Tα τρία βάσανα του Αλέξη
Νίκος Φελέκης
Tα τρία βάσανα του Αλέξη
Η έλλειψη συντονισμού, το επικοινωνιακό πρόβλημα και η αξιολόγηση είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν το Μαξίμου και ο πρωθυπουργός
Αν υπάρχει μια σταθερά στην παρούσα κυβέρνηση, αυτή είναι οι συνεχείς αλλαγές πολιτικών θέσεων και οι θεαματικές κυβιστήσεις όσον αφορά προεκλογικές και προγραμματικές δεσμεύσεις.
Η ικανότητα προσαρμογής του πρωθυπουργού και των επιτελών του στα δεδομένα που κάθε φορά επιβάλλουν οι δανειστές είναι τω όντι αξιοθαύμαστη. Αυτή όμως είναι και η δύναμη της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Το μυστικό που κατέχει ο Aλέξης Τσίπρας, και γι’ αυτό δεν ιδρώνει το αυτί του όταν του ασκείται, ακόμη και από συντρόφους του, σκληρή και τεκμηριωμένη κριτική, είναι η συνενοχή της αντιπολίτευσης στο έγκλημα. Αφ’ ης στιγμής η αξιωματική αντιπολίτευση ή άλλα μνημονιακά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που θα μπορούσαν να μετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα με τη Ν.Δ., όχι μόνο δεν αντιπροτείνουν μια άλλη στρατηγική εξόδου από την κρίση, αλλά στο όνομα της Ευρώπης, του φιλελευθερισμού και των μεταρρυθμίσεων υπερθεματίζουν (συνεπικουρούμενα και από τον λεγόμενο αστικό Τύπο, αλλά και τις επιχειρηματικές και διανοητικές ελίτ) υπέρ των αξιώσεων των δανειστών, είναι λογικό το δίδυμο Τσίπρα - Καμμένου, ακόμη κι αν έχει κυριολεκτικά σμπαραλιάσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με την υπερφορολόγηση, να κυβερνά, περίπου, ανενόχλητο.
Οταν η εναλλακτική έναντι του Τσίπρα σε γενικές γραμμές είναι η συνέχιση -και μάλιστα με μεγαλύτερη συνέπεια- της υφιστάμενης πολιτικής, είναι επόμενο οι δανειστές, οι ξένοι επενδυτές και οι διεθνείς οίκοι (από τη στιγμή μάλιστα που η δεύτερη αξιολόγηση, έστω και καθυστερημένα, έκλεισε επιτυχώς) να αυξάνουν τον βαθμό εμπιστοσύνης στη χώρα και κατ’ επέκταση και στην κυβέρνηση. Ωστόσο η ζημιά που υφίσταται στην κοινωνία η κυβέρνηση, κυρίως λόγω της υπερφορολόγησης, είναι μεγάλη.
Και ακόμη μεγαλύτερη είναι η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ από αριστερά του και πρωτίστως από τους απογοητευμένους κεντροαριστερούς-αντιδεξιούς πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που με την ψήφο τους τον εκτίναξαν στα ύψη και του έδωσαν τα κλειδιά της διακυβέρνησης. Αυτό είναι και το πρόβλημα του Τσίπρα, στο οποίο ψάχνει να βρει τη λύση και ακόμη δεν το έχει καταφέρει: όσο προσχωρεί στον πραγματισμό και μετακινείται προς πιο «δεξιές» θέσεις, χάνει μεν από αριστερά, αλλά βελτιώνεται η σχέση του με τους δανειστές και επομένως διευρύνει τον χρόνο παραμονής του στην εξουσία. Ο ρεαλισμός, όμως, έχει κόστος. Αφενός ο ίδιος καθίσταται αναξιόπιστος, μια που έρχεται σε αντίθεση με το παρελθόν του, τις διακηρύξεις και τις δεσμεύσεις του προκειμένου να καταλάβει την εξουσία. Αφετέρου αιμοδοτούνται πολιτικά και εκλογικά τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση.
Οι αριστερές ενστάσεις που κατά καιρούς εγείρει στοχεύουν στην επίτευξη ηρεμίας στην κοινοβουλευτική του ομάδα και στην αποτροπή, ει δυνατόν, των κεντρόφυγων τάσεων στο κόμμα του. Αυτές οι ενστάσεις όμως προκαλούν, έστω και πρόσκαιρα, εντάσεις με τους ξένους, με αποτέλεσμα τα κέρδη που αποκομίζει από τη δεξιά στροφή να είναι μικρότερα του αναμενομένου. Για να εισπράξει το μάξιμουμ των κερδών θα έπρεπε αυτά που υπογράφει να τα υλοποιεί και μάλιστα τάχιστα και όχι να αφήνει τις κυβερνητικές υποθέσεις να βραχυκυκλώνουν και να καθυστερούν. Για παράδειγμα, ενώ η αξιολόγηση έχει κλείσει εδώ και δύο μήνες, η κυβέρνηση εμφανίζεται ωσάν να έχει κατεβάσει τα χέρια και να πορεύεται σε βάλτο. Αντί ο πρωθυπουργός να εκμεταλλευτεί το θετικό μομέντουμ που δημιούργησε το κλείσιμο της αξιολόγησης και να αναδιατάξει πλήρως το κυβερνητικό σχήμα θέτοντας ταυτοχρόνως νέες προτεραιότητες και απαιτώντας εντατικούς ρυθμούς παραγωγής έργου, η επικαιρότητα, με ευθύνη των κυβερνητικών στελεχών, κυριαρχήθηκε από θέματα όπως η προσευχή και οι σημαιοφόροι στα σχολεία, οι συνομιλίες του Καμμένου με έναν υπόδικο ναρκέμπορο, οι επιθέσεις του Πολλάκη στα media, το δίλημμα «ναζισμός ή κομμουνισμός» του Κοντονή, το δήθεν σχέδιο αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης μέσω των πυρκαγιών, η τετραήμερη εξαφάνιση του πρωθυπουργού και η επανεμφάνισή του μόλις έσβησαν οι φωτιές στην Αττική.
Αδυναμίες
Και πολλά άλλα που αντί να δείχνουν μια κυβέρνηση η οποία μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα προκειμένου να διασφαλιστεί χωρίς νέα μέτρα ή πρόσθετες ποινές η οριστική έξοδος από το μνημόνιο, δείχνουν την εικόνα μιας κυβέρνησης χαυνωμένης από την κάψα του καλοκαιριού. Βουλευτές, στελέχη, ακόμη και συνεργάτες του πρωθυπουργού εντοπίζουν άλλες δύο χτυπητές αδυναμίες στο κυβερνητικό σχήμα.
Η ικανότητα προσαρμογής του πρωθυπουργού και των επιτελών του στα δεδομένα που κάθε φορά επιβάλλουν οι δανειστές είναι τω όντι αξιοθαύμαστη. Αυτή όμως είναι και η δύναμη της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Το μυστικό που κατέχει ο Aλέξης Τσίπρας, και γι’ αυτό δεν ιδρώνει το αυτί του όταν του ασκείται, ακόμη και από συντρόφους του, σκληρή και τεκμηριωμένη κριτική, είναι η συνενοχή της αντιπολίτευσης στο έγκλημα. Αφ’ ης στιγμής η αξιωματική αντιπολίτευση ή άλλα μνημονιακά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που θα μπορούσαν να μετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα με τη Ν.Δ., όχι μόνο δεν αντιπροτείνουν μια άλλη στρατηγική εξόδου από την κρίση, αλλά στο όνομα της Ευρώπης, του φιλελευθερισμού και των μεταρρυθμίσεων υπερθεματίζουν (συνεπικουρούμενα και από τον λεγόμενο αστικό Τύπο, αλλά και τις επιχειρηματικές και διανοητικές ελίτ) υπέρ των αξιώσεων των δανειστών, είναι λογικό το δίδυμο Τσίπρα - Καμμένου, ακόμη κι αν έχει κυριολεκτικά σμπαραλιάσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με την υπερφορολόγηση, να κυβερνά, περίπου, ανενόχλητο.
Οταν η εναλλακτική έναντι του Τσίπρα σε γενικές γραμμές είναι η συνέχιση -και μάλιστα με μεγαλύτερη συνέπεια- της υφιστάμενης πολιτικής, είναι επόμενο οι δανειστές, οι ξένοι επενδυτές και οι διεθνείς οίκοι (από τη στιγμή μάλιστα που η δεύτερη αξιολόγηση, έστω και καθυστερημένα, έκλεισε επιτυχώς) να αυξάνουν τον βαθμό εμπιστοσύνης στη χώρα και κατ’ επέκταση και στην κυβέρνηση. Ωστόσο η ζημιά που υφίσταται στην κοινωνία η κυβέρνηση, κυρίως λόγω της υπερφορολόγησης, είναι μεγάλη.
Και ακόμη μεγαλύτερη είναι η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ από αριστερά του και πρωτίστως από τους απογοητευμένους κεντροαριστερούς-αντιδεξιούς πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που με την ψήφο τους τον εκτίναξαν στα ύψη και του έδωσαν τα κλειδιά της διακυβέρνησης. Αυτό είναι και το πρόβλημα του Τσίπρα, στο οποίο ψάχνει να βρει τη λύση και ακόμη δεν το έχει καταφέρει: όσο προσχωρεί στον πραγματισμό και μετακινείται προς πιο «δεξιές» θέσεις, χάνει μεν από αριστερά, αλλά βελτιώνεται η σχέση του με τους δανειστές και επομένως διευρύνει τον χρόνο παραμονής του στην εξουσία. Ο ρεαλισμός, όμως, έχει κόστος. Αφενός ο ίδιος καθίσταται αναξιόπιστος, μια που έρχεται σε αντίθεση με το παρελθόν του, τις διακηρύξεις και τις δεσμεύσεις του προκειμένου να καταλάβει την εξουσία. Αφετέρου αιμοδοτούνται πολιτικά και εκλογικά τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση.
Οι αριστερές ενστάσεις που κατά καιρούς εγείρει στοχεύουν στην επίτευξη ηρεμίας στην κοινοβουλευτική του ομάδα και στην αποτροπή, ει δυνατόν, των κεντρόφυγων τάσεων στο κόμμα του. Αυτές οι ενστάσεις όμως προκαλούν, έστω και πρόσκαιρα, εντάσεις με τους ξένους, με αποτέλεσμα τα κέρδη που αποκομίζει από τη δεξιά στροφή να είναι μικρότερα του αναμενομένου. Για να εισπράξει το μάξιμουμ των κερδών θα έπρεπε αυτά που υπογράφει να τα υλοποιεί και μάλιστα τάχιστα και όχι να αφήνει τις κυβερνητικές υποθέσεις να βραχυκυκλώνουν και να καθυστερούν. Για παράδειγμα, ενώ η αξιολόγηση έχει κλείσει εδώ και δύο μήνες, η κυβέρνηση εμφανίζεται ωσάν να έχει κατεβάσει τα χέρια και να πορεύεται σε βάλτο. Αντί ο πρωθυπουργός να εκμεταλλευτεί το θετικό μομέντουμ που δημιούργησε το κλείσιμο της αξιολόγησης και να αναδιατάξει πλήρως το κυβερνητικό σχήμα θέτοντας ταυτοχρόνως νέες προτεραιότητες και απαιτώντας εντατικούς ρυθμούς παραγωγής έργου, η επικαιρότητα, με ευθύνη των κυβερνητικών στελεχών, κυριαρχήθηκε από θέματα όπως η προσευχή και οι σημαιοφόροι στα σχολεία, οι συνομιλίες του Καμμένου με έναν υπόδικο ναρκέμπορο, οι επιθέσεις του Πολλάκη στα media, το δίλημμα «ναζισμός ή κομμουνισμός» του Κοντονή, το δήθεν σχέδιο αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης μέσω των πυρκαγιών, η τετραήμερη εξαφάνιση του πρωθυπουργού και η επανεμφάνισή του μόλις έσβησαν οι φωτιές στην Αττική.
Αδυναμίες
Και πολλά άλλα που αντί να δείχνουν μια κυβέρνηση η οποία μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα προκειμένου να διασφαλιστεί χωρίς νέα μέτρα ή πρόσθετες ποινές η οριστική έξοδος από το μνημόνιο, δείχνουν την εικόνα μιας κυβέρνησης χαυνωμένης από την κάψα του καλοκαιριού. Βουλευτές, στελέχη, ακόμη και συνεργάτες του πρωθυπουργού εντοπίζουν άλλες δύο χτυπητές αδυναμίες στο κυβερνητικό σχήμα.
Πρώτον, «υπάρχει κενό συντονισμού» λένε ορισμένοι. «Απουσιάζει το μάνατζμεντ από το Μαξίμου», διατείνονται κάποιοι άλλοι.
«Δεν υπάρχει ένας Λιβάνης» (εννοώντας τον εξ απορρήτων του Ανδρέα Παπανδρέου), συμφωνούν δύο μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ένας υπουργός και ένας αναπληρωτής υπουργός. Δεύτερον, «η επικοινωνιακή πολιτική μας έχει χτυπητές αδυναμίες και εμφανίζει τρύπες», παραδέχονται μεταξύ άλλων και τρεις υπουργοί με τους οποίους συνομιλήσαμε τις προηγούμενες ημέρες. Εξυπακούεται ότι για τις χασμωδίες και ιδιαίτερα για τα κενά στον συντονισμό και την ενημέρωση επιρρίπτονται ευθύνες στους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς Βερναρδάκη και Τζανακόπουλο. Αν και όπως παραδέχεται πρώην υπουργός, «η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως τον Τσίπρα, αφού ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου είναι δική του αρμοδιότητα, ενώ ο Δημήτρης (σ.σ.: ο Τζανακόπουλος) είναι αυτή τη στιγμή το αγαπημένο παιδί του Αλέξη».
Ενα ακόμη πρόβλημα που εντοπίζουν οι κυβερνητικοί βουλευτές και τα στελέχη της Κουμουνδούρου είναι η διατήρηση σε καίριες θέσεις υπουργών, οι οποίοι αποδεδειγμένα είτε δεν αποδίδουν, είτε κάποιοι εξ αυτών προκαλούν ακόμη και ζημιά. Ως παραδείγματα δε φέρνουν τους υπουργούς Παπαδημητρίου, Μουζάλα, Κονιόρδου, Γαβρόγλου και Αποστόλου. Για τον τελευταίο λένε μάλιστα ότι «δεν φταίει τόσο ο Βαγγέλης όσο ο ανεπαρκής έως άθλιος μηχανισμός του υπουργείου Γεωργίας του οποίου προΐσταται». Ομως και αυτό, ο διορισμός και η παύση των υπουργών, είναι αποκλειστική προνομία του πρωθυπουργού. Υπουργός που γνωρίζει καλά τον χαρακτήρα του πρωθυπουργού μάς λέει για την περίπτωση του ανασχηματισμού: «Παρά τα όσα λέγονται για ομοιότητες του Αλέξη με τον Ανδρέα, η αλήθεια είναι ότι ο αείμνηστος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έπαιρνε αμέσως και μόνος του αποφάσεις. Ο δικός μας, ο Αλέξης, δεν είναι των γρήγορων αποφάσεων. Το ζυγίζει από δω, το κοσκινίζει από κει, το αφήνει, το ξανακοιτάζει και πολλές φορές μέχρι να βγάλει απόφαση το πράγμα έχει σαπίσει».
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ανασχηματισμός στις επόμενες δύο εβδομάδες δεν πρόκειται να γίνει. Οχι μόνον γιατί δεν μπορεί να απομακρύνει τους υπουργούς Οικονομικών, Αμυνας και Εξωτερικών από τα πόστα τους επειδή θα κινδυνέψει η κυβερνητική σταθερότητα, ούτε επειδή ο πάγκος που υπάρχει δεν διαθέτει κρυφά ταλέντα, αλλά και γιατί ο πρωθυπουργός θα ήθελε η τρίτη αξιολόγηση να κλείσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα, οπότε «είναι προτιμότερο τη λέζα να τη φάνε οι υπάρχοντες υπουργοί και οι αντικαταστάτες τους να έχουν τις λιγότερες δυνατές αβαρίες, αφού θα είναι αυτοί που θα οδηγήσουν το κυβερνητικό σκάφος στις εκλογές». Πάντως, όσοι, εκ των κυβερνητικών στελεχών είχαν εισηγηθεί να γίνουν οι αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα πριν από τη ΔΕΘ έχουν, όπως και οι ίδιοι ομολογούν, συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο ανασχηματισμός πάει για Οκτώβριο-Νοέμβριο, ενδεχομένως και αργότερα εάν δεν έχει στο μεταξύ κλείσει η τρίτη αξιολόγηση.
Και ερχόμαστε έτσι στο μεγαλύτερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει το ερχόμενο διάστημα η κυβέρνηση. Σύμφωνα με καθ’ όλα έγκυρες πληροφορίες, η φορολογητέα ύλη το 2017 θα είναι μειωμένη κατά 15% σε σχέση με το 2016. Η μείωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φοροδιαφυγής, αλλά και τη μειωμένη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Εάν το νούμερο όντως επιβεβαιωθεί και τα έσοδα είναι μειωμένα, τότε το πλεόνασμα δεν θα είναι στο ύψος που περιμένει η κυβέρνηση. Βεβαίως για το 2017 δεν υπάρχει πρόβλημα, μια που θα είναι εντός του στόχου. Ωστόσο, αν υπάρξει απόκλιση από τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, τότε στην κυβέρνηση κάποιοι θεωρούν σίγουρο ότι οι πιέσεις που θα ασκηθούν, ιδίως από το ΔΝΤ, θα είναι μεγάλες. Αφενός για να έρθει έναν χρόνο νωρίτερα η μείωση του αφορολόγητου, αφετέρου για να παρθούν νέα μέτρα προκειμένου να πιαστεί το 2018 ο στόχος του 3,5% πλεόνασμα. Εσοδα, όμως, από νέα φορολογία είναι απίθανο, για ευνόητους λόγους, να υπάρξουν, εκτός κι αν ο Τσίπρας έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει πολιτικά.
Θα χρειαστεί, λοιπόν, να κοπούν δημόσιες δαπάνες. Υπάρχει περιθώριο; «Οχι», μας λέει υπουργός και προσθέτει με γλαφυρό τρόπο: «Ο,τι λίπος ήταν να αφαιρεθεί το αφαιρέσαμε. Σε κάποιες περιπτώσεις κόψαμε και κρέας. Αν μας ζητηθούν και νέες μειώσεις, είναι σα να μας λένε “τροχίστε και το κόκκαλο”.
Δεν νομίζω ότι αυτό μπορούμε να το αντέξουμε». Και έχει δίκιο. Οχι μόνο γιατί δεν θα γίνουν αποδεκτές από τους εργαζομένους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, αλλά και επειδή, όπως μας λέει προβεβλημένος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, «νέα μείωση δαπανών θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε κατάρρευση υποσυστημάτων του Δημοσίου. Θα δούμε να κλείνουν δήμοι, σχολεία, αστυνομικά τμήματα, στρατιωτικές μονάδες, νοσοκομεία. Αυτή θα είναι η πραγματική χρεοκοπία και ο κατάρρευση. Δημοσιονομικά τα νούμερα θα σφύζουν από ζωή και η κοινωνία θα πεθαίνει. Μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο δεν θα μπορούμε να τη διαχειριστούμε, αλλά κι αυτό είναι το χειρότερο: αν προσπαθήσουμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή, τότε “θα μας πάρουν με τις πέτρες” που έλεγε κι ο Γιώργος Παπανδρέου. Και εξυπακούεται ότι δεν θα το κάνουμε. Καλύτερα να πάμε σε σύγκρουση με την τρόικα και να μας ρίξουν παρά να υποστούμε έναν τέτοιο εξευτελισμό»...
«Δεν υπάρχει ένας Λιβάνης» (εννοώντας τον εξ απορρήτων του Ανδρέα Παπανδρέου), συμφωνούν δύο μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ένας υπουργός και ένας αναπληρωτής υπουργός. Δεύτερον, «η επικοινωνιακή πολιτική μας έχει χτυπητές αδυναμίες και εμφανίζει τρύπες», παραδέχονται μεταξύ άλλων και τρεις υπουργοί με τους οποίους συνομιλήσαμε τις προηγούμενες ημέρες. Εξυπακούεται ότι για τις χασμωδίες και ιδιαίτερα για τα κενά στον συντονισμό και την ενημέρωση επιρρίπτονται ευθύνες στους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς Βερναρδάκη και Τζανακόπουλο. Αν και όπως παραδέχεται πρώην υπουργός, «η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως τον Τσίπρα, αφού ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου είναι δική του αρμοδιότητα, ενώ ο Δημήτρης (σ.σ.: ο Τζανακόπουλος) είναι αυτή τη στιγμή το αγαπημένο παιδί του Αλέξη».
Ενα ακόμη πρόβλημα που εντοπίζουν οι κυβερνητικοί βουλευτές και τα στελέχη της Κουμουνδούρου είναι η διατήρηση σε καίριες θέσεις υπουργών, οι οποίοι αποδεδειγμένα είτε δεν αποδίδουν, είτε κάποιοι εξ αυτών προκαλούν ακόμη και ζημιά. Ως παραδείγματα δε φέρνουν τους υπουργούς Παπαδημητρίου, Μουζάλα, Κονιόρδου, Γαβρόγλου και Αποστόλου. Για τον τελευταίο λένε μάλιστα ότι «δεν φταίει τόσο ο Βαγγέλης όσο ο ανεπαρκής έως άθλιος μηχανισμός του υπουργείου Γεωργίας του οποίου προΐσταται». Ομως και αυτό, ο διορισμός και η παύση των υπουργών, είναι αποκλειστική προνομία του πρωθυπουργού. Υπουργός που γνωρίζει καλά τον χαρακτήρα του πρωθυπουργού μάς λέει για την περίπτωση του ανασχηματισμού: «Παρά τα όσα λέγονται για ομοιότητες του Αλέξη με τον Ανδρέα, η αλήθεια είναι ότι ο αείμνηστος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έπαιρνε αμέσως και μόνος του αποφάσεις. Ο δικός μας, ο Αλέξης, δεν είναι των γρήγορων αποφάσεων. Το ζυγίζει από δω, το κοσκινίζει από κει, το αφήνει, το ξανακοιτάζει και πολλές φορές μέχρι να βγάλει απόφαση το πράγμα έχει σαπίσει».
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ανασχηματισμός στις επόμενες δύο εβδομάδες δεν πρόκειται να γίνει. Οχι μόνον γιατί δεν μπορεί να απομακρύνει τους υπουργούς Οικονομικών, Αμυνας και Εξωτερικών από τα πόστα τους επειδή θα κινδυνέψει η κυβερνητική σταθερότητα, ούτε επειδή ο πάγκος που υπάρχει δεν διαθέτει κρυφά ταλέντα, αλλά και γιατί ο πρωθυπουργός θα ήθελε η τρίτη αξιολόγηση να κλείσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα, οπότε «είναι προτιμότερο τη λέζα να τη φάνε οι υπάρχοντες υπουργοί και οι αντικαταστάτες τους να έχουν τις λιγότερες δυνατές αβαρίες, αφού θα είναι αυτοί που θα οδηγήσουν το κυβερνητικό σκάφος στις εκλογές». Πάντως, όσοι, εκ των κυβερνητικών στελεχών είχαν εισηγηθεί να γίνουν οι αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα πριν από τη ΔΕΘ έχουν, όπως και οι ίδιοι ομολογούν, συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο ανασχηματισμός πάει για Οκτώβριο-Νοέμβριο, ενδεχομένως και αργότερα εάν δεν έχει στο μεταξύ κλείσει η τρίτη αξιολόγηση.
Εσοδα - δαπάνες
Και ερχόμαστε έτσι στο μεγαλύτερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει το ερχόμενο διάστημα η κυβέρνηση. Σύμφωνα με καθ’ όλα έγκυρες πληροφορίες, η φορολογητέα ύλη το 2017 θα είναι μειωμένη κατά 15% σε σχέση με το 2016. Η μείωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φοροδιαφυγής, αλλά και τη μειωμένη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Εάν το νούμερο όντως επιβεβαιωθεί και τα έσοδα είναι μειωμένα, τότε το πλεόνασμα δεν θα είναι στο ύψος που περιμένει η κυβέρνηση. Βεβαίως για το 2017 δεν υπάρχει πρόβλημα, μια που θα είναι εντός του στόχου. Ωστόσο, αν υπάρξει απόκλιση από τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, τότε στην κυβέρνηση κάποιοι θεωρούν σίγουρο ότι οι πιέσεις που θα ασκηθούν, ιδίως από το ΔΝΤ, θα είναι μεγάλες. Αφενός για να έρθει έναν χρόνο νωρίτερα η μείωση του αφορολόγητου, αφετέρου για να παρθούν νέα μέτρα προκειμένου να πιαστεί το 2018 ο στόχος του 3,5% πλεόνασμα. Εσοδα, όμως, από νέα φορολογία είναι απίθανο, για ευνόητους λόγους, να υπάρξουν, εκτός κι αν ο Τσίπρας έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει πολιτικά.
Θα χρειαστεί, λοιπόν, να κοπούν δημόσιες δαπάνες. Υπάρχει περιθώριο; «Οχι», μας λέει υπουργός και προσθέτει με γλαφυρό τρόπο: «Ο,τι λίπος ήταν να αφαιρεθεί το αφαιρέσαμε. Σε κάποιες περιπτώσεις κόψαμε και κρέας. Αν μας ζητηθούν και νέες μειώσεις, είναι σα να μας λένε “τροχίστε και το κόκκαλο”.
Δεν νομίζω ότι αυτό μπορούμε να το αντέξουμε». Και έχει δίκιο. Οχι μόνο γιατί δεν θα γίνουν αποδεκτές από τους εργαζομένους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, αλλά και επειδή, όπως μας λέει προβεβλημένος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, «νέα μείωση δαπανών θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε κατάρρευση υποσυστημάτων του Δημοσίου. Θα δούμε να κλείνουν δήμοι, σχολεία, αστυνομικά τμήματα, στρατιωτικές μονάδες, νοσοκομεία. Αυτή θα είναι η πραγματική χρεοκοπία και ο κατάρρευση. Δημοσιονομικά τα νούμερα θα σφύζουν από ζωή και η κοινωνία θα πεθαίνει. Μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο δεν θα μπορούμε να τη διαχειριστούμε, αλλά κι αυτό είναι το χειρότερο: αν προσπαθήσουμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή, τότε “θα μας πάρουν με τις πέτρες” που έλεγε κι ο Γιώργος Παπανδρέου. Και εξυπακούεται ότι δεν θα το κάνουμε. Καλύτερα να πάμε σε σύγκρουση με την τρόικα και να μας ρίξουν παρά να υποστούμε έναν τέτοιο εξευτελισμό»...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα