Οι εκλογές του Ερντογάν βάζουν φωτιά στο Αιγαίο

Η τουρκική επιθετικότητα υπηρετεί ταυτοχρόνως και τις συγκυριακές προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν και τον πάγιο τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος έχει στρατηγικό στόχο να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει σε ένα είδος φινλανδοποίησης.

Πυκνό από γεγονότα αναμένεται να είναι το επόμενο δίμηνο στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Η Aγκυρα δεν χάνει ευκαιρία να τροφοδοτεί το κλίμα έντασης. Τελευταίος κρίκος της μακράς αλυσίδας είναι η απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης να αφεθεί ελεύθερος ένας εκ των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα του 2016.

Πριν από μερικές ημέρες είχαμε την παρενόχληση -από δύο τουρκικά F-16- του ελικοπτέρου που μετέφερε τον Ελληνα πρωθυπουργό στην περιοχή του Καστελόριζου. Επίσης, τον ισχυρισμό του Τούρκου πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ και του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι κομάντος της Τουρκικής Ακτοφυλακής αφαίρεσαν από τη βραχονησίδα Μικρός Ανθρωποφάγος των Φούρνων την ελληνική σημαία που είχαν τοποθετήσει τρεις νεαροί από το γειτονικό νησί. Η Αθήνα διέψευσε ότι συνέβη κάτι τέτοιο, χωρίς η Αγκυρα να παρουσιάσει μέχρι στιγμής βίντεο για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της.

Ελληνικές διπλωματικές πηγές που παρακολουθούν συστηματικά τις διμερείς σχέσεις δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για πολιτική επιλογή του Ερντογάν, η οποία ναι μεν εντάσσεται στο παραδοσιακό πλαίσιο της τουρκικής επεκτατικής πίεσης, αλλά συνιστά ποιοτική κλιμάκωση. Αυτό είχε ήδη καταστεί σαφές από την προσπάθεια εμβολισμού του «Γαύδος» στα Ιμια, αλλά και από την τροπή που έλαβε η υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο. Οταν ανακοινώθηκε ότι στήνονται κάλπες τον Ιούνιο, αρκετοί στην Ελλάδα έσπευσαν να θεωρήσουν πως οι τουρκικές προκλήσεις της τελευταίας περιόδου δεν είναι τίποτα περισσότερο από ακίνδυνα πυροτεχνήματα για προεκλογική χρήση. Πρόκειται για επιδερμική και επικίνδυνη ανάγνωση.

Οπως εκτιμούν αρμόδιες ελληνικές πηγές, η πραγματικότητα είναι ότι η επικοινωνιακή καταιγίδα που ενορχηστρώνει η Αγκυρα -και με επιθετικές πράξεις και με εμπρηστικές δηλώσεις- υπηρετεί ταυτοχρόνως και τις συγκυριακές προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν και τον πάγιο τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος έχει στρατηγικό στόχο να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει σε ένα είδος φινλανδοποίησης.

Οι ίδιες διπλωματικές πηγές, ωστόσο, αδυνατούν να απαντήσουν στο ερώτημα μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων. Θα επιδιώξει ο Ερντογάν να προκαλέσει κάποιου είδους επεισόδιο στο Αιγαίο, προσδοκώντας μία εύκολη νίκη η οποία θα τον βοηθήσει να ενισχύσει εκλογικά την υποψηφιότητά του; Και στο υπουργείο Εξωτερικών και στο υπουργείο Αμυνας δεν θεωρούν πως είναι το πιθανότερο σενάριο, αλλά δεν το αποκλείουν. Θεωρούν, πάντως, ότι ο πειρασμός υφίσταται και έχει ενισχυθεί μετά την κατάληψη του Αφρίν.

Ο Ερντογάν στήνει κάλπες τον Ιούνιο επειδή η συγκυρία είναι ευνοϊκή γι’ αυτόν. Με την τουρκική οικονομία να κλυδωνίζεται δεν έχει κανένα λόγο να το διακινδυνεύσει. Πολύ περισσότερο που σήμερα ελέγχει σχεδόν απολύτως τους κρατικούς μηχανισμούς και οι εκλογές θα διεξαχθούν σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ειδικά στις κουρδικές περιοχές πιθανότατα θα επαναληφθεί το φαινόμενο της εκτεταμένης νοθείας. Οι Κούρδοι είναι ο εύκολος στόχος επειδή τα όσα γίνονται εναντίον τους καλύπτονται από την εθνική σκοπιμότητα, που εμποδίζει την κεμαλική αντιπολίτευση, η οποία παλαιότερα έχει κάνει εκεί τα δικά της όργια, να διαμαρτυρηθεί.

Στην πραγματικότητα, η Αγκυρα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μελλοντική προσάρτηση συριακών εδαφών- εάν, βεβαίως, της το επιτρέψουν οι συνθήκες. Θέλει να επαναλάβει το προηγούμενο της δεκαετίας του 1930, όταν είχε προσαρτήσει τη συριακή επαρχία της Αλεξανδρέττας. Ο Ερντογάν κλείνει το μάτι στον μέσο Τούρκο ψηφοφόρο για να του πει χωρίς λόγια ότι επί των ημερών του η Τουρκία θα κερδίσει εδάφη. Και μάλιστα κόντρα στη Δύση, η οποία -σύμφωνα με την προπαγάνδα του καθεστώτος- μεθοδεύει την αποσταθεροποίηση και τελικώς τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας με όπλο το κουρδικό χαρτί.

Ο Ερντογάν παραμένει πιστός στο σχέδιό του το 2023 η Τουρκία να έχει εδραιωθεί ως μεγάλη δύναμη. Για να αναδειχθεί μάλιστα ο ίδιος σε εθνικό ηγέτη, δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις των κρατικών μηχανισμών από το κίνημα Γκιουλέν, επί της ουσίας από τα δυτικά δίκτυα επιρροής. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα. Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα, ο Τούρκος πρόεδρος παίζει δυνατά το χαρτί του εθνικισμού - επεκτατισμού. Αυτό άλλωστε είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.

Το καθεστώς Ερντογάν

Στο σημείο αυτό είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι στη δεκαετία 2002-2012 η σύγκρουση ήταν ανάμεσα στο νεοοθωμανικό ρεύμα (ήλεγχε την κυβέρνηση και υποστηριζόταν εκλογικά από την πλειοψηφία) και στο κεμαλικό βαθύ κράτος. Οταν η σύγκρουση αυτή έληξε με την επικράτηση των Νεοοθωμανών, ο Ερντογάν εκδήλωσε τάσεις αυτονόμησης από τη Δύση, γεγονός που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο εντός του νεοοθωμανικού ρεύματος.

Ο Τούρκος ηγέτης στράφηκε δυναμικά εναντίον του μέχρι τότε συμμάχου του Φετουλάχ Γκιουλέν, αλλά ταυτοχρόνως περιθωριοποίησε και όσα στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) δεν είχαν αναφορά προσωπικά σ’ αυτόν. Ιστορικά στελέχη όπως οι Αμπντουλάχ Γκιουλ και Μπουλέντ Αρίντς, αλλά και ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου είναι εκτός γηπέδου. Στην πραγματικότητα έχουμε μία μετάλλαξη του νεοοθωμανικού ρεύματος σε καθεστώς Ερντογάν. Η συμμαχία του με τον Μπαχτσελί είναι ενδεικτική αυτής της μετάλλαξης. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που ο πειρασμός του Νεοοθωμανού ηγέτη για μία εύκολη νίκη στο Αιγαίο είναι πάνω στο τραπέζι. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν σοβαροί λόγοι που τον αποτρέπουν.

Δεν είναι μόνο η στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, η οποία οπωσδήποτε είναι αντικίνητρο για το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου, ούτε ότι το συνεχιζόμενο κύμα διώξεων στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις έχει πλήξει καίρια όχι μόνο το ηθικό, αλλά και το αξιόμαχό τους. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που λειτουργούν απαγορευτικά. Ο Ερντογάν θεωρεί πως, παρά τις μαζικές εκκαθαρίσεις, δεν μπορεί να εμπιστεύεται το Σώμα των αξιωματικών, ακόμα και όσους ο ίδιος έχει ορίσει σε ηγετικές θέσεις. Επειδή σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την Ελλάδα οι στρατηγοί εκ των πραγμάτων θα αποκτήσουν μεγάλα περιθώρια αυτονομίας κινήσεων, φοβάται ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για να τον ανατρέψουν. Δεν έχει ξεχάσει την υπόθεση «Βαριοπούλα» πριν από μία δεκαετία.

Υπενθυμίζουμε πως τότε το κεμαλικό βαθύ κράτος είχε συνωμοτήσει για να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για να ανατρέψει τη νεοοθωμανική κυβέρνηση.

Ο φόβος αυτός του Ερντογάν συνδέεται με την εδραιωμένη πεποίθησή του πως οι Αμερικανοί έχουν σκοπό να τον ανατρέψουν. Οταν καταγγέλλει τον Γκιουλέν ως υποκινητή του πραξικοπήματος εννοεί τη CIA. Είναι ενδεικτικό ότι οι δημοσιογραφικές φωνές του το λένε ευθέως. Οπως έχουν επανειλημμένως διατυπώσει τη θεωρία πως η Ουάσινγκτον μεθοδεύει μια θερμή ελληνοτουρκική κρίση για να επέμβει κατά τρόπο που να δημιουργήσει συνθήκες ανατροπής του.

Δεν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι το συγκεκριμένο σενάριο πατάει στην πραγματικότητα, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Ερντογάν το πιστεύει ή, τουλάχιστον, το θεωρεί πολύ πιθανό. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που κλιμακώνει τις πιέσεις του στο Αιγαίο, θεωρώντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτρέπει την Αθήνα από το να παίξει το παιχνίδι των Αμερικανών.

Το γεγονός ότι ο Ερντογάν πιστεύει σ’ αυτή τη θεωρία τον αποτρέπει από το να υποκύψει στον πειρασμό να προκαλέσει θερμό επεισόδιο με σκοπό εκλογικά κέρδη. Οπως χαρακτηριστικά εκτιμούν ελληνικές πηγές, το ενδεχόμενο οι Τούρκοι να προβούν σε στρατιωτική ενέργεια κατάληψης ελληνικού εδάφους συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες.

Κατά τις ίδιες πηγές, όμως, οι πιθανότητες αυξάνονται σημαντικά στο σενάριο τουρκικής πρόκλησης χαμηλής έντασης, η οποία δεν θα δικαιολογεί γενικευμένη ελληνική στρατιωτική αντίδραση. Ο Ερντογάν θέλει να αποφύγει ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε ελληνοτουρκική σύρραξη. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, παρότι αποδυναμωμένες λόγω μνημονίων, διαθέτουν ακόμα την ικανότητα να προκαλέσουν καταστροφικά πλήγματα στους Τούρκους ανεξαρτήτως της έκβασης ενός πολέμου. Με δεδομένους και τους λόγους που προαναφέραμε, ο Νεοοθωμανός ηγέτης δεν έχει κανένα λόγο να μπει σε τέτοια περιπέτεια, ειδικά όταν η εκλογή του είναι πάρα πολύ πιθανή. Αυτό δεν τον εμποδίζει, όμως, να χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο, όπως έκαναν και οι κεμαλικοί προκάτοχοί του.

Σύμπλευση με Πούτιν

Ο φόβος του Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί θα εκμεταλλευτούν μία ελληνοτουρκική στρατιωτική εμπλοκή για να τον ανατρέψουν μοιάζει παράδοξος όταν προ ημερών ο υπάλληλός τους γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ υπερέβη το «Δόγμα Λουνς» της δεκαετίας του 1980 για μη ανάμειξη της Συμμαχίας στην ελληνοτουρκική διένεξη. Υπενθυμίζουμε ότι ο Στόλτενμπεργκ δεν είπε τίποτα όταν ο Τσαβούσογλου μίλησε για επιχείρηση Τούρκων κομάντος στον Μικρό Ανθρωποφάγο των Φούρνων.

Η στάση του αντανακλά την προσπάθεια των Αμερικανών να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό «μαντρί». Δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο Ερντογάν δεν τους εμπιστεύεται. Για την ακρίβεια, ουσιαστικά τους θεωρεί αντιπάλους, έστω κι αν τηρεί τα προσχήματα. Γι’ αυτό ό,τι κι αν του προσφέρουν θα το πάρει, αλλά οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν θα επιστρέψουν στο παρελθόν, όσο τουλάχιστον ο ίδιος θα παραμένει στο τιμόνι της γειτονικής χώρας. Για τον ίδιο λόγο είναι μονόδρομος γι’ αυτόν η επιλεκτική σύμπλευση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr