Λορένς Μπουν (ΟΟΣΑ): «Η Ελλάδα έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στην αγορά εργασίας και στην αγορά προϊόντων»

Λορένς Μπουν (ΟΟΣΑ): «Η Ελλάδα έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στην αγορά εργασίας και στην αγορά προϊόντων»

Η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ δήλωσε αισιόδοξη ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα εδραιωθεί την ερχόμενη διετία, αλλά τόνισε την ανάγκη να μειωθούν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, ανασφάλειας στην αγορά εργασίας και εργασιακής πίεσης και να απλοποιηθούν η νομοθεσία και το πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς προϊόντων – Κάλεσμα για επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανησυχητική στασιμότητα της διεθνούς οικονομίας

oase
Αισιόδοξη ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα εδραιωθεί την ερχόμενη διετία δήλωσε η επικεφαλής οικονομολόγος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) Λορένς Μπουν σε χθεσινή ομιλία της στην Αθήνα, τονίζοντας όμως παράλληλα ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας, την ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, την εργασιακή πίεση, την απλοποίηση της νομοθεσίας και του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς.

Η κ. Μπουν, που βρίσκεται στη χώρα μας με κλιμάκια του ΟΟΣΑ για να καταρτίσουν την ετήσια έκθεσή τους για την Ελλάδα, δεν έκρυψε την ανησυχία της για τη στασιμότητα στη διεθνή οικονομία. Όπως είπε, η στασιμότητα αυτή τρομάζει γιατί δεν είναι μια απλή επιβράδυνση του οικονομικού κύκλου, αλλά «έχει δομικά, διαρθρωτικά χαρακτηριστικά» και πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των επενδύσεων και διακυβερνητική συνεργασία. Αναγνώρισε δε ότι η στασιμότητα αυτή συνιστά εν δυνάμει απειλή για την ελληνική ανάκαμψη.

Μιλώντας στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με προσκεκλημένους σημαντικούς ξένους οικονομολόγους, η κ. Μπουν απένειμε εύσημα στη χώρα μας για την επιστροφή στην ανάπτυξη, την επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, «που ήταν δυσκολότερες από τις περικοπές δαπανών».

Επανέλαβε επίσης τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ για ανάπτυξη 1,8% φέτος, 2,1% το 2020 (αισθητά χαμηλότερα από την κυβερνητική πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8%) και 2% το 2021, επισημαίνοντας ότι κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης θα είναι οι επενδύσεις: «Η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπουμε να τονωθεί μόλις κατά 1,8% το 2020 και 1,4% το 2021, ενώ η δημόσια κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,1% και 0,7% αντιστοίχως. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (δηλαδή, οι επενδύσεις) θα κάνει τη διαφορά, αυξανόμενος κατά 10,3% το 2020 και 10% το 2021».

Η κ. Μπουν απέφυγε, ωστόσο, να απαντήσει ευθέως στην ερώτηση του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ καθηγητή Νίκου Βέττα εάν η χώρα μας έχει βγει στο ξέφωτο. «Η Ελλάδα έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο… Η Αθήνα δεν είναι όπως ήταν το 2015. Αυτό είναι ελπιδοφόρο», ανέφερε, σπεύδοντας όμως να προσθέσει ότι «πολλά ακόμη πρέπει να βελτιωθούν ως προς την ποιότητα και την ποσότητα των θέσεων εργασίας» και αναδεικνύοντας τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στην αγορά προϊόντων, εξαιτίας γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων.

Οι αδυναμίες στην αγορά εργασίας

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ αναφορικά με την ποσότητα και την ποιότητα των θέσεων εργασίας, η Ελλάδα:

Κλείσιμο
- Βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ ως προς το ποσοστό απασχόλησης, το οποίο διαμορφώθηκε στο 59,5% το 2018, έναντι μέσου όρου 72,8%. Τη χειρότερη επίδοση έχει η Τουρκία με 55,6%.

- Εξακολουθεί να έχει θλιβερή πρωτιά στο ποσοστό ανεργίας με 19,5% πέρυσι, έναντι μέσου όρου μόλις 5,5% στις χώρες του ΟΟΣΑ.

- Κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά υποχρησιμοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού: 41,4%, έναντι μέσου όρου 26,6% στον ΟΟΣΑ το 2018. Το ποσοστό αυτό είναι ακόμα πιο ανησυχητικό από το ποσοστό της ανεργίας, καθώς αθροίζει τους ανέργους, τους οικονομικά μη ενεργούς πολίτες που είτε αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι είτε είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία, καθώς και εκείνους που εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης και επιθυμούν πλήρη απασχόληση αλλά δεν βρίσκουν. Η χειρότερη επίδοση είναι και εδώ αυτή της Τουρκίας με 42,9%.

- Έχει το υψηλότερο ποσοστό ανασφάλειας στην αγορά εργασίας (21,7%, βάσει στοιχείων του 2016, τετραπλάσιο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που ήταν 5,1%).

- Αναδεικνύεται πρωταθλήτρια και στην εργασιακή πίεση (47,9%, έναντι μέσου όρου 27,6% στον ΟΟΣΑ, βάσει στοιχείων του 2015).

- Η αναλογία εργαζομένων με χαμηλό εισόδημα είναι η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ και φθάνει το 15,4%, σύμφωνα με στοιχεία του 2016. Η πρωτιά κρίθηκε στο νήμα και ανήκει στις ΗΠΑ με ποσοστό 15,5%. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 10,7%.

- Η ψαλίδα που χωρίζει τα δύο φύλα ως προς το εισόδημα από την εργασία είναι μεγάλη και φθάνει το 46,1%, έναντι μέσου όρου 36% στον ΟΟΣΑ (στοιχεία 2016). Η μεγαλύτερη ανισότητα καταγράφεται στο Μεξικό (54,5%).

- Το κενό απασχόλησης για τις κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες ανέρχεται στο 38,2% και ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (24,7%). Και σε αυτόν τον δείκτη τη χειρότερη επίδοση έχει η Τουρκία με 47,1%.

Τα τρωτά σημεία στην αγορά προϊόντων

Όσον αφορά στην ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων, η κ. Μπουν παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις 5 λιγότερο φιλικές προς τον ανταγωνισμό χώρες με κριτήριο την απλοποίηση και αξιολόγηση του σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου. Αναφορικά με τα εμπόδια στους τομείς των υπηρεσιών και των δικτύων, η χώρα μας βρίσκεται περίπου στη μέση της απόστασης ανάμεσα στα 5 πιο φιλικά και στα 5 λιγότερο φιλικά προς τον ανταγωνισμό κράτη του ΟΟΣΑ, ενώ τα εμπόδια για το εμπόριο και τις επενδύσεις συμπίπτουν με τον μέσο όρο των κρατών-μελών του διεθνούς οργανισμού.

Το φάντασμα της αβεβαιότητας και η αντιμετώπισή του

Η αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας και οι εντεινόμενες ανησυχίες για την αδύναμη ζήτηση είναι, σύμφωνα με την επικεφαλής οικονομολόγο του ΟΟΣΑ, οι βασικοί παράγοντες που ευθύνονται για τη στασιμότητα της διεθνούς οικονομίας. «Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες που φρενάρουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Οι επενδύσεις είναι παγκόσμιο ζήτημα και ο δημόσιος τομέας χρειάζεται να δώσει ώθηση στον ιδιωτικό για επενδύσεις και καινοτομία. Τα επενδυτικά funds που δημιουργούν ορισμένες κυβερνήσεις αποτελούν υπόδειγμα καλής πρακτικής», ανέφερε η κ. Μπουν και πρόσθεσε: «Η ψηφιακή μετάβαση και η κλιματική αλλαγή είναι δύο μεγάλες προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά μας και οι οποίες απαιτούν επενδύσεις».
Η Γαλλίδα οικονομολόγος εντόπισε μια σειρά από ανησυχητικά σημάδια στο διεθνές οικονομικό στερέωμα:

- Η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει χαμηλή: 2,9% φέτος και το 2020 και 3% το 2021.

- Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας επιβραδύνεται. Η αύξησή τους την περίοδο 2020-2021 θα είναι η μισή σε σύγκριση με την περίοδο 2018-2019 στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ: 0,6% έναντι 1,2%.

- Το επίπεδο των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί στο μισό σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο.

- Η επιβράδυνση στη βιομηχανία επεκτείνεται στις υπηρεσίες.

- Η πιστοληπτική αξιολόγηση των εταιρικών ομολόγων που εκδίδονται είναι πολύ χαμηλότερη σήμερα σε σύγκριση με το 2000. Από τα ομόλογα που βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα, σχεδόν τα μισά είχαν βαθμολογία ΒΒΒ το 2019, έναντι 25% το 2000.

- Η συμβολή της Κίνας στην παγκόσμια ανάπτυξη μειώνεται.

Όπως είπε η κ. Μπουν, το κλειδί» για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη και, μέσω αυτής, να τονωθεί η ανάπτυξη είναι να υπάρξει διακυβερνητικός συντονισμός για την υλοποίηση επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, «οι οποίες θα έδιναν ώθηση σε όλες τις οικονομίες». Σημείωσε ακόμα ότι οι εμπορικές διαμάχες έχουν τη ρίζα τους σε μακροχρόνια ανοιχτά ζητήματα, όπως η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και η μεταφορά τεχνογνωσίας στην Κίνα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης