Σταμάτης Φασουλής: Είναι αργά πια για να μαλώσω τον εαυτό μου

Σταμάτης Φασουλής: Είναι αργά πια για να μαλώσω τον εαυτό μου

Υποστηρίζει πως δεν λέει συχνά «μπράβο» στον εαυτό του. Ισως όμως φέτος του το οφείλει. Για την ειλικρινή και πηγαία ερμηνεία του ως Κλάρενς Ντάροου, τον ρόλο που αποφάσισε να ενσαρκώσει χάρη στον Κέβιν Σπέισι

Σταμάτης Φασουλής: Είναι αργά πια για να μαλώσω τον εαυτό μου
Τον περιμένω στο κατώφλι ενός θεάτρου. Πού αλλού; Οι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην παράσταση «Φάντασμα με γόβες», την οποία σκηνοθετεί στο θέατρο «Γκλόρια», συγκεντρώνονται σιγά-σιγά για την προγραμματισμένη πρόβα αποπνέοντας στον εξωτερικό παρατηρητή ένα άφατο αίσθημα μυσταγωγίας. Ισως συνενοχής. «Ο κύριος Φασουλής θα καθυστερήσει», με ενημερώνει συνεργάτης του. Δεν μπορείς να τον παρεξηγήσεις. Δεν το κάνει για να καλλιεργήσει μύθο ή να κεφαλαιοποιήσει σταριλίκι, ούτε χάριν καλλιτεχνικής αδείας.

Φταίει η πολυπραγμοσύνη του ή, πιο σωστά, η εσωτερική διέγερσή του. Εκείνη που διακρίνεις διά γυμνού οφθαλμού ακόμη κι από το νευρικό, σχεδόν πηδηχτό βάδισμά του καθώς διασχίζει, ντυμένος με παλτό, καπέλο και το εξόχως χαρακτηριστικό κασκόλ του, την οδό Πειραιώς. 

Κλείσιμο


Φέτος ο Σταμάτης Φασουλής ερμηνεύει με πηγαία ειλικρίνεια έναν καθηλωτικό μονόλογο, εμπνευσμένο από μια θρυλική μορφή της αμερικανικής δικαιοσύνης. Τον δικηγόρο Κλάρενς Ντάροου, έναν άνθρωπο που εξομολογείται, όπως ο ίδιος συνοψίζει. Το έργο είναι ουσιαστικά ένας απολογισμός της ζωής του πρωτοπόρου και οραματιστή νομικού, μιας προσωπικότητας αμφιλεγόμενης που ταυτίστηκε με την υπεράσπιση του δικαίου των αδικημένων, αγωνίστηκε για την κατάργηση της θανατικής ποινής και υπερασπίστηκε τη θεωρία του Δαρβίνου στην ιστορική Δίκη των Πιθήκων το 1925. Αφορμή, όπως επισημαίνει ο ίδιος, για να ανεβάσει το έργο ήταν η παράσταση με την οποία ο Κέβιν Σπέισι ολοκλήρωσε τον κύκλο του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του «Old Vic» τον Ιούνιο που μας πέρασε. «Εγώ πήγα να δω τον Κέβιν Σπέισι, για να δω τελικά ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας. Ηταν συνταρακτικός. Παράλληλα είδα δίπλα του ένα έργο να σπαρταράει. Ζωντανό. Και να μιλά για το 1900, θίγοντας όμως θέματα σημερινά. Δεν έχει αλλάξει τίποτα και έχουν αλλάξει τα πάντα. Ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει. Δεν είναι επίκαιρο το έργο επειδή μπορείς να κάνεις αναγωγές στο τώρα, αλλά επειδή μιλάει για το τώρα. Και να σου πω κάτι; Εχω βαρεθεί το πολιτικό θέατρο-μπροσούρα. Προτιμώ ένα θέατρο που μιλάει πιο ανθρώπινα και χωρίς ντουντούκα. Να μιλάει για πράγματα σημαντικά με ανθρώπινο τρόπο και όχι με πανό σε διαδήλωση». Προσπαθώ να τον προβοκάρω ρωτώντας τον πόσο εύκολο ήταν να υποδυθεί έναν ρόλο τον οποίο είχε δει να ενσαρκώνει εμβληματικά ο Σπέισι. Είναι σαφής: «Καθένας πορεύεται με τα μέσα που έχει. Δεν θεωρώ ότι είμαι καλύτερος ή χειρότερος. Είμαι κάτι εντελώς διαφορετικό. Και το στοίχημα αυτό είναι. Να είσαι διαφορετικός, να μη σου λείπει ο άλλος. Ηταν τόσο μοναδικό αυτό που έκανε ο Σπέισι που και να ήθελα δεν θα μπορούσα να το κάνω. Προσπάθησα όμως να βρω ρίζες αισθήματος», λέει. 

«Τα μεσημέρια κοιμάμαι στο θέατρο»

Εχοντας επί σκηνής -αλλά και στο τραπέζι της κουβέντας μας- το δίπολο δίκαιο-άδικο, μπαίνω στον πειρασμό να τον ρωτήσω αν νιώθει, πιστεύει ή θεωρεί ότι ο ίδιος έχει υπάρξει αδικημένος - στο θέατρο αλλά και στη ζωή. «Αδικημένος δεν υπήρξα. Δεν έχω παράπονο. Ούτε από τη ζωή, ούτε από το θέατρο. Μόλις βγήκα με βοήθησαν ο Γιάννης Φέρτης και η Ξένια Καλογεροπούλου που είχαν δικό τους θέατρο τότε. Το ’72 πρωτοβγήκα στο θέατρο, το ’75 η Ξένια με έβαλε και σκηνοθέτησα στο παιδικό, το ’78 ο Γιάννης μου έδωσε να σκηνοθετήσω τους “Βρυκόλακες” του Ιψεν. Οχι αστεία. Απ’ την άλλη μεριά, όλο αυτό που κάναμε με το “Ελεύθερο Θέατρο”, που ήταν δική μας δουλειά και η οποία καθιέρωσε και έναν τρόπο θεατρικής συμπεριφοράς τότε, μπορεί να χτυπήθηκε από την Πολιτεία, γιατί τότε είχαμε χούντα, αλλά όλος ο Τύπος, οι πνευματικοί άνθρωποι και ο καλλιτεχνικός κόσμος μάς βοήθησαν πάρα πολύ. Δεν μπορώ να έχω παράπονο. Εκείνο στο οποίο είχαμε να εναντιωθούμε ήταν ένα στρατιωτικό καθεστώς, όχι το πνευματικό ή καλλιτεχνικό κατεστημένο». «Ηταν καλό ή κακό που σκηνοθετήσατε από τόσο νωρίς;», τον ρωτώ. «Υπάρχει ένα ανέκδοτο για τον Σωκράτη, ότι πήγε ένας μαθητής του και τον ρώτησε: “Δάσκαλε, να παντρευτώ ή να μην παντρευτώ;”. Ο Σωκράτης του είπε: “Και στις δύο περιπτώσεις θα μετανιώσεις”. Αν έχω κάτι με κάποιον, είναι με τον εαυτό μου. Αλλά είναι αργά πια για να τον μαλώσω επειδή μπορεί να έκανε μερικές αηδίες ή σαχλαμάρες, αλλά μέχρι εκεί», αποκρίνεται. 

Στη δημοσιογραφική πιάτσα υπάρχει ένα κλισέ, μια σχεδόν θέσφατη αλήθεια για τον Σταμάτη Φασουλή: δεν εφησυχάζει ποτέ και καταπιάνεται συνεχώς με πολλά και διαφορετικά projects. Ο ίδιος δεν διαφωνεί όταν του το λέω, συμπυκνώνοντας την αιτιολόγησή του στην πρόταση: «Δεν έχω ησυχία για να κάτσω». «Δηλαδή, πώς είναι μια μέρα σας; Μπορείτε να μου την περιγράψετε», τον ρωτάω. «Ξυπνάω το πρωί, κάνω το πρωινό μου, πηγαίνω στην πρωινή δουλειά μου, κάνω πρόβα μέχρι τις 4, μετά πάω στο θέατρο, κοιμάμαι για δύο ώρες, σηκώνομαι, κάνω ένα μπάνιο, ξεκουράζομαι, λέω κάποια πράγματα για τον ρόλο, κάνω κάποια τηλέφωνα και βγαίνω στη σκηνή. Εχω φτιάξει ένα καμαρίνι που μπορεί να με φιλοξενεί. Μ’ αρέσει το μεσημέρι να κοιμάμαι στο θέατρο. Είναι σαν το σπίτι μου. Με κοροϊδεύανε στην αρχή. Μου λέγανε “φτιάχνεις σουίτα”... Ενα σπιτάκι έφτιαξα δίπλα στη δουλειά μου, 20 τετραγωνικά. Μετά την παράσταση επιστρέφω σπίτι. Μαγειρεύω. Είναι μεγάλη και ωραία ιεροτελεστία η μαγειρική. Ερχονται οπωσδήποτε φίλοι, τρώμε, εκείνοι φεύγουν, παίζω μισή ώρα σουντόκου, διαβάζω πάρα πολύ, μέχρι τις 4-4.30, κοιμάμαι και ξυπνάω κατά τις 10.30 με 11», περιγράφει. 

«Μέχρι τα 35 ήμουν έκδοτος στις ηδονές»

Αναρωτιέμαι εάν ένα τέτοιο, απολύτως στραμμένο στο θέατρο, πρόγραμμα του επιτρέπει να αφουγκράζεται αυτό που συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, να κλέβει εικόνες και παραστάσεις από την αληθινή ζωή. «Ε, δεν ζω και στη γυάλα. Αλλά ξέρεις, η επαφή με τον κόσμο δεν προϋποθέτει την τριβή μαζί του. Επειτα στην πρόβα έχεις επαφή με πολλούς ανθρώπους: από ηθοποιούς μέχρι ηλεκτρολόγους και πλακάδες. Το θέατρο περιλαμβάνει μια ολόκληρη κοινωνία οριζοντίως και καθέτως. Δεν είναι μόνο μια πνευματική δουλειά, είναι και χειρωνακτική. Μιλάς όλες τις γλώσσες: και τη γλώσσα του μάστορα και τη γλώσσα του ποιητή και τη γλώσσα της καθαρίστριας. Οι φίλοι μου δεν είναι στο θέατρο, είναι εκτός. Δεν κάνω παρέα με ηθοποιούς, παρότι τους λατρεύω. Τους χορταίνω, όμως, στην πρόβα. Δεν θα πάω σε ένα μπαρ με ηθοποιούς. Μου φαίνεται πολύ κουραστικό. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Νέος συμμετείχα πολύ. Επινα κιόλας πάρα πολύ. Μέχρι τα 35 μου ήμουν έκδοτος στις ηδονές, στο ποτό και τη νυχτερινή ζωή. Ημουν ένα ζώο της νύχτας. Μετά ερωτεύτηκα, μετά μεγάλωσα, μετά είδα τη ζωή αλλιώς, ηρέμησα. Δεν ξέρω, κάτι έγινε και άλλαξα μέσα μου. Δεν είπα “θα κόψω το ποτό”. Κόπηκε μόνο του. Δεν έκανα κανένα πρόγραμμα. Τίποτα. Μετά έγινε ένα ποτήρι κρασί το βράδυ. Τώρα ούτε κι αυτό. Εχω ηρεμήσει, αλλά γλυκά. Οχι με χαμομήλι, με ηδύτητα», αφηγείται σαρωτικά. 

Είναι η στιγμή που προσπαθώ να ολοκληρώσω την πρόταση «γιατί μπήκατε στο θέατρο;», όταν με διακόπτει για να θέσει τα πράγματα στην αληθινή διάστασή τους, εκείνη που ο ίδιος ζει παιδιόθεν: «Δεν μπήκα στο θέατρο. Ημουν εκ γενετής εκεί. Με πήγαν 2,5 χρονών στο θέατρο και όταν γύρισα στη Σαλαμίνα, στο χωριό μου, δεν είπα “θα γίνω ηθοποιός”, αλλά “είμαι ηθοποιός”. Απαιτούσα απ’ όλους να με αντιμετωπίζουν ως ηθοποιό. Είχα τον ασυμμάζευτο. Δεν ήξερα τι είναι θέατρο. Εβλεπα κάτι φωτογραφίες στις εφημερίδες που έπαιρνε ο θείος μου. Εβλεπα τον Μινωτή με τις χλαμύδες στην Επίδαυρο, πήρα κι εγώ ένα σεντόνι, το τύλιξα πάνω μου, μπουρδουκλώθηκα, έπεσα κάτω και μου μπήκαν τα κάτω δόντια στα πάνω ούλα. Εγινα σαν γουρούνι. Μου λέγανε όλα τα παιδάκια “γουρούνι, γουρούνι, κοίτα ένα γουρούνι, γουρούνι είναι” και γελάγανε. Αλλά μετά πέρασε. Κι εγώ αγόγγυστα στον Γολγοθά του θεατρίνου σήκωσα τον σταυρό του γουρουνιού», εξιστορεί, ενώ του επισημαίνω πως ακόμη και τη στιγμή που μιλάμε εξακολουθεί να ερμηνεύει ρόλους. «Ετσι πρέπει να κάνουμε. Αλλιώς είναι βαριά η ζωή, αφόρητη», ανταπαντά. «Αμα δεν έχεις τέτοια στολίδια -γλωσσικά ή πνευματικά- τι να το κάνεις; Ετσι να ζεις, σαν κτήνος; Να λες τα πράγματα με τ’ όνομά τους; Είναι βαρετό, θανατηφόρο. Χρειάζεται ένα παιχνίδι με τα σώματα, με τα βλέμματα, με τις λέξεις, με την τέχνη, με την ποίηση». «Ναι, αλλά οι περισσότεροι δεν ζουν έτσι», του αντιτείνω. «Δεν έκανα ποτέ ό,τι έκαναν οι περισσότεροι άνθρωποι. Οι περισσότεροι ήταν εκείνοι που αποφάσισαν να σταυρώσουν τον Χριστό. Ο δήμος αποφάσισε ότι πρέπει να πεθάνει ο Σωκράτης. Η πλειοψηφία. Αυτό δεν σημαίνει ότι έκανε το σωστό, αλλά το "πιστεύω" της». «Είστε ευτυχισμένος, κύριε Φασουλή», προλαβαίνω να τον ρωτήσω ακριβώς στο σημείο όπου η εγγύτητα που έχουμε αποκτήσει ως συνομιλητές στη ζωή θα διαρραγεί από τη θεατρική πράξη. «Δεν νομίζω ότι είμαι ευτυχισμένος, αλλά ούτε δυστυχής. Είμαι άνθρωπος που περνάει τη ζωή του. Οπως όλοι».



Τον καθηλωτικό μονόλογο του δικηγόρου Κλάρενς Ντάροου, τον οποίο ερμήνευσε το καλοκαίρι στο λονδρέζινο «Old Vic» ο Κέβιν Σπέισι, ερμηνεύει 
και ο Σταμάτης Φασουλής: «Εγώ πήγα να δω τον Κέβιν Σπέισι, και τελικά είδα ρεσιτάλ ηθοποιίας. 



Ηταν συνταρακτικός», λέει και συμπληρώνει: «Ηταν τόσο μοναδικό αυτό που έκανε ο Σπέισι 
που και να ήθελα δεν θα μπορούσα να το κάνω. Προσπάθησα όμως να βρω ρίζες αισθήματος»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης