπτά, οπότε και της επανέλαβα τα ίδια που της είχα πει στο γραφείο μου και εκείνη μου είπε και πάλι ότι θα σκεφθεί τι θα πράξει. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κα Τσατάνη ισχυρίζεται στην αναφορά της ότι έχει αποδεικτικά στοιχεία για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες μας. Δεν διευκρινίζει όμως εάν έχει κρατήσει τις εκατέρωθεν κλήσεις ή έχει μαγνητοφωνήσει την ιδιωτική μας συνομιλία κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 370Α Π.Κ. Πάντως η αναγραφή δήθεν φράσεών μου στο κείμενο της αναφοράς της εντός εισαγωγικών και με χρήση αποσιωπητικών, υπό μορφή απομαγνητοφωνημένου κειμένου, και μάλιστα 3 μήνες μετά τη συνομιλία μας, οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι η Εισαγγελίας Εφετών διαθέτει πολύ δυνατή μνήμη. Απορίας άξιον είναι, γιατί ακριβώς διερωτάται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, για τον τρόπο με τον οποίον εξασφαλίζω τις αποδείξεις για τους ισχυρισμούς του, ή ότι οι τηλεφωνικές μας επικοινωνίες έχουν ακριβώς όπως τις περιγράφω; (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω ότι με μεγάλη λύπη αναφέρομαι σε όσα συζητήσαμε ιδιωτικά με την κα Τσατάνη και εξ αυτού του λόγου περιορίζομαι να απαντήσω αποκλειστικά και μόνο σε όσα αποκάλυψε η ίδια. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ουδέποτε αναφέρθηκα στο πρόσωπο της κας Τσατάνη δημοσίως ή ιδιωτικώς, ουδέποτε δήλωσα ή υπονόησα ότι συμμετέχει σε δικαστικά πραξικοπήματα και αγνοώ για ποιο λόγο θεώρησε ότι τα δικαστικά πραξικοπήματα την αφορούν προσωπικά. Είναι κάπως αργά να ανακαλέσει τις βαρείες προσβολές προς το πρόσωπό μου, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, και η απολογητική του στάση, ότι ουδέποτε αναφέρθηκε δημοσίως ή ιδιωτικώς σε συμμετοχή μου σε δικαστικά πραξικοπήματα, ενώ έχει ο ίδιος, εμμέσως παραδεχθεί, διά της υποδείξεως προς εμέ να επιστρέψω τη δικογραφία που «αφήρεσα» από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, πράγμα το οποίο παραπέμπει ευθέως σε «πραξικοπηματικού χαρακτήρα» ενέργεια όποιου είχε επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά. Πέραν της οπισθοχώρησης που χαρακτηρίζει αυτήν την διατύπωση από τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, διερωτώμαι, για ποίον λόγο τότε δεν αναφέρει τελικά, σε ποιο δικαστικό πραξικόπημα αναφέρθηκε, στην τελικώς διατυπωθείσα δημοσίως, στη Βουλή των Ελλήνων, δήλωσή του της 27.11.2015, δηλαδή μερικές εβδομάδες μετά τις ανεπίσημες διαδόσεις του περί δικαστικού πραξικοπήματος ; Γιατί δεν αναφέρεται ευθέως σε ποιο δικαστικό πραξικόπημα αφορούσε η δήλωσή του αυτή της 27.11.2015; (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Είναι κατ’ αρχάς γνωστό ότι εγώ για πρώτη φορά αναφέρθηκα σε επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα την 27-11-2015, σε ομιλία μου στη Βουλή των Ελλήνων. Δεν ήταν αναγκαίο λοιπόν, στο σημείο αυτό, να κατονομάσει o κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, συγκεκριμένα πρόσωπα δικαστικών λειτουργών, που είχαν εξωτερικεύσει, το αργότερο μέχρι την 27.11.2015, συμπεριφορά που ενεδείκνυε «επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα»;;; (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Είναι επομένως εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός της Εισαγγελέως ότι στα μέσα Νοεμβρίου ζήτησε να συναντηθούμε για να της εξηγήσω και να λυθούν οι τυχόν παρεξηγήσεις για δηλώσεις που δεν είχα ακόμη κάνει και όταν τις έκανα, όπως προαναφέρω, δεν αφορούσαν την κα Τσατάνη. Στη δημόσια δήλωσή του ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, αναφερόμενος στον ισχυρισμό μου, είπε ότι «…η κα Τσατάνη παραδέχεται στην ανακοίνωσή της ότι με επισκέφθηκε στο γραφείο μου, με δική της πρωτοβουλία. Εντυπωσιακά αστείο είναι ότι σαν αιτία επικαλείται της επίσκεψης της δηλώσεις που δεν είχα κάνει ακόμα, αλλά έκανα 15 μέρες μετά τη συνάντηση μας. Η αλήθεια είναι ότι με επισκέφθηκε για την συμβουλεύσω και να τη βοηθήσω». Αγνοώ τι αντιλαμβάνεται ο κ. Παπαγγελόπουλος ως «εντυπωσιακά αστείο», πλην όμως η άποψή του για «δικαστικό πραξικόπημα» είχε διατυπωθεί ήδη εβδομάδες πριν τη συνάντησή μας, και ήταν άλλωστε ο μόνος λόγος που ζήτησα να συναντηθούμε.
Μάλιστα αρχικώς του είπα ότι μπορούμε να βρεθούμε στο γραφείο μου, αλλά εκείνος αρνήθηκε και μου είπε ότι θα με δεχόταν στο γραφείο του στο Υπουργείο. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Μετά τη συνάντησή μου με την Εισαγγελέα Εφετών μεσολάβησε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου και η συνέντευξή του, όπου εκφράσθηκε με επαινετικούς επαινετικούς χαρακτηρισμούς για την κα Τσατάνη. Είναι σαφές ότι η Εισαγγελέας Εφετών παραδέχεται μεν ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, αλλά αισθάνεται αμήχανα ως προς τα προφανή κίνητρά της, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την αποφυγή πειθαρχικού ελέγχου για τις υπηρεσιακές της ενέργειες. Η αμηχανία αυτή την αναγκάζει να επινοεί αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας της για τη συνάντησή μας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται από την κοινή λογική. Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχουν άλλα κίνητρα. Στο σημείο αυτό κορυφώνεται η συκοφαντία. Ο κ. Παπαγγελόπουλος πανηγυρίζει με την ειλικρινή μου θέση, ότι εγώ ζήτησα να τον δω, πλην όμως δεν τον τιμά καθόλου ο λόγος που ζήτησα να τον δω, πολλώ δε μάλλον δεν τον τιμά η διαρκής υπόδειξή του να παραδώσω τη δικογραφία, που χειριζόμουν. Δεν αισθάνθηκα αμήχανα ως προς οιοδήποτε κίνητρο, όπως προσβλητικά και θρασύτατα αναφέρει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ούτε βεβαίως με ανάγκασε καμία αμηχανία να επινοήσω αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας μου για τη συνάντησή μας, αντιθέτως η αμηχανία είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, που έχει εκτεθεί σε μία δημόσια συνομολόγηση παράνομης παρέμβασης στη Δικαιοσύνη. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι για την αφαίρεση της δικογραφίας από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης είχαν υπάρξει δημοσιεύματα, προγενέστερα της συνάντησής μας, και επομένως δεν είχα ενημερωθεί από την κα Ράικου, όπως υπονοεί η κα Τσατάνη, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Εισαγγελέας Εφετών ουδέποτε με κατηγόρησε για «απόπειρα παραβίασης του απορρήτου» κατά τη συνάντησή μας, ενόσω δηλαδή καταπτοημένη και μεταξύ συναισθηματικών εξάρσεων ζητούσε τη βοήθειά μου, η δε σχετική περικοπή της αναφοράς της δεν είναι αληθής. Αποδεικνύει δε πλήρως την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά μου και την μη περαιτέρω ενασχόλησή μου με την υπόθεση το γεγονός ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, η ίδια αναφέρθηκε στην υπόθεση και μου ζήτησε τις συμβουλές μου, ενώ εγώ κατά τα λεγόμενα της ίδιας της κας Τσατάνη δεν ζήτησα καμιά πληροφορία για την ουσία της υπόθεσης και δεν υπέδειξα την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κινήθηκε εις βάρος της κας Τσατάνη καμιά πειθαρχική διαδικασία παρά εκφρασμένους από την ίδια κατά τη συνάντησή μας φόβους και δεν επεδίωξα μέχρι σήμερα καμιά περαιτέρω επικοινωνία μαζί της. Αξιοσημείωτο επίσης είναι, ότι η κα Τσατάνη στην αναφορά της ισχυρίζεται, ότι καθυστέρησε την υποβολή της για να μη θεωρηθεί, ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της δικογραφίας. Είναι επομένως προφανής τόσο η επιμέλεια όσο και το ενδιαφέρον της να ολοκληρώσει η ίδια την προκαταρκτική έρευνα. Επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου για τις αναληθείς και προσβλητικές αυτές διατυπώσεις του κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, πλην όμως συνομολογεί ο ίδιος, εμμέσως πλην σαφώς, ότι έκανε λόγο για «αφαίρεση της δικογραφίας» από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης, και μάλιστα στηρίζει αυτήν τη γνώση του σε «δημοσιεύματα προγενέστερα της συνάντησής μας», και επομένως επιχειρεί ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης να απολογηθεί για τις διαρκείς παρεμβάσεις του, ότι δήθεν δεν είχε ενημερωθεί από την κα Ράικου, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η προσπάθειά του όμως πέφτει στο κενό, διότι καθίσταται προφανές, ότι επικαλείται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης τη γνώση του περί προγραμματισμένης άσκησης ποινικής δίωξης σε περίοδο διενεργούμενης, ακόμη, προκαταρκτικής εξετάσεως. Αυτή η γνώση είναι επιλήψιμη, είναι παραβίαση απορρήτου, είναι παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κας Τσατάνη και λυπάμαι ειλικρινά γιατί με ανάγκασε κατά παράβαση των αρχών μου να αποκαλύψω λίγες πτυχές από την ιδιωτική συζήτηση που είχα μαζί της, μετά από δικό της αίτημα, προκειμένου να τη βοηθήσω και να τη συμβουλεύσω. Εύχομαι ολόψυχα να μην αναγκασθώ να αποκαλύψω όλη τη συζήτησή μας. Τον καλώ να επιβεβαιώσει όλη την συζήτησή μας, η οποία έγινε όπως παρατίθεται στην από 22.2.2016 αναφορά μου, την οποία κατέθεσα στην κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. (Αναφέρεται περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης σε συμπτώσεις, και δη ότι … ) Τέλος πρέπει να επισημάνω και ορισμένες αξιοπερίεργες συμπτώσεις στην υπόθεση αυτή.
Συγκεκριμένα στην από 24-2-2016 επιστολή του προς εμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ άλλων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σύμφωνα με την προαναφερθείσα χθεσινή ανακοίνωση του κ. Βγενόπουλου, την Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016, η κα Τσατάνη περάτωσε την Προκαταρκτική Εξέταση, την οποία διεξήγαγε και με σχετική Διάταξη της υπό στοιχεία 1/22-2-2016, αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενδείξεις περί διάπραξης αδικημάτων και ότι η όλη υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι «εκ συμπτώσεως», κατά την ίδια ημερομηνία ο κ. Βγενόπουλος, ως είχε προκαθοριστεί, εμφανίστηκε ενώπιον της 10ης Ανακριτρίας κας Μ. Ευαγγέλου για ανάκριση, αρνούμενος και πάλι να ανακριθεί. Επικαλέστηκε δε, όπως πληροφορούμαι από τις Κυπριακές ανακριτικές Αρχές, τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί. Απ’ ό,τι πληροφορούμαι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο έχει σταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Οι «συμπτώσεις» στις οποίες αναφέρεται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης είναι εξηγήσιμες λόγω της δικής του σχέσης με τον ομόλογό του Υπουργό της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Με την παρούσα επιστολή μου αναφέρομαι μόνο στα πραγματικά γεγονότα και δεν ασχολούμαι καθόλου με το νομικό μέρος της αναφοράς σε βάρος μου. Όσο είναι ηθικά ανεπίτρεπτη η αποκάλυψη και η προσπάθεια ποινικοποίησης μιας ιδιωτικής συνομιλίας που έγινε με πρωτοβουλία της κας Τσατάνη, προκειμένου να ζητήσει ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, άλλο τόσο είναι και νομικά αβάσιμη, εφ’ όσον δεν προκύπτει η ελαχίστη αναφορά για δήθεν παρέμβασή μου ως προς την ουσία της υπόθεσης και την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς η πείρα μου και οι νομικές μου γνώσεις μού επιτρέπουν να έχω σχηματίσει ασφαλή εκτίμηση και κρίση για τα κίνητρα και τους σκοπούς της κας Τσατάνη. Είμαι βέβαιος ότι κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ποια είναι η βοήθεια που δήθεν ζήτησα και ποια είναι τα κίνητρά μου, κ. Πρόεδρε του Αρείου Πάγου; Με προσβάλλει διαρκώς ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει συνομολογήσει συμπεριφορά παρέμβασης στη Δικαιοσύνη, και γι΄αυτό θα ασκήσω κάθε νόμιμο δικαίωμά μου εναντίον του για την αποκατάσταση της τρωθείσης τιμής και υπολήψεώς μου. Επιφυλασσομένη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, ακόμη και για την προσθήκη περαιτέρω λόγων και περιστατικών, καθώς επίσης και για την κατάθεση γραπτών εξηγήσεων επί της πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, σας υποβάλλω την παρούσα αίτησίν μου και ζητώ να εξαιρεθείτε από την διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, να διαβιβάσετε στην κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, λόγω αρμοδιότητος, την παρούσα αίτησίν μου, και να απέχετε από κάθε πράξιν σχετικήν προς αυτήν, μέχρις οριστικής κρίσεως επί της παρούσης, από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, που θα επιληφθεί αυτής. Διά του εις εμέ κοινοποιηθέντος εχθές υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 εγγράφου σας, συνομολογείται, τελικώς, παρ΄Υμών, σε απάντηση της από 1-4-2016 αιτήσεώς μου, ότι «από το περιεχόμενο των εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων, προκύπτει σαφώς ποιες είναι οι αποδιδόμενες πράξεις», ενώ μου αναφέρετε ότι «κατά διαρκή και πάγια τακτική επιδίδεται στον εκάστοτε ελεγχόμενο η εις βάρος του υποβληθείσα αναφορά και το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό και με βάση αυτά καλείται να δώσει εξηγήσεις και ουδέποτε συντάσσεται ειδικό έγγραφο καταγραφής των αποδιδόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων.» Αναφέρεσθε «στο ύφος της αίτησής μου», χωρίς να εξειδικεύετε τι εννοείτε με το χαρακτηρισμό αυτόν, προδίδοντας στο σημείο αυτό, την ένταση που σας χαρακτηρίζει από την ενασχόλησή σας με το πρόσωπό μου.
Με την από 1-4-2016 δεν έπραξα τίποτε άλλο από την ενάσκηση νομίμου δικαιώματός μου, να ζητήσω δηλαδή την αναλυτική παράθεση των περιστατικών, με βάση τα οποία εσείς ελέγχετε την τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος. Ειδικότερα, με την από 1-4-2016 αίτησή μου ζήτησα από εσάς την αναγκαία πληροφόρηση με σημείο αναφοράς τόσο την «φύσιν» όσο και τον «λόγον» της κατηγορίας, που ερευνάται στην παρούσα πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση. Η πρώτη (: η φύση) αφορά τη νομική βάση της κατηγορίας, τον δοθέντα, δηλαδή, από τις αρμόδιες κρατικές αρχές νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως• έτσι, ο κατηγορούμενος γνωρίζει τις διατάξεις που στηρίζουν τη σε βάρος του κατηγορία. Ο δεύτερος (: ο λόγος) αφορά τα πραγματικά περιστατικά που φέρεται να έχει διαπράξει ο εγκαλούμενος και που συγκροτούν την πραγματική βάση της κατηγορίας. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι λεπτομερής. Και μπορεί μεν η έκταση της πληροφορήσεως να διαφοροποιείται ανάλογα με την υπόθεση, ο πυρήνας όμως του δικαιώματος είναι σαφής: η πληροφόρηση πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο κατηγορούμενος να μπορεί να κατανοήσει πλήρως τη σε βάρος του κατηγορία και να προετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπισή του. Φανερός είναι εδώ ο καθοριστικός ρόλος του κατηγορητηρίου, στο βαθμό που από τη γνωστοποίησή του ο εγκαλούμενος ενημερώνεται κατά τρόπο επίσημο για τη νομική και πραγματική βάση της κατηγορίας, όπως δεδομένη πρέπει να θεωρηθεί η παραβίαση στην περίπτωση αοριστίας του κατηγορητηρίου. Αναφέρομαι στα ερωτήματα που τίθενται στο υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 έγγραφό σας, προκειμένου να μην θεωρηθεί ποτέ, ότι απέφυγα επί της ουσίας τις εξηγήσεις μου, αν και αυτές πρέπει να τύχουν της κρίσεως άλλου δικαστικού λειτουργού, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεως εξαιρέσεως. Τα ερωτήματά σας προδίδουν περαιτέρω παραλείψεις σας, καθόσον μνημονεύετε έγγραφα, τα οποία δεν μου έχετε παραδώσει, προκειμένου να ελέγξω τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτά. Ειδικότερα, στο υπ΄αριθμ. 1 α) και β) ερώτημά σας, παρά το γεγονός, ότι έχει διενεργηθεί επ΄αυτού προηγουμένη έρευνα και έχει ήδη αποφανθεί ο κ. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εν γνώσει σας, με το υπ΄αριθμ. 5594/2015 έγγραφό του, αναφέρεσθε στην αναφορά του κ. Ι. Αγγελή, Εισαγγελέως Εφετών, και στις δικογραφίες που χειρίζονταν οι Εισαγγελείς των εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς. Επ΄αυτών αναφέρθηκα διεξοδικώς ανωτέρω, ότι με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο και ιδιαίτερα: της ζητήσαμε τόσο να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, όσο και να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής, και ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση. Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της. Σημειωτέον, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή. Επομένως ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς οι υπό κρίση πράξεις. Η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής, του κ. Α. Ελευθεριάνου, απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν της ανωτέρω παραγγελίας μας, υποστηρίχθηκε από τον κ. Ι. Αγγελή με το υπ΄αριθμ. ΕΚΔ 13.263β ΦΔΣ 4794/15 Κατεπείγον έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, υπογεγραμμένο από τον κ. Ι. Αγγελή. Με το ανωτέρω έγγραφό του ο κ. Ι. Αγγελής ζητά από την EUROJUST στην Ολλανδία να μεσολαβήσει για την κατεπείγουσα και κατ΄απόλυτη προτεραιότητα ικανοποίηση του αιτήματος αυτού. Με το ίδιο ως άνω έγγραφο προτείνει ο κ. Ι. Αγγελής, υπό την ιδιότητά του ως Εθνικού Ανταποκριτή της Ελλάδος στην EUROJUST, ο οποίος συνεπικουρεί το Εθνικό Μέλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τη διενέργεια, στο πλαίσιο της EUROJUST, μιας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης σε συνέχεια αυτής της 4-9-2014, μεταξύ αρμοδίων Δικαστικών Αρχών Ελλάδας και Κύπρου. Περαιτέρω ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς. Όσο για το «θόρυβο που δημιουργήθηκε, ως προς το ζήτημα αυτό, από πληθώρα δημοσιευμάτων του εντύπου και ηλεκτρονικού τύπου, τα οποία περιήλθαν σε γνώση…» σας, όπως αναφέρετε στο υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 έγγραφό σας προς εμέ, ζητώ και πάλι να μου παραδώσετε τα δημοσιεύματα αυτά, διότι και αυτά, εφόσον τα επικαλείσθε, συνιστούν μέρος της υπό κρίση δικογραφίας. Διαφορετικά δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σε υποθετικές σκέψεις που γεννώνται σε σχέση με το ποίος προξένησε το θόρυβο, διότι η μόνη (σκέψη) που μπορώ να κάνω, ως προς τον θόρυβο που κάνει με τις δημόσιες συκοφαντικές δηλώσεις του περί το πρόσωπό μου, κατευθύνεται προς τον (υπηρεσιακώς προϊστάμενο) κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, πρώην υφιστάμενό σας, κατά την περίοδο του Σεπτεμβρίου 2015, ότε διετελέσατε Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός της Κυβερνήσεως, στην οποία και εκείνος μετείχε. Εν αναφορά προς το δεύτερο ερώτημά σας, εάν δηλαδή «ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία», αντιλαμβάνεσθε ότι η αναληθής αναφορά, τόσο του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις από 24-2-2016 επιστολές τους προς Υμάς και τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης αντίστοιχα, δεν είναι συμπτωματική, και επιφυλάσσομαι τόσο για το ερώτημά σας, όσο και για την εν λόγω αναφορά.
Όσο για το τρίτο ερώτημά σας, εάν συμμετείχα κατά τη συνδιάσκεψη της Eurojust, μεταξύ των Ελληνικών και Κυπριακών Αρχών τον Ιούλιο του 2015, και «εάν υπήρξε συμφωνία – συνεννόηση, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Εάν στην πράξη αρχειοθέτησης υπ΄αριθμ. 1/2016 έχετε συμπεριλάβει και το εν λόγω αδίκημα της δωροδοκίας του Κύπριου Τραπεζίτη και εάν τηρήθηκε η ως άνω συμφωνία, δηλαδή εάν σας είχαν, εν τω μεταξύ, αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία». Κατ΄αρχάς παρακαλώ να δείτε με προσοχή, πώς εκτίθεται το κύρος της Προέδρου του Αρείου Πάγου, διενεργούσης την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, όταν για το ανωτέρω ερώτημα, του οποίου έλαβα, τυπικώς, γνώση σήμερα, από εσάς, έχει ήδη λάβει γνώση το πανελλήνιο, από την ομιλία του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, στη Βουλή: «…Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου; Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα.» Στον φυσικό Δικαστή, που θα κρίνει, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεως εξαιρέσεως, απαντώ, ότι κατά τη συνάντηση του Ιουλίου 2015, δεν υπήρξε «συμφωνία – συνεννόηση» με δεσμευτικό χαρακτήρα μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Εκ των επισήμων συμπερασμάτων της συντονιστικής συνάντησης της 10-7-2015, τα οποία μου παραδώσατε μεταξύ των εγγράφων της προκαταρκτικής πειθαρχικής δικογραφίας που Υμείς σχηματίσατε, ως υπ΄αριθμ. 6 ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ, και τα οποία τιτλοφορούνται παρ΄ Υμών ως «Συμπεράσματα», προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία, ότι οι Κυπριακές Αρχές δεσμεύτηκαν να ανταποκριθούν, το συντομότερο δυνατόν, στο αίτημα των Ελληνικών αρχών, μέσω των κατάλληλων διαδικασιών (MLA), και μάλιστα εντός του θέρους. Το έγγραφο αυτό συνετάγη από τον κ. Νικόλαο Πασχάλη και είναι πρόδηλο, ότι αποτυπώνει επακριβώς όσα συζητήσαμε κατά τη συνάντηση αυτήν, κατά την οποίαν, ειρήσθω εν παρόδω, δεν τηρήθηκαν πρακτικά, ως είθισται, σε παρόμοιες συντονιστικές συναντήσεις. Εις τούτο δε, δηλαδή τη μη τήρηση πρακτικών, συμφωνήσαμε άπαντες οι συμμετέχοντες λειτουργοί. Για την πληρότητα της απάντησής μου παραπέμπω στην από 16 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Ελένης Ράϊκου ενώπιόν σας, η οποία ουσιωδώς διαφέρει της από 7 Μαρτίου 2016 εκθέσεως ένορκης εξέτασης της ιδίας ενώπιόν σας, αφού η κ. Ε. Ράϊκου επιβεβαιώνει ότι αποσαφήνισα πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι «…μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, αφού αφορά και έλληνα πολίτη...», ανεξάρτητα από την περαιτέρω αναφορά της, ότι «…εκείνοι δυσανασχέτησαν…», γεγονός που δεν ενθυμούμαι, ούτε επιβεβαιώνεται από άλλες καταθέσεις. Εάν όμως είναι έτσι τα πράγματα, τότε το γεγονός, ότι ξεκαθάρισα στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, τούτο έχει διττή σημασία, δηλαδή και νομική και πραγματική. Ειδικότερα, με ειλικρίνεια τοποθετήθηκα προς τους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι νομικώς δεν έχουμε τη διακριτική ευχέρεια, λόγω της αρχής της υποχρεωτικότητας της κίνησης της ποινικής δίωξης, που διέπει το ελληνικό δικονομικό σύστημα, να απεμπολήσουμε ή να εκχωρήσουμε, με συμφωνία, όπως αυτή που με ρωτάτε, την ποινική δίωξη σε άλλο κράτος. Περαιτέρω έχει και μια πραγματολογική διάσταση η απάντησή μου, την οποία επιβεβαιώνει η κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέας Εφετών Διαφθοράς, προς εσάς: Δεν θα μπορούσα να αποκρύψω στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, γι΄αυτό και τους το ξεκαθάρισα, ώστε είχαν πλήρη γνώση ότι ερευνάται από την ελληνική πλευρά και το ζήτημα της δωροδοκίας. Παρότι το σχετικό μας αίτημα είχε υποβληθεί διά της με αρ. πρωτ. 74407/16-3-2015 σχετικής ημών παραγγελίας, οι Κυπριακές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν και έτσι προφορικώς περί το μήνα Σεπτέμβριο, επικοινώνησα τηλεφωνικώς, με τους κ. Κλεόπα και τον κ. Νικολεττή (τηλεφωνικός αριθμός0035799660351), εάν ενθυμούμαι καλώς για να τους υπενθυμίσω την άμεση εκτέλεση του αιτήματός μας, κάνοντας μάλιστα μνεία και των σχετικών μας δικονομικών διατάξεων για την οριζόμενη κατά νόμο περιοριστική χρονική διάρκεια (τρίμηνο και παράταση τρίμηνη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, άρ. 31 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) της διενεργουμένης, κατά το Ελληνικό Δίκαιο, προκαταρκτικής εξέτασης. Ο δεύτερος υπεσχέθη ότι θα ρύθμιζε άμεσα τούτο. Η επικοινωνία μου αυτή επιβεβαιώνεται στο από 29 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφο της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Τμήμα Γ΄Αρ. Φακ. ΤΑΕ/331/4, σύμφωνα με το οποίο ετοιμάστηκαν σε ηλεκτρονική μορφή τα έγγραφα, που θα μας παρέδιδαν, εις εκτέλεση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής, οι Κυπριακές Ανακριτικές Αρχές. Η ανωτέρω επιστολή, στην οποία επισυνάπτεται κατάλογος εγγράφων – περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου, ως επίσης και ένας ψηφιακός δίσκος (DVD), διαβιβάζεται από την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ την 29 Σεπτεμβρίου 2015, στο Κυπριακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ούτως ώστε να αποσταλούν εις ημάς. Στο ανωτέρω έγγραφο σημειώνεται επίσης, ότι η ετοιμασία των εγγράφων σε ηλεκτρονική μορφή δεν έχει ολοκληρωθεί και με την ολοκλήρωσή της θα απεστέλετο και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, που ζητήθηκε με το αίτημα δικαστικής συνδρομής.
Το έγγραφο αυτό υπογράφεται από τον κ. Χρ. Μαυρομμάτη, Ανώτερο Υπαστυνόμο, τον οποίον για την εξακρίβωση της αληθείας, ζητώ να καλέσετε ως μάρτυρα. Εν τω μεταξύ, και επειδή δεν είχαμε λάβει μέχρι την 22 Οκτωβρίου 2015 την αιτηθείσα δικαστική συνδρομή, υπέβαλα έγγραφο αίτημα, με αριθμό πρωτοκόλλου 58260 / 22-10-2015, για την επίσπευση εκτέλεσης του αιτήματος μέσω του Τμήματος Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου μου, έφθασε η από 27 Οκτωβρίου 2015 επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς το Τμήμα Εκδόσεων & Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, με την οποία αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. Πρωτ. 13263 ΦΔΣ 4794/15 από 02/04/2015 παραγγελία και στο κατεπείγον υπ΄αύξ. Αριθμ. 406/2015 αίτημα του Επίκουρου Εισαγγελέως Διαφθοράς κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου, με την οποία επιστολή τους οι Κυπριακές Αρχές αποστέλλουν έγγραφα, ικανοποιώντας μερικώς το αίτημα των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, όπως αναφέρεται στο από 10-11-2015 έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών προς εμένα. Έκτοτε η επόμενη διαβίβαση εγγράφων και στοιχείων από τις Κυπριακές Αρχές προς εμέ διενεργήθηκε την 27-1-2016, ότε και σύμφωνα με το από 27/1/2016 με αρ. πρωτ. ΕΚΔ 17110 ΦΔΣ 4794/15 έγγραφο της κ. Ευγενίας Κυβέλου, Αντεισαγγελέως Εφετών, προς εμέ, γνωστοποιήθηκε ότι «…Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών εγγράφων, Σας διαβιβάζουμε το υπ΄αριθμ. Πρωτ. Υ.Δ.Δ.Τ.12.3.002.207/1/2420 από 13-01-2016 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα, συνοδευόμενη από ένα ψηφιακό δίσκο (CD) και Σας κάνουμε γνωστό ότι το ανωτέρω αίτημά Σας για παροχή δικαστικής συνδρομής από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως.» Ενδιαφέρον έχει βεβαίως και η επισήμανση στο κατά τα ανωτέρω συνημμένο έγγραφο της ικανοποίησης του αιτήματος δικαστικής συνδρομής από τις Κυπριακές Αρχές, ότι ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Χίντικος αναφέρει την εξής φράση: «…Είμαστε πάντα στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πρόσθετη βοήθεια απαιτείται», μη διατηρώντας καμία επιφύλαξη για περαιτέρω προσκομιδή άλλων στοιχείων. Λεκτέον ότι συνολικά μας απεστάλησαν σε ηλεκτρονική μορφή, δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα δύο (2.442) έγγραφα, εάν οι χειρόγραφες σημειώσεις μου δεν με απατούν, τις οποίες τήρησα για τη σύνταξη της Διατάξεώς μας, χωρίς πλέον καμία επιφύλαξη εκ μέρους των, ότι εκκρεμούν και άλλα έγγραφα τα οποία θα μας απεστέλοντο εν καιρώ, δεδομένου, ότι τους είχα ήδη επισημάνει τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια περαίωσης. Σας απήντησα έτσι λεπτομερώς, και στο τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας, ήτοι εάν στην πράξη αρχειοθέτησης υπ΄αριθμ. 1/2016 έχουμε συμπεριλάβει και το εν λόγω αδίκημα της δωροδοκίας και εάν υπήρξε η εν λόγω «συμφωνία – συνεννόηση». Ως προς το εάν μας είχαν αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές αποδεικτικά στοιχεία, σας έχω ήδη απαντήσει, ότι με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο της ζητήσαμε α) να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής. Ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση. Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της. Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα δικαστικής συνδρομής από τις ανακριτικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως. Λεκτέον στο σημείο τούτο, ότι μετά την υφ΄ημών εκτύπωσιν όλων των αποσταλέντων παραπάνω εγγράφων, σε ηλεκτρονική μορφή και μη, συνολικά κατ΄ αριθμόν 2.442 προβήκαμε εις την διεξοδικήν ανάλυσιν, επισκόπησιν, σχολαστική μελέτη και αξιολόγηση ενός εκάστου εκ των άνω εγγράφων, όπως τούτο έπραξε και ο διορισθείς από εμένα ειδικός πραγματογνώμων κ. Κωνσταντίνος Γεωργάρας, τον οποίον επίσης προτείνω ως μάρτυρα. Συγχρόνως ταξινομήθηκαν και καταχωρήθηκαν παρ΄ημών, άπαντα τα παραπάνω έγγραφα εις είκοσι έναν (21) ογκώδεις φακέλους (ντοσιέ) με συνοδευόμενο σε κάθε ντοσιέ λεπτομερή κατάλογο περιεχομένων ενός εκάστου. Περιττόν να αναφέρω ότι τα ανωτέρω αποτέλεσαν αντικείμενο κοπιώδους προσπάθειας και ολονύκτιας εις το γραφείο μου μελέτης, αξιολόγησης και καταχώρησης, για την απόδοση μιας επιμελημένης ανάλυσης όλου του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού, χωρίς να καταλειφθεί εκτός της κρίσεώς μας ουδέν. Και τούτο είναι περιττόν να αναφερθεί, διότι δεν είναι η πρώτη φορά, που εργάζομαι στο γραφείο μου με ολονύκτια μελέτη, ολόκληρα σαββατοκύριακα, 24 ώρες νυχθημερόν έχω υπηρετήσει τη Δικαιοσύνη, και σε δυσκολότερες υποθέσεις, χωρίς ποτέ να εγερθεί η ελαχίστη μομφή εις βάρος μου για το αποτέλεσμα της δικαιοδοτικής μου κρίσεως. Διό και εξίσταμαι διά την μεταχείρισίν μου παρ΄ Υμών και του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, με μεροληπτική σε βάρος μου αντιμετώπιση και μειωτικούς παρ΄ αμφοτέρων χαρακτηρισμούς, το μεν υφ΄Υμών διά ερωτήματος ότι δήθεν «αφήρεσα» την ως άνω δικογραφία και ότι εκ συμπτώσεως εξέδωσα Διάταξη την ίδια ημέρα με την ακρόαση επιχειρηματία σε ανακριτικό γραφείο (!), το δε υπό του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, παρ΄εμού μηνυθέντος και αντιδίκου μου, μετά του οποίου είχατε ιδιαίτερη υπηρεσιακή ιεραρχική σχέση προσφάτως, ως Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, αλλά και μεταγενέστερα, ότι ενήργησα πραξικοπηματικώς (!) Επισημαίνω και πάλιν, σε απάντηση του ερωτήματός σας, εάν μας είχαν αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές αποδεικτικά στοιχεία, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή. Αντιληπτόν καθίσταται όθεν, ότι ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς οι υπό κρίση πράξεις, ενώ ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς. Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα δικαστικής συνδρομής από τις ανακριτικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως. Επισημαίνω, ότι στην εν λόγω Διάταξή μας υπ΄αριθμ. 1/2016, οκτακοσίων μίας (801) σελίδων συνολικώς, μνημονεύεται η φράση ότι καταλήξαμε στη δικαιοδοτική μας κρίση για την αρχειοθέτηση της οικείας ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, «…από τα μέχρι τούδε συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία.» Κατά πάσαν περίπτωσιν και μετά την αρχειοθέτησιν, εφ΄όσον έχουν συντάξει, οι Κυπριακές ανακριτικές αρχές, οποιοδήποτε πόρισμα, δύνανται να το υποβάλουν αρμοδίως, καθ΄όσον η δικαιοδοτική μου κρίση στη Διάταξη αρχειοθέτησης συνήχθη εκ των μέχρι τούδε συλλεγέντων αποδεικτικών συνολικά στοιχείων, κατά την προαναφερθείσα στη Διάταξή μου χαρακτηριστική φράση. Διενεργείτε προκαταρκτικήν πειθαρχικήν εξέτασιν, βάσει της από 24-2-2016 επιστολής ανωτάτου Κυπρίου Εισαγγελέως, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς εκφράζει εμφανώς την αντίρρησίν του εις την διαδικαστικήν πράξιν της αρχειοθετήσεως της υποθέσεως με την υπ΄αριθμ. 1/2016 Διάταξίν μου, ως η Προκαταρκτική Πειθαρχική Εξέτασις να είναι ο μόνος δρόμος διά τυχόν ανάσυρσιν της δικογραφίας εκ του αρχείου. Πράγμα που δεν είναι αληθές. Όμως η μέσω προκαταρκτικής εξετάσεως επιδίωξις αυτού του στόχου συνεπάγεται αυτόθροον αμφισβήτησιν του τε κύρους της Δικαιοσύνης στο πρόσωπόν μου αλλά και της ιεραρχικής δομής του Εισαγγελικού θεσμού τον οποίον ευόρκως εκπροσωπώ, επισημαίνοντας ότι η προκαταρκτική εξέτασις που διενήργησα διετάχθη από την ανωτάτη ιεραρχικώς προϊσταμένη μου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η δε χρέωσις αυτής εις εμέ εγένετο υπό του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, διότι είμαι η αρχαιοτέρα εν υπηρεσία Εισαγγελεύς. Αντί λοιπόν να υποδειχθεί εις τον επιστολέα να προσκομίσει ή έστω να υποδείξει υπηρεσιακώς οψιγενή ή έστω οψιφανή στοιχεία, τα οποία αρκούν διά την ανάσυρσιν της δικογραφίας εκ του αρχείου κατ΄άρθρον 43 παρ. 5 Κ.Π.Δ. Επελέξατε ως δήθεν μόνη οδόν ανασύρσεως την προκαταρκτικήν πειθαρχικήν εξέτασιν επί υποθέσεως, η οποία και ηλέγχθη υπό της Προϊσταμένης Εισαγγελικής Αρχής του Αρείου Πάγου, διά τε το νομότυπον της αναθέσεως και της διεξαγωγής της, ώστε ευλόγως να διερωτάται τις, αν η εν λόγω προκαταρκτική, επιλεκτικώς εκ μέρους Σας (διότι σε Σας προσωπικώς απευθύνθηκε επιλεκτικώς ο άνω Γενικός Εισαγγελεύς Κύπρου), βασίμως αμφισβητεί το Κύρος, την Καθαρότητα και την Ανεξαρτησίαν όλης της Εισαγγελικής Αρχής και στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και στην διαχείρισιν της δυνατότητος ή μη ποινικής διώξεως, διά την οποίαν απολαμβάνει θεσμικής ανεξαρτησίας και έναντι Υμών ως Προέδρου του ομοίως ανωτάτου Δικαστηρίου. Με τη ρητή επιφύλαξη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, δηλώνω ότι προτίθεμαι να ζητήσω εκ νέου προθεσμία για την παροχή εγγράφων εξηγήσεων, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεώς μου.
«Με ρωτάτε "εάν ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία" και Σας απαντώ, παρά τον βαναύσως προσβλητικό χαρακτήρα του ερωτήματος Υμών, το οποίο συνιστά τη θρυαλλίδα δια την παρούσαν αίτησίν μου, ότι δεν με αφορά η όποια ενέργεια του επιχειρηματία, στον οποίον αναφέρεσθε, όπως και σε καμία περίπτωση δεν με αφορά οτιδήποτε από αυτά που Υμείς μπορεί να υπονοείτε.
Έχετε διατελέσει Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015, και ως εκ τούτου υπηρεσιακή προϊσταμένη του τότε διατελέσαντος υπηρεσιακού υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, ο οποίος έχει εχθρότητα προς το πρόσωπό μου. Εκτιμώ ότι πρωτίστως αυτή η υπηρεσιακή σχέση σας, μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να δημιουργήσει αμφιβολία για την αμεροληψία σας. Ένας αναπληρωτής σας, που θα ήταν έξω και πέραν πάσης πολιτικής εξουσίας, την οποία, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, υπηρετήσατε, ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, θα εξασφάλιζε το προαπαιτούμενο της ψύχραιμης, δικαιϊκής, εξωπολιτικής και αμιγούς δικαστικής κρίσεως, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρ. 97 παρ. 5 περ. γ) και στ) του Ν. 1756/1988».
Αίτημα εξαίρεσης
Μεταξύ των ισχυρισμών της κυρίας Τσατάνη που περιλαμβάνονται στο αίτημα εξαίρεσης, αναφέρεται:
«Με τον κ. Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και με τον κ. υπουργό της Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σας συνδέει η ιδιότητά σας, ως διατελεσάσης Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι
ανωτέρω ιδιαίτερες ιδιότητές σας και σχέσεις σας, δεν σας επιτρέπουν εκ λόγων ευπρεπείας, να διενεργήσετε αυτοπροσώπως, την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, που εσείς αποφασίσατε και διετάξατε, ασκούσα δικαίωμα, που σας χορηγεί ο πρόσφατα ψηφισθείς Ν. 4356/24-12-2015 (άρ. 46 παρ. 3), ενώ πριν δεν είχατε, μερίμνη Κυβερνήσεως εις την οποίαν ο κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος μετέχει ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης∙ οφείλατε να ορίσετε αναπληρωτή σας, που θα διενεργούσε την πειθαρχική εξέταση άνευ της υπόνοιας μεροληπτικής στάσης εναντίον μου».
Στο υπόμνημά της η κυρία Τσατάνη αναφέρει:
«Επί τριάντα πέντε έτη εισαγγελική λειτουργός, άνευ οιασδήποτε μομφής εις βάρος του προσώπου μου, και της υπηρεσίας, την οποίαν ευλαβικώς και με ευλογίαν Κυρίου, απωθήσασα πάσαν μέριμναν βιοτικήν, διακονώ σε όλην την ζωήν μου, αφοσιωμένη στο ύψιστο έργο της Δικαιοσύνης, εξικνούμαι με θλίψη στο ιδιαίτερα δυσχερές εγχείρημα της αιτήσεως εξαιρέσεως της Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας μου, ασκούσα δικαίωμα που μου παρέχει ο Νόμος. Διά της από 23.3.2016 και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 22 επιστολής σας προς εμέ μου διαβιβάζετε αντίγραφα των εγγράφων «…της πειθαρχικής προκαταρκτικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε στα πλαίσια της πειθαρχικής προκαταρκτικής έρευνας, η οποία διεξάγεται, κατόπιν των από 24-2-2016 εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας…» και με καλείτε όπως εντός δέκα ημερών καταθέσω έγγραφες εξηγήσεις «…για όσα μου αποδίδονται».
1.- Ιστορικώς και μόνον αναφέρομαι στην δημοσιευθείσα (εν Ελληνική Δικαιοσύνη, 1962, 230 επ.) επιστολή του Αντωνίου Γ. Φλώρου, Αρεοπαγίτου, σύμφωνα με την οποία αναφέρονται τα εξής:..............
2.- Μετά τα ανωτέρω σοφά λόγια του Αντωνίου Γ. Φλώρου, σας αναφέρω, ότι παρά το γεγονός, ότι μου παραδώσατε, αρχικώς, την 23.3.2016, συνοδευτικώς προς την ανωτέρω επιστολή – κλήση σας, έγγραφα και ένορκες καταθέσεις, πλην όμως δεν εξειδικεύσατε στην κλήση σας τι είναι αυτό που μου αποδίδεται, ώστε να είμαι εις θέσιν να απαντήσω, σε μια ορισμένη αιτίαση, που «αποδίδεται» στο πρόσωπό μου. Κατόπιν αυτού, και όπως εδικαιούμην, ζήτησα συμπληρωματική προθεσμία, διά της υπ΄αύξ. Αριθμ. Εμπ. Πρωτ. 331 / 1-4-2016 αιτήσεώς μου προς εσάς, προκειμένου να συμπληρώσετε την ανωτέρω κλήση σας με ειδικότερη αναφορά των «…όσων μου αποδίδονται» και εσείς μου κοινοποιήσατε την 4 Απριλίου 2016, το υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 έγγραφό σας. Σε αυτό συνομολογείται παρ΄Υμών σε απάντηση της από 1-4-2016 αιτήσεώς μου, ότι «από το περιεχόμενο των εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων, προκύπτει σαφώς ποιες είναι οι αποδιδόμενες πράξεις», πλην όμως θα μου επιτρέψετε ευσεβώς να Σας απαντήσω, ότι από το πανομοιότυπο, περιέργως, περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων προκύπτει ότι αυτοί πιθανώς να έχουν παραπλανηθεί. Υμείς, όμως, δεν είναι δυνατόν να έχετε παραπλανηθεί, αφού εκ των εγγράφων της παρ΄Υμών σχηματισθείσης δικογραφίας, δι΄ιδικών σας ενεργειών, ήταν ιδιαιτέρως ευχερές να διαπιστώσετε την πλάνη των «αναφερόντων» Κυπρίων, από την απλή συγκριτική επισκόπηση της από 24.2.2016 επιστολής τους με την από 9 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Μαρίνας Ευαγγέλου προς Υμάς. Εξ αυτών προκύπτει η πλάνη των Κυπρίων αξιωματούχων, αλλά και η ιδική σας γνώση των πραγμάτων. Με ρωτάτε «εάν ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία» και Σας απαντώ, παρά τον βαναύσως προσβλητικό χαρακτήρα του ερωτήματος Υμών, το οποίο συνιστά τη θρυαλλίδα δια την παρούσαν αίτησίν μου, ότι δεν με αφορά η όποια ενέργεια του επιχειρηματία, στον οποίον αναφέρεσθε, όπως και σε καμία περίπτωση δεν με αφορά οτιδήποτε από αυτά που Υμείς μπορεί να υπονοείτε.
Και μιας και γίνεται λόγος περί συμπτώσεων, σας αναφέρω, ότι εκ συμπτώσεως, μετά την κοινοποίηση προς Υμάς την 23-2-2016, της αναφοράς μου, κατά του κ. Αναπληρωτή Υπουργού, στην οποία καταγγέλλω τα εν αυτή, δεν διεβιβάσατε αυτή, ως έδει κατά νόμον, στα αρμόδια όργανα. Αντ΄ αυτού, πληροφορούμαι από τα δελτία τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ημερομηνία δημοσίευσης 23-2-2016), ότι την 24-2-2016 ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης συγκαλεί σύσκεψη για το φλέγον θέμα της επιτάχυνσης των μεγάλων δικών, και ότι συμμετείχαν ο Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος, Υμείς η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, οι Πρόεδροι του Δ.Σ.Α. και Πειραιώς, οι οποίοι παρέμειναν μέχρι κάποιου σημείου, άνευ κλήσεως των Εισαγγελικών Λειτουργών, και ιδιαιτέρως της κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Περί την 11η πρωινή ώρα της 24-2-2016, μέσω γραμματέως της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ζητήσατε την τηλεφωνική μας επικοινωνία, σας εδόθη ο αριθμός του τηλεφώνου του γραφείου μου, κι εγώ επικοινώνησα μετά του δέοντος σεβασμού μαζί σας αμέσως, και Υμείς μου είπατε ότι έχετε ανά χείρας την αναφορά μου κατά του κ. Αναπληρωτή Υπουργού, και μου ζητήσατε να σας αποστείλω την με αριθμό 1/2016 Διάταξη αρχειοθέτησης, καίτοι γνωρίζατε ότι κατά νόμον δεν εδικαιούσθο χορηγήσεως της εν λόγω Διατάξεως.
Εν συνεχεία, διά του υπ΄αριθμ. Εμπ. Πρωτ. 14/24-2-2016 εγγράφου σας, το οποίο απευθεύνατε προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, αιτείσθε το ταχύτερο δυνατόν την αποστολή εις Υμάς αντιγράφου της εν λόγω διατάξεως υπ΄αριθμ. 1/2016. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Εκ συμπτώσεως υπεβλήθη το αίτημα τούτο, καθ΄όσον ακολουθεί η σύσκεψη την ίδια ημέρα, εις το Υπουργείο Δικαιοσύνης; Εκ συμπτώσεως, άραγε, αποστέλλουν την ίδια ημέρα, δηλαδή την 24-2-2016, τόσο ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Κώστας Κληρίδης, όσο και ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωνάς Νικολάου, πανομοιότυπου περιεχομένου έγγραφο, βάσει του οποίου αποφασίσατε τη διενέργεια εις βάρος μου, προσωπικώς παρ΄ Υμών, της προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας, καίτοι ως γνωστόν, ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κύπρου, αντί επικοινωνίας προς τούτο με την προϊσταμένη μου αρχή, την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απέστειλε εις Υμάς το έγγραφο των αιτιάσεών του; Επιφυλάσσομαι της αναγκαίας ερεύνης ως προς το ζήτημα αυτό, διότι είναι παντελώς αντίθετον με την κοινή λογική να έχει συνταχθεί, λέξη προς λέξη, η ίδια ακριβώς επιστολή, από δύο ανεξάρτητους Πολιτειακούς παράγοντες της Κύπρου, για τους οποίους, προς το παρόν, μπορώ να υποθέσω μόνον ότι παραπλανήθηκαν.
Μάλιστα, στη συνέχεια με το υπ΄αριθμ. Εμπ Πρωτ. 15/26-2-2016 έγγραφό σας, προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, του οποίου την απάντηση χρεώθηκα, όπως και του προηγουμένου αυθημερόν, υπό του τελευταίου, αιτείσθε το ταχύτερο δυνατόν, αντίγραφο της εν λόγω Διατάξεως. Από την εκτέλεση και των εν λόγω αιτημάτων Υμών, απείχα εκ λόγων ευπρεπείας ενόψει της διενέργειας εις βάρος μου της υπό κρίσιν προκαταρκτικής πειθαρχικής ερεύνης.
15.- Παρ΄ό,τι ευλόγως ανέμενα, ότι θα είχατε δηλώσει αποχή από τη συγκεκριμένη προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση, που εσείς διατάξατε, διά της από 25-2-2016 χειρογράφου σημειώσεώς σας επί της από 24-2-2016 επιστολής του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας προς εσάς, υποβάλλουσα την παρούσα αίτηση εξαιρέσεως, σας γνωστοποιώ, εφόσον δεν δηλώνετε αποχή, ότι συντρέχει στο πρόσωπό σας λόγος εξαιρέσεως, εκ των αναφερομένων στο άρ. 97 παρ. 5 περ. στ) του Ν. 1756/1988, και δη συνδέεσθε με ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία σας. Η ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία
16.- Όπως αντιλαμβάνεσθε, η συγκεκριμένη διάταξη που αναφέρεται στην αμεροληψία σας είναι αφηρημένης διακινδύνευσης, και δεν απαιτεί πράγματι να διαπιστωθεί ότι έχετε ήδη μεροληπτήσει, αλλά εξαρκεί και μόνον η in abstracto συνδρομή των περιστάσεων που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεσή σας, για λόγους τους οποίους σας αναπτύσσω λεπτομερώς κατωτέρω. Αρκούμαι, εν τω παρόντι σημείω, στις εξής επισημάνσεις: i. Έχετε διατελέσει Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015, και ως εκ τούτου υπηρεσιακή προϊσταμένη του τότε διατελέσαντος υπηρεσιακού Υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, ο οποίος έχει εχθρότητα προς το πρόσωπό μου. Εκτιμώ ότι πρωτίστως αυτή η υπηρεσιακή σχέση σας, μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενη να δημιουργήσει αμφιβολία για την αμεροληψία σας. Ένας αναπληρωτής σας, που θα ήταν έξω και πέραν πάσης πολιτικής εξουσίας, την οποία, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, υπηρετήσατε, ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, θα εξασφάλιζε το προαπαιτούμενο της ψύχραιμης, δικαιϊκής, εξωπολιτικής και αμιγούς δικαστικής κρίσεως, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρ. 97 παρ. 5 περ. γ) και στ) του Ν. 1756/1988. ii. Με τον κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, σήμερα Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, είχατε τότε, και έχετε, μέχρι και σήμερα, στενώτατη συνεργασία και ιδιαίτερη υπηρεσιακή σχέση. Τούτο δε ενισχύεται και συνδυάζεται, με τις δηλώσεις, που έκανε ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, την Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016, όπου ερωτώμενος σχετικώς είπε, ότι …η πειθαρχική εξέταση της κ. Τσατάνη δεν γίνεται για την αφαίρεση της δικογραφίας, ούτε για την αναφορά της εναντίον μου, η πειθαρχική εξέταση γίνεται κατόπιν των επιστολών των Κυπρίων.
Επίσης ερωτώμενος σχετικώς προς την αναφορά μου εναντίον του, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, είπε ... Θα τα δείτε από την πειθαρχική εξέταση. Ερωτώμενος σχετικώς με τις διαρροές, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης είπε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής: …Ξέρετε πώς γίνεται, ο φάκελος δίδεται στο δικηγόρο και από εκεί διαρρέουν όλα. Ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, έχει αναφέρει επίσης, κατά την ομιλία του στη Βουλή, την 29 Μαρτίου 2016, «…Θα πρέπει να μιλήσουμε, επίσης, όχι μόνο για την ανυπόστατη νομικά και αβάσιμη ουσιαστικά καταγγελία της κ. Τσατάνη, όπως θα αποδείξω μετά από λίγο, αλλά και για τις καταγγελίες άλλων εισαγγελέων και ειδικά του ικανού, έντιμου και αδάμαστου Εισαγγελέα Εφετών Γιάννη Αγγελή και για τον τρόπο που αυτός παρεμποδίστηκε στο έργο του και εξουδετερώθηκε. … Αναρωτιέμαι γιατί οι καταγγελίες της κ. Τσατάνη είναι πιο σοβαρές και αξιόπιστες από τις καταγγελίες του Γιάννη Αγγελή -Εισαγγελέα Εφετών επίσης- και για τις οποίες δεν γίνεται καν λόγος, μολονότι σε αυτές τις καταγγελίες καταγγέλλονται σημεία και τέρατα και όχι πταίσματα σαν το δικό μου, αν είναι και αυτό πταίσμα. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης υπήρξε πράγματι συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων εισαγγελέων και ανακριτών.
Η κ. Τσατάνη απαγόρευσε για πρώτη φορά στην ιστορία παρεμφερών συναντήσεων την παρουσία εκπροσώπων του Υπουργείου, μεταξύ των οποίων και μιας εισαγγελέως και όχι τη δική μου. Ο Υπουργός Νίκος Παρασκευόπουλος απουσίαζε εκείνη την ημέρα από το Υπουργείο. Ήθελε όμως να ενημερωθεί για τα θέματα που θα συζητούνταν στη συνάντηση αυτή και αφορούσαν διακρατικές σχέσεις Ελλάδος και Κύπρου. Για τον λόγο αυτόν ο διευθυντής του πολιτικού του γραφείου μού ζήτησε τη συνδρομή για την αντιμετώπιση της εμπλοκής που προκάλεσε η άρνηση της κ. Τσατάνη να συμμετάσχουν στη διμερή συνάντηση και εκπρόσωποι του Υπουργείου. Πράγματι, πήγα στην Αίθουσα που ήταν συγκεντρωμένοι Έλληνες και Κύπριοι και όρθιος, χωρίς να καθίσω, από την πόρτα σχεδόν, πολύ ευγενικά ζήτησα να πληροφορηθώ τι συμβαίνει. Ήμουν τόσο ευγενής και καλοπροαίρετος που η κ. Τσατάνη δεν μπόρεσε να διανοηθεί ότι ήμουν Υπουργός και θεώρησε προφανώς ότι ήμουν απλός υπάλληλος που εργάζεται ως γραμματέας στο Υπουργείο και γι’ αυτό με αποκάλεσε «κύριο γραμματέα». Αυτό το παραδέχτηκε και η εφημερίδα: «Του είπα: Κύριε γραμματέα, περάστε έξω». Μόνο που δεν μου είπε έτσι. Μολονότι δε δεν μπόρεσε να επικαλεστεί κάποια διάταξη νόμου –προσέξτε- που να μην επιτρέπει την παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην προκειμένη συνάντηση, για να λήξει το θέμα και να μην συνεχιστούν οι προστριβές και μάλιστα ενώπιον των φιλοξενουμένων Κυπρίων, παρακάλεσα τον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Υπουργού να μην επιμένει και να αποχωρήσω. Θέμα δικής μου συμμετοχής στη συνάντηση δεν υπήρξε. Επαναλαμβάνω όμως ότι εδώ, δυστυχώς για τους σκευωρούς, υπάρχουν μάρτυρες.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι εισαγγελείς Έλληνες, Κύπριοι και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου. Αναρωτιέμαι όμως γιατί η κ. Τσατάνη λίγο αργότερα να ζητήσει να με συναντήσει και να μου ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, αν είχε συμβεί το επεισόδιο με τον τρόπο που περιγράφει «Το Βήμα» του κ. Ψυχάρη; Εννοώ πως ήρθε μετά από δύο μήνες γιατί εγώ την πίεσα. Όμως το επεισόδιο αυτό δημιουργεί μερικά εύλογα ερωτήματα και θα πρέπει να απαντηθούν. Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου; Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω ότι αφορμή της πειθαρχικής έρευνας αποτέλεσε η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και κάποιες περίεργες συμπτώσεις –που θα πρέπει κι αυτές να διερευνηθούν- που αναγράφονται στην επιστολή αυτή. Κατόπιν των ανωτέρω, ευλόγως εκτιμώ, με τη βεβαιότητα, ότι δεν είναι ο συνήγορός μου εκείνος που παρέδωσε στον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης τα ανωτέρω έγγραφα, και ότι εσείς είσθε εκείνη που παρέδωσε, την ανωτέρω πληροφόρηση, στον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος προκάλεσε, και συνεχίζει να προκαλεί, δυσθεώρητη δυσπιστία, πρωτίστως στο κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, και δευτερευόντως στο πρόσωπό μου, αλλά και της διαδικασίας, που εσείς διεξάγετε, η οποία θα έπρεπε να είναι μυστική, ώστε να διασφαλισθεί και αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, για κάθε πράξη ή και παράλειψη, κατά τα ως άνω ιστορούμενα. iii. Με τον κ. Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και με τον κ. Υπουργό τηςΔικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σας συνδέει η ιδιότητά σας, ως διατελεσάσης Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι ανωτέρω ιδιαίτερες ιδιότητές σας και σχέσεις σας, δεν σας επιτρέπουν εκ λόγων ευπρεπείας, να διενεργήσετε αυτοπροσώπως, την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, που εσείς αποφασίσατε και διετάξατε, ασκούσα δικαίωμα, που σας χορηγεί ο πρόσφατα ψηφισθείς Ν. 4356/24-12-2015 (άρ. 46 παρ. 3), ενώ πριν δεν είχατε, μερίμνη Κυβερνήσεως εις την οποίαν ο κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος μετέχει ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης∙ οφείλατε να ορίσετε αναπληρωτή σας, που θα διενεργούσε την πειθαρχική εξέταση άνευ της υπόνοιας μεροληπτικής στάσης εναντίον μου. Ειδικότερα, στην από 24-2-2016 επιστολή του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρεται ότι «…σε κάποιο στάδιο, μετά τον Απρίλιο του 2015, εξ΄ όσων πληροφορούμαστε, η εξέταση των Κυπριακών αιτημάτων αφαιρέθηκε από τον Εισαγγελέα Δικαστικής συνδρομής κ. Γ. Αγγελή, ο οποίος κατείχε και στοιχεία βοηθητικά για τις έρευνες…» και η «…περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κ. Γεωργία Τσατάνη, παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς και υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες…».
Εκ «…συμπτώσεως» το ίδιο ακριβώς κείμενο, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις, επέλεξε να συντάξει και ο κ. Υπουργός της Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην από 24-2-2016 επιστολή του προς τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο. Ειδικότερα, αναφέρει ο Κύπριος Υπουργός Δικαιοσύνης στον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, ότι η «…περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κ. Γεωργία Τσατάνη, παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς και υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες…». Δεν είναι δυνατόν να έχει συνταχθεί το ίδιο ακριβώς κείμενο από τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, γεγονός, το οποίο προδίδει την συνεργασία τους στην εν λόγω αναφορά. Αλλά αυτό θα ήταν το έλασσον ζήτημα σχετικώς προς την παρούσα αίτηση εξαιρέσεως, αν και επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου για τις αναφορές τους αυτές. Πέραν της αντικειμενικής αναλήθειας, που φιλοξενείται σε αμφότερες τις ως άνω επιστολές, αφενός μεν περί δήθεν «…συμφωνηθέντων μεταξύ των εισαγγελικών αρχών Ελλάδος και Κύπρου…» (οράτε ενδεικτικώς την από 4 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του κ. Νικολάου Πασχάλη, ο οποίος αναφέρει, ότι «…θεωρώ ότι έλαβε χώρα μια άτυπη συνεννόηση χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα, ώστε να ασχοληθούν οι αρχές της Κύπρου με την υπόθεση της δωροδοκίας και οι Ελληνικές αρχές με την υπόθεση των παράνομων δανείων»), αφετέρου δε περί του ότι δήθεν, ελεγχθέν από εμάς πρόσωπο, «…επικαλέστηκε τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί…» (οράτε την από 9 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Μαρίνας Ευαγγέλου, η οποία αναφέρει ότι ο ίδιος ως άνω «…απευθυνόμενος προς τον κύπριο ανακριτή, ανέφερε ότι και εδώ στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει προκαταρκτική έρευνα σε βάρος του και εάν βγει διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών που θα θέτει την υπόθεση στον αρχείο, τότε θα έχει ευρωπαϊκό δεδικασμένο…»), μείζον ζήτημα γεννά η κυριολεκτικώς ομόφωνη και ομόκτυπος εκδήλωση ανησυχίας, παρ΄ αμφοτέρων των Κυπρίων λειτουργών, ενός της δικαστικής εξουσίας της Κύπρου και ενός της πολιτικής εξουσίας της Κύπρου, και δη αναφερόμενοι αμφότεροι στην Διάταξή μας, ότι «…ενόψει των πιο πάνω ανησυχητικών εξελίξεων, θα παρακαλούσα(ν) όπως, στα πλαίσα των δικών σας καθηκόντων, προβείτε σε όλες τις ενέργειες που εσείς κρίνετε αναγκαίες, με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επί ενός θέματος του οποίου οι επιπτώσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και στην Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να είναι καταλυτικές σε βαθμό που μπορεί να πληγεί η εμπιστοσύνη προς τους Θεσμούς και το περί δικαίου αίσθημα του λαού μας…».
Η συνομολόγηση αυτή, από τους εν λόγω λειτουργούς της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά υπόδειξη προς Υμάς προσωπικώς, και βεβαίως θεωρώ, ότι διατυπώθηκε καλοπίστως εξ υποκειμένου, παρά τον αντικειμενικό χαρακτήρα της τοποθέτησης αυτών ως «ωμής παρέμβασης» στη λειτουργία της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Πλην όμως, η «υπόδειξη» αυτή δεν δύναται να συνιστά λόγο κίνησης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, και εάν παρά ταύτα εκινείτο πειθαρχική προκαταρκτική εξέτασις, εκείνη θα ήταν δυναμένη να εγείρει υπόνοιες μεροληπτικής στάσεως, εις μίαν μόνον περίπτωσιν. Εάν, δηλαδή, διενεργείτο, από εσάς προσωπικώς, όπερ και τελικώς συνέβη. Θεωρούσα όθεν, ότι η εμπλοκή σας, αμέσως, εις την ανωτέρω υπόθεσιν, κατά τον τρόπον που εξέθεσα, γεννά in abstracto, αλλά και ως φαίνεται και in concreto, υπόνοια μεροληπτικής στάσεως, εις βάρος του προσώπου μου, και διά τον λόγον αυτόν, αιτούμαι την εξαίρεσίν σας, επιφυλασσομένη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου. Περαιτέρω, επάγομαι σχετικώς προς τις ανωτέρω δύο από 24-2-2016 επιστολές, τα κάτωθι: Η από 24 Φεβρουαρίου 2016 επιστολή του κ. Κώστα Κληρίδη, Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας προς εσάς 1.1. Με την από 24.2.2016 επιστολή του (Αρ. Φακ. 93/1984/Υ.226/28) κ. Κώστα Κληρίδη, Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς εσάς, η οποία πρωτοκολλήθηκε στο Γενικό Πρωτόκολλο του Αρείου Πάγου αυθημερόν, αφού σας εκφράζει «…για ακόμη μια φορά την εκτίμησή του προς το πρόσωπό σας για το αξιέπαινο έργο το οποίο επιτελείτε», απευθύνεται ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός άλλου κράτους δηλαδή, και φέρει σε γνώση σας μια άκρως ανησυχητική εξέλιξη που έλαβε χώρα την 22.2.2016 σχετικά με την έκδοση της υπ΄αριθμ. 1/2016 Διατάξεώς μας.
1.2. Ειδικότερα αναφέρει ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κύπρου, ότι διεξάγονται για την εν λόγω δικογραφία, επί της οποίας εξεδόθη από εμάς η υπ΄αριθμ. 1/2016 Διάταξή μας, «…ανακρίσεις ως προς το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων μεταξύ των ετών 2015 – 2013 και τα οποία σχετίζονται με την κατάρρευση της Τράπεζας. Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων ανακρίσεων κατέστη αναγκαία η υποβολή προς τις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας μεγάλου αριθμού αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, πλείστα των οποίων έχουν ήδη ικανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Σε κάποιο στάδιο μετά τον Απρίλιο του 2015, εξ΄όσων πληροφορούμαστε, η εξέταση των Κυπριακών αιτημάτων αφαιρέθηκε από τον Εισαγγελέα Δικαστικής Συνδρομής κ. Γ. Αγγελή, ο οποίος κατείχε και «στοιχεία βοηθητικά» για τις έρευνες εναντίον του κ. Βγενόπουλου. Η περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κ. Γεωργία Τσατάνη, παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς και υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες.» 2. Φυσικό είναι να διερωτώμαι, ως ελεγχόμενη πειθαρχικώς στην παρούσα πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, αφενός μεν από ποίον πληροφορήθηκε ο κ. Κώστας Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι η εξέταση των Κυπριακών αιτημάτων αφαιρέθηκε από τον Εισαγγελέα Δικαστικής Συνδρομής και γιατί χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο με εσάς, συμπτωματικώς, στις ερωτήσεις σας προς τους μάρτυρες, περί το πρόσωπό μου, αφετέρου δε με ποια εξουσία ερωτά ο κ. Κώστας Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας ενός άλλου Κράτους, έστω και εάν είναι αυτό της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την εσωτερική λειτουργία της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, η οποία, κατόπιν εντολής της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ειρήσθω όχι από εμένα, ελέγχθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Νικόλαο Παντελή. Βεβαίως δεν μπορεί να παραμείνει ασχολίαστη η σκέψη του κ. Κώστα Κληρίδη ότι η περαιτέρω διερεύνηση αναλήφθηκε από εμένα, «παρά την υπό εξέλιξη έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς» και «υπό συνθήκες οι οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι δεν παρέμειναν ασχολίαστες». Εάν εννοεί ο κ. Κώστας Κληρίδης, ότι κατά τις απόψεις του η υπό εξέλιξη, τότε, έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς, θα παρείχε μεγαλύτερα εχέγγυα για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών, παρά η διενεργηθείσα από εμάς έρευνα της εν λόγω υποθέσεως, τότε δεν μπορούμε παρά να του δώσουμε την απάντηση, ότι δεν εξειδικεύει έτι περαιτέρω πώς θα επιτυγχάνετο αυτό, αλλά ούτε επισημαίνει τα σχόλια επί των συνθηκών, στις οποίες αναφέρεται. Προφανώς διότι αδυνατεί, ο κ. Κώστας Κληρίδης, να σας δώσει στην αναφορά του αυτή, με τρόπο ορισμένο και σαφή, ποιες είναι οι συνθήκες που δεν παρέμειναν ασχολίαστες.
Με τέτοιες ασαφείς και αόριστες αναφορές και υπονοούμενα όμως, ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ικανοποίησε κατά το μάλλον εσάς, που είχατε προαποφασίσει, μεροληπτούσα σε βάρος μου, την διενέργεια της παρούσης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης, όπως και πράξατε με την ιδιόχειρη σημείωσή σας την 25.2.2016. 2.1. Αναφέρεται ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε υποθέσεις που διερευνώνται και βρίσκονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο στην Κύπρο, «…για τις οποίες δικαιοδοσία έχει η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως είναι για παράδειγμα η περίπτωση της υπόθεσης δωροδοκίας κλπ. Και τούτο διότι κατά παράβαση των συμφωνηθέντων μεταξύ των εισαγγελικών Αρχών Ελλάδος και Κύπρου σε συναντήσεις που έγιναν στο πλαίσιο της Eurojust κατά τις οποίες ρητά είχε συμφωνηθεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση του πρώην Διοικητή θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές.» Επί του ερωτήματος, εάν υπήρξε τέτοια συμφωνία ή όχι, θα επανέλθω κατωτέρω, αφού σχολιάσω και τις ένορκες καταθέσεις, που έχουν ληφθεί, και από τις οποίες δεν προκύπτει ευθέως κάτι τέτοιο, παρά μόνον στην συμπληρωματική ένορκη κατάθεση της κ. Ε. Ράϊκου, η οποία στην πρώτη της κατάθεση δεν είχε πει το παραμικρό για μια τέτοια συμφωνία. Ούτε ο κ. Πασχάλης όμως, ούτε ο κ. Δραγάτσης επιβεβαιώνουν τη συμφωνία αυτή. 2.2. Με την από 24.2.2016 επιστολή του ο κ. Κώστας Κληρίδης προδίδει την πληροφόρησή του από συκοφάντες, αναφέροντας με θράσος και προσβλητικά για εμάς, ότι «…Εκπλήττει επομένως το γεγονός, ότι η μεν υπόθεση Χριστοδούλου, παρά τα ανωτέρω, φέρεται να έχει διερευνηθεί και αρχειοθετηθεί χωρίς να είχαν εξ αντικειμένου εξασφαλιστεί επαρκή στοιχεία…» Από πού συνάγει τέτοιο συμπέρασμα ο κ. Κώστας Κληρίδης δεν φαίνεται να διατυπώνεται στην επιστολή του προς Υμάς. Πώς ισχυρίζεται προς Υμάς, ότι δεν είχαν εξασφαλιστεί επαρκή στοιχεία ; γνωρίζει τις ενέργειές μας ; γνωρίζει τα στοιχεία που ηλέχθησαν ; γνωρίζει την υπ΄αριθμ. 1/22.2.2016 Διάταξή μας και τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα ; Και αν γνωρίζει όλα αυτά, από ποίον τα γνωρίζει; Τούτο δεν φαίνεται όμως να σας απησχόλησε ιδιαιτέρως. 2.3. Επισημαίνω επίσης ότι με την από 24.2.2016 επιστολή του, ο κ. Κώστας Κληρίδης, προδίδει άμεσα και τους σκοπούς της επιστολής του, στην τελευταία της παράγραφο, προς Υμάς: «… Εν όψει των πιο πάνω ανησυχητικών εξελίξεων, παρακαλούμε όπως εγκύψετε στο θέμα τούτο και προβείτε σε όλες τις ενέργειες που εσείς κρίνετε αναγκαίες, προς το σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επί ενός θέματος του οποίου οι επιπτώσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και στην Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να είναι καταλυτικές, πλήττοντας την εμπιστοσύνη στους Θεσμούς και το περί δικαίου αίσθημα του λαού…».
2.4. Και διερωτώμαι: Υπό ποίαν ιδιότητα, στην Ελληνική Δημοκρατία, καλεί ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, να εγκύψετε, εσείς προσωπικά, στο θέμα τούτο και να προβήτε σε ενέργειες προς το σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επί ενός θέματος του οποίου οι επιπτώσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και στην Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να είναι καταλυτικές, πλήττοντας την εμπιστοσύνη στους Θεσμούς (;) και το περί δικαίου αίσθημα του λαού; Πρόδηλο καθίσταται ότι ο κ. Γενικός Εισαγγελέας επιθυμεί προφανώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που κρίναμε με την υπ΄αριθμ. 1/22.2.2016 Διάταξή μας, με τα μέχρι τότε στοιχεία, και ως εκ τούτου σας καλεί να πράξετε οτιδήποτε αναγκαίο, προκειμένου να ανατρέψετε την κρίση μας δι΄άλλης οδού, που θέτει υπό ομηρίαν το κύρος και το όνομα της Ελληνικής Δικαιοσύνης και όχι διά της ευθείας και εντίμου οδού της προσκομιδής οψιγενών ή οψιφανών στοιχείων που θα δικαιολογούσαν την ανάσυρσιν της υποθέσεως εκ του αρχείου. Παρόλα αυτά αντί να του υποδείξετε σύμφωνα με το Νόμο να προσκομίσει ή υποδείξει τα προς τούτο στοιχεία, εάν τα έχει, ως διατείνεται, Υμείς ικανοποιείτε το αίτημα αυτό του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, διατάσσοντας προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση εις βάρος μου. Εν συνεχεία του ως άνω εγγράφου του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κύπρου κ. Κώστα Κληρίδη, λαμβάνετε μια πανομοιότυπη επιστολή του κ. Ιωνά Νικολάου, Υπουργού Δικαιοσύνης της Κύπρου. Σε συνέχεια της από 24.2.2016 επιστολής του κ. Κώστα Κληρίδη, αποστέλλει ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωνάς Νικολάου την από 26.2.2016 ομοίου περιεχομένου επιστολή του προς τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης της Ελλάδας κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, ο οποίος αντί να την κοινοποιήσει στην κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την αποστέλλει προς Υμάς και Υμείς ιδιοχείρως αναγράφετε επ΄αυτής «…Να συσχετισθεί με όμοιου περιεχομένου έγγραφο του Γεν. Εισαγγελέα, 26-2-2016, Υπογραφή Β.Θάνου…» Παρά το γεγονός, ότι επιχειρώ σοβαρώς, από την 23 Μαρτίου 2016 να διακριβώσω ποίο είναι το πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο ερευνάτε στο πρόσωπό μου, δεν έχω επιτύχει να το εύρω. Εσείς, όμως, αναφερομένη στο περιεχόμενο της γενικόλογης κλήσεως από 23.3.2016 και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 22 επιστολής σας, προς εμέ, μου διαβιβάσατε, μεταξύ άλλων εγγράφων, αντίγραφα των από 24-2-2016 εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και της από 24-2-2016 επιστολής του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τα έγγραφα αυτά, πέραν της αναλήθειας, που περιέχουν, όπως αυτή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, προκύπτει παραχρήμα, από τα ίδια έγγραφα, που συμπληρώνουν το φάκελο, του οποίου επιμελείσθε, προκύπτει, ότι έχετε ήδη επιδείξει μεροληπτική συμπεριφορά εναντίον μου, εν συνδυασμώ προς τα ανωτέρω, το οποίο εκδηλούται σε συνδυασμό τόσο από τη διατύπωση των ερωτήσεων όσο και την παράδοση ελλιπούς φακέλου πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, καθώς επίσης και τη διενέργεια προηγουμένης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, επί άλλου υπηρεσιακού ζητήματος, και εξηγούμαι : 1) Με την από 20-8-2015 επιστολή σας προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Νικ. Παρασκευόπουλο, έχετε επιληφθεί προηγουμένως άλλης προκαταρκτικής εξετάσεως, σχετικής με το πρόσωπό μου, η οποία όμως ουδέν απέδωσε σε βάρος μου. Ειδικότερα, στο ανωτέρω έγγραφό σας αναφέρεσθε στο πρόσωπό μου, σε συνάρτηση με τα υπ΄ αριθμ. 4/29-11-2014 πρακτικά και απόφαση της Ολομέλειας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, «η οποία συγκλήθηκε για την διεξαγωγή των εκλογών από την Αναπληρώτρια Διευθύνουσα Εισαγγελέα Γεωργία Τσατάνη (λόγω της παραίτησης του Παν. Καραγιάννη από τη θέση του διευθύνοντος) και από το περιεχόμενο των οποίων ουδόλως προκύπτουν όλα τα ανωτέρω, ουδόλως αιτιολογείται, όπως θα έπρεπε για ποιο λόγο παραλείπεται να καταχωρηθεί στα ονόματα των υπηρετούντων Εισαγγελέων ο Παν. Καραγιάννης, παρότι αυτός, όπως προαναφέρθηκε εξακολουθούσε να υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών, όπως επίσης ουδόλως αιτιολογείται για ποιο λόγο προστίθεται στα ονόματα των υπηρετούντων Εισαγγελέων ο Δημ. Ασπρογέρακας, παρότι αυτός ασκούσε ακόμη καθήκοντα Αντεισαγγελέα. Από το περιεχόμενο των ιδίων ως άνω πρακτικών και απόφασης προκύπτει επίσης ότι ουδόλως ετέθηκαν προς συζήτηση και απόφανση ενώπιον της Ολομέλειας τα ως άνω κρίσιμα για το αποτέλεσμα των εκλογών ζητήματα από τη συντάξασα τους ως άνω πίνακες των ονομάτων τόσο των υπηρετούντων όσο και των εκλογίμων Εισαγγελέων Γεωργία Τσατάνη, η οποία είχε την υπηρεσιακή και ηθική υποχρέωση να ενημερώσει τους συμμετέχοντες στην Ολομέλεια Εισαγγελικούς Λειτουργούς, για τους λόγους, για τους οποίους συνέταξε τους πίνακες με τον ως άνω τρόπο και να ζητήσει την έγκριση της Ολομέλειας…
Αντίθετα οι δύο ως άνω Εισαγγελείς (Γεωργία Τσατάνη και Ισίδωρος Ντογιάκος) αποσιώπησαν όλους τους ως άνω χειρισμούς, τους οποίους βεβαίως, χωρίς τη σχετική ενημέρωση δεν ήταν δυνατόν αντικειμενικά να γνωρίζουν οι συμμετέχοντες στην Ολομέλεια και οι οποίοι (χειρισμοί) εάν είχαν καταστεί γνωστοί, ασφαλώς θα είχαν εκφρασθεί αντιρρήσεις, που θα είχαν επηρεάσει το αποτέλεσμα.... και έτσι οι ως άνω Εισαγγελικοί Λειτουργοί, με τις ενέργειές τους και με τις παραλείψεις τους κατέστησαν υπεύθυνοι για το πλήγμα του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμού της Δικαιοσύνης όσο και του θεσμού του αυτοδιοίκητου..». 2) Εξετάζοντας τους μάρτυρες, που καλέσατε, ρωτάτε ευθέως ζητήματα, τα οποία έχουν διατυπωθεί καθ΄υποφοράν, ήτοι εμπεριέχουν τη λήψη του ζητουμένου και χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα και ταυτολογία. Ειδικότερα, από την από 16 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Ελένης Ράϊκου ενώπιόν σας, η οποία ουσιωδώς διαφέρει της από 7 Μαρτίου 2016 εκθέσεως ένορκης εξέτασης της ιδίας ενώπιόν σας, αφού επιβεβαιώνει ότι αποσαφήνισα πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι «…μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, αφού αφορά και έλληνα πολίτη...», ανεξάρτητα από την περαιτέρω αναφορά της, ότι «…εκείνοι δυσανασχέτησαν…», γεγονός που δεν ενθυμούμαι, ούτε επιβεβαιώνεται από άλλες καταθέσεις.
Από την από 23 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης ως μάρτυρα του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Νικολάου Παντελή ενώπιόν σας, προκύπτει η διατύπωση της ερωτήσεως ως εξής : «Κατά τη διάρκεια της θητείας σας ως επόπτη, υπήρξε άλλη παρόμοια περίπτωση, κατά την οποία η Εισαγγελέας που χειριζόταν κάποια υπόθεση, ζήτησε λόγω συναφείας να αφαιρέσει από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς σχετική δικογραφία, για να τη χειρισθεί ο ίδιος ; ». Ενώ δεν (θα έπρεπε να) γνωρίζετε εάν ζήτησα να αφαιρέσω οιαδήποτε δικογραφία, ίσως αυτό διερευνάται παρ΄Υμών, τίθεται ως δεδομένο τούτο το ζητούμενο, στην ερώτησή σας, με συνέπεια να εκτίθεται αύτη, η ερώτησις, στην μομφή της ταυτολογίας και ως εκ τούτου, όπως χαρακτηρίζονται οι καθ΄υποφοράν ερωτήσεις, στη μομφή της λήψεως του ζητουμένου. Εν συνδυασμώ, προς τα ανωτέρω εκτεθέντα, η λεκτική διατύπωσις της συγκεκριμένης ερωτήσεως, προς τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εν γνώσει του ότι έχει ήδη διερευνήσει ο ίδιος το εν λόγω ζήτημα, και έχει αποφανθεί απαλλακτικώς δι΄εμέ, έχοντας ήδη θέσει με την υπ΄αριθμ. 5594/2015 Διάταξή του στο αρχείο, είναι δυνάμενη να γεννήσει, και γεννά, υπόνοια μεροληπτικής στάσεως, εκ μέρους σας προς το πρόσωπό μου. 3) Περαιτέρω, μου έχετε παραδώσει ελλιπή τον φάκελο της δικογραφίας, διότι δεν έχετε συμπεριλάβει, μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας, την από 11-2-2015 Έκθεση Ένορκης Εξέτασης ως μάρτυρα του κ. Ιωάννη Αγγελή, παρά το γεγονός ότι την έχετε λάβει. Έχετε επισυνάψει στο φάκελο, που μου παραδώσατε, μόνον την από 1 Μαρτίου 2016 νεώτερη εξέταση του κ. Ι. Αγγελή, για το περιεχόμενο των οποίων (καταθέσεων του κ. Ι. Αγγελή) επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου. Παρά το γεγονός της άμεσης εμπλοκής του ανωτέρω μάρτυρος – Εισαγγελέως Εφετών, στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνω το από 2 Απριλίου 2015 έγγραφο του ιδίου προς τον εισέτι μη κλητευθέντα κ. Νικόλαο Ορνεράκη, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, Εθνικό Μέλος της Ελλάδος στη Eurojust, με το οποίο ο κ. Ι. Αγγελής ζητά, σε εκτέλεση της με αρ. 4674/7-11-2014 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, σε συνέχεια του με αρ. ΕΚΔ 11356/17-11-2014 ομοίου αιτήματός του προς εκείνον και σε συνέχεια «προφορικής ανταλλαγής σχετικών επί του θέματος απόψεων», και προτείνει (ο κ. Ι. Αγγελής) να εξετασθεί το ενδεχόμενο εκ μπέρους της Eurojust της διενέργειας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης με τις Κυπριακές Αρχές, με αντικείμενο το συντονισμό και για την περαίωση της όλης υπόθεσης, αφού κριθούν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν από τις έρευνες τόσο των Κυπριακών, όσο και των Ελληνικών Αρχών.
Τα στοιχεία αυτά έκρινε ως συναφή ο κ. Ι. Αγγελής, Εισαγγελέας Εφετών. Από την έλλειψη αυτή αποστερούμαι της δυνατότητας συγκριτικής αξιολόγησης των κατατιθέμενων από τον κ. Ι. Αγγελή περιστατικών, η οποία είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη για την διαπίστωση της έλλειψης πάσης πειθαρχικής ευθύνης μου. Άλλωστε, με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο και ιδιαίτερα: της ζητήσαμε α) να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής. Ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση.
Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της. Σημειωτέον, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή. Επί λέξει αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κ. Ελευθεριάνου: «…Κατόπιν τούτων, σας παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε αντίγραφα όλων των εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με Α) Την αναφερόμενη αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε το έτος 2007 από το Μιχαήλ Ζολώτα προς τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου και αντικείμενο της οποίας είναι το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και Β) Τη χορήγηση δανείων από την τράπεζα Marfin Egnatia Bank (MEB) προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως οι πράξεις αυτές διαλαμβάνονται ανωτέρω στην ΕΚΔ 11.314/13-11-2014 αναφορά του Προϊσταμένου του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ιωάννη Αγγελή, Εισαγγελέα Εφετών.
Παρακαλούμε επίσης όπως στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι Ελληνικές ανακριτικές αρχές συνέλεξαν κατόπιν του υμέτερου αιτήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αφορούν αξιόποινες πράξεις, που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση.» Επομένως ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς αμφότερες οι ως άνω πράξεις. Δεν είναι δυνατόν να επικαλείται κανείς, αντίθετα με το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου, ότι οι Κυπριακές Αρχές αγνοούσαν την έρευνα, που διενεργούσαμε για τα παραπάνω. Η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής, του κ. Α. Ελευθεριάνου, απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν της ανωτέρω παραγγελίας μας, υποστηρίχθηκε από τον κ. Ι. Αγγελή με το υπ΄αριθμ. ΕΚΔ 13.263β ΦΔΣ 4794/15 κατεπείγον έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, υπογεγραμμένο από τον κ. Ι. Αγγελή. Με το ανωτέρω έγγραφό του ο κ. Ι. Αγγελής ζητά από την EUROJUST στην Ολλανδία να μεσολαβήσει για την κατεπείγουσα και κατ΄απόλυτη προτεραιότητα ικανοποίηση του αιτήματος αυτού. Με το ίδιο ως άνω έγγραφο προτείνει ο κ. Ι. Αγγελής, υπό την ιδιότητά του ως Εθνικού Ανταποκριτή της Ελλάδος στην EUROJUST, ο οποίος συνεπικουρεί το Εθνικό Μέλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τη διενέργεια, στο πλαίσιο της EUROJUST, μιας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης σε συνέχεια αυτής της 4-9-2014, μεταξύ αρμοδίων Δικαστικών Αρχών Ελλάδας και Κύπρου. Περαιτέρω ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς.
Η από 2/3/2016 επιστολή –απάντηση του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νίκο Βούτση Είναι αξιοσημείωτη η από 2/3/2016 επιστολή – απάντηση του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου προς τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νίκο Βούτση, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της ενημέρωσης που παρείχε στη Βουλή τον Ιανουάριο του 2016, σχετικώς προς το πρόσωπό μου, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός απήντησε την περασμένη Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016 στον κ. Πρόεδρο της Βουλής, για την ατυχή επικοινωνία του μαζί μου, πλην όμως δεν αρνείται μεν τους χαρακτηρισμούς του περί πραξικοπήματος, αμφισβητεί δε ότι αυτοί αναφέρονταν στο πρόσωπό μου, ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής του επιχειρηματολογεί ως προς το χρόνο εκφοράς των περί πραξικοπήματος δηλώσεών του, ότι δήθεν αυτές είναι ύστερες της ημερομηνίας, κατά την οποία συναντήθηκα μαζί του. Τα πράγματα όμως έχουν ακριβώς όπως τα αναφέρω στην στην κ. Εισαγγελέα του Α.Π. με τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά μου, την οποία βεβαίως κοινοποίησα και σε εσάς, κ. Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, και ως εκ τούτου τελείτε σε γνώση αυτής ήδη ένα μήνα περίπου. Κατωτέρω ακολουθεί η από 2.3.2016 επιστολή του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής, ενώ εμβόλιμα παρατίθενται, για την πληρότητα της κατανόησης των ισχυρισμών μου, οι δικές μου θέσεις: «Προς Τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Αθήνα, 02/03/2016 Κύριε Πρόεδρε, Θα ήθελα να σας ενημερώσω προκειμένου στη συνέχεια να ενημερωθούν και οι κ.κ. βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων για τα ακόλουθα: Η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών κα Γεωργία Τσατάνη υπέβαλε στην κα Εισαγγελέα του Α.Π. τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά της στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι με δική της πρωτοβουλία με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στα μέσα Νοεμβρίου, για να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις μετά τις διαρκείς δημοσιογραφικές επιθέσεις εις βάρος της. Οι επιθέσεις αυτές είχαν κατά την αναφορά της κας Τσατάνη μεταφερθεί στη Βουλή με ερώτηση βουλευτών και με τις δηλώσεις μου ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα. Στη συνέχεια η Εισαγγελέας Εφετών αναφέρει, ότι πιεστικά της ζήτησα να επιστρέψει τη δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου που αφαίρεσε από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία που χειριζόταν η ίδια. Επίσης αναφέρει, ότι την 22-11-2015 περίπου μία εβδομάδα μετά τη συνάντησή μας, της τηλεφώνησα και «σε συμβουλευτικό, δήθεν, ύφος» της συνέστησα να επιστρέψει την ανωτέρω δικογραφία που χειρίζεται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει άγριος πόλεμος κ.λ.π. Τέλος η Εισαγγελέας Εφετών ισχυρίζεται ότι «δεν προέβη εις άμεση υποβολή» της αναφοράς της προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της υπόθεσης, αλλά την υπέβαλε μόλις αρχειοθέτησε την υπόθεση, χωρίς να ενδώσει σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απειλή.
Στα όσα αναφέρει η Εισαγγελέας Εφετών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η κα Γεωργία Τσατάνη πράγματι μου τηλεφώνησε και ζήτησε να συναντηθούμε και μάλιστα μου πρότεινε να την επισκεφθώ στο γραφείο της, απογευματινές ή βραδινές ώρες, ή να συναντηθούμε κάπου αλλού και να μην έρθει αυτή στο γραφείο μου γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστή η συνάντησή μας. Ευγενικά της απάντησα ότι οι όποιες συναντήσεις μου με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ως εκ της θέσεώς μου, αρμοδίως και θεσμικά λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου. Παρ’ ότι επέμεινε στην αρχική πρότασή της τελικά με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Περί τα μέσα Νοεμβρίου 2015, μετέβην στο γραφείο του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης κατόπιν τηλεφωνικής εκ μέρους μου πρωτοβουλίας, ώστε να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις, σε σχέση με τα διαδιδόμενα από τον ίδιον περί δικαστικού πραξικοπήματος. Ήθελα να του ζητήσω να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης και να παύσει να διαδίδει τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς, που όχι μόνον τη Δικαιοσύνη έβλαπταν, αλλά συνιστούσαν και προσωπική προσβολή σε βάρος μου. Τότε εκ του σύνεγγυς του εξέθεσα ότι κατά νόμο χειριζόμουν την υπόθεση, όμως πιεστικά μου ζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου δήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Μάλιστα επί λέξει μου δήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του. Τότε εξέφρασα την απορία μου για το γεγονός γνώσεως υπ’ αυτού της εκ των προτέρων δικανικής κρίσεως της εισαγγελέως Διαφθοράς. Και επίσης απήντησα ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι εκ του νόμου μυστική και ότι λυπάμαι για το γεγονός της εκ μέρους του απόπειρας παραβίασης του απορρήτου. Καθ' όσον αφορούσε στη διενέργεια από εμένα της εν λόγω προκαταρκτικής εξέτασης, επιφυλάχθηκα δε για τα περαιτέρω μετά το πέρας αυτής, δι' ο και υπέβαλα την παρούσα μεταγενέστερα. Από το σημείο αυτό και μετά οι πιέσεις του κ. Παπαγελλόπουλου άρχισαν να γίνονται ακόμη περισσότερο πιεστικές και να συνοδεύονται από πρωτοφανείς, για τα δικαστικά χρονικά, απειλές. Περαιτέρω, την 22/11/2015 ημέρα Κυριακή και περί ώρα 11.30 πρωινή, καθ’ ον χρόνον εκινούμην με το υπηρεσιακό όχημα μετά το γραφείο, δέχθηκα στο κινητό μου τηλέφωνο δύο τηλεφωνικές κλήσεις από το κινητό τηλέφωνο του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλου, κατά τη διάρκεια των οποίων είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει. Η απάντησή μου ήταν ότι βρισκόμουν καθ' οδόν προς την οικία μου και ότι εντός ολίγων λεπτών θα ευρισκόμουν εκεί, από όπου και θα του τηλεφωνούσα η ίδια, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας, σε συμβουλευτικό δήθεν ύφος, μου συνέστησε εκ νέου να επιστρέψω τη δικογραφία που «χειρίζομαι παράνομα» στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και άμεσα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει σε βάρος μου άγριος πόλεμος.
Χαρακτηριστικά δε, τόνισε ότι έχω στα χέρια μου... ένα απόστημα που θα σκάσει σε βάρος μου... και για να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου. Κατόπιν των ανωτέρω και με την απαιτούμενη ψυχραιμία, του ανέφερα ότι είμαι αφοσιωμένη στο έργο μου. Στο σημείο τούτο σας αναφέρω ότι για τις προαναφερθείσες επικοινωνίες του κ. Αναπληρωτή Υπουργού υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Στην αρχή της συνομιλίας μας μού ανέφερε ότι δεν γνωριζόμαστε, αλλά οι εισαγγελείς που με γνώριζαν την είχαν διαβεβαιώσει για την καλοσύνη μου και τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχα επιδείξει στους συναδέλφους Εισαγγελείς πριν συνταξιοδοτηθώ. Γι’ αυτό πήρε την πρωτοβουλία να με συναντήσει γιατί ήθελε τη βοήθειά μου και τις συμβουλές μου. Μου είπε επίσης ότι με βλέπει ως παλιό συνάδελφο και όχι ως Υπουργό και μου ζήτησε να την αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια, τη διαβεβαίωσα ότι και εγώ τη θεωρώ συνάδελφο και συμφωνήσαμε μάλιστα να ξεχάσουμε την υπουργική μου ιδιότητα και να μιλάμε στον ενικό. Στη συνέχεια σχεδόν κλαίγοντας ζήτησε τη βοήθειά μου γιατί μερίδα του Τύπου της καταλόγιζε, ότι αφαίρεσε παράτυπα δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, δήθεν για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία, με πραγματικό σκοπό να αποτρέψει την άσκηση ποινικής δίωξης. Ούτε κατ΄ ελάχιστον δεν προσεγγίζουν την πραγματικότητα οι ανωτέρω αναφορές του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος δυστυχώς στη δημόσια αυτή επιστολή του προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής, κ. Νίκο Βούτση, παραθέτει δήθεν λεγόμενά μου από την φαντασία του, στην αγωνιώδη προσπάθειά του να καλύψει το πανθομολογούμενο ατόπημά του να παρέμβει ενεργά στη Δικαιοσύνη.
Ενώ συνομολογεί ότι ζήτησα να τον συναντήσω για να μου εξηγήσει τα διαδιδόμενα από αυτόν περί «πραξικοπήματος», με εμφανίζει να απευθύνομαι προς αυτόν με αβρότητα και ότι τάχα του ζήτησα να με αντιμετωπίσει ως συνάδελφο και όχι ως Υπουργό, λόγια που δεν ειπώθηκαν από εμένα. Στη συνέχεια αναφέρει εν γνώσει της αναληθείας ότι δήθεν, σχεδόν κλαίγοντας, του ζήτησα τη βοήθειά του (sic!) διότι μερίδα του Τύπου μου καταλόγιζε ότι αφαίρεσα παράτυπα δικογραφία που χειριζόμουν. Η αλήθεια, την οποία γνωρίζει, αλλά δεν αποκαλύπτει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης είναι ότι ο ίδιος πιεστικά μου ζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου δήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Μάλιστα επί λέξει μου δήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του. Τότε εξέφρασα την απορία μου για το γεγονός γνώσεως υπ' αυτού της εκ των προτέρων δικανικής κρίσεως της εισαγγελέως Διαφθοράς. Και επίσης απήντησα ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι εκ του νόμου μυστική και ότι λυπάμαι για το γεγονός της εκ μέρους του απόπειρας παραβίασης του απορρήτου. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … )
Επίσης δημοσιεύματα στον Τύπο της απέδιδαν, ότι χειρίσθηκε δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και μολονότι, ο σύζυγος και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές της Ν.Δ. δεν δήλωσε αποχή όπως ορίζεται στα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης αναφέρει, εν γνώσει της αναληθείας ότι κατά τη συνάντησή μας του ανέφερα δήθεν, ότι αυτά μου απέδιδαν τα ανωτέρω δημοσιεύματα στον Τύπο, ενώ η αλήθεια που γνωρίζει είναι ότι δεν αναφέρθηκα σε αυτά κατά τη συζήτησή μας. Σκοπός του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης είναι όμως να με συκοφαντήσει, ότι δήθεν χειρίσθηκα δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, στις οποίες έπρεπε να δηλώσω αποχή τάχα. Δεν εξειδικεύει όμως σε ποίες δικογραφίες ώφειλα να δηλώσω αποχή, ώστε να δημιουργεί άμεσα, με τον τρόπο αυτόν, για το πρόσωπό μου, την εικόνα ενός διεφθαρμένου εισαγγελικού λειτουργού, που δεν διστάζει να εξυπηρετήσει συμφέροντα, δολίως υπ΄αυτού συνδυαζομένης της οικογενειακής μου κατάστασης. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Επιπλέον μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες. Η δήλωση αυτή του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης συνιστά, κατ΄ ουσίαν, προαναγγελία μίας προειλημμένης αποφάσεως πειθαρχικής μου δίωξης.
Δεν του ανέφερα ότι φοβάμαι μήπως μου ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, και τούτο αναφέρει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης εν γνώσει της αναληθείας του. Δεδομένης της υπ΄αριθμ. Πρωτ. 5594/15 Διατάξεως του κ. Νικολάου Παντελή, Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατόπιν της διενεργηθείσης διοικητικής εξέτασης που προκλήθηκε μετά την από 24.11.2015 αναφορά δημοσιογράφου ως προς την δήθεν «αφαίρεση» της αναφερόμενης, στην επιστολή του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης δικογραφίας, η οποία τέθηκε στο αρχείο, και στην οποία κρίθηκε ότι δεν αφαίρεσα, αλλά αντιθέτως, ορθώς χρεώθηκε σε μένα η εν λόγω δικογραφία, ουδένα λόγο είχα να φοβάμαι μήπως μου ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, όπως αναληθώς αναφέρει ο κ. Υπουργός. Ως εκ τούτου διαδίδων ο κ. Υπουργός τα ανωτέρω τελούσε σε γνώση ότι έχει ήδη ερευνηθεί με προηγουμένη διοικητική εξέταση, το προδήλως ερευνώμενο ζήτημα της χρέωσης της εν λόγω δικογραφίας εις εμέ, την οποία «χρέωση δικογραφίας» επιμένει να αποκαλεί «αφαίρεση δικογραφίας». (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Της απάντησα ότι αντιλαμβάνομαι τη δύσκολη θέση της, ότι θα τη βοηθήσω όσο μπορώ, πρόθεση που επανειλημμένως έχω εκφράσει δημοσίως για όλους τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς και ότι δεν επιθυμώ η θητεία μου, ως υπουργού, να συνδεθεί με πειθαρχική δίωξη εναντίον πρώην συναδέλφου μου. Δεν αποδεικνύεται συνεπής η θέση του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, καθόσον φαίνεται ότι η θητεία του ως Υπουργού συνδέεται, όχι (μόνον) με πειθαρχική δίωξη, αλλά με ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Της συνέστησα όμως να είναι προσεκτική στο μέλλον, διότι η νομική μου άποψη ήταν ότι και την δικογραφία δεν έπρεπε να ζητήσει από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και έπρεπε να έχει κάνει δηλώσεις αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Εάν η άποψη που συνομολογεί ότι εξέφερε ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης προς εμέ, ήταν νομική, τούτο δεν μεταβάλλει το παράνομο της συμπεριφοράς του, διότι δεν επιτρέπεται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης να εκφέρει είτε νομική είτε πραγματική άποψη προς Εισαγγελέα Εφετών, που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση σε κακουργήματα, για θέματα που άπτονται της δικογραφίας που ερευνά, έστω και εάν αυτά αφορούν στη διαδικασία της χρέωσης, για την οποία γνώριζε ότι έχει τηρηθεί η νομιμότητα. Με βάση τη συνταγματική επιταγή της διακρίσεως των εξουσιών, δεν επιτρέπεται σε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας να παρεμβαίνει με «νομικές απόψεις», όπως συνομολογεί ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, υποδεικνύων ότι δεν έπρεπε να ζητήσω τη δικογραφία από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς ή ότι δήθεν έπρεπε να κάνω δήλωση αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Επαναλαμβάνει δε την ίδια προσβλητικότατη διατύπωση για το πρόσωπό μου, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για όποιον αναγιγνώσκει το κείμενο της από 2.3.2016 επιστολής του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής, ότι αποκλειστικός σκοπός του είναι η συκοφαντική μου δυσφήμηση. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Πράγματι δε, της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 4022/2011 και 4139/2013 και τη σχετική εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς η εκφορά της νομικής μου άποψης απευθυνόμενος στην κα Τσατάνη, κατά την επιδιωχθείσα από την ίδια συνάντησή μας, για την αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα της υπόθεσης από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς και συνεπώς την αναγκαιότητα, σύμφωνα με το νόμο, της επιστροφής της δικογραφίας στην αρμόδια Εισαγγελέα, δεν υποκρύπτει την παραμικρή υπόνοια παρέμβασής μου ή επηρεασμού της δικανικής της άποψης. Επισημαίνω δε ότι απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς για τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης δεν είναι νόμιμη η συνομολογούμενη από αυτόν συμπεριφορά, διότι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές απαριθμώνται στην Απόφαση του κ Πρωθυπουργού Αριθμ. Υ 30 («Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» ΦΕΚ 2183/12.10.2015), ούτε θα μπορούσε άλλωστε να περιλαμβάνεται η διατύπωση συστάσεων και υποδείξεων στο δικαστικό σώμα. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … )
Συζήτηση έγινε και για τις δηλώσεις αποχής, που επίσης κατά τη νομική μου άποψη, έπρεπε να είχε υποβάλει, αλλά επειδή πρόκειται για ιδιωτική συνομιλία και μάλιστα μετά από παράκληση της συνομιλήτριάς μου να τη βοηθήσω, οι αρχές μου και ο χαρακτήρας μου δεν μου επιτρέπουν να αποκαλύψω το πλήρες περιεχόμενό της προς το παρόν και θα αναφερθώ στο μέλλον αν απαιτηθεί. Στο τέλος η κα Τσατάνη μού είπε ότι θα σκεφθεί όσα συζητήσαμε και ζήτησε να ξαναμιλήσουμε και τώρα που γνωρισθήκαμε να κρατήσουμε επαφή. Είναι ανέξοδη η επιφύλαξη του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, καθότι στους αναληθείς ισχυρισμούς του προαναγγέλλει ο ίδιος ότι θα προσθέσει και άλλους στο μέλλον «αν απαιτηθεί». Ούτε βεβαίως του είπα ότι θα σκεφθώ όσα συζητήσαμε κι ούτε του ζήτησα να ξαναμιλήσουμε. Αυτό που του ζήτησα ήταν να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης, που έχει υπηρετήσει, και να μην συνεχίσει να διαδίδει περί πραξικοπήματος, διότι δεν είχε καμία ουσιαστική ή νομική βασιμότητα, ενώ εκείνος συνέχιζε με απαξιωτικό τρόπο «να μου κουνάει το χέρι» υποδεικνύοντας «όπως ο δάσκαλος στο μαθητή του» να επιστρέψω τη δικογραφία που χειριζόμουν στην κ. Εισαγγελέα Διαφθοράς. Πράγματι μετά από λίγες ημέρες της τηλεφώνησα και εκείνη επικαλούμενη ότι ήταν καθ’ οδόν προς την οικία της, όπως αναφέρει και στην αναφορά της, μού τηλεφώνησε η ίδια σε λίγα λεπτά, οπότε και της επανέλαβα τα ίδια που της είχα πει στο γραφείο μου και εκείνη μου είπε και πάλι ότι θα σκεφθεί τι θα πράξει. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κα Τσατάνη ισχυρίζεται στην αναφορά της ότι έχει αποδεικτικά στοιχεία για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες μας. Δεν διευκρινίζει όμως εάν έχει κρατήσει τις εκατέρωθεν κλήσεις ή έχει μαγνητοφωνήσει την ιδιωτική μας συνομιλία κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 370Α Π.Κ. Πάντως η αναγραφή δήθεν φράσεών μου στο κείμενο της αναφοράς της εντός εισαγωγικών και με χρήση αποσιωπητικών, υπό μορφή απομαγνητοφωνημένου κειμένου, και μάλιστα 3 μήνες μετά τη συνομιλία μας, οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι η Εισαγγελίας Εφετών διαθέτει πολύ δυνατή μνήμη. Απορίας άξιον είναι, γιατί ακριβώς διερωτάται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, για τον τρόπο με τον οποίον εξασφαλίζω τις αποδείξεις για τους ισχυρισμούς του, ή ότι οι τηλεφωνικές μας επικοινωνίες έχουν ακριβώς όπως τις περιγράφω; (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω ότι με μεγάλη λύπη αναφέρομαι σε όσα συζητήσαμε ιδιωτικά με την κα Τσατάνη και εξ αυτού του λόγου περιορίζομαι να απαντήσω αποκλειστικά και μόνο σε όσα αποκάλυψε η ίδια. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ουδέποτε αναφέρθηκα στο πρόσωπο της κας Τσατάνη δημοσίως ή ιδιωτικώς, ουδέποτε δήλωσα ή υπονόησα ότι συμμετέχει σε δικαστικά πραξικοπήματα και αγνοώ για ποιο λόγο θεώρησε ότι τα δικαστικά πραξικοπήματα την αφορούν προσωπικά. Είναι κάπως αργά να ανακαλέσει τις βαρείες προσβολές προς το πρόσωπό μου, ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, και η απολογητική του στάση, ότι ουδέποτε αναφέρθηκε δημοσίως ή ιδιωτικώς σε συμμετοχή μου σε δικαστικά πραξικοπήματα, ενώ έχει ο ίδιος, εμμέσως παραδεχθεί, διά της υποδείξεως προς εμέ να επιστρέψω τη δικογραφία που «αφήρεσα» από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, πράγμα το οποίο παραπέμπει ευθέως σε «πραξικοπηματικού χαρακτήρα» ενέργεια όποιου είχε επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά. Πέραν της οπισθοχώρησης που χαρακτηρίζει αυτήν την διατύπωση από τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, διερωτώμαι, για ποίον λόγο τότε δεν αναφέρει τελικά, σε ποιο δικαστικό πραξικόπημα αναφέρθηκε, στην τελικώς διατυπωθείσα δημοσίως, στη Βουλή των Ελλήνων, δήλωσή του της 27.11.2015, δηλαδή μερικές εβδομάδες μετά τις ανεπίσημες διαδόσεις του περί δικαστικού πραξικοπήματος ; Γιατί δεν αναφέρεται ευθέως σε ποιο δικαστικό πραξικόπημα αφορούσε η δήλωσή του αυτή της 27.11.2015; (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Είναι κατ’ αρχάς γνωστό ότι εγώ για πρώτη φορά αναφέρθηκα σε επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα την 27-11-2015, σε ομιλία μου στη Βουλή των Ελλήνων. Δεν ήταν αναγκαίο λοιπόν, στο σημείο αυτό, να κατονομάσει o κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, συγκεκριμένα πρόσωπα δικαστικών λειτουργών, που είχαν εξωτερικεύσει, το αργότερο μέχρι την 27.11.2015, συμπεριφορά που ενεδείκνυε «επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα»;;; (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Είναι επομένως εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός της Εισαγγελέως ότι στα μέσα Νοεμβρίου ζήτησε να συναντηθούμε για να της εξηγήσω και να λυθούν οι τυχόν παρεξηγήσεις για δηλώσεις που δεν είχα ακόμη κάνει και όταν τις έκανα, όπως προαναφέρω, δεν αφορούσαν την κα Τσατάνη. Στη δημόσια δήλωσή του ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, αναφερόμενος στον ισχυρισμό μου, είπε ότι «…η κα Τσατάνη παραδέχεται στην ανακοίνωσή της ότι με επισκέφθηκε στο γραφείο μου, με δική της πρωτοβουλία. Εντυπωσιακά αστείο είναι ότι σαν αιτία επικαλείται της επίσκεψης της δηλώσεις που δεν είχα κάνει ακόμα, αλλά έκανα 15 μέρες μετά τη συνάντηση μας. Η αλήθεια είναι ότι με επισκέφθηκε για την συμβουλεύσω και να τη βοηθήσω». Αγνοώ τι αντιλαμβάνεται ο κ. Παπαγγελόπουλος ως «εντυπωσιακά αστείο», πλην όμως η άποψή του για «δικαστικό πραξικόπημα» είχε διατυπωθεί ήδη εβδομάδες πριν τη συνάντησή μας, και ήταν άλλωστε ο μόνος λόγος που ζήτησα να συναντηθούμε.
Μάλιστα αρχικώς του είπα ότι μπορούμε να βρεθούμε στο γραφείο μου, αλλά εκείνος αρνήθηκε και μου είπε ότι θα με δεχόταν στο γραφείο του στο Υπουργείο. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Μετά τη συνάντησή μου με την Εισαγγελέα Εφετών μεσολάβησε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου και η συνέντευξή του, όπου εκφράσθηκε με επαινετικούς επαινετικούς χαρακτηρισμούς για την κα Τσατάνη. Είναι σαφές ότι η Εισαγγελέας Εφετών παραδέχεται μεν ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, αλλά αισθάνεται αμήχανα ως προς τα προφανή κίνητρά της, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την αποφυγή πειθαρχικού ελέγχου για τις υπηρεσιακές της ενέργειες. Η αμηχανία αυτή την αναγκάζει να επινοεί αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας της για τη συνάντησή μας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται από την κοινή λογική. Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχουν άλλα κίνητρα. Στο σημείο αυτό κορυφώνεται η συκοφαντία. Ο κ. Παπαγγελόπουλος πανηγυρίζει με την ειλικρινή μου θέση, ότι εγώ ζήτησα να τον δω, πλην όμως δεν τον τιμά καθόλου ο λόγος που ζήτησα να τον δω, πολλώ δε μάλλον δεν τον τιμά η διαρκής υπόδειξή του να παραδώσω τη δικογραφία, που χειριζόμουν. Δεν αισθάνθηκα αμήχανα ως προς οιοδήποτε κίνητρο, όπως προσβλητικά και θρασύτατα αναφέρει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ούτε βεβαίως με ανάγκασε καμία αμηχανία να επινοήσω αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας μου για τη συνάντησή μας, αντιθέτως η αμηχανία είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, που έχει εκτεθεί σε μία δημόσια συνομολόγηση παράνομης παρέμβασης στη Δικαιοσύνη. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι για την αφαίρεση της δικογραφίας από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης είχαν υπάρξει δημοσιεύματα, προγενέστερα της συνάντησής μας, και επομένως δεν είχα ενημερωθεί από την κα Ράικου, όπως υπονοεί η κα Τσατάνη, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Εισαγγελέας Εφετών ουδέποτε με κατηγόρησε για «απόπειρα παραβίασης του απορρήτου» κατά τη συνάντησή μας, ενόσω δηλαδή καταπτοημένη και μεταξύ συναισθηματικών εξάρσεων ζητούσε τη βοήθειά μου, η δε σχετική περικοπή της αναφοράς της δεν είναι αληθής. Αποδεικνύει δε πλήρως την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά μου και την μη περαιτέρω ενασχόλησή μου με την υπόθεση το γεγονός ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, η ίδια αναφέρθηκε στην υπόθεση και μου ζήτησε τις συμβουλές μου, ενώ εγώ κατά τα λεγόμενα της ίδιας της κας Τσατάνη δεν ζήτησα καμιά πληροφορία για την ουσία της υπόθεσης και δεν υπέδειξα την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κινήθηκε εις βάρος της κας Τσατάνη καμιά πειθαρχική διαδικασία παρά εκφρασμένους από την ίδια κατά τη συνάντησή μας φόβους και δεν επεδίωξα μέχρι σήμερα καμιά περαιτέρω επικοινωνία μαζί της. Αξιοσημείωτο επίσης είναι, ότι η κα Τσατάνη στην αναφορά της ισχυρίζεται, ότι καθυστέρησε την υποβολή της για να μη θεωρηθεί, ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της δικογραφίας. Είναι επομένως προφανής τόσο η επιμέλεια όσο και το ενδιαφέρον της να ολοκληρώσει η ίδια την προκαταρκτική έρευνα. Επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου για τις αναληθείς και προσβλητικές αυτές διατυπώσεις του κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, πλην όμως συνομολογεί ο ίδιος, εμμέσως πλην σαφώς, ότι έκανε λόγο για «αφαίρεση της δικογραφίας» από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης, και μάλιστα στηρίζει αυτήν τη γνώση του σε «δημοσιεύματα προγενέστερα της συνάντησής μας», και επομένως επιχειρεί ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης να απολογηθεί για τις διαρκείς παρεμβάσεις του, ότι δήθεν δεν είχε ενημερωθεί από την κα Ράικου, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η προσπάθειά του όμως πέφτει στο κενό, διότι καθίσταται προφανές, ότι επικαλείται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης τη γνώση του περί προγραμματισμένης άσκησης ποινικής δίωξης σε περίοδο διενεργούμενης, ακόμη, προκαταρκτικής εξετάσεως. Αυτή η γνώση είναι επιλήψιμη, είναι παραβίαση απορρήτου, είναι παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κας Τσατάνη και λυπάμαι ειλικρινά γιατί με ανάγκασε κατά παράβαση των αρχών μου να αποκαλύψω λίγες πτυχές από την ιδιωτική συζήτηση που είχα μαζί της, μετά από δικό της αίτημα, προκειμένου να τη βοηθήσω και να τη συμβουλεύσω. Εύχομαι ολόψυχα να μην αναγκασθώ να αποκαλύψω όλη τη συζήτησή μας. Τον καλώ να επιβεβαιώσει όλη την συζήτησή μας, η οποία έγινε όπως παρατίθεται στην από 22.2.2016 αναφορά μου, την οποία κατέθεσα στην κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. (Αναφέρεται περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης σε συμπτώσεις, και δη ότι … ) Τέλος πρέπει να επισημάνω και ορισμένες αξιοπερίεργες συμπτώσεις στην υπόθεση αυτή.
Συγκεκριμένα στην από 24-2-2016 επιστολή του προς εμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ άλλων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σύμφωνα με την προαναφερθείσα χθεσινή ανακοίνωση του κ. Βγενόπουλου, την Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016, η κα Τσατάνη περάτωσε την Προκαταρκτική Εξέταση, την οποία διεξήγαγε και με σχετική Διάταξη της υπό στοιχεία 1/22-2-2016, αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενδείξεις περί διάπραξης αδικημάτων και ότι η όλη υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι «εκ συμπτώσεως», κατά την ίδια ημερομηνία ο κ. Βγενόπουλος, ως είχε προκαθοριστεί, εμφανίστηκε ενώπιον της 10ης Ανακριτρίας κας Μ. Ευαγγέλου για ανάκριση, αρνούμενος και πάλι να ανακριθεί. Επικαλέστηκε δε, όπως πληροφορούμαι από τις Κυπριακές ανακριτικές Αρχές, τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί. Απ’ ό,τι πληροφορούμαι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο έχει σταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Οι «συμπτώσεις» στις οποίες αναφέρεται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης είναι εξηγήσιμες λόγω της δικής του σχέσης με τον ομόλογό του Υπουργό της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι … ) Με την παρούσα επιστολή μου αναφέρομαι μόνο στα πραγματικά γεγονότα και δεν ασχολούμαι καθόλου με το νομικό μέρος της αναφοράς σε βάρος μου. Όσο είναι ηθικά ανεπίτρεπτη η αποκάλυψη και η προσπάθεια ποινικοποίησης μιας ιδιωτικής συνομιλίας που έγινε με πρωτοβουλία της κας Τσατάνη, προκειμένου να ζητήσει ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, άλλο τόσο είναι και νομικά αβάσιμη, εφ’ όσον δεν προκύπτει η ελαχίστη αναφορά για δήθεν παρέμβασή μου ως προς την ουσία της υπόθεσης και την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς η πείρα μου και οι νομικές μου γνώσεις μού επιτρέπουν να έχω σχηματίσει ασφαλή εκτίμηση και κρίση για τα κίνητρα και τους σκοπούς της κας Τσατάνη. Είμαι βέβαιος ότι κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ποια είναι η βοήθεια που δήθεν ζήτησα και ποια είναι τα κίνητρά μου, κ. Πρόεδρε του Αρείου Πάγου; Με προσβάλλει διαρκώς ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει συνομολογήσει συμπεριφορά παρέμβασης στη Δικαιοσύνη, και γι΄αυτό θα ασκήσω κάθε νόμιμο δικαίωμά μου εναντίον του για την αποκατάσταση της τρωθείσης τιμής και υπολήψεώς μου. Επιφυλασσομένη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, ακόμη και για την προσθήκη περαιτέρω λόγων και περιστατικών, καθώς επίσης και για την κατάθεση γραπτών εξηγήσεων επί της πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, σας υποβάλλω την παρούσα αίτησίν μου και ζητώ να εξαιρεθείτε από την διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, να διαβιβάσετε στην κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, λόγω αρμοδιότητος, την παρούσα αίτησίν μου, και να απέχετε από κάθε πράξιν σχετικήν προς αυτήν, μέχρις οριστικής κρίσεως επί της παρούσης, από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, που θα επιληφθεί αυτής. Διά του εις εμέ κοινοποιηθέντος εχθές υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 εγγράφου σας, συνομολογείται, τελικώς, παρ΄Υμών, σε απάντηση της από 1-4-2016 αιτήσεώς μου, ότι «από το περιεχόμενο των εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων, προκύπτει σαφώς ποιες είναι οι αποδιδόμενες πράξεις», ενώ μου αναφέρετε ότι «κατά διαρκή και πάγια τακτική επιδίδεται στον εκάστοτε ελεγχόμενο η εις βάρος του υποβληθείσα αναφορά και το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό και με βάση αυτά καλείται να δώσει εξηγήσεις και ουδέποτε συντάσσεται ειδικό έγγραφο καταγραφής των αποδιδόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων.» Αναφέρεσθε «στο ύφος της αίτησής μου», χωρίς να εξειδικεύετε τι εννοείτε με το χαρακτηρισμό αυτόν, προδίδοντας στο σημείο αυτό, την ένταση που σας χαρακτηρίζει από την ενασχόλησή σας με το πρόσωπό μου.
Με την από 1-4-2016 δεν έπραξα τίποτε άλλο από την ενάσκηση νομίμου δικαιώματός μου, να ζητήσω δηλαδή την αναλυτική παράθεση των περιστατικών, με βάση τα οποία εσείς ελέγχετε την τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος. Ειδικότερα, με την από 1-4-2016 αίτησή μου ζήτησα από εσάς την αναγκαία πληροφόρηση με σημείο αναφοράς τόσο την «φύσιν» όσο και τον «λόγον» της κατηγορίας, που ερευνάται στην παρούσα πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση. Η πρώτη (: η φύση) αφορά τη νομική βάση της κατηγορίας, τον δοθέντα, δηλαδή, από τις αρμόδιες κρατικές αρχές νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως• έτσι, ο κατηγορούμενος γνωρίζει τις διατάξεις που στηρίζουν τη σε βάρος του κατηγορία. Ο δεύτερος (: ο λόγος) αφορά τα πραγματικά περιστατικά που φέρεται να έχει διαπράξει ο εγκαλούμενος και που συγκροτούν την πραγματική βάση της κατηγορίας. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι λεπτομερής. Και μπορεί μεν η έκταση της πληροφορήσεως να διαφοροποιείται ανάλογα με την υπόθεση, ο πυρήνας όμως του δικαιώματος είναι σαφής: η πληροφόρηση πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο κατηγορούμενος να μπορεί να κατανοήσει πλήρως τη σε βάρος του κατηγορία και να προετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπισή του. Φανερός είναι εδώ ο καθοριστικός ρόλος του κατηγορητηρίου, στο βαθμό που από τη γνωστοποίησή του ο εγκαλούμενος ενημερώνεται κατά τρόπο επίσημο για τη νομική και πραγματική βάση της κατηγορίας, όπως δεδομένη πρέπει να θεωρηθεί η παραβίαση στην περίπτωση αοριστίας του κατηγορητηρίου. Αναφέρομαι στα ερωτήματα που τίθενται στο υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 έγγραφό σας, προκειμένου να μην θεωρηθεί ποτέ, ότι απέφυγα επί της ουσίας τις εξηγήσεις μου, αν και αυτές πρέπει να τύχουν της κρίσεως άλλου δικαστικού λειτουργού, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεως εξαιρέσεως. Τα ερωτήματά σας προδίδουν περαιτέρω παραλείψεις σας, καθόσον μνημονεύετε έγγραφα, τα οποία δεν μου έχετε παραδώσει, προκειμένου να ελέγξω τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτά. Ειδικότερα, στο υπ΄αριθμ. 1 α) και β) ερώτημά σας, παρά το γεγονός, ότι έχει διενεργηθεί επ΄αυτού προηγουμένη έρευνα και έχει ήδη αποφανθεί ο κ. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εν γνώσει σας, με το υπ΄αριθμ. 5594/2015 έγγραφό του, αναφέρεσθε στην αναφορά του κ. Ι. Αγγελή, Εισαγγελέως Εφετών, και στις δικογραφίες που χειρίζονταν οι Εισαγγελείς των εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς. Επ΄αυτών αναφέρθηκα διεξοδικώς ανωτέρω, ότι με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο και ιδιαίτερα: της ζητήσαμε τόσο να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, όσο και να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής, και ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση. Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της. Σημειωτέον, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή. Επομένως ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς οι υπό κρίση πράξεις. Η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής, του κ. Α. Ελευθεριάνου, απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν της ανωτέρω παραγγελίας μας, υποστηρίχθηκε από τον κ. Ι. Αγγελή με το υπ΄αριθμ. ΕΚΔ 13.263β ΦΔΣ 4794/15 Κατεπείγον έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, υπογεγραμμένο από τον κ. Ι. Αγγελή. Με το ανωτέρω έγγραφό του ο κ. Ι. Αγγελής ζητά από την EUROJUST στην Ολλανδία να μεσολαβήσει για την κατεπείγουσα και κατ΄απόλυτη προτεραιότητα ικανοποίηση του αιτήματος αυτού. Με το ίδιο ως άνω έγγραφο προτείνει ο κ. Ι. Αγγελής, υπό την ιδιότητά του ως Εθνικού Ανταποκριτή της Ελλάδος στην EUROJUST, ο οποίος συνεπικουρεί το Εθνικό Μέλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τη διενέργεια, στο πλαίσιο της EUROJUST, μιας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης σε συνέχεια αυτής της 4-9-2014, μεταξύ αρμοδίων Δικαστικών Αρχών Ελλάδας και Κύπρου. Περαιτέρω ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς. Όσο για το «θόρυβο που δημιουργήθηκε, ως προς το ζήτημα αυτό, από πληθώρα δημοσιευμάτων του εντύπου και ηλεκτρονικού τύπου, τα οποία περιήλθαν σε γνώση…» σας, όπως αναφέρετε στο υπ΄αρ. Εμπ. Πρωτ. 23/4-4-2016 έγγραφό σας προς εμέ, ζητώ και πάλι να μου παραδώσετε τα δημοσιεύματα αυτά, διότι και αυτά, εφόσον τα επικαλείσθε, συνιστούν μέρος της υπό κρίση δικογραφίας. Διαφορετικά δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σε υποθετικές σκέψεις που γεννώνται σε σχέση με το ποίος προξένησε το θόρυβο, διότι η μόνη (σκέψη) που μπορώ να κάνω, ως προς τον θόρυβο που κάνει με τις δημόσιες συκοφαντικές δηλώσεις του περί το πρόσωπό μου, κατευθύνεται προς τον (υπηρεσιακώς προϊστάμενο) κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, πρώην υφιστάμενό σας, κατά την περίοδο του Σεπτεμβρίου 2015, ότε διετελέσατε Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός της Κυβερνήσεως, στην οποία και εκείνος μετείχε. Εν αναφορά προς το δεύτερο ερώτημά σας, εάν δηλαδή «ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία», αντιλαμβάνεσθε ότι η αναληθής αναφορά, τόσο του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις από 24-2-2016 επιστολές τους προς Υμάς και τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης αντίστοιχα, δεν είναι συμπτωματική, και επιφυλάσσομαι τόσο για το ερώτημά σας, όσο και για την εν λόγω αναφορά.
Όσο για το τρίτο ερώτημά σας, εάν συμμετείχα κατά τη συνδιάσκεψη της Eurojust, μεταξύ των Ελληνικών και Κυπριακών Αρχών τον Ιούλιο του 2015, και «εάν υπήρξε συμφωνία – συνεννόηση, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Εάν στην πράξη αρχειοθέτησης υπ΄αριθμ. 1/2016 έχετε συμπεριλάβει και το εν λόγω αδίκημα της δωροδοκίας του Κύπριου Τραπεζίτη και εάν τηρήθηκε η ως άνω συμφωνία, δηλαδή εάν σας είχαν, εν τω μεταξύ, αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία». Κατ΄αρχάς παρακαλώ να δείτε με προσοχή, πώς εκτίθεται το κύρος της Προέδρου του Αρείου Πάγου, διενεργούσης την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, όταν για το ανωτέρω ερώτημα, του οποίου έλαβα, τυπικώς, γνώση σήμερα, από εσάς, έχει ήδη λάβει γνώση το πανελλήνιο, από την ομιλία του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, στη Βουλή: «…Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου; Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα.» Στον φυσικό Δικαστή, που θα κρίνει, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεως εξαιρέσεως, απαντώ, ότι κατά τη συνάντηση του Ιουλίου 2015, δεν υπήρξε «συμφωνία – συνεννόηση» με δεσμευτικό χαρακτήρα μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Εκ των επισήμων συμπερασμάτων της συντονιστικής συνάντησης της 10-7-2015, τα οποία μου παραδώσατε μεταξύ των εγγράφων της προκαταρκτικής πειθαρχικής δικογραφίας που Υμείς σχηματίσατε, ως υπ΄αριθμ. 6 ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ, και τα οποία τιτλοφορούνται παρ΄ Υμών ως «Συμπεράσματα», προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία, ότι οι Κυπριακές Αρχές δεσμεύτηκαν να ανταποκριθούν, το συντομότερο δυνατόν, στο αίτημα των Ελληνικών αρχών, μέσω των κατάλληλων διαδικασιών (MLA), και μάλιστα εντός του θέρους. Το έγγραφο αυτό συνετάγη από τον κ. Νικόλαο Πασχάλη και είναι πρόδηλο, ότι αποτυπώνει επακριβώς όσα συζητήσαμε κατά τη συνάντηση αυτήν, κατά την οποίαν, ειρήσθω εν παρόδω, δεν τηρήθηκαν πρακτικά, ως είθισται, σε παρόμοιες συντονιστικές συναντήσεις. Εις τούτο δε, δηλαδή τη μη τήρηση πρακτικών, συμφωνήσαμε άπαντες οι συμμετέχοντες λειτουργοί. Για την πληρότητα της απάντησής μου παραπέμπω στην από 16 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Ελένης Ράϊκου ενώπιόν σας, η οποία ουσιωδώς διαφέρει της από 7 Μαρτίου 2016 εκθέσεως ένορκης εξέτασης της ιδίας ενώπιόν σας, αφού η κ. Ε. Ράϊκου επιβεβαιώνει ότι αποσαφήνισα πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι «…μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, αφού αφορά και έλληνα πολίτη...», ανεξάρτητα από την περαιτέρω αναφορά της, ότι «…εκείνοι δυσανασχέτησαν…», γεγονός που δεν ενθυμούμαι, ούτε επιβεβαιώνεται από άλλες καταθέσεις. Εάν όμως είναι έτσι τα πράγματα, τότε το γεγονός, ότι ξεκαθάρισα στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, τούτο έχει διττή σημασία, δηλαδή και νομική και πραγματική. Ειδικότερα, με ειλικρίνεια τοποθετήθηκα προς τους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι νομικώς δεν έχουμε τη διακριτική ευχέρεια, λόγω της αρχής της υποχρεωτικότητας της κίνησης της ποινικής δίωξης, που διέπει το ελληνικό δικονομικό σύστημα, να απεμπολήσουμε ή να εκχωρήσουμε, με συμφωνία, όπως αυτή που με ρωτάτε, την ποινική δίωξη σε άλλο κράτος. Περαιτέρω έχει και μια πραγματολογική διάσταση η απάντησή μου, την οποία επιβεβαιώνει η κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέας Εφετών Διαφθοράς, προς εσάς: Δεν θα μπορούσα να αποκρύψω στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, γι΄αυτό και τους το ξεκαθάρισα, ώστε είχαν πλήρη γνώση ότι ερευνάται από την ελληνική πλευρά και το ζήτημα της δωροδοκίας. Παρότι το σχετικό μας αίτημα είχε υποβληθεί διά της με αρ. πρωτ. 74407/16-3-2015 σχετικής ημών παραγγελίας, οι Κυπριακές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν και έτσι προφορικώς περί το μήνα Σεπτέμβριο, επικοινώνησα τηλεφωνικώς, με τους κ. Κλεόπα και τον κ. Νικολεττή (τηλεφωνικός αριθμός0035799660351), εάν ενθυμούμαι καλώς για να τους υπενθυμίσω την άμεση εκτέλεση του αιτήματός μας, κάνοντας μάλιστα μνεία και των σχετικών μας δικονομικών διατάξεων για την οριζόμενη κατά νόμο περιοριστική χρονική διάρκεια (τρίμηνο και παράταση τρίμηνη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, άρ. 31 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) της διενεργουμένης, κατά το Ελληνικό Δίκαιο, προκαταρκτικής εξέτασης. Ο δεύτερος υπεσχέθη ότι θα ρύθμιζε άμεσα τούτο. Η επικοινωνία μου αυτή επιβεβαιώνεται στο από 29 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφο της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Τμήμα Γ΄Αρ. Φακ. ΤΑΕ/331/4, σύμφωνα με το οποίο ετοιμάστηκαν σε ηλεκτρονική μορφή τα έγγραφα, που θα μας παρέδιδαν, εις εκτέλεση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής, οι Κυπριακές Ανακριτικές Αρχές. Η ανωτέρω επιστολή, στην οποία επισυνάπτεται κατάλογος εγγράφων – περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου, ως επίσης και ένας ψηφιακός δίσκος (DVD), διαβιβάζεται από την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ την 29 Σεπτεμβρίου 2015, στο Κυπριακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ούτως ώστε να αποσταλούν εις ημάς. Στο ανωτέρω έγγραφο σημειώνεται επίσης, ότι η ετοιμασία των εγγράφων σε ηλεκτρονική μορφή δεν έχει ολοκληρωθεί και με την ολοκλήρωσή της θα απεστέλετο και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, που ζητήθηκε με το αίτημα δικαστικής συνδρομής.
Το έγγραφο αυτό υπογράφεται από τον κ. Χρ. Μαυρομμάτη, Ανώτερο Υπαστυνόμο, τον οποίον για την εξακρίβωση της αληθείας, ζητώ να καλέσετε ως μάρτυρα. Εν τω μεταξύ, και επειδή δεν είχαμε λάβει μέχρι την 22 Οκτωβρίου 2015 την αιτηθείσα δικαστική συνδρομή, υπέβαλα έγγραφο αίτημα, με αριθμό πρωτοκόλλου 58260 / 22-10-2015, για την επίσπευση εκτέλεσης του αιτήματος μέσω του Τμήματος Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου μου, έφθασε η από 27 Οκτωβρίου 2015 επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς το Τμήμα Εκδόσεων & Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, με την οποία αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. Πρωτ. 13263 ΦΔΣ 4794/15 από 02/04/2015 παραγγελία και στο κατεπείγον υπ΄αύξ. Αριθμ. 406/2015 αίτημα του Επίκουρου Εισαγγελέως Διαφθοράς κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου, με την οποία επιστολή τους οι Κυπριακές Αρχές αποστέλλουν έγγραφα, ικανοποιώντας μερικώς το αίτημα των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, όπως αναφέρεται στο από 10-11-2015 έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών προς εμένα. Έκτοτε η επόμενη διαβίβαση εγγράφων και στοιχείων από τις Κυπριακές Αρχές προς εμέ διενεργήθηκε την 27-1-2016, ότε και σύμφωνα με το από 27/1/2016 με αρ. πρωτ. ΕΚΔ 17110 ΦΔΣ 4794/15 έγγραφο της κ. Ευγενίας Κυβέλου, Αντεισαγγελέως Εφετών, προς εμέ, γνωστοποιήθηκε ότι «…Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών εγγράφων, Σας διαβιβάζουμε το υπ΄αριθμ. Πρωτ. Υ.Δ.Δ.Τ.12.3.002.207/1/2420 από 13-01-2016 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα, συνοδευόμενη από ένα ψηφιακό δίσκο (CD) και Σας κάνουμε γνωστό ότι το ανωτέρω αίτημά Σας για παροχή δικαστικής συνδρομής από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως.» Ενδιαφέρον έχει βεβαίως και η επισήμανση στο κατά τα ανωτέρω συνημμένο έγγραφο της ικανοποίησης του αιτήματος δικαστικής συνδρομής από τις Κυπριακές Αρχές, ότι ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Χίντικος αναφέρει την εξής φράση: «…Είμαστε πάντα στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πρόσθετη βοήθεια απαιτείται», μη διατηρώντας καμία επιφύλαξη για περαιτέρω προσκομιδή άλλων στοιχείων. Λεκτέον ότι συνολικά μας απεστάλησαν σε ηλεκτρονική μορφή, δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα δύο (2.442) έγγραφα, εάν οι χειρόγραφες σημειώσεις μου δεν με απατούν, τις οποίες τήρησα για τη σύνταξη της Διατάξεώς μας, χωρίς πλέον καμία επιφύλαξη εκ μέρους των, ότι εκκρεμούν και άλλα έγγραφα τα οποία θα μας απεστέλοντο εν καιρώ, δεδομένου, ότι τους είχα ήδη επισημάνει τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια περαίωσης. Σας απήντησα έτσι λεπτομερώς, και στο τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας, ήτοι εάν στην πράξη αρχειοθέτησης υπ΄αριθμ. 1/2016 έχουμε συμπεριλάβει και το εν λόγω αδίκημα της δωροδοκίας και εάν υπήρξε η εν λόγω «συμφωνία – συνεννόηση». Ως προς το εάν μας είχαν αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές αποδεικτικά στοιχεία, σας έχω ήδη απαντήσει, ότι με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο της ζητήσαμε α) να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής. Ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση. Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της. Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα δικαστικής συνδρομής από τις ανακριτικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως. Λεκτέον στο σημείο τούτο, ότι μετά την υφ΄ημών εκτύπωσιν όλων των αποσταλέντων παραπάνω εγγράφων, σε ηλεκτρονική μορφή και μη, συνολικά κατ΄ αριθμόν 2.442 προβήκαμε εις την διεξοδικήν ανάλυσιν, επισκόπησιν, σχολαστική μελέτη και αξιολόγηση ενός εκάστου εκ των άνω εγγράφων, όπως τούτο έπραξε και ο διορισθείς από εμένα ειδικός πραγματογνώμων κ. Κωνσταντίνος Γεωργάρας, τον οποίον επίσης προτείνω ως μάρτυρα. Συγχρόνως ταξινομήθηκαν και καταχωρήθηκαν παρ΄ημών, άπαντα τα παραπάνω έγγραφα εις είκοσι έναν (21) ογκώδεις φακέλους (ντοσιέ) με συνοδευόμενο σε κάθε ντοσιέ λεπτομερή κατάλογο περιεχομένων ενός εκάστου. Περιττόν να αναφέρω ότι τα ανωτέρω αποτέλεσαν αντικείμενο κοπιώδους προσπάθειας και ολονύκτιας εις το γραφείο μου μελέτης, αξιολόγησης και καταχώρησης, για την απόδοση μιας επιμελημένης ανάλυσης όλου του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού, χωρίς να καταλειφθεί εκτός της κρίσεώς μας ουδέν. Και τούτο είναι περιττόν να αναφερθεί, διότι δεν είναι η πρώτη φορά, που εργάζομαι στο γραφείο μου με ολονύκτια μελέτη, ολόκληρα σαββατοκύριακα, 24 ώρες νυχθημερόν έχω υπηρετήσει τη Δικαιοσύνη, και σε δυσκολότερες υποθέσεις, χωρίς ποτέ να εγερθεί η ελαχίστη μομφή εις βάρος μου για το αποτέλεσμα της δικαιοδοτικής μου κρίσεως. Διό και εξίσταμαι διά την μεταχείρισίν μου παρ΄ Υμών και του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, με μεροληπτική σε βάρος μου αντιμετώπιση και μειωτικούς παρ΄ αμφοτέρων χαρακτηρισμούς, το μεν υφ΄Υμών διά ερωτήματος ότι δήθεν «αφήρεσα» την ως άνω δικογραφία και ότι εκ συμπτώσεως εξέδωσα Διάταξη την ίδια ημέρα με την ακρόαση επιχειρηματία σε ανακριτικό γραφείο (!), το δε υπό του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, παρ΄εμού μηνυθέντος και αντιδίκου μου, μετά του οποίου είχατε ιδιαίτερη υπηρεσιακή ιεραρχική σχέση προσφάτως, ως Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, αλλά και μεταγενέστερα, ότι ενήργησα πραξικοπηματικώς (!) Επισημαίνω και πάλιν, σε απάντηση του ερωτήματός σας, εάν μας είχαν αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές αποδεικτικά στοιχεία, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή. Αντιληπτόν καθίσταται όθεν, ότι ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς οι υπό κρίση πράξεις, ενώ ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς. Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα δικαστικής συνδρομής από τις ανακριτικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως. Επισημαίνω, ότι στην εν λόγω Διάταξή μας υπ΄αριθμ. 1/2016, οκτακοσίων μίας (801) σελίδων συνολικώς, μνημονεύεται η φράση ότι καταλήξαμε στη δικαιοδοτική μας κρίση για την αρχειοθέτηση της οικείας ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, «…από τα μέχρι τούδε συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία.» Κατά πάσαν περίπτωσιν και μετά την αρχειοθέτησιν, εφ΄όσον έχουν συντάξει, οι Κυπριακές ανακριτικές αρχές, οποιοδήποτε πόρισμα, δύνανται να το υποβάλουν αρμοδίως, καθ΄όσον η δικαιοδοτική μου κρίση στη Διάταξη αρχειοθέτησης συνήχθη εκ των μέχρι τούδε συλλεγέντων αποδεικτικών συνολικά στοιχείων, κατά την προαναφερθείσα στη Διάταξή μου χαρακτηριστική φράση. Διενεργείτε προκαταρκτικήν πειθαρχικήν εξέτασιν, βάσει της από 24-2-2016 επιστολής ανωτάτου Κυπρίου Εισαγγελέως, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς εκφράζει εμφανώς την αντίρρησίν του εις την διαδικαστικήν πράξιν της αρχειοθετήσεως της υποθέσεως με την υπ΄αριθμ. 1/2016 Διάταξίν μου, ως η Προκαταρκτική Πειθαρχική Εξέτασις να είναι ο μόνος δρόμος διά τυχόν ανάσυρσιν της δικογραφίας εκ του αρχείου. Πράγμα που δεν είναι αληθές. Όμως η μέσω προκαταρκτικής εξετάσεως επιδίωξις αυτού του στόχου συνεπάγεται αυτόθροον αμφισβήτησιν του τε κύρους της Δικαιοσύνης στο πρόσωπόν μου αλλά και της ιεραρχικής δομής του Εισαγγελικού θεσμού τον οποίον ευόρκως εκπροσωπώ, επισημαίνοντας ότι η προκαταρκτική εξέτασις που διενήργησα διετάχθη από την ανωτάτη ιεραρχικώς προϊσταμένη μου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η δε χρέωσις αυτής εις εμέ εγένετο υπό του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, διότι είμαι η αρχαιοτέρα εν υπηρεσία Εισαγγελεύς. Αντί λοιπόν να υποδειχθεί εις τον επιστολέα να προσκομίσει ή έστω να υποδείξει υπηρεσιακώς οψιγενή ή έστω οψιφανή στοιχεία, τα οποία αρκούν διά την ανάσυρσιν της δικογραφίας εκ του αρχείου κατ΄άρθρον 43 παρ. 5 Κ.Π.Δ. Επελέξατε ως δήθεν μόνη οδόν ανασύρσεως την προκαταρκτικήν πειθαρχικήν εξέτασιν επί υποθέσεως, η οποία και ηλέγχθη υπό της Προϊσταμένης Εισαγγελικής Αρχής του Αρείου Πάγου, διά τε το νομότυπον της αναθέσεως και της διεξαγωγής της, ώστε ευλόγως να διερωτάται τις, αν η εν λόγω προκαταρκτική, επιλεκτικώς εκ μέρους Σας (διότι σε Σας προσωπικώς απευθύνθηκε επιλεκτικώς ο άνω Γενικός Εισαγγελεύς Κύπρου), βασίμως αμφισβητεί το Κύρος, την Καθαρότητα και την Ανεξαρτησίαν όλης της Εισαγγελικής Αρχής και στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και στην διαχείρισιν της δυνατότητος ή μη ποινικής διώξεως, διά την οποίαν απολαμβάνει θεσμικής ανεξαρτησίας και έναντι Υμών ως Προέδρου του ομοίως ανωτάτου Δικαστηρίου. Με τη ρητή επιφύλαξη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, δηλώνω ότι προτίθεμαι να ζητήσω εκ νέου προθεσμία για την παροχή εγγράφων εξηγήσεων, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεώς μου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα