Λούβρο, Δρέσδη, Ρότερνταμ, Βοστόνη, Παλέρμο: Χτυπήματα με χειρουργική ακρίβεια και κινηματογραφική φαντασία - Ρέμπραντ, Βερμέερ, Πικάσο, Ντεγκά, Καραβάτζιο, Ματίς, καθώς και 4.300 διαμάντια έχουν κλαπεί και δεν έχουν βρεθεί ακόμη
Στην ταινία «Τοπ Καπί» η Μελίνα Μερκούρη και μια ομάδα ευφάνταστων ληστών σχεδιάζουν να κλέψουν ένα χρυσό ξίφος που ανήκε στον σουλτάνο Μαχμούτ, διακοσμημένο με πολύ μεγάλα διαμάντια και μικρότερα ρουμπίνια, το οποίο φυλάσσεται σε ένα παλάτι-μουσείο. Τα καταφέρνουν, αλλά στο τέλος εξαιτίας μιας ατυχίας -ένα μικρό πουλί που μπήκε από την οροφή ενεργοποιεί τον συναγερμό- συλλαμβάνονται και κλείνονται στις τουρκικές φυλακές.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συνέβη σε μια ταινία, δεν έχει όμως συμβεί με την πλειονότητα των ανθρώπων που σχεδίασαν κάποιες από τις πιο εντυπωσιακές ληστείες, όπως αυτή στο Μουσείο του Λούβρου πριν από λίγες μέρες.
Αστυνομικοί έχουν αποκλείσει το Μουσείο του Λούβρου μετά την εντυπωσιακή ληστεία των κοσμημάτων του Στέμματος μέσα σε επτά λεπτά (δεξιά, το διαμαντένιο και σμαραγδένιο στέμμα της αυτοκράτειρας της Γαλλίας Ευγενίας ντε Μοντίχο, συζύγου του Ναπολέοντα, το οποίο βρέθηκε σπασμένο κοντά στο Λούβρο μετά τη ληστεία).
O δράστης την ώρα που σπάει τις προθήκες
Ηταν ένα χτύπημα στην καρδιά της τέχνης, με λεία τα περίφημα κοσμήματα του Ναπολέοντα, το οποίο σόκαρε την υφήλιο, παρόλο που τέτοια κομμάτια είναι σχεδόν αδύνατο να πουληθούν στη μαύρη αγορά λόγω της μοναδικότητάς τους. Η ληστεία του Λούβρου ήρθε να θυμίσει κάποια από τα πιο εντυπωσιακά χτυπήματα σε διάσημα μουσεία ανά τον κόσμο, πολλά από τα οποία ακόμη αναζητούν τα κλεμμένα αριστουργήματα που αφαιρέθηκαν βίαια από τις προθήκες τους ή τα πλαίσια στα οποία ήταν τοποθετημένα.
Την ίδια στιγμή η αναζήτησή τους δεν έχει πάψει, αν και και πολλά από αυτά ενδέχεται να μη βρεθούν ποτέ, όπως τα διαμάντια της Δρέσδης, ο πίνακας «Η γέννηση του Χριστού» του Μικελάντζελο Μερίζι Ντα Καραβάτζιο και η «Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ. Ο συγκεκριμένος πίνακας κλάπηκε από το Μουσείο της Βοστόνης «Isabella Stewart Gardner» μαζί με άλλα αριστουργήματα από δύο πανέξυπνους ληστές που είχαν μεταμφιεστεί σε αστυνομικούς.
Για πολλούς θεωρείται η «ληστεία του αιώνα», ενώ η τύχη των 13 έργων 35 χρόνια μετά το θρασύτατο χτύπημα παραμένει άγνωστη, όπως συμβαίνει και με δεκάδες άλλα, λεία συμμοριών που έστησαν αριστοτεχνικά τα χτυπήματά τους.
Δρέσδη: Τα 4.300 χαμένα διαμάντια
2019, Μουσείο Green Vault / Η αριστοτεχνική επιχείρηση με λεία πολύτιμους λίθους αξίας 115 εκατ. ευρώ, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν εντοπίστηκαν ποτέ
Η δίκη των έξι συλληφθέντων, που ήταν αδέρφια και ξαδέρφια
Η Δρέσδη δεν αποκαλείται τυχαία «Φλωρεντία του Βορρά», αφού η πρωτεύουσα της Σαξονίας είναι ένα τεράστιο υπαίθριο μουσείο όπου τα κτίρια μπαρόκ αρχιτεκτονικής και οι χώροι τέχνης περισσεύουν. Στο βασιλικό παλάτι της πόλης με τις 500 αναγεννησιακές αίθουσες στεγάζεται και το μουσείο Green Vault, στο οποίο φιλοξενούνται πάνω από 3.000 ιστορικά αντικείμενα και κοσμήματα.
Τον Νοέμβριο του 2019, λοιπόν, μια συμμορία που εικάζεται ότι αριθμούσε πάνω από έξι άτομα χτύπησε με απόλυτη ακρίβεια το Green Vault με μια ληστεία που σχεδιαζόταν μήνες πριν. Οι ληστές που, σύμφωνα με τις έρευνες οι οποίες ακολούθησαν, είχαν εσωτερική πληροφόρηση για την ασφάλεια του μουσείου, φρόντισαν πριν από το χτύπημα να κόψουν και να κολλήσουν χαλαρά με κόλλα τα κάγκελα του μοναδικού παραθύρου που δεν έπιαναν οι κάμερες ασφαλείας. Ενας από τη συμμορία είχε κλέψει μήνες πριν ένα μπλε Audi S6 στο Μαγδεμβούργο -απέχει 300 χιλιόμετρα από τη Δρέσδη-, το όποιο έβαψαν ασημένιο.
Στις 29 Νοεμβρίου του 2019, λίγο μετά τις 04.30, μέλη της συμμορίας καταστρέφουν ένα μεγάλο κυτίο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι δρόμοι γύρω από το μουσείο βυθίζονται στο σκοτάδι, δύο άτομα εισβάλλουν από το «τυφλό παράθυρο» και μέσα σε πέντε λεπτά αφαιρούν 21 από τα πολυτιμότερα κοσμήματα στον κόσμο. Συνολικά τα αντικείμενα -από καρφίτσες μέχρι ένα διαμαντοστόλιστο ξίφος στη λαβή του- εμπεριείχαν 4.300 διαμάντια, άλλα μικρά και άλλα ιδιαίτερα ευμεγέθη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το σπαθί με τη θήκη και τη λαβή του περιείχε πάνω από 800 διαμάντια διαφόρων μεγεθών.
Η όλη επιχείρηση δεν διαρκεί πάνω από δέκα λεπτά, ενώ οι ληστές εξαφανίζονται μέσα στο σκοτάδι με κοσμήματα συνολικής αξίας 115 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές. Δεκατρία λεπτά μετά τη στιγμή που οι κάμερες ασφαλείας καταγράφουν τους ληστές να σπάνε τις προθήκες, το Audi που χρησιμοποίησαν εντοπίζεται εγκαταλελειμμένο και καμένο σε ένα υπόγειο γκαράζ 5 χιλιόμετρα μακριά από το μουσείο.
Τους επόμενους μήνες οι έρευνες της Αστυνομίας βάζουν στο κάδρο τέσσερις φύλακες του μουσείου που φέρεται να είχαν ύποπτη συμπεριφορά. Ταυτόχρονα οι Αρχές επεξεργάζονται εκατοντάδες πληροφορίες από διάφορες πηγές για τη θρασύτατη ληστεία που σόκαρε τον κόσμο της τέχνης.
Σχεδόν έναν χρόνο μετά το συμβάν, η Γερμανική Αστυνομία πραγματοποιεί μια γιγαντιαία επιχείρηση στο Βερολίνο, στην οποία συμμετείχαν 1.638 άνδρες από όλη τη χώρα, αναζητώντας πέντε μέλη της εγκληματικής συμμορίας Remmo για τα οποία υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες συμμετοχής στη ληστεία, τρία εκ των οποίων θα συλληφθούν. Αργότερα θα συλληφθούν άλλα τρία άτομα, ενώ, όπως αποδεικνύεται, οι έξι είναι αδέρφια και ξαδέρφια, όμως το σύνολο των 21 κοσμημάτων με τα 4.300 διαμάντια δεν θα βρεθεί ποτέ.
Οι συλληφθέντες παραπέμφθηκαν σε δίκη, οι πέντε από αυτούς καταδικάστηκαν, ενώ ο έκτος παρουσίασε ακλόνητο άλλοθι και αθωώθηκε. Κάποια από τα κοσμήματα επιστράφηκαν, αλλά τα περισσότερα και ειδικά αυτά που είχαν τη μεγαλύτερη αξία -μεταξύ τους είναι το λευκό διαμάντι White Saxon- παραμένουν άφαντα και, σύμφωνα με ειδικούς, το πιθανότερο είναι να διαλύθηκαν σε μικρότερα κομμάτια ώστε να πουληθούν.
Ρότερνταμ: Η μητέρα του δράστη έκαψε στο τζάκι επτά αριστουργήματα
2012 / Τρεις Ρουμάνοι μέσα σε δύο λεπτά και 48 δευτερόλεπτα άρπαξαν επτά πίνακες των Μονέ, Χάαν, Πικάσο, Ματίς, Γκογκέν και Λούσιαν Φρόιντ
Ο χώρος παρέμεινε κενός στο Μουσείο Kunsthal του Ρότερνταμ, από όπου ένα έργο του Ανρί Ματίς εκλάπη μαζί με άλλα έξι αριστουργήματα αξίας 200 εκατ. ευρώ
Ακόμη και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πώς τρεις Ρουμάνοι με ειδικότητα στις διαρρήξεις κατοικιών κατάφεραν να παρακάμψουν την ασφάλεια στο Μουσείο του Ρότερνταμ και μέσα σε 2 λεπτά και 48 δευτερόλεπτα να φύγουν με επτά πίνακες των Μονέ, Χάαν, Πικάσο, Ματίς, Γκογκέν και Λούσιαν Φρόιντ. Η ληστεία καταχωρήθηκε ως μία από τις πλέον θρασείες στα χρονικά και έλαβε χώρα τη Δευτέρα 25 Οκτωβρίου του 2012, ένα βροχερό βράδυ, ενώ όλες τις προηγούμενες ημέρες ο Αντριαν, ο Ράντου και ο Γιουτζίν -οι τρεις ληστές- πήγαιναν καθημερινά στο μουσείο - όχι όλοι μαζί, αλλά ο καθένας ξεχωριστά συνοδευόμενοι από τις κοπέλες τους για να διαλέξουν τα έργα που θα λήστευαν, παρόλο που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα από τέχνη.
Επίσης έψαξαν να βρουν ένα αδύνατο σημείο στα συστήματα ασφαλείας του μουσείου, το εντόπισαν στην έξοδο κινδύνου σε περίπτωση πυρκαγιάς και πήραν την απόφαση να μπουν από εκεί. Ο Γιουτζίν τους περίμενε στο αυτοκίνητο διαφυγής, ενώ οι Αντριαν και Ράντου απενεργοποίησαν το ηλεκτρονικό κλειδί της εξόδου κινδύνου, μπήκαν στο μουσείο και σε λιγότερο από 3 λεπτά βγήκαν έξω.
Μαζί τους είχαν το «Κεφάλι του Αρλεκίνου» του Πικάσο, δύο τοπία του Κλοντ Μονέ, το «Γυναίκα με κλειστά μάτια» του Λούσιαν Φρόιντ, τη «Γυναίκα μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, η αρραβωνιαστικιά» του Πολ Γκογκέν, την «Αναγνώστρια» του Ματίς και μια αυτοπροσωπογραφία του Μάγερ ντε Χάαν. Ο συναγερμός χτύπησε, αλλά η Αστυνομία που κατέφτασε σε μόλις πέντε λεπτά δεν βρήκε τίποτε και ειδοποίησε τη διεύθυνση του μουσείου, η οποία διαπίστωσε ότι έλειπαν επτά αριστουργήματα. Την ίδια στιγμή οι τρεις Ρουμάνοι δεν έχουν καμία επαφή για να πουλήσουν τους κλεμμένους πίνακες και μέσω ενός γνωστού τους προσπαθούν να βρουν αγοραστή, κάτι που μόνο εύκολο δεν ήταν από τη στιγμή που τα έργα ήταν κλεμμένα και η είδηση είχε κάνει τον γύρο του κόσμου, ενώ οι Αρχές προσπαθούσαν να εντοπίσουν τους ληστές.
Η ντουλάπα στο χολ της κατοικίας του Ράντου δεν ήταν και η καλύτερη κρυψώνα για τους επτά πίνακες, οπότε αποφασίζει να τους πάει στη Ρουμανία. Τους αφαιρεί από τα πλαίσια, πακετάρει τα πράγματά του και φεύγει οδικώς για το χωριό του διανύοντας 2.500 χιλιόμετρα σε δύο μέρες, με ελάχιστες στάσεις για βενζίνη και ξεκούραση. Λίγες μέρες μετά φτάνουν και οι άλλοι δύο, η τριάδα αρχίζει να αναζητάει εκ νέου αγοραστή και κάποια στιγμή ο Ράντου καλεί μια γνωστή του, τη Μαριάνα Ντράγκου, επιμελήτρια στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Ρουμανίας, για να δει τους πίνακες. Αρχικά η Ντράγκου νομίζει ότι είναι πλαστοί, αλλά όταν βλέπει ένα αυτοκόλλητο από διεθνή μεταφορική εταιρεία που ειδικεύεται στν μεταφορά έργων τέχνης και στη συνέχεια εξετάζει με υπεριώδεις ακτίνες τους πίνακες συνειδητοποιεί ότι είναι αυθεντικοί.
Τους προτρέπει τότε να τους δώσουν στην Αστυνομία, αλλά οι τρεις αρνούνται, ενώ η ίδια βλέποντας τα νέα για τη ληστεία πηγαίνει στις Αρχές και καταθέτει τα πάντα. Οι αστυνομικοί έπειτα από λίγες μέρες κατορθώνουν να παγιδέψουν τα τηλέφωνα του Γιουτζίν και του Ράντου, που στο μεταξύ έχει μεταφέρει τους πίνακες στο σπίτι μιας θείας του, αλλά και να εντοπίσουν τον υποψήφιο αγοραστή.
Τον πείθουν να εμφανιστεί με έναν «ειδικό» που θα εξετάσει τους πίνακες, αλλά την τελευταία στιγμή οι ληστές διαισθάνονται παγίδα -στις συνομιλίες λένε ότι μάλλον τους παρακολουθεί η Αστυνομία- οπότε μια ειδική μονάδα τους συλλαμβάνει ύστερα από έφοδο στα σπίτια τους. Η μητέρα του Ράντου, Ολγα, βλέπει το σπίτι της να γίνεται φύλλο και φτερό από τους αστυνομικούς που δεν βρίσκουν κανένα ίχνος των κλεμμένων αριστουργημάτων. Πιστεύοντας ότι αν δεν βρουν τα έργα ο γιος της θα γλιτώσει, πηγαίνει στο σπίτι της αδελφής της, τα παίρνει σε μια βαλίτσα και τα θάβει στο νεκροταφείο του χωριού!
Με τον κλοιό να στενεύει συνεχώς τις επόμενες μέρες και μετά την ενδελεχή έρευνα στο σπίτι της αδελφής της, η μητέρα του Ράντου πηγαίνει νύχτα στο νεκροταφείο, σκάβει και ανασύρει τη βαλίτσα, την πηγαίνει στο σπίτι της, ανάβει το τζάκι και ρίχνει διαδοχικά στη φωτιά τους δύο Μονέ, τον Πικάσο, τον Φρόιντ, τον Γκογκέν, τον Ματίς και τον Ντε Χάαν. Μέσα σε λίγα λεπτά, λοιπόν, τα συγκεκριμένα αριστουργήματα είχαν γίνει στάχτη, ενώ η Ολγα μετά από καιρό ισχυρίστηκε ότι έκανε ένα μεγάλο λάθος θέλοντας να προστατεύσει τον γιο της.
Βοστόνη: 35 χρόνια μετά, ο Ρέμπραντ και ο Βερμέερ δεν έχουν βρεθεί
1990, Μουσείο «Ιζαμπέλα Γκάρντνερ» / Χαρακτηρίστηκε ως το χτύπημα του αιώνα. Μέσα σε μία ώρα και είκοσι λεπτά δύο ληστές ντυμένοι αστυνομικοί αφαίρεσαν 11 ζωγραφικά αριστουργήματα
Η «Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ
Ηταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα λίγο μετά τη 1 τα ξημερώματα, στις 18 Μαρτίου του 1990, όταν δύο αστυνομικοί έφτασαν στην πλαϊνή είσοδο του Μουσείου «Isabella Stewart Gardner» στη Βοστόνη. Πάρκαραν και πρoτού βγουν έλεγξαν τον χώρο για τυχόν παρουσίες. Μετά χτύπησαν το κουδούνι της πόρτας, περιμένοντας τον φύλακα να ανοίξει το πορτάκι ώστε να τσεκάρει ποιοι είναι και τι θέλουν. Ο τελευταίος είχε ήδη δει μαζί με τον συνάδελφό του τους δύο αστυνομικούς και όταν συνομίλησε μαζί τους, αυτοί του είπαν ότι είχαν λάβει κλήση για συμβάν στο μουσείο και ήρθαν για έλεγχο.
Μόνο που δεν είχαν έρθει γι’ αυτό, ούτε ήταν πραγματικοί αστυνομικοί.
Παραβιάζοντας τους κανόνες ασφαλείας και πρωτοκόλλου, ο φύλακας επέτρεψε στους δύο αστυνομικούς να εισέλθουν από την πόρτα εισόδου των εργαζομένων στο μουσείο. Οταν έφτασαν στην είσοδο όπου ήταν ο δεύτερος φύλακας, έβγαλαν τα όπλα τους και σημαδεύοντας τους δύο αποσβολωμένους υπαλλήλους ζήτησαν να σηκώσουν τα χέρια τους ψηλά.
Ηταν η στιγμή που οι δύο φύλακες συνειδητοποίησαν ότι οι ένστολοι δεν ήταν αστυνομικοί, αλλά ληστές, όμως δεν ήταν πλέον σε θέση να αποτρέψουν τη «ληστεία του αιώνα» σε ό,τι αφορά την τέχνη. Μεταφέρθηκαν πισθάγκωνα δεμένοι με χειροπέδες και φιμωμένο στόμα στο υπόγειο του μουσείου από τους δύο άγνωστους ληστές που ανενόχλητοι έπιασαν αμέσως δουλειά.
Τους αναζητούν
Χρειάστηκαν 1 ώρα και 20 λεπτά για να αφαιρέσουν 11 ζωγραφικά αριστουργήματα μεταξύ των οποίων η «Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ μαζί με άλλα δύο έργα του, το «Κονσέρτο» του Βερμέερ, πέντε έργα του Ντεγκά, το «Chez Τortoni» του Μανέ, ένα τοπίο του Φλινκ και δύο αντικείμενα μικρότερης αξίας. Μέχρι σήμερα οι ερευνητές της υπόθεσης δεν έχουν καταλάβει γιατί άφησαν πίσω τους τη μυθική «Ευρώπη» του Τιτσιάνο, τον πίνακα που ο Ρούμπενς χαρακτήρισε ως «το κορυφαίο ζωγραφικό αριστούργημα του κόσμου».
Ξέφυγαν μέσα στη νύχτα, αφού πρώτα αφαίρεσαν το υλικό ασφαλείας από τις κάμερες που είχαν καταγράψει τη δράση τους όταν αφαιρούσαν από τις κορνίζες τα συγκεκριμένα έργα. Η ληστεία έγινε γνωστή το επόμενο πρωί κατά την αλλαγή της βάρδιας, όμως ήταν πλέον πολύ αργά για να αναζητήσουν άμεσα τους δύο άγνωστους άνδρες. Η κλοπή του αιώνα είχε συντελεστεί.
Το συγκεκριμένο χτύπημα χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη αρπαγή έργων τέχνης στην Αμερική και μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, αφού πέντε τουλάχιστον πίνακες ήταν ανεκτίμητης αξίας. Το «Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ, π.χ., ήταν ο μοναδικός πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου που είχε θέμα το νερό, ενώ το «Κονσέρτο» του Βερμέερ θεωρείται ένα από τα πλέον εξέχοντα δείγματα της ζωγραφικής του και αποτιμάται σήμερα στα 300.000.000 δολάρια.
Στην πόλη της Βοστόνης οι κάτοικοι σηκώθηκαν ακούγοντας παντού για τη ληστεία που σόκαρε τον κόσμο της τέχνης, ενώ οι έρευνες ξεκίνησαν άμεσα από την Αστυνομία και το FBI, που όμως δεν είχαν και πολλά στα χέρια τους. Οι περιγραφές των δύο ανδρών κυκλοφόρησαν σε σκίτσο, όμως είχαν δουλέψει τόσο καλά τη μεταμφίεσή τους ώστε δεν άφησαν κανένα στοιχείο που να μπορεί να οδηγήσει κάπου τις Αρχές.
Το θέμα άρχισε να ατονεί στα media, οι μέρες και οι εβδομάδες κύλαγαν χωρίς καμία πρόοδο, ενώ η αμοιβή του 1 εκατ. δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην ανεύρεση των κλεμμένων έργων δεν συγκίνησε κανέναν. Τα χρόνια που ακολούθησαν το ποσό αυξήθηκε αρχικά στα 5 εκατ. και αργότερα στα 10 εκατ. δολάρια, ενώ πολλές ιστορίες για το συμβάν είδαν το φως της δημοσιότητας. Ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους όπως ο Μάικλ Γιάνγκγουορθ και ο κολλητός του Μάιλς Κόνορ που ενέσκηψαν στην υπόθεση εφτά χρόνια μετά την κλοπή.
Ο πρώτος στις 13 Αυγούστου του 1997 παραχώρησε μια συνέντευξη Τύπου έξω από το δικαστήριο όπου δικαζόταν για παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων. Μπροστά στους δημοσιογράφους που αδημονούσαν για τη μεγάλη είδηση που τους είχε τάξει ο ο Γιάνγκγουορθ είπε ότι μπορούσε να μεσολαβήσει για την επιστροφή των πινάκων που είχαν κλαπεί από το Μουσείο «Ιsabella Gardner», αφήνοντας τους πάντες με το στόμα ανοιχτό.
Μόνο που για να το πράξει ζητούσε να καρπωθεί την αμοιβή των 5 εκατ. δολαρίων, να αποσυρθούν οι κατηγορίες στη δίκη του και να αφεθεί ελεύθερος ένας φίλος του. Αυτός ήταν ο Μάιλς Κόνορ, γνωστός κλέφτης έργων τέχνης που δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για την κλοπή της Βοστόνης, αφού εκείνο το βράδυ βρισκόταν έγκλειστος στη φυλακή.
Ο δημοσιογράφος Τομ Μάσμπεργκ της εφημερίδας «Boston Herald» προσέγγισε λίγες ώρες αργότερα τον Γιάνγκγουορθ για να ελέγξει κατά πόσο αυτά που έλεγε ισχύουν με αποδείξεις. Κάποια 24ωρα μετά έφτασε μέσα στη νύχτα σε μια άγνωστη κακόφημη περιοχή μία ώρα έξω από την πόλη, μαζί με έναν συνεργάτη του Γιάνγκγουορθ στη θέση του οδηγού. Εκείνα τα χρόνια για να πας εκεί έπρεπε να ήσουν είτε αστυνομικός που ερευνά είτε ναρκομανής που αναζητάει τη δόση του έγραψε έναν χρόνο μετά ο Μάσμπεργκ στο story που έδωσε στο «Vanity Fair».
Αδεια κάδρα
Οταν έφτασαν σε μια ανεγειρόμενη οικοδομή, με μια παλιά αποθήκη μπροστά, μια γυναίκα εμφανίστηκε και τους ρώτησε τι ήθελαν. Ο οδηγός απάντησε ότι τους έστελνε ο Γιάνγκγουορθ και σε λίγα λεπτά ο Μάσμπεργκ με τον άνδρα που φόρεσε γάντια και άναψε έναν φακό μπήκαν στη σκοτεινή αποθήκη. Ανέβηκαν κάτι σκάλες και βρέθηκαν σε έναν διάδρομο με μεταλλικές πόρτες που οδηγούσαν σε μικρά δωμάτια, ενώ μετά από λίγα δευτερόλεπτα σταμάτησαν μπροστά από μία. Ο συνεργάτης του Γιάνγκγουορθ έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά, ξεκλείδωσε και οι δύο άνδρες μπήκαν μέσα στο δωμάτιο, στο οποίο υπήρχαν μεγάλοι κάδοι, κάποιοι με ρόδες. Στάθηκε πάνω από έναν, έσκυψε και τράβηξε έναν πλαστικό μαύρο κύλινδρο, τον οποίο άνοιξε προσεχτικά μπροστά στον αποσβολωμένο Μάσμπεργκ.
«Εβγαλε προσεχτικά έναν τυλιγμένο καμβά τον οποίο ξετύλιξε μπροστά μου», έγραψε ο δημοσιογράφος στο «Vanity Fair» καταθέτοντας μια συγκλονιστική περιγραφή: «Ημουν, είμαι βέβαιος ότι ήταν η “Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας”, αναμφισβήτητα το πιο διάσημο κλεμμένο έργο τέχνης στον κόσμο».
Ο άνδρας τού έδειξε τις ξεθωριασμένες γωνίες που είχε ο πίνακας από το κάδρο τη νύχτα της κλοπής και μετά ο φακός εστίασε στην υπογραφή του Ρέμπραντ. Κάποια λεπτά αργότερα ο Μάσμπεργκ μπήκε σε ένα ταξί και έφυγε έχοντας συμφωνήσει να μη γράψει τίποτε για μία εβδομάδα, χρόνος αρκετός για να μετακινηθεί το αριστούργημα του Ολλανδού ζωγράφου σε άλλη τοποθεσία. Εκτοτε κανένα έργο δεν έχει βρεθεί σε αυτή την αέναη αναζήτηση 35 ετών, παρότι εμφανίστηκαν και άλλοι να λένε ότι γνωρίζουν πού κατέληξαν οι πίνακες.
Τελευταίος ο μαφιόζος Μάρτιν -«η Οχιά»- Φόλεϊ που συνεργαζόταν με τον ιδιωτικό ερευνητή Τσάρλι Χιλ, τον οποίο φέρεται να έφερε σε επαφή με κάποια μέλη της συμμορίας που έκανε την κλοπή του αιώνα. Η δημοσιοποίηση των διαπραγματεύσεων και των χειρισμών δεν άρεσε στην «Οχιά», που εξαφανίστηκε αφήνοντας τον Χιλ να αναζητάει απεγνωσμένα την άκρη του νήματος.
Σήμερα οι επισκέπτες του Μουσείου «Isabella Stewart Gardner» νιώθουν περίεργα όταν μπαίνουν στην αίθουσα που κρεμόντουσαν τα αριστουργήματα του Ρέμπραντ και του Βερμέερ. Εκεί υπάρχουν μόνο οι άδειες κορνίζες από τις οποίες αφαιρέθηκαν βίαια εκείνο το βράδυ του Μαρτίου και περιμένουν ακόμη την επιστροφή τους.
Παλέρμο: «Η Γέννηση του Χριστού» του Καραβάτζιο εμφανιζόταν ως λάφυρο της Κόζα Νόστρα
1969, παρεκκλήσι Αγίου Λαυρεντίου / Οι αστικοί μύθοι για την κατάληξη του κλεμμένου έργου και ο νεκρός μαφιόζος που δεν μίλησε ποτέ για τον κλεμμένο πίνακα
«Η Γέννηση του Χριστού» του Καραβάτζιο
Φαινόταν από νωρίς το μεσημέρι εκείνη την Παρασκευή του Οκτωβρίου ότι ο καιρός θα χαλάσει, οι γηραιότεροι κάτοικοι το είχαν σίγουρο και επιβεβαιώθηκαν όταν το βράδυ -ήταν 17 Οκτωβρίου του 1969- ξέσπασε η καταιγίδα που χτύπησε την πόλη του Παλέρμο. Η έντασή της έκανε ακόμη πιο εύκολο το έργο των ανδρών που εισήλθαν μετά τα μεσάνυχτα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαυρεντίου.
Η συγκεκριμένη εκκλησία δεν ήταν μουσείο, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, αφού εκεί βρισκόταν ο εντυπωσιακός πίνακας με διαστάσεις 2Χ3 μέτρα «Η γέννηση του Χριστού», ένα εκπληκτικό αριστούργημα του Καραβάτζιο. Τα μάτια των ανδρών καρφώθηκαν στον πίνακα για κάποια δευτερόλεπτα, ενώ αμέσως μετά δεν έχασαν καθόλου χρόνο. Χρησιμοποιώντας κοφτερά ξυράφια, έκοψαν και έβγαλαν από την κορνίζα το έργο, το τύλιξαν, άνοιξαν την πόρτα του παρεκκλησιού και εξαφανίστηκαν μέσα στη βροχή.
Από εκείνο το βράδυ της καταιγίδας πέρασαν 56 χρόνια και ο πίνακας εξακολουθεί να παραμένει άφαντος, παρά τις συγκλονιστικές λεπτομέρειες που αφορούν την κλοπή του, οι οποίες αποκαλύφθηκαν το 2019 χάρη σε ένα βίντεο που έφτασε στα χέρια του «The Guardian». Στο συγκεκριμένο, ο ιερέας που έφερε τον τίτλο του monsignor Ρόκο Μπενεντέτο αποκάλυψε ότι το κλεμμένο αριστούργημα του Καραβάτζιο βρισκόταν για μεγάλο διάστημα στο σπίτι ενός capo της σκελικής μαφίας, του Γκαετάνο Μπανταλαμέντι. Στο ίδιο βίντεο, μέρος του οποίου δημοσιοποίησε ο «Guardian», ο ιερέας επισήμανε ότι οι μαφιόζοι είχαν έρθει δύο φορές σε επαφή μαζί του μέσω επιστολών προκειμένου να επιστρέψουν τον πίνακα, εισπράττοντας παράλληλα το ανάλογο αντίτιμο. Στη δεύτερη επιστολή συμπεριέλαβαν και ένα μικρό κομμάτι του έργου προκειμένου να δείξουν ότι όντως το έχουν στην κατοχή τους, κίνηση άρρηκτα δεμένη με τις τακτικές της Κόζα Νόστρα στη Σικελία.
Ο νονοί τον περιέφεραν
Από την ημέρα που κλάπηκε ο πίνακας του Καραβάτζιο καταχωρήθηκε ως ένα από τα πιο πολύτιμα έργα τέχνης στον κόσμο που αναζητούνται και περιλαμβάνονται στη λίστα του FBI, αφού ελάχιστα είναι τα έργα του Ιταλού ζωγράφου που έχουν σωθεί. Στα επόμενα χρόνια οι αστικοί μύθοι που κυκλοφόρησαν για το πού κατέληξε ο συγκεκριμένος πίνακας στον κόσμο της τέχνης και των συλλεκτών έρχονται σε τέλεια αντιδιαστολή.
Κάποιοι επιμένουν ότι βρίσκεται καλά κρυμμένος κάπου στην Ελβετία, ενώ άλλοι λένε ότι εγκαταλείφθηκε σε μια αποθήκη ή αχυρώνα όπου καταστράφηκε από την υγρασία και τους αρουραίους. Η μόνη βεβαιότητα γύρω από την τύχη του είναι ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να πουληθεί σε οποιονδήποτε συλλέκτη, αφού ο θόρυβος από την κλοπή και η κινητοποίηση των Αρχών σε όλο τον κόσμο ήταν τέτοια που κανείς δεν θα έμπαινε στη διαδικασία απόκτησής του.
Στο βίντεο με τη συνέντευξη ο Μπενεντέτο λέει για τις δύο φορές που έλαβε επιστολές απο τους κλέφτες, την πρώτη για να διαπιστώσουν πόσο διατεθειμένη ήταν η Καθολική Εκκλησία να διαπραγματευτεί την επιστροφή του. Οι μαφιόζοι ζήτησαν να μπει μια αγγελία με συγκεκριμένο περιεχόμενο σε εφημερίδα του Παλέρμο και ο επικεφαλής Πολιτιστικών Υποθέσεων συμφώνησε. Ακολούθησε η δεύτερη επιστολή στον Μπενεντέτο, η οποία περιείχε ένα μικρό κομματάκι από τον πίνακα -ένα κομμάτι γης- και τη φράση: «Εμείς τον έχουμε και είναι ο αυθεντικός Καραβάτζιο». Η επιστολή κατέληγε με ένα αίτημα προς την Εκκλησία, να δημοσιευτεί και δεύτερη αγγελία στην «Giornale Di Sicilia», και έτσι ο ιερέας απευθύνθηκε ξανά στον αρμόδιο επικεφαλής. Αυτός όμως όχι μόνο δεν ικανοποίησε το αίτημα των μαφιόζων, αλλά πίστεψε ότι στην κλοπή εμπλέκεται ο Μπενεντέτο και το κατήγγειλε στην Αστυνομία.
Οι Αρχές έθεσαν τον ιερέα υπό παρακολούθηση, ενώ προσήχθη για ανάκριση στην οποία του πήραν και δαχτυλικά αποτυπώματα, ενώ καιρό μετά ο επικεφαλής των ερευνών του ζήτησε συγγνώμη. Οι πιθανότητες επανάκτησης του πίνακα είχαν πλέον χαθεί, αφού οι μαφιόζοι δεν επικοινώνησαν ποτέ ξανά με τον Μπενεντέτο, ο οποίος πέθανε το 2003.
Η συγκλονιστική του συνέντευξη, που είχε μείνει για χρόνια μέσα σε ένα συρτάρι, απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα μετά τις αποκαλύψεις ενός αποστάτη από τους κόλπους της σικελικής μαφίας, του Γκαετάνο Γκράντο. Αυτός είπε στους αστυνομικούς ότι ο πίνακας είχε καταλήξει στα χέρια του Μπανταλαμέντι, ενώ ένας άλλος νονός που το όνομά του δεν αποκαλύπτεται ήρθε σε επαφή με έναν art dealer στην Ελβετία, όπου εικάζεται ότι μπορεί να κατέληξε το αριστούργημα του Ιταλού ζωγράφου.
Ο ρόλος του παππά
Ο Μπενεντέτο αποκάλυψε επίσης ότι στις αρχές του 1970 ένας άλλος ιερέας τον προσέγγισε για να του εκμυστηρευτεί κάτι που αφορούσε την κλοπή της «Γέννησης του Χριστού». Ο συγκεκριμένος ιερέας που λειτουργούσε σε μια εκκλησία στο Καρίνι, μια πόλη κοντά στο Παλέρμο, τον ενημέρωσε ότι όταν μια εικόνα από τον δικό του ναό κλάπηκε, ήταν σίγουρος ότι αυτό έγινε από τη μαφία.
Επικοινώνησε με κάποιους νονούς που γνώριζε προσωπικά επειδή ερχόντουσαν στην εκκλησία του και έπειτα από λίγες ημέρες ένας νεαρός τον συνάντησε. Του έδειξε δύο φωτογραφίες πινάκων ρωτώντας τον ποιος είναι ο δικός του και ο ιερέας του τον έδειξε, αλλά δεν ξέχασε ποτέ ότι ο άλλος πίνακας ήταν το κλεμμένο έργο του Καραβάτζιο που είχε καταλήξει στα χέρια της Κόζα Νόστρα. Τον επιβεβαίωσε χρόνια αργότερα ένας πρώην μαφιόζος που έγινε πληροφοριοδότης της Αστυνομίας, όταν είπε στους αστυνομικούς ότι ο πίνακας εμφανιζόταν συχνά σε συγκεντρώσεις νονών σαν ένα σύμβολο prestige.
O διαβόητος Μπανταλαμέντι, που πέθανε στην φυλακή τον Απρίλιο του 2004, δεν μίλησε ποτέ για τον κλεμμένο πίνακα και την τοποθεσία στην οποία μπορεί να βρίσκεται η εκπληκτική σύνθεση του διάσημου Ιταλού ζωγράφου. Αυτή που περιμένει την επιστροφή της στο παρεκκλήσι του Σαν Λορέντσο, από το οποίο αποκαθηλώθηκε βίαια πριν από 56 χρόνια ένα βράδυ του Οκτώβρη που λυσσομανούσε η καταιγίδα στο Παλέρμο.