Ειδομένη: Στον καταυλισμό της απόγνωσης και της ελπίδας

Ειδομένη: Στον καταυλισμό της απόγνωσης και της ελπίδας

Μία ημέρα ανάμεσα σε ανθρώπους ξεριζωμένους, εγκλωβισμένους, ταλαιπωρημένους και παράλληλα διψασμένους για ζωή.

Ειδομένη: Στον καταυλισμό της απόγνωσης και της ελπίδας
Η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει προκαλέσει αναταραχή στις χώρες της Ευρώπης και δοκιμάζει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται για πέμπτο χρόνο στη Συρία (οι νεκροί ξεπερνούν τους 400.000), οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί από Ρώσους και Τούρκους, καθώς και οι θρησκευτικές εκκαθαρίσεις των φανατικών μουτζαχεντίν του Ισλαμικού Κράτους σπρώχνουν τους Σύριους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να ξεκινήσουν μια πορεία προς το άγνωστο.

Τα καραβάνια των προσφύγων και των μεταναστών βρίσκονται στις δύο πλευρές της εθνικής οδού προς τα ελληνοσκοπιανά σύνορα. Ομάδες ανθρώπων, συνήθως οικογένειες, κουβαλώντας ό,τι μπορεί να φανεί χρήσιμο, προσπαθούν να φτάσουν στην Ειδομένη και από εκεί να φύγουν με συνήθη τελικό προορισμό τη Γερμανία.

Κλείσιμο


«Φτάσαμε πριν από δεκαοκτώ ημέρες στην Ελλάδα, στη Μυτιλήνη» μου λέει ο περίπου 25 ετών νεαρός, ο μόνος που μιλάει αγγλικά. Είναι μια οικογένεια Σύρων, με τα εγγόνια να σπρώχνουν το αναπηρικό καρότσι της γιαγιάς και του παππού. «Φύγαμε από το Χαλέπι για να γλιτώσουμε» και με τα χέρια προσπαθούν να περιγράψουν τους βομβαρδισμούς. Με ρωτάει πού είναι ο ελληνοσκοπιανός σταθμός για να πάει την οικογένεια εκεί. Του δείχνω πώς θα πάει στην Ειδομένη, αλλά εκείνος μου λέει «No Ειδομένη». Δεν θέλει να πάει εκεί.

Πάνω από 13.000 άνθρωποι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι την προηγούμενη Κυριακή στην Ειδομένη. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος του κόσμου που έχει αποκλειστεί πίσω από τα σκοπιανά συρματοπλέγματα, αρκεί να αναφέρουμε πως πόλεις όπως το Μεσολόγγι, η Ιεράπετρα ή η Ραφήνα έχουν λιγότερο πληθυσμό.



Η Ειδομένη είναι ένα κλασικό χωριό της ελληνικής υπαίθρου, με τα χαμηλά σπίτια με τις βεράντες και τους κήπους, τα ασβεστωμένα πεζοδρόμια… Μόνο που δεν διαθέτει πλέον εκείνη την υπόκωφη ησυχία που έχουν τα άλλα χωριά της ίδιας κατηγορίας. Η ζωηράδα ξεκινά από το δεύτερο στενό, εκεί όπου έχει ανοίξει ένα κατάστημα Western Union. Ίσως να είναι και το μοναδικό χωριό 100 κατοίκων παγκοσμίως που διαθέτει τέτοιο υποκατάστημα. «Περιμένω χρήματα από την οικογένειά μου» λέει ένας που περιμένει στην ουρά, που με δυσκολία καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει, αφού τα αγγλικά του δεν είναι καθόλου καλά και χρησιμοποιεί τα χέρια του για βοήθεια.



Αυτό που αντικρίζει κανείς βλέποντας το χώρο μοιάζει πιο πολύ με σκηνικό ταινίας, παρά με πραγματικότητα. Είναι γεμάτος με πολύχρωμα στοιβαγμένα αντίσκηνα, το κτίριο σχεδόν παραπαίει και τα σκουριασμένα βαγόνια συμπληρώνουν την εικόνα της εγκατάλειψης. Τα ντουβάρια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ειδομένης μοιάζουν να είναι συνηθισμένα σε τέτοιες καταστάσεις. Εκείνα τα ντουβάρια ήταν το τελευταίο ελληνικό κτίριο που έβλεπαν οι Έλληνες μετανάστες όταν έφευγαν για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στη βόρεια Ευρώπη, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά ως τραγωδία, αφού το μέλλον χιλιάδων ανθρώπων μπορεί να περιγραφεί, στην καλύτερη περίπτωση, ως αβέβαιο. Και είναι οι παιδικές φωνές που δίνουν τη ζωηράδα σε αυτό το τοπίο της νεκρής φύσης. «Έτσι όπως είναι στημένες οι σκηνές, με το ζόρι χωράει η πατούσα σου για να περάσεις» μου λέει ένας υπάλληλος του ΟΣΕ, που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Αυτοί είναι οι γείτονές μου» μου λέει δείχνοντας ένα πράσινο αντίσκηνο ακριβώς δίπλα στην πόρτα του γραφείου του. «Με το που έρχομαι το πρωί, τα παιδάκια μού χτυπάνε την πόρτα και εγώ τα δίνω πορτοκάλια, το κολατσιό μου». Το παιχνίδι των μικρών παιδιών μπορεί να γίνει επικίνδυνο και εκείνος δείχνει ανήσυχος. «Πριν από μία ώρα ήταν ένα αγοράκι πάνω σε ένα βαγόνι. Θα μπορούσε να το χτυπήσει το ρεύμα. Άρχισα να του φωνάζω για να κατέβει και μόνο τότε εμφανίστηκε ο πατέρας του» λέει. Μία ημέρα μετά οι φόβοι του επιβεβαιώνονται, αφού τρία παιδάκια μεταφέρονται από το σταθμό της Ειδομένης στο νοσοκομείο του Κιλκίς, χτυπημένα από μεγάλη τάση. Η τροφοδοσία είναι εναέρια και τα παιδιά έπαιζαν επάνω στο βαγόνι. Ευτυχώς σώθηκαν και τα τρία.



Το μεσημέρι της Κυριακής η θερμοκρασία είναι περίπου 10οC, ενώ την υγρασία τη νιώθεις στα κόκαλά σου. Κάποιες εστίες φωτιάς σιγοκαίνε ακόμη, ενώ ήδη κάποιοι άνδρες και παιδιά έχουν βγει σε αναζήτηση ξύλων ή οποιουδήποτε υλικού μπορεί να καεί και να παραχθεί θερμότητα. «Φτάνουν στο σημείο να κλέβουν κούτσουρα» μου λέει ένας κάτοικος του χωριού. Και όταν φτάνει το «μάννα εξ ουρανού», ένα φορτηγό με καυσόξυλα, δεν αργεί να ξεκινήσει και η ένταση, αφού δεν υπήρξε καμία συνεννόηση και συντονισμός με τις εθελοντικές ομάδες που έχουν την τεχνογνωσία.

Το ενδιαφέρον για τα όσα συμβαίνουν στην Ειδομένη είναι τεράστιο. Τα βαν τηλεοπτικών δικτύων από πολλές χώρες της Ευρώπης βρίσκονται παραταγμένα το ένα πίσω από το άλλο, κάποιες εκατοντάδες μέτρα απέναντι από το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, και τα συνεργεία καταγράφουν συνεχώς εικόνες. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, περιμένοντας το άνοιγμα των συνόρων, προσπαθούν να κάνουν πράγματα πέρα από τα βασικά της επιβίωσης. Ένας κουρέας έχει βρει μια καρέκλα και ένα τελάρο, όπου πάνω ακουμπά τα σύνεργα της δουλειάς: Ξυραφάκια, κουρευτική μηχανή, βουρτσάκια, ψαλίδια. Δεν γνωρίζει αγγλικά, αλλά ένας πελάτης του μου λέει πως πριν από αυτό το αυτοσχέδιο κουρείο «διατηρούσε κομμωτήριο στο Χαλέπι». Δίπλα μου, τον φωτογραφίζει και μια Τσέχα ρεπόρτερ. «Είναι αρτίστας» μου λέει χαμογελώντας, την ώρα που τον βλέπουμε να ξυρίζει με επιδέξιες κινήσεις ένα συμπατριώτη του.



Οι άνθρωποι των εθελοντικών ομάδων κάνουν σπουδαία δουλειά. Βρίσκονται σχεδόν παντού. Καθαρίζουν τους χώρους μαζεύοντας τα σκουπίδια ένα ένα, πολλές φορές με τη βοήθεια μικρών παιδιών. Η καθαριότητα είναι ζητούμενο και στο πλυσταριό που έχει στηθεί υπάρχουν συγκεντρωμένες γυναίκες που πλένουν ρούχα και συζητούν χαμηλόφωνα. Λίγο πιο πέρα είναι οι ντουζιέρες, όχι αρκετές για να καλύψουν τον τεράστιο όγκο των ανθρώπων που τις έχουν ανάγκη. Πολλοί είναι εκείνοι που ακόμη και με 4 βαθμούς Κελσίου πηγαίνουν για να πλυθούν οι ίδιοι και τα παιδιά τους.

Βγαίνοντας από την άλλη πλευρά του καταυλισμού, υπάρχουν παρκαρισμένα αγροτικά αυτοκίνητα και βανάκια που πουλάνε φρούτα, αυγά, τσάντες, σακίδια, υπνόσακους και αντίσκηνα. Περνάει κόσμος που σταματά, κάνει παζάρια, αγοράζει ό,τι μπορεί, κυρίως φρούτα για τα παιδιά τους.

Δύο αγόρια και δύο κορίτσια κατεβαίνουν το δρόμο και τους ζητάω να τα φωτογραφίσουμε. Η Ανζίν, η μόνη που μιλάει λίγα αγγλικά, το μεταφέρει και σε δευτερόλεπτα η παρέα ποζάρει χαμογελαστή. «Είμαστε από τη Συρία. Αυτός είναι ξάδερφός μου» μου λέει δείχνοντας τον άντρα δίπλα της. «Η οικογένειά μου με περιμένει στην Αυστρία» μου λέει, ενώ η παρέα της θα συνεχίσει για τη Γερμανία. Έχουν μια μπάλα ποδοσφαίρου για να παίζουν. Ο ξάδερφος της Ανζίν μού λέει «Μπραζίλ» χαμογελώντας. «Εγώ είμαι φαν της Ρεάλ Μαδρίτης» μου λέει εκείνη.

Το χωριό των 100 κατοίκων στην «πινέζα» του ελληνικού χάρτη έγινε το ορόσημο χιλιάδων ανθρώπων, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν και να στήσουν μια καινούρια ζωή. Και μόνο σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις συνειδητοποιείς πως όντως μπορούν να συνυπάρχουν η απόγνωση και η ελπίδα, η απελπισία και η δίψα. Τα βλέπεις όλα στα μάτια αυτών των ανθρώπων.

Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης