Ο “ραψωδός” του ‘65 στο Καλλιμάρμαρο!

Από το “Φορτηγό”...”στο στάδιο το Ολυμπιακό” και τώρα στο Καλλιμάρμαρο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξακολουθεί να τραγουδά για πάνω από 50 χρόνια κι εμείς ανασύρουμε από το αρχείο της “Επιθεώρησης Τέχνης”, την πρώτη κριτική που τον καθιέρωσε

«Είναι ένας νέος εικοσιενός περίπου έτους , ο οποίος σαν τους παλιούς εκείνους “ραψωδούς”, τους περιπλανώμενους τραβαδούρους του Μεσαίωνα – που εκφράζονταν μέσα απ΄όλα τα στοιχεία του τραγουδιού πριν το τελευταίο καταμεριστεί σε “τομείς”-, γράφει τους στίχους και τη μουσική και τραγουδάει ο ίδιος συνοδεύοντας με την κιθάρα του. Μας τραγούδησε αρκετά απ΄τα τραγούδια του, με μια φωνή παράξενη, υπόβραχνη , μικρή σε ένταση, μοναδική ωστόσο για να αποδώσει αυτήν ακριβώς την “ειδοποιό” αίσθηση τους». 

Το παραπάνω κείμενο είναι ένα μικρό απόσπασμα από μια τρισέλιδη κριτική, υπό τον τίτλο «Ένας τραγουδιστής», που δημοσιεύθηκε στην ενότητα “Το Θέαμα” του περιοδικού “Επιθεώρηση Τέχνης” (τεύχος 130-132 Νοέμβριος- Δεκέμβριος 1965. -Μετά από 9 τεύχη η διαδρομή του εμβληματικού περιοδικού της ελληνικής αριστεράς θα τελειώσει αναγκαστικά λόγω των τανκς των Συνταγματαρχών). 

Λίγους μήνες μετά τα «Ιουλιανά», ο 26χρονος τότε Γιάννης Καλιόρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Καλεώδη) γνωστός από την συμμετοχή του στην συντακτική επιτροπή του φοιτητικού περιοδικού «Πανσπουδαστική» (1961-1963) γράφει για έναν τραγουδοποιό της γενιάς του, που τον κερδίζει με την τέχνη του από την πρώτη στιγμή. Ο «νέος εικοσιενός περίπου έτους» δεν είναι άλλος από τον Διονύση Σαββόπουλο. 

Ο Καλιόρης (από «του ’60 οι εκδρομείς») γράφει την πιο ουσιαστική μέχρι τα τώρα (μισός αιώνας και κάτι ψιλά) πρώιμη κριτική αποτίμηση του έργου και της πρώτης διαδρομής του Νιόνιου με το “Φορτηγό”,σχεδόν στην εκκίνηση… με κερδισμένο το στοίχημα. 

Η κριτική αρχίζει με μια εικόνα της εποχής: «Μια σύμπτωση οδήγησε κάποιο βράδυ τα βήματα μας στο σπίτι ενός νέου τραγουδιστή – του Διονύση Σαββόπουλου» και συνεχίζει αποτιμώντας την βραδιά «Όταν φύγαμε ούτε το κεφάλι μας ήταν γεμάτο μελωδίες, ούτε μας σφηνώθηκε κανένα λάιτ- μοτιβ, απ΄αυτά που τ΄ αρπάζουμε στον αέρα και δεν εννοούν να μας εγκαταλείψουν. Γιατί τα τραγούδια του δεν είναι “μελωδικά”, δεν μας βομβαρδίζουν με εντυπωσιακές μουσικές φράσεις, που διαθέτοντας “μαγνητικά” σημεία αποτυπώνονται εύκολα ούτε έχουν την αυστηρά ρυθμική εκείνη σχηματοποίηση , το εξωτερικά “τακτοποιημένο” βάδισμα που κάνει ομαδικό ένα τραγούδι. Είναι από αυτά που δεν μας αρέσουν γιατί δε χαϊδεύουν γοητευτικά την ακοή μας με γλαφυρές μουσικές αφηγήσεις , δεν μας τυλίγουν με συναισθήματα, δεν μας κατακλύζουν με συγκινήσεις ευκολοσχημάτιστες». 

Πολύ γρήγορα ο Καλιόρης – που σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος στο Παρίσι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έως το 2005- αποφαίνεται: «Εκείνο που βασικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια του Σαββόπουλου , είναι η οργανική σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Πράγματι, εδώ οι στίχοι δεν είναι το πρόσχημα ή το όχημα έστω , για να αναδειχθεί η μουσική ούτε πάλι προϋπάρχουν αξιολογικά απ΄αυτήν , ώστε η τελευταία να είναι απλώς ο αγωγός για την μετάδοση κάποιας δικής τους ενέργειας. Το καθένα από τα δύο αυτά στοιχεία μπορεί και λειτουργεί μόνο μέσα στην ενότητα του με το άλλο». 



Στο σημείο αυτό μια παρένθεση. Στο ιστότοπο της biblionet.gr διαβάζω ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα : «Ο Γιάννης Καλιόρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Καλεώδη) γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (στην πραγματικότητα σπουδή του εκείνη την περίοδο στάθηκε η συμμετοχή του στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού "Πανσπουδαστική" το 1961-63 και η συναφής αρθρογραφία), κι εν συνεχεία κοινωνιολογία του πολιτισμού στο Παρίσι, όπου δίδαξε στη Φιλοσοφική Σχολή του 8ου Πανεπιστημίου (πρώην Βενσέν) από το 1970 ως το 2005. Έχει δημοσιεύσει δοκίμια και μελέτες για τη λογοτεχνία, τη νεοελληνική γλώσσα, τα κοινωνικά προβλήματα και την πολιτική». Το μίνι βιογραφικό μου έδωσε την αφορμή για περαιτέρω έρευνα. Ο Καλιόρης συμμετέχει σε αφιέρωμα που γίνεται στο περιοδικό “Πανσπουδαστική” από την εκπομπή «Παρασκήνιο» του Λάκη Παπαστάθη (προβλήθηκε από την ΕΤ1 στις 20 Οκτωβρίου 1987- έρευνα Τέλης Σαμαντάς, σκηνοθεσία Δημήτρης Δημογεροντάκης) . Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από εκείνη την εκπομπή: «Στον τομέα της ιδεολογίας ο αγώνας της "Π" υπήρξε διμέτωπος, ενάντια στο κράτος και παρακράτος της δεξιάς και στην κυρίαρχη ιδεολογία, και ενάντια στην αυταρχική νοοτροπία και τις συγκεντρωτικές μεθόδους της αριστεράς, τα στενά κριτήρια και τις ετοιμοπαράδοτες αλήθειες. Δεν δεχόμαστε, δηλαδή, να σκέφτονται άλλοι για μας, πριν από μας. Θέλαμε να αρθρώσουμε τον δικό μας λόγο και διεκδικούσαμε μια ανεξαρτησία συνειδήσεως. Αυτό, βέβαια, δεν γινόταν χωρίς σκληρές συγκρούσεις με τον κομματικό μηχανισμό. Κάποτε, παραδείγματος χάριν, χρειάστηκε να στείλουμε τελεσίγραφο ότι δεν δεχόμαστε πλέον τα κείμενα να βγαίνουν έξω από την "Π" και να πηγαίνουν στην ΕΔΑ προς έλεγχο, τη στιγμή που μέσα στη Συντακτική Επιτροπή υπήρχαν δύο μέλη του κόμματος, ο Στέλιος Ράμφος κι εγώ. Το κόμμα διέκοψε αμέσως τη χρηματοδότηση, αλλά απευθυνθήκαμε σε έναν μαικήνα, φίλο της "Π", ο οποίος εξασφάλισε την έκδοση του τεύχους και από εκείνη τη στιγμή το κόμμα υποχώρησε σε όλα τα σημεία. Αλλά, κάθε φορά, διάφορα κείμενα προκαλούσαν αντιδράσεις και θύελλα».



Αλλά, ας επιστρέψουμε στην κριτική του για τον Σαββόπουλο στην “Επιθεώρηση Τέχνης”. Μια από τις επισημάνσεις του Καλιόρη αφορούν τις επιρροές ή τα “δάνεια” του Σαββόπουλου. «Τηρουμένων φυσικά των αναλογιών , μακρινές μνήμες από τα τραγούδια και της αλληγορίες του Μπρέχτ ή του Πρεβέρ αλλά έχει πιο κοντινή συγγένεια με τις προσπάθειες παρόμοιων τραγουδιστών - ραψωδών στις άλλες χώρες όπως είναι ο Μπόμπυ Ντάιλαν, (σ.σ Μπόμπ Ντύλαν) ο Ζώρζ Μπρασσέν και είναι όλο αυτό το κύμα που ονομάζεται Φόλκ Ρόουλ». 

Μια δεύτερη επισήμανση έχει εξαιρετική, διαχρονικής ανθεκτικότητας, αξία και σημασία: «Δεν πρόκειται για ποιήματα με αυτοδυναμία, αλλά για στιχουργήματα τραγουδιών και σαν τέτοια πρέπει να κριθούν. Αν θελήσουμε να τα δούμε διαφορετικά, σίγουρα θα τα αδικήσουμε – θα ανακαλύψουμε κοινοτοπίες και αφέλειες, κάποτε μερικά φραστικά κλισέ ή φανταχτερές εικόνες, που και που επιφωνήματα ή εκφράσεις που θυμίζουν παλαιό μελόδραμα, περιττολογίες ίσως, και χασμωδίες. Όμως ως περιεχόμενο τραγουδιού , ως επίτευγμα στο σύνολο των στοιχείων του (με κάποια ποιοτική κλιμάκωση των τραγουδιών μεταξύ τους), αλλά κυρίως ως σκόπευση , κομίζει για τη χώρα μας την αρχή από κάτι καινούργιο- κι αυτό είναι που κάνει την όλη προσπάθεια να ξεχωρίζει θετικά». 

ΣΗΜ: στα αποσπάσματα από την “Επιθεώρηση Τέχνης”, διατηρήσαμε την ορθογραφία και τη σύνταξη του δημιουργού τους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr