Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά στην Παλιά Αθήνα

Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά στην Παλιά Αθήνα

«Δεσποινίς. Λαμβάνω τον κάλαμον ανά χείρας με τρέμουσαν την δεξιάν διά να αποτολμήσω να σας ειπώ ότι από την πρώτην στιγμήν που σας είδον, η καρδιά μου ήρχισε να πάλλη παραδόξως!»

Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά στην Παλιά Αθήνα
Λίαν ερωτιάρικες οι μέρες αυτές και λέω ν’ αφεθούμε στο ρομαντισμό του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος όπως μας τον περιγράφει ο Δημήτρης Καμπούρογλου:

«Από το σπίτι του διά να υπάγη στο Γυμνάσιον της Πλάκας, ένα μόνον δρόμον είχε να αλλάξη. Αυτός όμως προτιμούσε ένα στενόν σοκκάκι, που δεν τον πήγαινε βέβαια συντομώτερα, είχεν όμως άλλα προτερήματα. Είχεν ένα σπιτάκι και το σπιτάκι αυτό ένα παραθυράκι, και το παραθυράκι αυτό, κάθε πρωί στας 8 παρά τέταρτον που περνούσε, δύο μικρές συμμαθήτριες και πολύ φιλενάδες, που εδιάβαζαν. Είχαν επαναλήψεις. Πότε η μία, πότε η άλλη κρατούσε το τετράδιον και άκουε την άλλην που έλεγε.

Κλείσιμο


Μόλις ο φίλος μου πλησίαζε στο παραθυράκι αυτό, έσκυβε το κεφάλι του κάτω –όλα τ’ αγόρια είναι μπούφοι– και κύτταζε τα βήματά του, που κάθε τόσο ετρίκλιζαν. Την ώραν όμως που θα έστρεφε το στενόν, εγύριζε το κεφάλι του και έρριχνε μία μονάχα βιαστική ματιά στο παραθυράκι.



Μια φορά είδε πως είχαν γυρίσει τα κεφαλάκια τους και τον κύτταζαν. Την άλλη μέρα του χαμογέλασαν. Την τρίτη μέρα του κούνησαν το τετράδιον. Έβγαλε και αυτός το καπέλλο του τότε και χαιρέτησε από μακρυά. Την άλλη μέρα, ύστερα απ’ τα πραξικοπήματα αυτά, άμα τον είδαν από μακρυά που φάνηκε στο στενόν, τσακίστηκαν να μπουν μέσα.




Το πρωί πέρασε δειλά δειλά, ξύνοντας σχεδόν τον τοίχο. Αυτές όμως ξεκαρδισμένες στα γέλια μπήκαν μέσα. Θύμωσε και έκανε τρεις μέρες να περάση.

Όταν ξεθύμωσε και πέρασε, με αδιαφορίαν τάχα και απάθειαν, ακούει μια φωνίτσα –τι γλυκειά φωνίτσα που ήτον αυτή!– να του λέγη:
– Διατί τόσον σοβαρός;...
Ήτο Παρασκευή• το Σάββατον, δεν πέρασε. Τη Δευτέρα πρωί, μόλις αντίκρυσε το στενόν, είδε πως τα κορίτσια, αντί να είναι στο παράθυρον ήσαν στην πόρτα. 
“Θάρρος”, είπε μέσα του• “θα περάσω και θα της χαιρετήσω• και να μου πουν κανένα δειλό δειλό καλημέρα σας, θα σταθώ και θα τους μιλήσω. Δεν είναι σωστό να φοβάμαι έτσι• θα με πάρουν και για κουτό”.
Μόλις επλησίασεν, η μία από αυτές, η ζωηρότερη, η μελαχροινή, κυττάζοντας και διορθώνοντας τάχα την ποδιά της φιλενάδας της, και σαν να της μιλούσε, του λέγει:
– Τι γινήκατε πάλι, τρεις μέρες;!...



Και εξηκολούθησε να διορθώνη την ποδίτσα που δεν είχε τίποτε για διόρθωμα. Τότε λέγει και αυτός, χωρίς να σταθή, μες στα δόντια του:
– Τρεις μέρες δεν θυμούμαι τι έγεινα• τρεις νύχτες όμως εγώ το ξέρω!...
Και εξηκολούθησε τον δρόμον του, χωρίς να ιδή το αποτέλεσμα της εκρήξεως.
Ήτον η πρώτη εκ του συστάδην μάχη του προς το ωραίον φύλον. Για μια στιγμή το αίμα του είχε συγκεντρωθή στο κεφάλι του, και κτυπούσαν τα μηλίγγια του. Και τόσο τάχασε, που δεν υπελόγισε καλά την στροφήν που θάκανε βιαστικά στο τέλος του δρομίσκου και κτύπησε στον τοίχον.

Την άλλην ημέρα –πώς αργούν να ξημερώσουν μερικές μέρες...– μόλις αντίκρυσε το ωραίον σπιτάκι, της είδε πάλι στο παράθυρον.
Μόλις επλησίαζεν, η μελαχροινή μπήκε μέσα –ήτον η αράδα της άλλης φαίνεται–, η άλλη δε –η ξανθή– έρριξ’ ένα διπλωμένον χαρτάκι και τραβήχτηκε κι’ αυτή μέσα, γλυστερά σαν πετρόψαρον.
Ο φίλος μου έκαμε πως εσκόνταψε• σκόρπισε χάμω τα τετράδιά του και μαζεύοντάς τα, πήρε και το μυρωδάτο χαρτάκι... Γυρίζει το στενό, κυττάζει δεξιά, ζερβά, μπρος, πίσω, ψηλά, χαμηλά –ως και χάμω κύτταξε– και άμα βεβαιώθηκε πως δεν τον βλέπει κανείς, άνοιξε το χαρτάκι! 
“Ποίαν εκ των δύο αγαπάς;” να τι έλεγε το χαρτάκι.
Το τι έπαθε αυτή την ημέρα δεν λέγεται. Ο Καθηγητής της Γεωγραφίας τον ηρώτησε πού είναι ο Σαρωνικός κόλπος και αυτός είπε: στην Ερυθράν Θάλασσαν!...
Τα γέλια των συμμαθητών του νομίζει κανείς πως ακόμη ακούονται.

“Ποίαν εκ των δύο λοιπόν;” Tον έβενον ή το χρυσάφι; Tο μυστήριον ή την αποκάλυψιν;... Tα λιγωμένα μάτια ή τα λαχταριστά χείλη; Ερώτησε τα βιβλία του σχολείου, που είχε διαβάση φανερά στην λάμψιν της ημέρας και στο φως της λάμπας, και δεν του είπαν τίποτε. Ερώτησε τα βιβλία που είχε διαβάσει κρυφά τη νύχτα, όταν εκοιμούντο όλοι, με τη γλυκειά βοήθεια του μικρού καντηλιού του, και του είπαν πολλά και ανώφελα.
Σαν ερώτησε και την ψυχήν του, του είπε με πολλήν ειλικρίνειαν:
– Και της δύο.

Το πρωί που πέρασε και ήσαν στο παράθυρο σκυμμέναις απάνω στο βιβλίο τους –να, που ντράπησαν και αυταίς!...– έρριξε και αυτός το διπλωμένο χαρτάκι του μέσα στην πορτίτσα τους:
– Και της δύο.
...Την άλλην ημέρα που ξαναπέρασε... το παράθυρο ήταν κατάκλειστο, και ούτε ξανάνοιξε πια στης 8 παρά τέταρτον».

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)



Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com

(Δ. Καμπούρογλου, Ιστορίες από την Παλιά Αθήνα, 1893).
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης