Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας: Όταν οι γεύσεις συναντούν την τέχνη

Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας: Όταν οι γεύσεις συναντούν την τέχνη

Το πραγματικό «success story» νέων επιχειρηματιών που τόλμησαν - Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που γίνονται ανάρπαστα στους μαθητές - Τα μαθήματα μαγειρικής για τα οποία μιλάει ο Guardian

Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας: Όταν οι γεύσεις συναντούν την τέχνη
Ανοίγεις τη βαριά πράσινη πόρτα του νεοκλασικού κτιρίου που στεγάζει το Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας, το οποίο ξεχωρίζει σαν πολύτιμο πετράδι ανάμεσα στα αρκετά σχεδόν ερειπωμένα οικήματα της οδού Αγίου Δημητρίου στου Ψυρρή, και μεταφέρεσαι ξαφνικά σε μία διαφορετική εποχή. Κάνεις μία αναδρομή στο παρελθόν όταν οι Αθηναίοι ζούσαν σε ψηλοτάβανες κατοικίες, με ζωγραφισμένες στο χέρι οροφογραφίες και ενώ περιπλανιέσαι στους χώρους του νομίζεις ότι θα συναντήσεις σε κάποια γωνιά την μικρή της οικογένειας με την κατάλευκη κορδέλα στα μαλλιά να παίζει μελωδίες στο πιάνο, ενώ η κυρία του σπιτιού τακτοποιεί με φροντίδα τα φρέσκα λουλούδια στο κρυστάλλινο βάζο πάνω στο ξύλινο τραπέζι με τις δαντέλες που το διακοσμούν σαν μικρές «τουφίτσες» σαντιγί σε πολυτελή πορσελάνινα πιάτα.

Στο κτίριο-κόσμημα της Αγίου Δημητρίου 13, ο επισκέπτης δεν διακτινίζεται μόνο στην αριστοκρατική Αθήνα, αλλά μεταφέρεται σε έναν παράλληλο κόσμο, βρίσκεται σε μία κατάσταση «λίμπο». Δεν «αιωρείται», όμως, ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση, αλλά ανάμεσα στο παλιό και το μοντέρνο, ανάμεσα στην εικόνα και τη γεύση, ανάμεσα στην τέχνη και την απτή πραγματικότητα.

Κλείσιμο


Στην περιπλάνηση αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικότερος συνοδός από τον ιδιοκτήτη του «επαναστατικού» Μουσείου Ελληνικής Γαστρονομίας, τον κύριο Κωνσταντίνο Ματσουρδέλη.

Σαν γνήσιος οικοδεσπότης «φιλοξένησε» για περισσότερο από δύο ώρες το protothema.gr και με έναν αστείρευτο ενθουσιασμό περιέγραψε την ιστορία του Μουσείου, μίλησε για τα δρώμενα, τις περιοδικές εκθέσεις, τα μαθήματα μαγειρικής, τις αγωνίες και τις επιτυχίες της πρωτοβουλίας ενός νέου ανθρώπου που αποφάσισε να αψηφήσει τις προκλήσεις της οικονομικής κρίσης και να εκπληρώσει το όνειρό του.

Η ιδέα ξεκίνησε από μία μικρή ομάδα νέων ανθρώπων, από την οποία σήμερα συνεχίζουν η Αλκυόνη και ο Κωνσταντίνος Ματσουρδέλης που εργάζονται σκληρά για να προωθήσουν την πολύπλευρη ταυτότητα της ελληνικής γαστρονομίας, συνδυάζοντάς την με την τέχνη.

Για αυτό το σκοπό, λοιπόν, στο ισόγειο του Μουσείου φιλοξενούνται εκθέσεις, όπως αυτή που πραγματοποιείται μέχρι την 1η Αυγούστου με τίτλο «Great Minds Eat Alike» της εικαστικού Σοφίας Γκααφάρ. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά τα ανατρεπτικά έργα της καλλιτέχνιδος, στα  οποία «παντρεύονται» γνώριμα υλικά της κουζίνας με παράταιρα αντικείμενα της καθημερινότητας, δημιουργώντας ένα μοναδικά διασκεδαστικό, χρωματιστό, ποπ αποτέλεσμα. Έτσι, σε ένα κλωνάρι τοματάκια αντί για τις μικροσκοπικές κατακόκκινες μπουκίτσες, βρίσκονται γυαλιστεροί και ολοστρόγγυλοι παιδικοί βόλοι, την ίδια ώρα ένα λευκό φερ φορζέ τραπέζι λειτουργεί σαν σουρωτήρι για σπαγκέτι, ενώ λίγα μέτρα πιο μακριά ένα καβούρι κρατά στην δαγκάνα του μία βίδα, σε ένα παιχνίδι λέξεων και εννοιών.



Πριν λίγο καιρό, εντούτοις, τη θέση των παραπάνω αναπάντεχων ζευγαριών είχε πάρει η έκθεση «Μοναστηριακή διατροφή, παραδοσιακές πρακτικές - διαχρονικές αξίες», με σκοπό την ανάδειξη της μοναστηριακής κουζίνας. Στη διάρκεια της έκθεσης αυτής, μάλιστα, οι επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να γευθούν κάποιες από τις συνταγές, με καλόγερους από το Άγιον Όρος να ετοιμάζουν γεύματα στην αυλή του Μουσείου.

Κάτι ανάλογο ισχύει και για την έκθεση της Σοφίας Γκααφάρ, καθώς θεματικά γεύματα με εμπνευσμένες συνταγές «φιλοτεχνούνται» στο εστιατόριο του Μουσείου από τους σεφ Χρήστο Χρηστίδη και Λουκά Τουλιάτο και σερβίρονται σε όσους θέλουν να γευθούν τα… έργα τέχνης.

Πώς, όμως, ένας νεαρός αποφασίζει να ασχοληθεί με την γαστρονομία; Πώς έπειτα από τις σπουδές του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και τη Xρηματοοικονομική σε Ελλάδα και Μεγάλη Βρετανία, τολμάει να ιδρύσει ένα Μουσείο, τη στιγμή, μάλιστα, που η χώρα του βιώνει βαθιά οικονομική ύφεση;

Για τον κ. Ματσουρδέλη η αγάπη για το φαγητό ξεκίνησε από πολύ παλιά, όταν η οικογένειά του, με ρίζες από την Πόλη, συγκεντρωνόταν για το πλούσιο κυριακάτικο μεσημεριανό γεύμα. Αυτό το πάθος, λοιπόν, τον ακολούθησε αφού αντί να προσκαλεί τους φίλους του σε πάρτι, τους άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του ετοιμάζοντάς τους φαγητό. Ο ρόλος της γαστρονομίας παρέμεινε πρωταγωνιστικός όταν παράλληλα με τις σπουδές του στη Βόρειο Αγγλία και σε ηλικία μόλις 19 ετών άνοιξε με έναν φίλο του ένα ελληνικό εστιατόριο με στόχο να κάνει γνωστό το ελληνικό φαγητό στη χώρα, κάτι που κατάφερε σχεδόν αμέσως.

Έπειτα από τρία χρόνια και αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στην Ελλάδα αποφασίζοντας να επενδύσει όσα είχε καταφέρει να κερδίσει με σκληρή δουλειά στη Μεγάλη Βρετανία.

Ο κλάδος της εστίασης έμοιαζε μονόδρομος για τον παθιασμένο με τις γεύσεις επιχειρηματία, τη στιγμή δε, που με έκπληξη συνειδητοποιούσε πως ο χώρος αυτός καθώς και του τουρισμού δεν βρίσκονταν σε καθοδική πορεία σε αντίθεση με τη γενικότερη «ασθενική» εικόνα της ελληνικής οικονομίας.



Με το καθαρό μυαλό ενός οικονομολόγου, λοιπόν, συγκέντρωσε όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ενημερώθηκε για διαγωνισμούς επιχειρηματικότητας και έλαβε μέρος στο πρόγραμμα της Eurobank για startup, «The Egg».

Η ιδέα για έναν πολυχώρο που θα συνδύαζε την ιστορία, τον πολιτισμό και τη γεύση κέρδισε τις εντυπώσεις και στη συνέχεια τον ίδιο τον διαγωνισμό, με αποτέλεσμα η αρχική ομάδα πίσω από το Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας να λάβει τα απαραίτητα εργαλεία για να ξεκινήσει την δράση της. Με αργά και μεθοδικά βήματα και με τη βοήθεια του προγράμματος η ομάδα ξεκίνησε να υλοποιεί το επιχειρηματικό της πλάνο, βρήκε τον ιδανικό χώρο για να στεγάσει το όνειρό της, συγκέντρωσε τα απαραίτητα χρήματα και έτσι γεννήθηκε το Μουσείο.

«Όλα αυτά μέσα στα χρόνια της κρίσης», επισημαίνει ο κ. Ματσουρδέλης, ο οποίος όντας άνθρωπος των θετικών επιστημών, διέκρινε ανάμεσα στις αντιξοότητες κάποια φωτεινά σημεία, όπως για παράδειγμα η σχετικά συμφέρουσα προσφορά ενοικίασης του ακινήτου.
Βέβαια, η αύξηση της φορολογίας ήρθε να «σκοτεινιάσει» τους λιγοστούς αυτούς ευνοϊκούς παράγοντες, με αποτέλεσμα η καθημερινή λειτουργία του εστιατορίου να έχει σταματήσει.

«Κάποιος μπορεί να φαντάζεται ότι το 10% επιπλέον του ΦΠΑ είναι κάτι που μπορεί να αντέξει μία επιχείρηση. Όταν, όμως, ξεκινάς με συμπιεσμένα τα έσοδά σου και πολύ μεγάλα έξοδα, γίνεται δυσβάστακτο να λειτουργεί ένα εστιατόριο σε καθημερινή βάση. Για αυτό επιλέγουμε να λειτουργούμε για συγκεκριμένες εκδηλώσεις, για τα μαθήματα μαγειρικής, για οργανωμένο τουρισμό, για δεξιώσεις εταιριών, για team building activities και για σχολεία. Φυσικά έχουμε πάρα πολλές παρέες, ή οικογένειες που θέλουν να κάνουν ένα τραπέζι για 20-30 ανθρώπους. Οπότε επιλέξαμε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας», εξηγεί ο κ. Ματσουρδέλης.



Στόχος του Μουσείου, όπως τονίζει ο ιδιοκτήτης του, είναι να εκπαιδευθεί το κοινό στο αλλιώτικο. Εξάλλου, αναγνωρίζει πως «όταν κάνεις κάτι διαφορετικό δεν περιμένεις ο άλλος αμέσως να το ανακαλύψει και να πει “είμαι τύπος που θέλω να δοκιμάσω ένα θεματικό μενού που είναι βγαλμένο από έκθεση τέχνης”».

Για αυτό το λόγο, έχουν προωθηθεί οικονομικές τιμές πλήρους γεύματος με τέσσερα ή ακόμα και έξι πιάτα ώστε ο νέος επισκέπτης να τολμήσει μία εντελώς ξεχωριστή γευστική και πολιτιστική εμπειρία.

Την ίδια ώρα, βέβαια, το Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας εκπαιδεύει και τους μικρούς φίλους του, καθώς οργανώνει ειδικά προγράμματα μαγειρικής για σχολεία.

«Με τη βοήθεια μουσειοπαιδαγωγών δομήθηκε ένα πρόγραμμα με τρία σκέλη: Ξεκινάμε με τα παιδιά στη Βαρβάκειο αγορά. Τους δείχνουμε τα υλικά, μιλάμε για τοπικότητα, εποχικότητα, για το πώς λειτουργεί το σύστημα της αγοράς και ανάλογα με τις ηλικίες των παιδιών εστιάζουμε στην αξία της πρώτης ύλης και ψωνίζουμε κάποια πράγματα. Ερχόμαστε εδώ, τα παιδιά μοιράζονται σε ομάδες και κάνουμε μία δραστηριότητα μαγειρικής και φυσικά οι μαθητές βλέπουν την εκάστοτε έκθεση. Δίνουμε, όμως, το βάρος στη δραστηριότητα γιατί έτσι εκπαιδεύεις τα παιδιά στη διατροφή. Ζητήσαμε από τα παιδιά να μεταχειριστούν υλικά ώστε να δημιουργήσουν βρώσιμα έργα τέχνης και αυτό ήταν εξαιρετικό γιατί είχε συνεργασία, φαντασία, δημιουργικότητα, αλλά σε ένα δομημένο πλαίσιο. Σχεδιάζουμε ένα έργο όπως ένας καλλιτέχνης, μεταχειριζόμαστε την πρώτη ύλη, με ασφάλεια και με κανόνες υγιεινής γιατί το έργο γίνεται κολατσιό για τα παιδιά. Υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων, βάζουμε, μάλιστα, να βαθμολογήσει η μία ομάδα την άλλη, βάσει της πρωτοτυπίας, της γεύσης, της παρουσίασης. Αφήνει πολλά πράγματα στα παιδιά που έρχονται. Ξεκινήσαμε το πρόγραμμα την πρώτη χρονιά, και τη δεύτερη είδαμε υπερδιπλάσια σχολεία μόνο από το στόμα σε στόμα», εξηγεί με περηφάνια ο κ. Ματσουρδέλης.




Η εκπαίδευση, όμως, δεν αποτελεί μοναδικό προνόμιο των μαθητών, αλλά και των ενηλίκων που θέλουν να προσθέσουν πολύτιμες πινελιές στις γνώσεις μαγειρικής τους χάρη στα μαθήματα που διοργανώνονται.

Υπό τις «σκηνοθετικές» οδηγίες των σεφ του εστιατορίου, ομάδες επισκεπτών, κυρίως από το εξωτερικό, συνθέτουν το δικό τους δημιούργημα με ελληνικά προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το Μουσείο έχει ενταχθεί στη λίστα με τις δέκα καλύτερες δραστηριότητες για τουρίστες που επισκέπτονται την Αθήνα από τη βρετανική εφημερίδα Guardian, ενώ έχει συμπεριληφθεί και σε έναν σημαντικό γαλλικό οδηγό που έχει εκτοξεύσει το ποσοστό συμμετοχής των Γάλλων εραστών της γεύσης στα μαθήματα μαγειρικής. Αύξηση στις αφίξεις, όμως, αναμένεται και από Καναδούς ταξιδιώτες καθώς τηλεοπτικός σταθμός αφιέρωσε στο Μουσείο αρκετό χώρο σε ντοκιμαντέρ που προβάλλεται μέχρι αυτή την περίοδο σε Καναδά και ΗΠΑ.

Βέβαια, η άνοδος στις προτιμήσεις των επισκεπτών σημαίνει παράλληλα πως έχουν αυξηθεί και οι ανάγκες του Μουσείου, με αποτέλεσμα να αναζητείται χρηματοδότηση, είτε με χορηγίες, είτε ιδιωτικά, ενώ εξετάζεται και το crowdfunding για την εξεύρεση πόρων.

Εξάλλου, το ενδεχόμενο κρατικής χρηματοδότησης αποκλείεται, καθώς παρότι είχαν υπάρξει παλαιότερα δύο συνεργασίες με τα αρμόδια υπουργεία σχετικά με την προώθηση της μοναστηριακής διατροφής, οι νέοι κυβερνώντες δεν εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τη συνέχισή τους.

«Είναι εγωιστικό, είναι απαξιωτικό για μία δουλειά που έχει γίνει. Είναι θλιβερό να βλέπεις φακέλους για έργα και να καταστρέφονται», προσθέτει ο κ. Ματσουρδέλης.

Επομένως, η μόνη ελπίδα εναπόκειται στον ιδιωτικό φορέα, τη στιγμή που ήδη πολλά γραφεία τουρισμού ασχολούνται ενεργά με το κομμάτι της γαστρονομίας, αναδεικνύοντάς το σωστά.

«Τα δύο τελευταία χρόνια υπάρχει έκρηξη στον κλάδο του αγροτουρισμού», συμπληρώνει ο ιδιοκτήτης του Μουσείου, ο οποίος ευελπιστεί ότι ο Έλληνας θα αφήσει την… ξαπλώστρα για να κάνει αγροτουρισμό. Άλλωστε, όπως τονίζει, πολλοί νέοι αναζητούν ένα διαφορετικό τρόπο για οικονομικές και ευχάριστες διακοπές, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα επιλέξουν ένα αγρόκτημα, το οποίο θα βρίσκεται και κοντά στη θάλασσα για την ξεκούρασή τους.



Εξάλλου, η εμπειρία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για αυτού του είδους τις διακοπές και σε αυτό στοχεύει και το Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας. Να προσφέρει εμπειρία στον επισκέπτη, ο οποίος αναζητά την αυθεντικότητα του τόπου, τον πολιτισμό του αλλά μέσα από διαφορετικά μονοπάτια, όπως επισημαίνει ο 28χρονος επιχειρηματίας.

«Έχει αναπτυχθεί ο εναλλακτικός τουρισμός δίνοντας έμφαση στην εμπειρία. Πλέον δεν πουλάς ένα τουρ στην Ακρόπολη, μία κρουαζιέρα στα νησιά, πουλάς μία εμπειρία, εκεί στοχεύσαμε. Να φροντίσουμε αυτό το ιδιαίτερο πολιτισμικό και ιστορικό στοιχείο, τη γαστρονομία του τόπου που αποτελεί άυλη πολιτισμική κληρονομιά και να την εντάξουμε στην εμπειρία ενός επισκέπτη, τόσο του Έλληνα που τον ενδιαφέρει να γνωρίσει το αντικείμενο αλλά και του ξένου επισκέπτη», προσθέτει, εξηγώντας πως στόχος είναι να συνδέεται το προϊόν με τον τόπο προέλευσής του στο μυαλό του καταναλωτή.



«Όταν αγοράζω ένα κομμάτι ροκφόρ ή μία σαμπάνια, αγοράζω ένα κομμάτι Γαλλίας και το μυαλό μου ταξιδεύει στους αμπελώνες της, στην κουλτούρα της. Αντίστοιχα θέλω όταν κάποιος αγοράζει μαστίχα, ελαιόλαδο, φέτα, οτιδήποτε ελληνικό να κάνει τη σύνδεση με τον τόπο. Πιστεύω ότι σε χώρους όπως τα μουσεία, όπως το δικό μας, προάγεται αυτή η σχέση. Και πρέπει και ο Έλληνας να νιώσει πιο περήφανος για τα προϊόντα του, να πάψει να τα υποτιμά. Βέβαια, οι συνθήκες κάπως μας άλλαξαν, αλλά ακόμα την πραγματική αξία των ελληνικών προϊόντων δεν την έχουμε ανακαλύψει», συμπληρώνει.

Παρατηρώντας μόνο τις προσεγμένες λεπτομέρειες στο χώρο του εστιατορίου, τα μελετημένα χρώματα σε τοίχους, τραπεζομάντιλα, βιβλιοθήκες, την προσεκτική επιλογή διακοσμητικών, αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι βρίσκεται σε ένα χώρο που η αγάπη και ο σεβασμός για τον επισκέπτη ξεχειλίζει.

Εξάλλου, το αποκαλύπτει ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, όταν δηλώνει πως το μουσείο είναι η ζωή του. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όμως, για έναν νέο άνθρωπο που μόλις μιλάει για τα μελλοντικά σχέδια της επιχείρησής του φωτίζεται το πρόσωπό του.

Ανάμεσα, λοιπόν στα πλάνα που «μαγειρεύονται» συγκαταλέγονται και εκδηλώσεις για παιδιά στο πλαίσιο της γνωριμίας τους με το παιδικό βιβλίο της αστυνομικού-συγγραφέως Φωτεινής Κωνσταντοπούλου «Ο Τυροκοφτερός» που έχει θέμα τη διατροφική αξία και τη διαδικασία παρασκευής του τυριού.

Από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο τα παιδιά με τους γονείς τους θα επισκέπτονται το Μουσείο και συντροφιά με τον τετραπέρατο ήρωα του βιβλίου θα παρασκευάζουν γεύματα με τυρί, τα οποία θα μπορούν να καταναλώσουν, αλλά θα έχουν και τη δυνατότητα να προσφέρουν μέσω της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης «Μπορούμε» σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη.




Την ίδια ώρα, μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης της Σοφίας Γκααφάρ, θα πραγματοποιηθεί μία ακόμα με περισσότερο εκπαιδευτικό χαρακτήρα, καθώς θα είναι λαογραφική και ιστορική με κεντρικό θέμα τις τοπικές κουζίνες της Ελλάδας.

Παράλληλα, σχεδιάζεται και ένα καφέ στην αυλή του αρχοντικού της οδού Αγίου Δημητρίου 13, ενώ στα άμεσα σχέδια της διεύθυνσης είναι η ολοκλήρωση της ψηφιακής αποτύπωσης για το 3D virtual τουρ του Μουσείου, ώστε από όποια γωνιά του κόσμου ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να πάρει μία πρώτη… γεύση πριν την επίσκεψή του στο χώρο. Βέβαια, απώτερος σκοπός είναι τα τρισδιάστατα τουρ να πραγματοποιούνται για σημεία γαστρονομικού ενδιαφέροντος, όπως οινοποιία, χώρους παραγωγής, εστιατόρια και κουζίνες, μουσεία που σχετίζονται με την ιστορία της παραγωγής.



Όσο για τους μακροπρόθεσμους στόχους του, ο νεαρός ιδιοκτήτης δηλώνει: «Θέλω αυτός ο χώρος να γίνει ένας θεσμός για την τοπική γαστρονομία. Θέλω να τον αγκαλιάσουν κι άλλοι άνθρωποι και να αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική, να συγκεντρώσουμε γνώση και τεχνογνωσία πάνω στο αντικείμενο και να αποτελέσουμε ένα λιθαράκι στην προσπάθεια ανάδειξης της τοπικής γαστρονομίας και του πολιτισμού που συνδέεται με αυτή. Να καταφέρουμε ένα μικρό βήμα προς τα εμπρός. Ήδη κάθε επισκέπτης που μας γνωρίζει φεύγει με ένα καλό αίσθημα και μία πιο έντονη αγάπη για το ελληνικό προϊόν. Αν νιώσουμε ότι σταματάμε να προσφέρουμε και ότι γίνεται απλά ένα εμπορικό προϊόν τότε θα έχουμε χάσει το κίνητρό μας».

Πολλά όνειρα για έναν 28χρονο θα σκεφτεί κανείς. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι άνθρωποι σαν τους ιδιοκτήτες του Μουσείου Ελληνικής Γαστρονομίας μπορούν να ανακτήσουν την πίστη στην νεανική επιχειρηματικότητα, καθώς με τις δικές τους προσπάθειες και το όραμά τους η χώρα έχει την ευκαιρία να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει.

Έτσι, γεμάτοι εικόνες, γεύσεις, αρώματα και ελπίδα και έπειτα από την ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον ιδιοκτήτη του Μουσείου, κλείνουμε τη πράσινη βαριά πόρτα που κρύβει  πίσω της ένα λαχταριστό μικρόκοσμο, ο οποίος αξίζει να ανακαλυφθεί.

Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας
Διεύθυνση: Αγίου Δημητρίου 13, Ψυρρή (κοντά στο Σταθμό Μοναστηράκι).
wwww.gastronomymuseum.gr




Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης