Ανταγωνισμός versus κρατικό μονοπώλιο
stragga

Τζούλια Ηλιοπούλου Στράγγα

Ανταγωνισμός versus κρατικό μονοπώλιο

Η οξεία αντιπαράθεση, η οποία κυριάρχησε στη συζήτηση σχετικά με τη συνταγματικότητα της νομοθετικής ρύθμισης που επιτρέπει τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων στη Χώρα μας και η συναφής αξίωση υποχρεωτικής αναθεώρησης τού άρθρου 16 Συντ. δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την αρχή της υπεροχής ή, σύμφωνα με άλλη ορολογία, της προτεραιότητας εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου έναντι όλων των εθνικών κανόνων των Κρατών μελών, του Συντάγματός τους συμπεριλαμβανομένου, και τη συναφή υποχρέωση των Κρατών μελών να εναρμονίζουν το Σύνταγμά τους με αυτό, ακολουθώντας μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος

Αφήνοντας όμως κατά μέρος την εμβάθυνση σε αυτό το καθαρά νομικό ζήτημα, θεωρώ ότι θα ήταν σκόπιμο να παρουσιασθούν, έστω και επιγραμματικά, ορισμένες αδυναμίες που εμφανίζουν σήμερα τα δημόσια Πανεπιστήμια της Χώρας και να διερευνηθούν τυχόν επιδράσεις που ενδέχεται να έχει η επικείμενη συνύπαρξη τους με μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ), ιδίως ως προς το ενδεχόμενο βελτίωσης της παρεχόμενης ανωτάτης παιδείας. Γιατί δεν θεωρώ ότι η ανώτατη παιδεία στη Χώρα μας δεν χρειάζεται βελτίωση. Επουδενί όμως και υπονοώ ότι οι σπουδές στα υφιστάμενα ελληνικά ΑΕΙ δεν είναι καλές. Κάτι τέτοιο θα διεψεύδετο άλλωστε από τις επιτυχίες που έχουν πτυχιούχοι ελληνικών Πανεπιστημίων σε μεταπτυχιακές σπουδές και σε επαγγελματικές επιδόσεις τους στο εξωτερικό.

Ανεξάρτητα συνεπώς από την οποιασδήποτε μορφής λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων στη Χώρα, τα δημόσια Πανεπιστήμια θα πρέπει να βελτιωθούν. Για τη βελτίωση των δημοσίων ΑΕΙ η αύξηση των οικονομικών πόρων τους αποτελεί αδιαμφισβήτητα σημαντικό παράγοντα, αλλά δεν αρκεί. Αναμφισβήτητα απαιτούνται η βελτίωση υποδομών, η μεγαλύτερη χρηματοδότηση της έρευνας, η παροχή αξιοπρεπών μισθών στο διδακτικό προσωπικό, η υποστήριξη του έργου των διδασκόντων με επιστημονικούς συνεργάτες (με θητεία συγκεκριμένης και μάλιστα μικρής διάρκειας και όχι ισοβίως), και με γραμματειακό προσωπικό, και άλλα πολλά που σχετίζονται με την οικονομική ενίσχυσή τους. Όλα αυτά που είναι αυτονόητα για τα περισσότερα από τα λοιπά ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, είναι αναμφιβόλως μη αμελητέοι παράγοντες για την ποιότητα της ανωτάτης παιδείας. Επιπλέον όμως, εξίσου σημαντικό παράγοντα αποτελεί και η αυστηρή τήρηση της αρχής της αξιοκρατίας σε όλα τα επίπεδα: από την επιλογή του διδακτικού προσωπικού, τη «δια βίου μάθηση» του ιδίου, την αξιολόγησή του ανά τακτά χρονικά διαστήματα με ενεργή συμμετοχή και όλων των φοιτητών, την απολύτως αξιοκρατική κατανομή των κονδυλίων έρευνας και άλλα πολλά, έως τον τρόπο διενέργειας των εξετάσεων και αξιολόγησης των ακαδημαϊκών επιδόσεων των φοιτητών. Δεν νομίζω, άλλωστε, ότι υπάρχει άλλη Χώρα στην Ευρώπη, όπου η αξιοκρατία ως προς την εκλογή του διδακτικού προσωπικού να αμφισβητείται σε τέτοια έκταση και μάλιστα και δικαστικώς, όπως προκύπτει από την πληθώρα αιτήσεων ακυρώσεως ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων.

Είναι φυσικό οι κατ’εξοχήν ενδιαφερόμενοι για το μέλλον της ανώτατης παιδείας, και κατά συνέπεια και για το δικό τους επαγγελματικό μέλλον, φοιτητές να ανησυχούν για τις συνέπειες που θα έχει η εγκατάσταση στη Χώρα μας μη κρατικών πανεπιστημίων. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη μικρή μειοψηφία των φοιτητών που υπακούουν σε κομματικές γραμμές, όταν εκφράζουν τις σχετικές τοποθετήσεις τους. Εντούτοις ο υποτιθέμενος εχθρός μπορεί, μεταξύ άλλων, να επενεργήσει και ως μοχλός πίεσης για τη βελτίωση παθογενειών του δημοσίου πανεπιστημίου. Ο υγιής ανταγωνισμός σχετικά με τους διδάσκοντες και τα προγράμματα σπουδών, αλλά και η ευελιξία σε σχέση με τις γλώσσες διδασκαλίας και τις διεθνείς συνεργασίες μόνο όφελος μπορούν να αποφέρουν στα δημόσια Πανεπιστήμια. Ούτε θα επέλθουν με την αναγνώριση της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων κοσμογονικές αλλαγές ως προς την αναγνώριση της ισοτιμίας των τίτλων σπουδών. Είναι γνωστό ότι ήδη σήμερα, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), αναγνωρίζονται τα επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους ιδιωτικών σχολών που λειτουργούν στη Χώρα μας και παρέχουν κατ’ουσίαν υπηρεσίες ανωτάτης εκπαίδευσης. Αυτό που δεν αναγνωρίζεται είναι η ακαδημαϊκή ισοτιμία αυτών των τίτλων σπουδών. Η τελευταία, όμως, είναι απαραίτητη για την άσκηση ολίγων μόνο επαγγελμάτων ή αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση ακαδημαϊκών μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών. Αναρωτιέται συνεπώς κάποιος, εάν οι καταλήψεις και η παρακώλυση της εξεταστικής περιόδου είναι τα κατάλληλα και αναγκαία μέσα για να πολεμηθεί ο υποτιθέμενος εχθρός. Γιατί, όπως φαίνεται, ο νομοθέτης, ταυτόχρονα με το βήμα των μη κρατικών πανεπιστημίων, εισάγει παραλλήλως και ρυθμίσεις για την ενίσχυση των δημοσίων ΑΕΙ.

Η εμπειρία από την ευρωπαϊκή και τη διεθνή κοινότητα έδειξαν ότι η συνύπαρξη κατά την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ δημοσίων και ιδωτικών πανεπιστημίων δεν απέβη εις βάρος των πρώτων. Σε κάθε περίπτωση η σχετική απόφαση είναι, όπως υποστηρίζω εδώ και πολύ καιρό, πολιτική και δεν προσκρούει στο Σύνταγμα. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι κυρίως για λόγους ασφαλείας του δικαίου επιθυμητή, αλλά όχι απαραίτητη. Η καθιέρωση της ιδιωτικής ανωτάτης εκπαίδευσης στη Χώρα μας εξυπηρετεί σύγχρονες ανάγκες που δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι το 2028, έτος κατά το οποίο – με βάση την ισχύουσα χρονοβόρα και πολύπλοκη διαδικασία αναθεώρησης που σύμφωνα με το άρθρο 110 Συντ. απαιτεί και τη σύμπραξη δύο Βουλών – θα μπορούσε, το ενωρίτερον, να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντ.

Κλείσιμο
Άλλωστε μέχρι τότε ο επίμαχος νόμος κατά πάσα πιθανότητα θα κριθεί ως προς τη συνταγματικότητά του και από τα αρμόδια δικαστήρια. Στη μέχρι σήμερα νομολογία του, το ΣτΕ αφενός στην ευθεία σύγκρουση της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ. με το ενωσιακό δίκαιο (υπόθεση «βασικού μετόχου») αναγνώρισε κατ’ουσίαν την υπεροχή του τελευταίου, και αφετέρου, ακολουθώντας ευέλικτη ερμηνεία του άρθρου 16 Συντ., θεώρησε θεμιτή την επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα των δημοσίων ΑΕΙ, παρά την κατηγορηματική διατύπωση του άρθρου 16 παρ. 4 Συντ. περί δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες των κρατικών εκπαιδευτηρίων. Με βάση αυτές τις νομολογιακές θέσεις του ΣτΕ, μπορώ να υποθέσω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα παραμείνει κατά πάσα πιθανότητα συνεπές προς την παραπάνω νομολογία του και στο ζήτημα της συνταγματικότητας των μη κρατικών πανεπιστημίων.

Υ.Γ.
Η γράφουσα σπούδασε στο ελληνικό δημόσιο Πανεπίστήμιο και αργότερα το υπηρέτησε επί περίπου 30 χρόνια με πάθος και συνέπεια, αντί να αποδεχθεί προτάσεις αλλοδαπών πανεπιστημίων να παραμείνει μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο εξωτερικό.

Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ομοτ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ