Γιατί οι νέοι σταρ είναι μόνο οι σεφ

Με την κουτάλα τους ανακατεύουν το star system και αμφισβητούν τραγουδιστές και ηθοποιούς. Υπογράφουν αυτόγραφα, έχουν fan clubs, αλλάζουν τις διατροφικές συνήθειες των λαών και τρελαίνουν τα μηχανάκια της AGB την ώρα που πελάτες και διαφημιστές κάνουν ουρές στα εστιατόριά τους για να γίνουν κοινωνοί της δόξας τους

Παλιότερα φορούσαν πέτσινα, κρατούσαν κιθάρες, έπιναν, στόλιζαν δωμάτια εφήβων με απωθημένα και όνειρα. Ο λόγος για τους ροκ σταρ που είχαν πολλά χρήματα και ακόμα μεγαλύτερη φήμη. Σήμερα όμως που η ροκ έχει γίνει πια μακρινή ανάμνηση, οι νέοι αστέρες κρατούν κουτάλες και αντί για στίχους ανταλλάσσουν συνταγές. 

Ξέρουν μάλιστα από πρώτο χέρι τι σημαίνει αναγνωρισιμότητα και αίγλη, αφού οι περισσότεροι απασχολούν με κάποιον τρόπο τις τηλεοράσεις, ενώ οι πιο διάσημοι από αυτούς μπορούν ακόμα και να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις: να μην ξεχνάμε ότι ο Ομπάμα φρόντισε να φάει μαζί με τον διάσημο σεφ Αντονι Μπουρντέν παραμονές των εκλογών προκειμένου να αποσπάσει περισσότερες ψήφους, ενώ δημόσια πολιτική τοποθέτηση κατά των ακροδεξιών κομμάτων στην Ιταλία κατά τις πρόσφατες εκλογές στην Ιταλία έκανε και ο διάσημος σεφ Μάσιμο Μποτούρα.

Οσοι λοιπόν νομίζουν ότι η μαγειρική εξαντλείται στα ευφάνταστα πιάτα που δημιουργούν οι διάσημοι μάγειροι πλανώνται οικτρά: γύρω από την κουζίνα έχει διαμορφωθεί πλέον μια ολόκληρη βιομηχανία που άλλοτε προάγει άψογους επαγγελματίες θυμίζοντας ότι η μαγειρική μπορεί να γίνει μια υψηλής μορφής τέχνη με βαθιά κουλτούρα -η λεγόμενη γαστρονομία- και άλλοτε απλώς διαμορφώνει διάττοντες αστέρες με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. 

Απόδειξη οι σεφ που βγαίνουν από τα διάφορα ριάλιτι: κάποιοι από αυτούς διέπρεψαν, άλλοι όμως έμειναν να κοσμούν τις κοσμικές στήλες των περιοδικών. Η νέα τάση που θέλει τους μάγειρους να είναι ευειδείς, γυμνασμένοι και γεμάτοι τατουάζ αποδεικνύει ότι οι ίδιοι έχουν επίγνωση της ανταπόκρισης που έχει η εικόνα τους στο ευρύ κοινό: οι παλιότερες γκρούπι που στήνονταν έξω από τους συναυλια­κούς χώρους για κάποιο αυτόγραφο από τον αγαπημένο τους μουσικό σήμερα ξημεροβραδιάζονται σε γνωστά εστιατόρια δοκιμάζοντας κονσομέ, τεμπούρες και ταλιάτες. 

Ο Τζέιμι Ολιβερ έμαθε τους Βρετανούς να τρώνε ελαιόλαδο 


Η λίστα αναμονής για το «Nolan» στην πλατεία Συντάγματος που φέρει τη σφραγίδα του σημερινού κριτή του «MasterChef» Σωτήρη Κοντιζά ξεπερνά τις δύο εβδομάδες, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβαινε κάποτε με το «Αλάτσι» επί εποχής Σκαρμούτσου. Ο Εκτορας Μποτρίνι επίσης γνωρίζει ότι η πελατεία που επισκέπτεται τα εστιατόριά του σε Χαλάνδρι και Κέρκυρα δεν περιλαμβάνει μόνο εραστές της απόλαυσης, αλλά (και) περίεργους τηλεθεατές που θέλουν να δοκιμάσουν τις δημιουργίες ενός διάσημου. Αντίστοιχη επιτυχία έχουν και τα προϊόντα που λανσάρουν οι κατά καιρούς νικητές των διαφόρων ριάλιτι ή οι διάσημοι σεφ: από βιβλία έως προϊόντα και από ιδέες έως concepts. Απτή απόδειξη νικητή του «MasterChef» που έχει κυριολεκτικά το άγγιγμα του Μίδα είναι ο Ακης Πετρετζίκης με τα βιβλία του να γίνονται διαρκώς μπεστ σέλερ.

Ο ίδιος μάλιστα, αποδεικνύοντας ότι οι σημερινοί σεφ έχουν άμεση σχέση με το self promotion, όπως ακριβώς το ορίζουν οι νέοι κανόνες παραγωγής, εγκαινίασε το Kitchen Lab, έναν χώρο που ενώνει τα βιβλία του, τα περιοδικά και το μαγαζί του, ένα καφέ μπιστρό που, όπως λέει, «δημιουργήθηκε με σκοπό να φέρει τον Ακη ακόμα πιο κοντά με τους φίλους του», όπερ σημαίνει τους αμέτρητους φαν. Πρόσφατα δημοσιεύματα θέλουν τον μάγειρα που αποχώρησε πρόωρα από το «MasterChef», τον Κούρδο πρόσφυγα Σελίμ Σελτζούκ, να γνωρίζει μεγάλες δόξες χάρη στη συμμετοχή του στον τηλεοπτικό διαγωνισμό. Το μαγαζί του στο Πεδίον του Αρεως είναι συνεχώς γεμάτο - και σε κάτι ανάλογο στοχεύουν όσοι αναζητούν τις συμβουλές -ή μάλλον τις βρισιές- του Εκτορα Μποτρίνι, o οποίος παρουσιάζει τη νέα εκπομπή μαγειρικής «Hell’s Kitchen».

Οσο για τον Νουσρέτ Γκιοκτσέ, αυτός δεν έγινε γνωστός μόνο από το σύντομο πέρασμά του από το «Survivor», αλλά για τον τρόπο που αλατίζει τις μπριζόλες με τον αγκώνα του. 


Ο Αντονι Μπουρντέν αγάπησε την Ελλάδα, απόδειξη ότι από τότε που προβλήθηκε η εκπομπή του για τη Νάξο το νησί έχει ακόμα περισσότερες αφίξεις από Αμερικανούς τουρίστες που θέλουν να δοκιμάσουν την τοπική κουζίνα


Ο άρχοντας των συνταγών


Η επιτυχία των σεφ-σελέμπριτι, ωστόσο, έκανε και κάτι καλό εκτός από το να κατασκευάζει ένα νέο είδος διασημότητας: εκλαΐκευσε την απαγορευτική στο ευρύ κοινό υψηλή γαστρονομία, αποδεικνύοντας ότι δεν πρέπει να τρομάζει αλλά απλώς να αποκαλύπτει τα μυστικά μιας υψηλής τέχνης. Ετσι, ενώ παλιότερα οι ροκ αστέρες και οι μουσικοί έπρεπε να ξέρουν απέξω τραγούδια και παρτιτούρες, να έχουν μουσικές γνώσεις και ακόμα περισσότερο ανεξήγητο ταλέντο, σήμερα καλούνται να έχουν αντίληψη, γνώσεις των υλικών και συνείδηση του ρόλου τους. Ακόμα και αν πολλές φορές υπερβάλλουν τσιτάροντας ακατανόητες στο ευρύ κοινό λέξεις -βλέπε επεισόδιο του «MasterChef» όπου ακούστηκε το «ντεκορζάρω» ή η πρόταση «θα φτιάξω ένα απλό κενέλ πατάτας αφού πρώτα μπλανσάρω», η αλήθεια είναι ότι πολλοί από αυτούς έχουν πραγματικό πάθος με την κουζίνα. 

Ρωτήσαμε τον Μιχάλη Μιχαήλ, τον εκδότη του «Taverna», του πρώτου αγγλόφωνου γαστρονομικού περιοδικού που έχει αναλάβει να κάνει γνωστή την ελληνική κουλτούρα του φαγητού σε όλο τον κόσμο με διαφορετική αισθητική και βαθιά γνώση, για τους «κατασκευασμένους» σεφ που απέκτησαν ξαφνικά δόξα και φήμη: «Δεν συμμερίζομαι την άποψη περί κατασκευασμένων σεφ», μας απάντησε χαρακτηριστικά παίρνοντας αποστάσεις. «Οι περισσότεροι σεφ οι οποίοι αναλαμβάνουν είτε να παρουσιάσουν μια εκπομπή μαγειρικής, είτε να συμμετάσχουν σε μια κριτική επιτροπή ενός τηλεοπτικού reality με πρόφαση τη μαγειρική είναι συνήθως φτασμένοι σεφ, με δικά τους εστιατόρια και σημαντική πορεία.


Ο Νίκος Καραθάνος είναι ο νεότερος Ελληνας σεφ που πήρε αστέρι Michelin


Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός τηλεοπτικών σεφ/μαγείρων που έχει βοηθήσει στ’ αλήθεια να γίνουμε καλύτεροι μάγειρες, να μπούμε στις κουζίνες και να ασχοληθούμε με αυτό το απίθανο πράγμα που είναι το φαγητό. Νιγκέλα Λόσον, Μάρθα Στιούαρτ, Γκόρντον Ράμσεϊ, Τζέιμι Ολιβερ. Να κάποιοι τηλεοπτικοί σεφ που έχουν κάνει πολύ μεγάλο καλό ασχέτως της επιμέρους κριτικής που μπορείς να κάνεις για τον καθένα. Το πρόβλημα είναι τα ριάλιτι μαγειρικής και όλες οι εκπομπές που χρησιμοποιούν ένα επάγγελμα ή μια τέχνη ως πρόφαση για λίγο ακόμα κιτρινισμό, το αγαπημένο συστατικό του μεγάλου τηλεοπτικού κοινού». 

Γι’ αυτό λοιπόν από το «MasterChef» ή από παρόμοια ριάλιτι δεν λείπουν οι τσακωμοί, οι φασαρίες, τα κλάματα και οι συναισθηματισμοί - μάλλον εύλογοι ωστόσο σε διαγωνισμούς με τέτοια πίεση. Η αλήθεια είναι όμως ότι σε πολλές περιπτώσεις το επίπεδο είναι ιδιαίτερα υψηλό. 


Ο μεγάλος σταρ της ιταλικής γαστρονομίας Μάσιμο Μποτούρα και αγαπημένος σεφ διαφόρων ηγετών του κόσμου, όπως του Μπαράκ Ομπάμα, είναι η απτή απόδειξη του τι μπορεί να πετύχει ένας τέτοιου διαμετρήματος μάγειρας



Ο σεφ και ο πλανητάρχης 


Οπως τονίζει και ο Μιχάλης Μιχαήλ, «στην Ελλάδα όλα αυτά είναι πολύ χειρότερα από άλλες χώρες αφού η τηλεόραση δεν προβάλλει τίποτε άλλο. Μακάριοι λοιπόν όσοι έχουν Netflix και μπορούν να δουν αληθινές εκπομπές για το φαγητό, όπως το “Chef’s Table”, το “Ugly Delicious” και πολλές ακόμα». Σε ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ στο Netflix μπορείς όντως να απολαύσεις υψηλής παραγωγής τηλεοπτικά προϊόντα για όλους τους διάσημους σεφ του κόσμου, όπως του Φεράν Αντριά, του Αλέν Ντικάς, του Μάριο Μπατάλι ή του Μάσιμο Μποτούρα. Ειδικά ο τελευταίος, μεγάλος σταρ στην Ιταλία και αγαπημένος σεφ διαφόρων ηγετών του κόσμου, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, είναι μια απτή απόδειξη τού τι μπορεί να πετύχει ένας τέτοιου διαμετρήματος μάγειρας. Οταν τον συναντήσαμε από κοντά στην παρουσίαση του ημερολογίου της Lavazza στην Ιταλία -στο οποίο πρωταγωνιστεί- δεν σταματούσε να υπογράφει αντίτυπα των βιβλίων του που έχουν ήδη μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες - ένας πραγματικός ροκ σταρ με τα όλα του και με τρία αστέρια Michelin.

Το έργο του δεν εξαντλείται στο εστιατόριό του «Osteria Francescana», το οποίο θεωρείται το διασημότερο στον κόσμο, ή στο νέο μενού που λανσάρει για τον οίκο Gucci – σημαντικό είναι και το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο. Ο Μποτούρα είναι η σαφής απόδειξη ότι όταν ένας σεφ έχει επίγνωση της αποστολής του και της ανταπόκρισης που έχει στον κόσμο μπορεί να αποτελέσει μοντέλο προς μίμηση. Οπως έλεγε και στην κάμερα του δημιουργού Πίτερ Σβάτεκ, που είχε αναλάβει το ντοκιμαντέρ γύρω από τον μύθο του, σχολιάζοντας την απόφασή του να διαθέσει τους καλύτερους βοηθούς του και μέρος των εσόδων του μαγειρεύοντας για τους άστεγους και τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη: «Τι είναι ένα πιάτο φαγητό ή μια στέγη για έναν άστεγο και έναν πρόσφυγα;». Διόλου τυχαία τον αποκαλούν «Τζίμι Χέντριξ των σεφ», καθώς μπορεί να παίρνει κλασικές συνταγές και τεχνικές και να τις μετατρέπει σε κάτι ευφάνταστο και πρωτότυπο. 

Το Sani Gourmet Festival (από όπου και η φωτογραφία) είναι ο γαστρονομικός θεσμός που έκανε γνωστή στην Ελλάδα την υψηλή μαγειρική και έφερε κοντά σεφ από όλο τον κόσμο


Rock chefs


Το ροκ ταιριάζει στην κουζίνα και σίγουρα στους σεφ, όπως και στον Αντονι Μπουρντέν, τον πρώτο καθαρόαιμο ροκ σεφ που κατασκεύασε η τηλεόραση. Ζώντας και ο ίδιος σαν ροκ σταρ και ακούγοντας τα πιο άγρια ροκ κομμάτια στη διαπασών στην κουζίνα όπου θήτευσε επί σειρά ετών έκανε αντίστοιχη ροκ καριέρα: όχι πάλι τυχαία το βιβλίο του «The Nasty Bits» ήταν αφιερωμένο στον Τζόι, στον Τζόνι και τον Ντι-Ντι από τους Ramones. Στην εισαγωγή κάθε εκπομπής του θα ακούσεις πάντα ένα διάσημο ροκ κομμάτι - από τους Dead Boys μέχρι τον λατρεμένο του Ιγκι Ποπ, ενώ χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο με καλεσμένους στο τραπέζι τους άγριους ροκάδες Queens of the Stone Age.

Ως γνήσιος ροκάς, πάλι, ο Μπουρντέν έφερε την άγρια όψη της μαγειρικής στην υψηλή γαστρονομία με συνέπεια και φροντίδα: από τις άγνωστες καντίνες στα πιο αδιανόητα μέρη του κόσμου, που όμως εμπνέονται από ένα και μόνο πράγμα: τη βαθιά αγάπη για τη μαγειρική. Είναι άλλωστε αυτός που αποποιήθηκε εμμονικά τη δηθενιά της δημιουργικής κουζίνας, δηλαδή τα trendy εστιατόρια, και ταυτόχρονα λάτρεψε την υψηλή γαλλική κουζίνα και την κουζίνα του δρόμου. Ο Μπουρντέν αγάπησε και την Ελλάδα.

Απόδειξη ότι από τότε που προβλήθηκε η εκπομπή του για τη Νάξο το νησί υποδέχεται ακόμα περισσότερους Αμερικανούς τουρίστες που θέλουν να δοκιμάσουν την τοπική κουζίνα. Αντίστοιχοι διάσημοι σεφ που απενοχοποίησαν τη γαστρονομία είναι ο αστεράτος σεφ Νίκος Καραθάνος -ο νεότερος Ελληνας σεφ με Michelin- αλλά και ο Περικλής Κοσκινάς, ο οποίος αφού ταξίδεψε σε όλες τις χώρες του κόσμου -και το διάσημο «Milos»- κατέληξε τελικά στην Ελλάδα. Και είναι αυτός που είχε πει ότι τα πάντα ακόμα και στη μαγειρική είναι θέμα παιδείας, επιμένοντας ότι «το πρώτο πράγµα που πρέπει να δούµε είναι ποιο παιδί θα ήθελε να γίνει μάγειρας και όχι να του βάλουµε την ταµπέλα του βλάκα. Να του δώσουµε τα εφόδια για να γίνει πολύ καλός σε αυτό που αγαπάει». 


Η Νιγκέλα Λόσον είναι μία από τους πολλούς τηλεοπτικούς σεφ που μας δίδαξαν την καλή κουζίνα 



Είναι πολλά τα λεφτά, σεφ!


Υπάρχει και μια πλευρά της κουζίνας που παραμένει κρυφή και μακριά από τις τηλεοπτικές κουζίνες και αυτή είναι η υψηλή εξάσκηση και οι σκληρές συνθήκες που επικρατούν στις κουζίνες των διάσημων εστιατορίων που απαιτούν αντοχή και άπειρες εργατοώρες. Οι πιο αναγνωρισμένοι σεφ γνωρίζουν ότι απαιτείται συνδυασμός γνώσης, υπομονής και σκληρής δουλειάς για να πετύχεις και η διασημότητα είναι απλώς ένα τυχερό γεγονός που έρχεται ως επιβράβευση. Ωστόσο, το καλό είναι ότι οι εκπαιδευμένοι στο εξωτερικό σεφ με υψηλή γνώση έφεραν στην Ελλάδα μια άλλη γαστρονομική κουλτούρα που θεμελιώθηκε και από τους παράλληλους θεσμούς που άνθησαν στη χώρα: τους Χρυσούς Σκούφους, που είναι οι πρώτοι που ανέδειξαν τα μεγάλα ονόματα, αλλά και τα γαστρονομικά φεστιβάλ.

Οταν πρωτοδημιουργήθηκε, για παράδειγμα, το Sani Gourmet Festival στη Χαλκιδική το 2006 κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η μαγειρική θα ενέπνεε τους δημιουργούς τόσο ώστε να συνευρεθούν σε έναν ωραίο χώρο, να ανταλλάξουν απόψεις, να δημιουργήσουν όπως ακριβώς γίνεται στα ροκ φεστιβάλ ή στα συνέδρια. Εκεί στη Σάνη της Χαλκιδικής, λοιπόν, ανάμεσα στα λιόδεντρα και τα μποστάνια με φρέσκα λαχανικά και φρούτα έκανε την πρώτη δυναμική εμφάνισή του ο αλχημιστής της μεσογειακής κουζίνας Αλέν Παροντί ,αλλά και ένας από τους διασημότερους σεφ στον κόσμο: ο Ερίκ Φρεσόν. Είναι αλήθεια ότι η υψηλή γαστρονομία πλέον συσπειρώνει γύρω της προσωπικότητες και ονόματα που όχι μόνο έχουν διαμορφώσει τον θεσμό του σεφ ως του απόλυτου ροκ σταρ αλλά και του ανθρώπου που μπορεί να επηρεάσει την ίδια την πολιτική ή την οικονομία (μιλώντας για τον Ερίκ Φρεσόν δεν είναι τυχαίο ότι είναι ο αγαπημένος σεφ του Σαρκοζί!). 


Το περιοδικό «Taverna» είναι το πρώτο αγγλόφωνο γαστρονομικό περιοδικό που έχει αναλάβει να κάνει γνωστή την ελληνική κουλτούρα του φαγητού σε όλο τον κόσμο


Οι λαοί αλλάζουν γεύση! 


Ο Τζέιμι Ολιβερ, για παράδειγμα, αύξησε τις πωλήσεις του ελαιόλαδου στη Μεγάλη Βρετανία, ένα άγνωστο μέχρι τότε προϊόν για τους Εγγλέζους, ενώ οι κινέζικες συνταγές του Κεν Χομ, του πρώτου διάσημου τηλεοπτικού αστέρα-μάγειρα στην Αγγλία, επέβαλαν την ασιατική κουζίνα στο νησί. Μιλώντας για την Αγγλία δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα ονόματα που διαπρέπουν εκεί δεν συνοδεύονται μόνο από φήμη, αλλά αναφέρονται σε μια τεράστια βιομηχανία προώθησης που διακινεί από προϊόντα μέχρι βιβλία και καινούργια projects που φέρουν το όνομα διάσημων σεφ. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Ελλάδα, αφού σίγουρα το ψάρι αποτυπώθηκε με άλλον τρόπο στις συνειδήσεις μας μετά την παρέμβαση του Λαζάρου και του «Βαρούλκου» κι ας είναι μικρότερα τα μεγέθη. 

Οπως υποστηρίζει ο εκδότης του «Taverna» Μιχάλης Μιχαήλ: «Για κάθε επώνυμο σεφ που αποφασίζει να συμμετάσχει σε ριάλιτι το οικονομικό όφελος και η αναγνωρισιμότητα είναι, υποθέτω, μεγάλα και μετρήσιμα. Σε μια χώρα χωρίς γαστρονομική κουλτούρα, όπου το κοινό είναι πολύ “άπιστο” και αλλάζει τα εστιατόρια σαν τα πουκάμισα, η οικονομική διασφάλιση και η εγγυημένη πληρότητα του μαγαζιού σου, οι διαφημιστικές καμπάνιες που θα κλείσεις ή τα προϊόντα που θα υπογράψεις ίσως να είναι πολύ σοβαρός λόγος να δεχτείς να συμμετέχεις. Για τους διαγωνιζόμενους είναι απλά τα πράγματα. Κάνεις για λίγους μήνες τον καραγκιόζη, αλλά μετά ξεπηδάς από το πλήθος των άνεργων μαγείρων και είσαι κάτι, όλο και κάποιος επιχειρηματίας θα θελήσει να επενδύσει στο όνομά σου. Ο μόνος χαμένος είναι φυσικά το τηλεοπτικό κοινό». 

Σίγουρα λοιπόν κανείς δεν ξέρει αν όντως ο Τζώρτζης, ο Τιμολέων (κανείς επίσης δεν γνωρίζει να κλίνει το όνομά του!), ο Κωνσταντίνος και όλοι όσοι συμμετέχουν στο επιτυχημένο, τουλάχιστον από πλευράς θεαματικότητας, «MasterChef» είναι πράγματι άξιοι μάγειρες, το σίγουρο πάντως είναι ότι η αφθονία αυτών των εκπομπών δείχνει την τεράστια δημοτικότητα που έχουν πια το βασίλειο της κατσαρόλας και οι απόλυτοι άρχοντές του - οι μάγειροι. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε παίκτης προφέρει το «Μάλιστα, σεφ!» με την ίδια δοξαστική ευλάβεια που είχε ο λόγος του πιστού προς τον Πάπα, γνωρίζοντας προφανώς ότι η νέα θρησκεία στην άγνωστη χώρα της διασημότητας είναι η μαγειρική. 






Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr