Γιάννης Βόγλης: Και το χώμα βάφτηκε μαύρο...

Γιάννης Βόγλης: Και το χώμα βάφτηκε μαύρο...

Με την περηφάνια ενός κλασικού, παλαιάς κοπής αρσενικού, ο Γιάννης Βόγλης έφυγε στα 79 του χρόνια, προδομένος από την υγεία του. Αφησε πίσω του μια σπουδαία καριέρα και όχι μόνο τη θρυλική παράκληση «στάσου, μύγδαλα». Για το ευρύ κοινό, ο Γιάννης Βόγλης ήταν ο αρχέτυπος, σκληροτράχηλος, βαρύς άντρας. Και αυτή η ανάμνηση μάλλον θα τον συνοδεύει για πάντα

Γιάννης Βόγλης: Και το χώμα βάφτηκε μαύρο...
Κλείνοντας τον κύκλο μιας εποχής όπου οι ηθοποιοί ήταν επαγγελματίες και σέβονταν τους άγραφους, ανόθευτους νόμους που τους έπλασαν, ο θάνατος του Γιάννη Βόγλη αποκτά άλλη διάσταση. Δεν είναι μόνο η ανθρώπινη απώλεια, αλλά η αίσθηση ότι οι κανόνες μετρούσαν κάποτε για τους ανθρώπους που τους υπάκουαν, τα σταριλίκια ήταν πιο σπάνια και η στόφα του ηθοποιού φτιαχνόταν μέσα από τη σκληρή δουλειά. Επειτα ήταν και το ήθος -αυτό το παλιό και επίμονο «ηθοποιός σημαίνει φως»- που συνόδευε το όνομα Βόγλης, μια αλλόκοτη περηφάνια που δεν συμβιβάστηκε ούτε όταν η ζωή του τα έφερε όλα αλλιώς. Σαν τον περήφανο βοσκό που δεν ήξερε πώς να βάλει τα αισθήματά του σε λόγια στον ρόλο που έμελλε να γράψει ιστορία, προτίμησε να σηκώσει μόνος του το βάρος των δυσβάστακτων χρεών που είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει το σπίτι του και τους καλούς του φίλους.

Δεν μίλησε, ούτε ζήτησε βοήθεια από κανέναν, παρά προτίμησε τρώγοντας από τα φαγητά που του έφτιαχνε η μακαρίτισσα η μάνα του και με συμπαράσταση από την οικογένειά του, να σηκώσει μόνος του το βάρος. Δεν αρνήθηκε ότι είχε αδυναμίες, ότι παρασυρόταν ενίοτε από τα πάθη και πλήρωνε το τίμημα σαν τον Οιδίποδα που ερμήνευσε χωρίς διαμαρτυρίες και με υπέρτατο κόστος. Ο ίδιος έλεγε πως ό,τι έχει το χρωστούσε στην υπομονετική γυναίκα του Μιράντα, η οποία στάθηκε δίπλα του μισό αιώνα σαν «τον βράχο του Γιβραλτάρ», που θα έλεγαν οι συμπατριώτες της Σκωτσέζοι. Την είχε γνωρίσει σε ένα πάρτυ στην Κηφισιά το 1959, όταν εκείνος πάλευε να καθιερωθεί στον χώρο, ενώ εκείνη είχε μόλις γυρίσει από την Αγγλία όπου είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της. Ελεύθερο πνεύμα, πανέμορφη και με ωραία μάτια έμελλε να είναι ο μοιραίος έρωτας της ζωής του. «Την ερωτεύτηκα με τη μία. Αιθέριο πλάσμα!» είχε πει σε κάποια από τις συνεντεύξεις του. «Προτού παντρευτούμε την είχα προειδοποιήσει ότι προτεραιότητά μου έχει η δουλειά μου και πως πρέπει να αντέξει πολλά αν θέλει να ζήσει με έναν ηθοποιό», ομολογούσε.



Ο γνωστός ηθοποιός μιλούσε επίσης συχνά για τα προβλήματα υγείας που είχε αντιμετωπίσει η σύζυγός του όταν οι γιατροί διέγνωσαν ότι πάσχει από καρκίνο, σε ηλικία μόλις 39 ετών, τον οποίο και ξεπέρασε με μεγάλη γενναιότητα παρά τις τρεις απανωτές μεταστάσεις. Επέμενε πως το σθένος της συζύγου ήταν μεγάλο μάθημα για εκείνον, όπως ήταν και ο χαρακτήρας της που άντεξε δυσκολίες, περιπέτειες και παρασπονδίες.
Κλείσιμο

Στάσου, μύγδαλα!


Ωστόσο δεν αλήθευε ότι ο γνωστός ηθοποιός είχε εμπλακεί σε περιπέτεια με την εντυπωσιακή Σουηδή συμπρωταγωνίστριά του Αν Λόνμπεργκ από την ταινία «Κορίτσια στον ήλιο». Δεν αρνήθηκε τις φήμες ότι η Λόνμπεργκ είχε γοητευτεί από το ανδρικό σθένος και το μεσογειακό προφίλ του συμπρωταγωνιστή της, αλλά είχε πει ότι δεν θα έκανε τίποτα επειδή ήξερε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της ο σκηνοθέτης του. Φίλος του καλός, ο Βασίλης Γεωργιάδης είχε σκηνοθετήσει την ταινία -σε μοναδικό σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου- τον οποίο σεβόταν πάντα, όπως και όλους τους σπουδαίους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε. Οσο για τη θρυλική ατάκα «στάσου, μύγδαλα» ο Βόγλης είχε παραδεχτεί πως ο Γεωργιάδης είχε προβλέψει ότι κάποτε θα γράψει ιστορία. «Φορούσα την κάπα και ήταν πολύ βαριά», έλεγε σε τηλεοπτική συνέντευξή του. «Το γυρίζαμε πάνω-κάτω συνέχεια. Κάποια στιγμή μπάφιασα και είπα στον Γεωργιάδη: ‘‘Ελα, ρε Βασίλη, αφού το 'χουμε το πλάνο, βαρέθηκα πια ‘‘στάσου, μύγδαλα’’, ‘‘στάσου, μύγδαλα’’. Και κείνος μου λέει: ‘‘Βόγλη, αυτή είναι η φράση που θα σε κυνηγάει σε όλη σου τη ζωή’’. Και είχε δίκιο. Γιατί ο Βασίλης είχε μια εκπληκτική αίσθηση για τα πράγματα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλος σκηνοθέτης που να έχει την αίσθηση της λαϊκής ποιότητας, της ποιότητας δηλαδή που ακουμπούσε τον κόσμο». Στις παρέες του παρέμενε έξω καρδιά και δεν μιζέριαzε παρά τα προβλήματα. Και το πολιτικό του σθένος παρέμεινε δημοκρατικό παρά τις διώξεις της χούντας, κάτι που όφειλε στον πατριό του Περικλή. «Το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο με βιβλία και ο πατριός μου μιλούσε με σεβασμό για την ελευθερία της προσωπικότητας και των ανθρώπων», έλεγε. Ο Περικλής, που πήρε τη θέση στο σπιτικό μετά τον χαμό του πατέρα του στο αλβανικό μέτωπο, δεν εμπόδισε τον θετό γιο να ακολουθήσει την καριέρα του ηθοποιού - σε εποχές που το επάγγελμα θεωρούνταν ταμπού.



 «Μπήκα σ’ αυτή τη δουλειά ώριµα, ψύχραιµα και µε φιλοδοξίες. ∆εν ξεκίνησα για να µείνω µια µετριότητα - την απεχθάνοµαι. ∆οκίµασα τις δυνάµεις µου πριν πάω στη σχολή σε έναν ερασιτεχνικό θίασο. Και όταν µπήκα, είπα πως, αν δεν τελειώσω µέσα στους πέντε πρώτους µε άριστα, θα τα παρατήσω. Το ίδιο είπα κι όταν βγήκα στο θέατρο. Ο στόχος µου δεν ήταν να γίνω φίρµα, αλλά να µου ζητούν να πάω σε δουλειά, όχι να ζητάω εγώ. Συνειδητοποίησα από νωρίς -απ’ όταν ήµουν ‘‘κοντάρι’’ (σ.σ.: βουβό πρόσωπο στις τραγωδίες) στο Εθνικό- την ασχήµια της ‘‘µονιµότητας’’», έλεγε μιλώντας πάντα με ταπεινότητα και μετριοφροσύνη για την καριέρα του. Το θέατρο παρέμεινε για πάντα η λατρεία του και ο ίδιος τόλμησε τη δεκαετία του '80 να ιδρύσει έναν καλλιτεχνικό οργανισμό, την Ανατολή, προκειμένου να ανεβάσει τις παραστάσεις που αγαπούσε: «Από τον θρυλικό ‘‘Καλό Στρατιώτη Σβέικ’’ έως τον ‘‘Προμηθέα Δεσμώτη’’».

Η αλήθεια είναι πως η φιγούρα του διέθετε κάτι προμηθεϊκό: μεγαλεπήβολο και γενναιόδωρο, που δέχτηκε με περηφάνια τα χτυπήματα της μοίρας. Κάτι τα νυχτοπερπατήματα, κάτι τα ταξίδια, αλλά και η εμμονική προσήλωση στις αρετές της νύχτας δεν βοήθησαν να λυθούν τα ανοιχτά μέτωπα παρά προσέφεραν μια πρόσκαιρη παρηγοριά σε ώρες απελπισίας. Απέναντι στα δυσβάσταχτα οικονομικά προβλήματα και την απώλεια της μητέρας του, μοναδική χαρά του ηθοποιού ήταν τα εγγόνια του, που του χάριzαν μεγάλη ευτυχία. Οι δυο του γιοι, που δεν ακολούθησαν την καριέρα του πατέρα, αλλά ασχολήθηκαν με τη θάλασσα και τις επιχειρήσεις, τον θυμούνται να τους λέει πως, ανεξάρτητα με τι καταπιάνονται, πρέπει να το κάνουν όσο καλύτερα μπορούν. Να καταβάλλουν όλες τους τις δυνάμεις. Οσο για την καταπίεση, ποτέ δεν την ένιωσαν: τριγυρνούσαν ελεύθερα στη Γλυφάδα όπου μεγάλωσαν και έμαθαν να διαβάζουν μόνοι τους και να τα βγάζουν πέρα από μικροί. Είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο πατέρας τους θα ήταν για πάντα απών, αφού το επάγγελμα του ηθοποιού δεν επέτρεπε συχνή παρουσία στο σπίτι.

Ανθρωπος με πάθη


Για τον άνθρωπο που μεγάλωσε ως Γκόγκλης, αλλά καθιερώθηκε ως Βόγλης, ήξερε ότι ακόμα και η προφορά του ονόματός του ενείχε δυσκολίες. Οπως και η εμπλοκή του στην πολιτική που επέφερε μια σειρά από διώξεις. Διόλου τυχαίες οι συμμετοχές του σε ταινίες όπως το «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Αέρα, αέρα, αέρα» και άλλες πιο έντονα πολιτικοποιημένες παραγωγές της Φίνος. Από «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» θυμόταν έντονα τις απέραντες δυσκολίες, καταμεσής του θεσσαλικού κάμπου, επί πέντε μήνες, «με 42 βαθμούς υπό σκιά, με άλογα που δεν ήταν ιππασίας και κυρίως με πρωτόγονα μέσα, εφόσον τότε δεν υπήρχε μεγάλη εμπειρία, ούτε η ανάλογη υποδομή για τα γυρίσματα αυτού του είδους ταινιών. Οσο για τον ρόλο, πέρα από τη σημαντική βοήθεια του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη, πήρα πάρα πολλά στοιχεία από τη γήινη συμπεριφορά των ντόπιων κατοίκων. Μετά από λίγο καιρό ένιωσα να γίνομαι ένα με τη γη και το χώμα του κάμπου.



Μια σπουδαία δουλειά και πιστεύω ότι δεν ήταν τυχαίο ότι βρέθηκε υποψήφια για το Οσκαρ ανάμεσα στις πέντε καλύτερες ξένες ταινίες», έλεγε.  Ο Βόγλης συνέβαλε ως πρωταγωνιστής και στην καθιέρωση των μετέπειτα δραματικών παραγωγών του Ντίνου Δημόπουλου, όπως ο «Βάλτος», ενώ έπαιξε και στην τελευταία ταινία της Μελίνας Μερκούρη «Κραυγή γυναικών» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Παρότι έπαιζε τον κακό, επέμενε πως δεν τυποποιήθηκε, ούτε εγκλωβίστηκε σε κλισέ: «Ομολογώ ότι δεν έχω τυποποιηθεί και η εικόνα αυτή έχει εντυπωθεί από τους ρόλους μου στον κινηματογράφο. Δεν πιστεύω ότι ένας ηθοποιός πρέπει να τυποποιείται. Ποτέ δεν έπαιξα ρόλους κακού τύπου Αρτέμη Μάτσα».

Λάτρευε τον Μάνο Κατράκη, με τον οποίο συνεργάστηκε, και αναγνώριζε τους συναδέλφους του και το ταλέντο τους με το παραπάνω. Λίγοι ωστόσο γνωρίζουν τις σπουδαίες ερμηνείες του στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου όπως στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» με τη σκηνοθετική υπογραφή του Μίμη Κουγιουμτζή και το Θέατρο Τέχνης. Αγαπούσε βαθιά το αρχαίο δράμα, πολλές φράσεις συνήθιζε να επαναλαμβάνει από καρδιάς. Ηξερε ότι θα παίζει μέχρι τέλους - δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς: «Μου είναι αδύνατον να φανταστώ τον εαυτό μου σε αδράνεια». Δεν το έκανε ποτέ. Μέχρι να τον καταβάλει η επέμβαση που τον οδήγησε τελικά στην Εντατική (είχε ειλεό) έδινε μαθήματα ερμηνείας με τον «Θείο Βάνια». Και ίσως να ήταν προφητική η φωνή της Σόνιας, της ηρωίδας του Τσέχοφ: «Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους, θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό σπαρμένο με διαμάντια, θα δούμε όλο το κακό αυτής της γης, όλα μας τα βάσανα να καταποντίζονται μέσα στο έλεος που θα πλημμυρίσει ολόκληρο τον κόσμο, και η ζωή μας θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι. Θ’ αναπαυτούμε»!

Ο Γιάννης Βόγλης έλεγε πως ό,τι έχει το χρωστούσε στην υπομονετική γυναίκα του Μιράντα, η οποία στάθηκε δίπλα του μισό αιώνα σαν «τον βράχο του Γιβραλτάρ»




Από την ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» με τον Νίκο Κούρκουλο ο Γιάννης Βόγλης θυμόταν έντονατις απέραντες δυσκολίες, καταμεσής του θεσσαλικού κάμπου

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

Δείτε Επίσης