Αμυνες στην κρίση ψάχνουν οι τραπεζίτες
Το τελευταίο διάστημα ολοένα και πληθαίνουν οι αναφορές οτι η κρίση που έχει βυθήσει τις αγορές διεθνώς σε απόγνωση, αποκτά τα ίδια χαρακτηριστικά με τη μεγάλη κρίση της περιόδου 1929-1933, η οποία έχει καταγραφεί στη μνήμη ως το Μεγάλο Χρηματιστηριακό Κράχ.
Βασικό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις είναι η απληστία των μεγάλων διαχειριστών κεφαλαίων που το 1929 ξεκινούσε από τα χρηματι
Το τελευταίο διάστημα ολοένα και πληθαίνουν οι αναφορές οτι η κρίση που έχει βυθήσει τις αγορές διεθνώς σε απόγνωση, αποκτά τα ίδια χαρακτηριστικά με τη μεγάλη κρίση της περιόδου 1929-1933, η οποία έχει καταγραφεί στη μνήμη ως το Μεγάλο Χρηματιστηριακό Κράχ.
Βασικό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις είναι η απληστία των μεγάλων διαχειριστών κεφαλαίων που το 1929 ξεκινούσε από τα χρηματιστήρια και σήμερα από την αγορά ακινήτων. Παντοδύναμοι και πανίσχυροι οι διαχειριστές των δισεκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ, υπερέβησαν εαυτούς, υπερεκτίμησαν την εξουσία του χρήματος που διαχειρίζονταν, ένοιωσαν άτρωτοι και γι’ αυτό τελικά. ηττήθηκαν.
Το 1929 η μεγάλη ύφεση ξεκίνησε στις ΗΠΑ έπληξε την αμερικανική οικονομία και εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη θα είχε αποφευχθεί αν η διαχείριση των καταθέσεων και της ρευστότητας των τραπεζών γινόταν με την πρέπουσα σύνεση. Περίπου το ίδιο έγινε και τώρα με επίκεντρο την αγορά των ακινήτων. Η διαρκής ανάγκη για καταγραφή ολοένα αυξανόμενων κερδών, οδήγησε στην αλόγιστη παροχή στεγαστικών δανείων χωρίς εξασφαλίσεις, με χαμηλά επιτόκια, τα οποία στη συνέχεια τιτλοποιήθηκαν, μεταφέροντας τον κίνδυνο που οι ίδιες ανέλαβαν, στους επενδυτές των subprime ομολόγων.
Η αδυναμία των δανειολοπτών να πληρώσουν τα δάνειά τους, δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας ενεργοποίησε το ντόιμινο της κρίσης, με θύματα ακόμη και τράπεζες σαν την Northern Rock και Bear Sterns και πολλά δισεκατομμύρια δολάρια καταγεγραμμένη ζημία για τους παγκόσμιους κολοσσούς του χρήματος.
Η κρίση εκτιμάται ότι οδηγεί σε απομειώσεις των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και των hedge funds που μπορεί να προσεγγίζουν το μισό τρις δολάρια και οι οποίες μπορείο να επιδεινωθούν αν η πτώση των τιμών των ακινήτων διαρκέσει ώς το τέλος του χρόνου. Η μείωση των στοιχείων θα οδηγήσει σε αυξήσεις κεφαλαίου, με ανοπικτό το ενδεχόμε νο οι τράπεζες και οι μεγάλοι οίκοι να βρεθούν με νέους πλούσιους αλλά «ανεπιθύμητους» μετόχους αραβικής επί το πλείστον προέλευσης.
Οι ελληνικές τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στην περίμετρο της κρίσης και υφίστανται ήδη επιπτώσεις από αυτή. Ο περιορισμός της ρευστότητας και η αύξηση του κόστους χρήματος έχει αρχίσει να εμφανίζεται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο μετρά τις δυνάμεις και τις άμυνές του. Η διαχείριση της ρευστότητας και η μέτρηση του κινδύνου αγοράς αποτελούν τις πρώτες προτεραιότητες όχι μόνο στην αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης αλλά και στο μέλλον.
Η ευρεία διασπορά των επενδυτικών τοποθετήσεων των ελληνικών τραπεζών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Κεντρικής Ευρώπης, που αποτελούσε πριν ένα χρόνο «εγγύηση» ως πηγή κερδοφορίας που θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ωρίμανση της εγχώριας αγοράς. Άλλωστε η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η ύπαρξη εναλλακτικών οικονομιών που μπορούν να πάρουν την σκυτάλη της ανάπτυξης (λ.χ. Κίνα, Ινδία, Ρωσία) είναι η βασικότερη διαφορά σε σχέση με το προ 80 ετών κραχ.
Ο περιορισμός της ρευστότητας και οι δυσχέρειες που θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες για την εξασφάλισή της είναι ορατές. Παράγοντες της τραπεζικής αγοράς μιλούν για στενότητα που θα αγγίξει πρώτα απ’ όλα τις μικρότερες τράπεζες εφόσον δεν διαθέτουν πλεόνασμα κεφαλαίων.
Η διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης και κυρίως των χορηγήσεων στα προ της κρίσης επίπεδα, όχι μόνον είναι δύσκολο να διατηρηθούν αλλά πολλοί υποστηρίζουν οτι θα πρέπει οι ίδιες οι τράπεζες να επανεξετάσουν τους στόχους τους και να τους περιορίσουν, γεγονός όμως που θα επηρεάσει την κερδοφορία τους. Ο μη περιορισμός τους, επισημαίνουν, ισοδυναμεί με αναγκαιότητα νέων αυξήσεων κεφαλαίου στο τέλος του χρόνου σε μια από τις χειρότερες για το χρηματιστήριο χρονιές.
Εχει αντιστάσεις η οικονομία
Παρά τις παραπάνω αντικειμενικές δυσκολίες, η ελληνική οικονομία διατηρεί ακόμη αντιστάσεις που επιτρέπεουν μια χαραμάδα αισιοδοξίας.
Σύμφωνα με την τιμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank, η οικονομία εκτιμάται οτι θα έχει ρυθμό ανάπτυξης 3,5% το 2008 έναντι μέσης προβλεπόμενης (από την ΕΚΤ) αύξησης του μέσου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της ζώνης ευρώ κατά 1.7%.
Παρά την αναμενόμενη σχετική επιβράδυνση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, η ελληνική οικονομία διαθέτει ορισμένες επιπρόσθετες αντιστάσεις (σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη), οι οποίες θα τείνουν να μετριάσουν τυχόν ακραίες αρνητικές επιπτώσεις. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι προγραμματισμένες συνεχιζόμενες εισροές κοινοτικών κονδυλίων, η σχετικά χαμηλή εξάρτηση από τις εξαγωγές, και οι σχετικά θετικές προοπτικές των δύο κυριοτέρων κλάδων της οικονομίας, ήτοι της ναυτιλίας και τού τουρισμού (αν και ο τελευταίος, καίτοι πιο εξαρτώμενος απ’ την ευρωπαϊκή παρά την αμερικανική αγορά, παραμένει και αυτός, ως ένα βαθμό, όμηρος των εξελίξεων).
Επίσης, εκτιμάται οτι η συνολική δαπάνη για επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα συνεχίσει να τροφοδοτείται από τις επιχειρηματικές και δημόσιες επενδύσεις, ενώ ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων σε κατοικίες θα παραμείνει αναιμικός.
Μεταξύ των κύριων παραγόντων αβεβαιότητας στις ανωτέρω προβλέψεις συμπεριλαμβάνονται: (i) η συνεχιζόμενη διεθνής πιστωτική κρίση, η περαιτέρω επιδείνωση της οποίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της καταναλωτικής & στεγαστικής πίστης καθώς και σε επιδείνωση των οικονομιών των κύριων εμπορικών εταίρων της χώρας, και (ii) η παραμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, με αρνητικές συνέπειες για την εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr