Χρήστος Κυριαζής: Έζησε σαν γνήσιος Πειραιώτης, έφυγε πρίγκιπας

Αντικομφορμιστής και αυθεντικός αντιστάρ, τζέντλεμαν, μποέμ και λαϊκός - Από τις Πρόκες της δεκαετίας του ’70 στο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» - Η μεγάλη επιτυχία και η απόδρασή του από το πάλκο

Βέρος Πειραιώτης. Γέννημα θρέμμα του μεγάλου λιμανιού. Κιμπάρης και ντόμπρος. Τζέντλεμαν και μποέμ. Αντικομφορμιστής και αυθεντικός αντιστάρ, ένας από τους πιο ωραίους τύπους της γενιάς του, άφησε νωρίς την τελευταία του πνοή. Ο Χρήστος Κυριαζής «έφυγε» στα 68 του χρόνια. Είχε προλάβει να ζήσει με τον δικό του τρόπο μια γεμάτη ζωή.

Χριστούγεννα 1970. Γήπεδο του Σπόρτιγκ. Οι Socrates δίνουν συναυλία. Πρωινή, όπως επιβαλλόταν τότε. Ο Ηλεκτρικός ξεφορτώνει από τα χαράματα τσούρμο τους ενθουσιώδεις νέους στον σταθμό του Αγίου Ελευθερίου, στα Πατήσια. Μέσα στο κλειστό κάργα βαβούρα, τσιγαρίλα στο φουλ αλλά παρατεταγμένα και όλα τα χρώματα της Ιριδας από 2.500 πιστούς. Πλουμιστά γιλέκα, λουλουδάτα πουκάμισα με λαχούρια και μακριούς γιακάδες σαν έλικες ελικοπτέρου, μπότες με τακούνι, παντελόνια τζιν καμπάνα, ζώνες με θεόρατες φλασάτες αγκράφες, γιορντάνια με πολύχρωμες πετρούλες, υφαντά σακάκια με κρόσσια, μπουφάν από φλοκάτη, μιλιτέρ τζάκετ από το γιουσουρούμ με κεντημένο το σήμα της ειρήνης και μαλλιά, μπόλικα αχτένιστα, ξασμένα μακριά μαλλιά στα κεφάλια των θεατών, αγοριών και κοριτσιών. Απ’ έξω καραδοκεί ασφυκτική μαυρίλα και αυταρχικός μπαρμπέρης. Μούδιασμα, φοβέρα, καταπίεση, γαρνιρισμένη με ηθικοπλαστικά σλόγκαν του τύπου «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» που πλασάρει η στρατιωτική χούντα των πραξικοπηματιών, η οποία έχει καταλύσει τη δημοκρατία. Στη σκηνή «ζεσταίνει» το κοινό ένα γκρουπακι πιτσιρικάδων, προτού ανέβουν σε αυτή οι progressive rock πρωταγωνιστές.
Πάντα είχε δίπλα του μια κιθάρα, σχεδόν περισσότερο κι απ’ όσο στα εξώφυλλα των δίσκων του ο Τζόνι Κας, αν και ο Κυριαζής δεν έβαλε ποτέ δική του φωτογραφία στα εξώφυλλα των άλμπουμ του

Ξεχωρίζει ο τραγουδιστής και κιθαρίστας του. Ενας καλοβαλμένος, ψηλόλιγνος, μελαχρινός με ξυρισμένα κόντρα τα μάγουλα και φράντζα που πέφτει ανεπιτήδευτα στα μάτια 17χρονος μαθητής κεντρίζει το ενδιαφέρον των συγκεντρωμένων. Με μουσκεμένο στον ιδρώτα μακό μπλουζάκι, πιο πολύ από την αγωνία της εμφάνισης μπροστά σε τόσον κόσμο, παρά από τη φωνητική υπερπροσπάθεια και τα φιγουρατζίδικα σολαρίσματα στην ηλεκτρική κιθάρα, προσπαθεί να υπερβεί την ταραχή του. Λογικό το τρακ μια και μέχρι τώρα η νεανική ροκ μπάντα, ονόματι Πρόκες, παίζει βοηθητική -κοινώς support- στα τοπικά του Πειραιά. Εμφανίζεται σποραδικά στα μουσικά πρωινάδικα, σε κινηματογράφους και κλαμπάκια όπως το «Σινικόν», το «Τροπικάλ», το «20 Coctails». Μεράκι των μελών της να ανέβουν στη σκηνή του μεγαλύτερης χωρητικότητας «Κουρσάρου» ή στην πίστα της ιστορικής ντίσκο «Victoria» στη Νίκαια. Η αλήθεια είναι ότι συγκεντρώνουν στις συναυλίες λιγότερο κόσμο από όσο όταν κάνουν πρόβες σε υπόγες, όπου μαζεύονται συμμαθητές, φίλοι, συγγενείς, περιστασιακά ή μονιμότερα φλερτ.

Την ευκαιρία για μεγαλύτερο ακροατήριο στο γκρουπ τη χαρίζουν απρόσμενα τα γειτονόπουλα από τον Πειραιά και συμμαθητές στο 3ο Γυμνάσιο Γιάννης Σπάθας και Αντώνης Τουρκογιώργης, ιδρυτικά και βασικά μέλη των Socrates Drank the Conium. Εκείνη την Παρασκευή, ανήμερα τα Χριστούγεννα, παίρνουν το βάπτισμα του πυρός συμμετέχοντας στη συναυλία τους. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η μπάντα, παρότι «προχώ», παίζει και τραγουδάει στα ελληνικά τις συνθέσεις του τραγουδιστή τους. Κερδίζει στο Σπόρτιγκ μαζικό το χειροκρότημα που αξίζει από το κοινό, το οποίο πιάνει αδιαμεσολάβητα, δίχως μετάφραση, τους ευαίσθητους στίχους που εκφέρονται στη μητρική του γλώσσα, σπάνιο για ροκ κονσέρτο. Η αποδοχή του κόσμου είναι ένας πρώτος μικρός έπαινος για το γκρουπ.
Ευλαβής και προσευχόμενος

Στα παρασκήνια πλησιάζει τα εξουθενωμένα όσο και ξαναμμένα τέσσερα μέλη της ορχήστρας ο διορατικός και πρωτοπόρος μουσικός παραγωγός Τάσος Φαληρέας που τους προτείνει να ηχογραφήσουν στη δισκογραφική εταιρεία Λύρα του Αλέκου Πατσιφά. Πράγματι, ενάμιση χρόνο αργότερα κυκλοφορεί με την ετικέτα της Zodiac το πρώτο τους single, ένα 45άρι βινύλιο που στη μία πλευρά περιέχει το τραγούδι «Διαμορφώσου» και στη flip side το «Κι αν η τύχη μου». Συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής αμφοτέρων, ο Χρήστος Κυριαζής.

Με τον μουσικό παραγωγό Τάσο Φαληρεά ο καλλιτεχνικός δημιουργός Χρήστος Κυριαζής θα αρθρώσει έκτοτε μακροχρόνια φιλική σχέση. Οι δυο τους μοιράζονταν την αγάπη για την περιπλάνηση, το μανιώδες κάπνισμα, περιφρονούσαν το χρήμα, παρότι αμφότεροι διέθεταν οξυμένο το δημιουργικό επιχειρηματικό δαιμόνιο, και εν εν τέλει τους έδενε η κοινή λατρεία για το μπάσκετ. Παίκτης του Ολυμπιακού στην εφηβεία του ο Κυριαζής, έπαιζε στο τσιμεντένιο γηπεδάκι της Λέσχης στη Ζέα ως δεξιό ελ -σήμερα λέγεται small forward- με προπονητή τον εμβληματικό παίκτη του Θρύλου Αλέκο Σπανουδάκη, τον πρώτο καλαθοσφαιριστή στην Ευρώπη που υιοθέτησε και χρησιμοποίησε το τζαμπ σουτ. Αθλητικός από κοψιά, ο Κυριαζής παράλληλα με την πορτοκαλί μπάλα ασχολιόταν στα νιάτα του με τον στίβο αλλά και τον ακοντισμό. Τα σπορ, όμως, δεν τον συνάρπαζαν για μελλοντική καριέρα. Ο ίδιος ήταν μουσικός απ’ όλες τις πλευρές, πάντα είχε δίπλα του μια κιθάρα, σχεδόν περισσότερο κι από όσο στα εξώφυλλα των δίσκων του ο Τζόνι Κας, αν και ο Κυριαζής δεν έβαλε ποτέ δική του φωτογραφία στα εξώφυλλα των άλμπουμ του.
Με τα ψαρέματα είχε λόξα

Ο Χατζιδάκις και ο «κωλοπειγαιώτης»

Μπορεί να είναι επίμονος, πεισματάρης, απαιτητικός και κάποιες φορές συγκρουσιακός, Κριός γαρ στο ζώδιο, αλλά εγωπαθής δεν είναι. Πάνε 30 τόσα χρόνια όταν ένα βράδυ στον «Μαγεμένο Αυλό» κουβεντιάζει με τον Φαληρέα, μάνατζέρ του εκείνη τη περίοδο, για τον επικείμενο δίσκο του. Σε διπλανό τραπέζι κάθονται ανάμεσα σε μεγάλη παρέα ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιώργος Κουρουπός, ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο τελευταίος μισοχαϊδευτικά, μισοξινισμένα αποκαλεί τον Κυριαζή με τη χαρακτηριστική του προφορά «κωλοπειγαιώτη». Δεν έχει ξεχάσει πως το 1981 ο Πειραιώτης τού την είχε κοπανήσει για να πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης να τραγουδήσει, αφήνοντας τη δική του υποψηφιότητα στους αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας που διοργάνωνε ο μεγάλος συνθέτης να την ερμηνεύσει ο Βασίλης Λέκκας. Οπως κι αν έχει, σε εκείνο το δείπνο στο Παγκράτι ο Φαληρέας ψήνει τον τραγουδιστή να στονάρει λίγο στις ηχογραφήσεις, να δείχνει πως τραβάει κάπως ψηλά τον αμανέ, να μικρογρατζουνάει, να ψιλοπαραμορφώνει και να ξύνει στο περίπου η ορχήστρα του. «Μόνον έτσι θα έχει αυθεντικότητα, άρα και οικειότητα ο ήχος στον ακροατή», τού λέει. «Στο κάτω κάτω, ρε Χρήστο, ούτε ο Καζαντζίδης είσαι, ούτε η ορχήστρα σου δισκογραφεί κοντσέρτα για την Ντόιτσε Γκράμοφον». Ο Κυριαζής γελάει. Αλλά ακούει προσεκτικά.

Είναι ήδη επιτυχημένος επιχειρηματίας στον χώρο του επίπλου. Μαζί με τα αδέλφια του έχουν συστήσει την εταιρεία MΟΒ Kyriazis με καταστήματα στο Καλαμάκι, στο Παλαιό Φάληρο, στην Κηφισίας και δύο στο Κολωνάκι. Τα ποιοτικά μαγαζιά με τις φινετσάτες δημιουργίες του πηγαίνουν σφαίρα αλλά διακαής πόθος και βαθύς καημός του παραμένει το τραγούδι. Εχει κιόλας κυκλοφορήσει τον πρώτο του άλμπουμ στη Λύρα με τίτλο «Οταν καθόμαστε σπίτι». Ξεχωρίζει το τραγούδι «Ελα μωράκι μου», που γίνεται μεγάλο σουξέ. Το όνομά του αρχίζει να ακούγεται αλλά όχι τόσο όσο να ξεκουφάνει το κοινό. Πάντως, έχει γράψει ακόμη το «Βράδυ Σαββάτου», που γίνεται περισσότερο δημοφιλές από την ερμηνεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Το ξεσηκωτικό «μπαμ», όμως, δεν έχει φτάσει ακόμη. «Μη στενοχωριέσαι, Χρήστο» τον παρηγορεί ο Μάκης Μάτσας, «θα έρθει και η δικαίωση».

Αλλά η ρημάδα αργεί. Δεν απογοητεύεται αλλά τα τραγούδια αβγατίζουν στο ντιζαϊνάτο συρτάρι του. Η μία μετά τη άλλη οι δισκογραφικές εταιρείες, στις μεγάλες εμπορικές δόξες τους τότε, απορρίπτουν τη δουλειά του. Ο φίλος του Αντώνης Τουρκογιώργης, μπασίστας και frontman των Socrates, έχει λιώσει κάμποσα ζευγάρια παπούτσια χτυπώντας τις πόρτες των δισκογραφικών για να προωθήσει τις συνθέσεις του Κυριαζή. Ωσπου, ξαφνικά, «η μοίρα τού χτυπάει την πόρτα» όπως έλεγε και ο Μπετόβεν για την έμπνευση της εντυπωσιακής έναρξης της Συμφωνίας του Αρ. 5.

Η μεγάλη επιτυχία

Η Μάγκυ Χαραλαμπίδου και ο Γιώργος Πολυχρονίου ετοιμάζονται για τον γάμο τους και καταφθάνουν σε ένα από τα καταστήματά του για να αγοράσουν έπιπλα. Τον ρωτάνε πώς τα πάει με τη μουσική του. Αντί απάντησης, τους δίνει ένα ντέμο σε κασέτα... Το ζευγάρι την ακούει, γουστάρει τις συνθέσεις και ο G-Poly το στέλνει στη Sony, τη μοναδική εταιρεία που δεν είχε προσεγγίσει ο Τουρκογιώργης. Και από εκεί, όμως, τα μαντάτα δεν είναι ενθαρρυντικά. Ωστόσο την ώρα που το ακούει ο τότε διευθυντής της εταιρείας Δημήτρης Γιαρμενίτης, η σύντροφός του από δίπλα ενθουσιάζεται και τον παροτρύνει να κυκλοφορήσουν αυτά τα τραγούδια.

Το ένστικτό της είναι ολόσωστο αλλά η Sony επιφυλακτική. Με τα πολλά αποφασίζει να τυπώσει δειγματοληπτικά περίπου 2.000 κομμάτια. Τον φωνάζουν να τα ηχογραφήσει και ο Κυριαζής μπαίνει φουριόζος στο στούντιο, τα δίνει όλα και τελειώνει το άλμπουμ σε μία μέρα. Οι τεχνικοί που έχουν αντιληφθεί την καψούρα του τού λένε «καλά πήγες με την πρόβα, έλα την άλλη εβδομάδα να γράψουμε την τελική για το κόψιμο της μήτρας και το τύπωμα». Τρελαίνεται μέχρι να καταλάβει ότι τον δουλεύουν. Σε δύο εβδομάδες η εταιρεία έχει πάθει πλάκα με τις πωλήσεις. Στο πεντάμηνο ο δίσκος σκίζει. Κόβουν συνεχώς νέες παρτίδες βινυλίου 33 στροφών -το CD υπάρχει μεν στην αγορά, αλλά είναι ακριβό- καθώς τα τηλέφωνα έχουν πάρει φωτιά από τις παραγγελίες των δισκάδικων. Παρότι ο δημιουργός του δεν εμφανίζεται σε κανένα κέντρο διασκέδασης και δεν έχει γίνει καμία διαφήμιση για το προϊόν, ο κόσμος το αγκαλιάζει με το πρώτο άκουσμα από το ραδιόφωνο.
Κιθαρίστας και τραγουδιστής στις Πρόκες

Το άλμπουμ πουλάει 125.000 τεμάχια -απίστευτο νούμερο-, γίνεται πλατινένιο και όλα τα τραγούδια του επιτυχίες. Ο τίτλος του «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» ρίχνει ανάσκελα τους ψυχαναλυτές στα ντιβάνια των ασθενών τους. Είναι το σωτήριο έτος 1992. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ακολουθεί το βιντεοκλίπ για το τραγούδι του «Εχω κλάψει», μια ειλικρινής ωδή στην ερωτική απογοήτευση με αυτοκριτική διάθεση. Το γυρίζει με συμπρωταγωνίστρια την εκρηκτική Βάνα Μπάρμπα με ντεκόρ το Ζεφύρι και κομπάρσους τους Ρομά κατοίκους του καταυλισμού της περιοχής. Με τη Βάνα έχει γνωριστεί στο μαγαζί του, το «Art Cafe», που διατηρεί στην Καστέλλα, και έχουν δημιουργήσει μια σχετικά ελεύθερη ερωτική σχέση. Ο δεσμός τους θα αντέξει δύο χρόνια.

Είναι τα φεγγάρια όπου πλήθος κόσμου τσαλαπατιέται για να τον ακούσει στο «Ζουμ» της Πλάκας, όπου τραγουδάει κάθε βράδυ εκτός Δευτέρας. Λέει μόνο τα δικά του βιωματικά άσματα, αδιαφορώντας αν μέχρι και ο Ντίλαν, που έχει γράψει έναν σκασμό τραγούδια, πού και πού λέει και κανενός άλλου. Είναι η φάση που η Μαρινέλλα μπαίνει στο καμαρίνι του και τον συγχαίρει που τραγουδάει τόσο ψηλά, ρισκάροντας να κλείσει η φωνή του. Είναι η περίοδος όπου παρότι δεν πίνει παρά μόνο σε γιορτές -«λένε ότι το αλκοόλ είναι νερό ανακατωμένο με ζωή», επαναλαμβάνει- κουβαλάει μονίμως στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του μια μποτίλια σαμπάνια και δύο κρυστάλλινα ποτήρια. Οταν τον ακούει ο Γιώργος Ζαμπέτας, τού αμολάει μάλλον καλόκαρδα την ατάκα: «Κυριαζή, ωραία τραγούδια, ρε μπαγάσα, αλλά από φωνή είσαι στη χαραμάδα!». Αγενές φάλτσο του μαέστρου που εννοεί ότι ο τραγουδιστής πατάει φωνητικά ανάμεσα στα μαύρα και τα άσπρα πλήκτρα του πιάνου. Ο Κυριαζής δεν πληγώνεται από τη διαπίστωση.

Δεν το έχει παίξει ποτέ Παβαρότι, αλλά παράφωνος δεν είναι. Στο κάτω-κάτω, έστω και αν δεν πατάει στέρεα πάνω στις νότες, εκείνο που αγαπάει ο κόσμος σε αυτόν δεν είναι το ηχόχρωμα. Είναι η κατάθεση ψυχής σε κάθε του τραγούδι. Ωστόσο η μεγάλη επιτυχία τον βρίσκει απροετοίμαστο. Δεν έχει πάρε δώσε με τα κανάλια και τα εξώφυλλα των lifestyle περιοδικών που τότε ακμάζουν. Ψιλοφρικάρει, καθώς είναι αλλιώς μαθημένος. Αλλάζει το όνομα στα κουδούνια της εξώπορτας του σπιτού του γιατί στήνονται ολημερίς στο πεζοδρόμιο ρεπόρτερ και παπαράτσι για μια δήλωση ή ένα ενσταντανέ του. Η δημοσιότητα τού φοράει βαρύ παλτό.
Με τη μητέρα του. Το άλμπουμ με τίτλο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» πούλησε 125.000 τεμάχια, έγινε πλατινένιο και όλα τα τραγούδια του επιτυχίες

Το ξεκίνημα

Στα 19 του μετακομίζει στη Γλυφάδα. Εμφανίζεται τότε μαζί με το συγκρότημά του στην υπόγα του «Χόμπι» στην οδό Κύπρου στη Πλ. Αμερικής. Εκεί με φανελάκι του παππού, μπαντάνα στον λαιμό και χαίτη-λασπωτήρα στον σβέρκο ρίχνει πενιές σε ξέφρενο τέμπο σε μια ατμόσφαιρα παροξυσμού. Πρώτο όνομα και φίρμα στο ίδιο κλαμπ είναι οι Πελόμα Μποκιού με τη διαφορετική κάθε φορά σύνθεση των μελών της. Σταθερός, όμως, ο frontman και ψυχή του συγκροτήματος Βλάσσης Μπονάτσος. Αυτός προτείνει στον Κυριαζή να τον ακολουθήσει με καλύτερο νυχτοκάματο σε ένα πιο ευρύχωρο, πιο ψηλοτάβανο, με καλύτερη ακουστική και δέσμες προβολέων μαγαζί. Η νέα σεζόν βρίσκει τις κατά το ήμισυ Πρόκες που στην περίσταση ονομάζονται Mirabilis Jalapa, δηλαδή νυχτολούλουδο, στο «Τσιν Τσιν» στην οδό Ζωοδόχου Πηγής γωνία με Κιάφας, ένα βήμα από την οδό Ακαδημίας. Σκηνές αλλοφροσύνης, χλαπαταγής και σύστριγκλου διαδραματίζονται μετά μουσικής εκεί κάθε βράδυ από 1.500 και βάλε εκστασιασμένα άτομα. Τα όνειρα, όμως, για έναν αθηναϊκό ροκ χώρο εφάμιλλο του «Roundhouse» του Λονδίνου καταρρέουν. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κατεβάζει τα ρολά και σε χώρους συγκέντρωσης μιας λιγότερο πολιτικοποιημένης, εξίσου όμως ατίθασης νεολαίας. Ο Κυριαζής και συνεργάτες του μένουν άνεργοι.

Το επόμενο καλοκαίρι βρίσκουν δουλειά στο τουριστικό περίπτερο της Πρέβεζας. Η γκίνια τους, όμως, συνεχίζεται. Γίνεται σεισμός στην πόλη, οι παραστάσεις ακυρώνονται, ακολουθούν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η επιστράτευση, η Μεταπολίτευση, το συγκρότημά του, υπό το όνομα Baroneti αυτή τη φορά, μένει μετέωρο και άφραγκο. Φτάνουν μαλλιά κουβάρια στη Λευκάδα σε αναζήτηση μεροκάματου, σχεδόν παρακαλετά παίζουν δοκιμαστικά σε μια αλάνα με χαλίκι μπροστά από ένα ζαχαροπλαστείο. Οι ακροατές είναι ηλικιωμένοι που τρώνε πάστες, ρυζόγαλα, παγωτά κασάτα και είναι αμφίβολο αν ακούνε λόγω βαρηκοΐας την μπάντα που χτυπιέται. Βαθμιαία, όμως, πλακώνει η νεολαία και γίνεται κατάσταση. Ομορφόπαιδο ο Κυριαζής, τον ερωτεύεται παράφορα μια Ιταλίδα, ονόματι Κριστίνα Ρατζέτι, και ο ίδιος ανταποκρίνεται με την ίδια θέρμη. Οταν εκείνη του λέει «Φεύγω για το Μιλάνο, έρχεσαι;» την ακολουθεί. Στην Ιταλία γράφεται σε μια σχολή σχεδίου με ειδίκευση στην επιπλοποιία στην Παβία έξω από το Μιλάνο.

Βοηθάει οικονομικά και η οικογένεια του για τις σπουδές. Παράλληλα, καλόγουστος και αενάως στυλάτος όπως είναι, εντοπίζει τις πιο καλαίσθητες βιτρίνες, εντυπωσιάζεται από το ντιζάιν επίπλων και συγκρίνοντάς το με εκείνα που πουλάει η οικογενειακή επιχείρηση ανακαλύπτει ότι έχουν τόση σχέση μεταξύ τους όσο τα UFO με τα πρωτόγονα παλαιολιθικά εργαλεία. Σχεδιάζει δικές του συνθέσεις, έχει πολλές κατακτήσεις, στήνει και διαλύει πολλαπλές σχέσεις, φτιάχνει ένα γκρουπ με Ιταλούς μουσικούς, ακούει τους ντόπιους τραγουδοποιούς και ποιητές όπως τον Λούτσιο Μπατίστι και τον Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ, και επιβεβαιώνει την πεποίθησή του πως αν δεν υπήρχαν τα κορίτσια, δεν θα υπήρχαν τα τραγούδια. Τον τρώει, όμως, η νοσταλγία για το Πασαλιμάνι, έρχεται μετά από δυόμισι χρόνια για γιορτές Χριστουγέννων στην Ελλάδα, κολλάει και δεν επιστρέφει. Ψάχνει να βρει τους παλιούς μουσικούς του συντρόφους, αλλά οι Πρόκες έχουν ξεκαρφωθεί από τον εγχώριο μουσικό χάρτη.
Στα μέσα της δεκαετίας των 90s ο Κυριαζής δουλεύει ακατάπαυστα σε νυχτερινά κέντρα της Συγγρού έξι μέρες την εβδομάδα, γνωρίζοντας τεράστια συρροή κοινού και ντελίριο επευφημιών. Δεν θέλει να συνεχίσει όμως άλλο. Σταματά και επιστρέφει στον σχεδιασμό επίπλων

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Αναγκαστικά, με την ερήμωση της μουσικής του παρέας, πάει και ο Κυριαζής να υπηρετήσει τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό. Οντας ναύτης, στέλνει ένα τραγούδι του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1976, γίνεται δεκτό και παίρνει μέρος στον διαγωνισμό για να το ερμηνεύσει. Το τραγούδι του λέγεται «Κάθε πρώτη του μηνός», αλλά πατώνει κυριολεκτικά στην ψηφοφορία, έρχεται τελευταίο. Ωστόσο ο ίδιος γίνεται απρόσμενα φίρμα. Εχει εμφανιστεί με καπέλο, τιράντες, δίχρωμα παπούτσια, οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης τον κάνουν πρωτοσέλιδο ως εκκεντρικό, τον έχει δείξει, όμως, στο πανελλήνιο η ασπρόμαυρη τηλεόραση. Οταν επιστρέφει στο κέντρο εκπαίδευσης Παλάσκα στον Σκαραμαγκά τον υποδέχονται ως σταρ. Τον κάνουν επικεφαλής της μπάντας των εφέδρων και τα περνάει μπέικα παίζοντας σε ναυτικές εκδηλώσεις και χοροεσπερίδες αξιωματικών. Οταν απολύεται, ασχολείται με το οικογενειακό μαγαζί. Φέρνει αέρα Ιταλίας, ανάλαφρο δικό του σχεδιασμό με μαύρη και κόκκινη λάκα, προσθέτει λεπτότητα και αισθητική κομψότητα στην εσωτερική διακόσμηση ενός μοντέρνου σπιτιού.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είναι παντρεμένος με τη Μαρία Διαμαντή-Πατέρα. Η σύζυγός του, σωστή καλλονή της εποχής, κομψή και καλλιεργημένη προέρχεται από την παραδοσιακή εφοπλιστική οικογένεια από τις Οινούσσες και είναι αδελφή του πλοιοκτήτη Νικόλα Πατέρα, ο οποίος διετέλεσε στο παρελθόν πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός. Εκείνη την εποχή η Μαρία διοργανώνει τα φημισμένα πάρτυ και ρεβεγιόν σπίτι της στο Παλαιό Φάληρο, σε ένα καταπληκτικό διαμέρισμα με θέα στη θάλασσα, όπου ο καλεσμένος τη βλέπει μέσα λες από θαλαμηγό. Οι δυο τους γνωρίζονται στο στούντιο του Τάκη Διαμαντόπουλου, στην οδό Αρχελάου, όπου συνωστίζονται οι VIPs για να απαθανατιστούν από τον φακό του διάσημου Ελληνα φωτογράφου. Αμφότεροι διακριτές φιγούρες με επιμελημένη, κοινωνική παρουσία και κοσμοπολίτικο αέρα σε μια εποχή όπου η ατμόσφαιρα της Αθήνα υποφέρει από νέφος, ερωτεύονται και παντρεύονται. Χωρίζουν μερικά χρόνια αργότερα. Καρπός, πάντως, του γάμου τους είναι ο γιος τους Νεκτάριος, γνωστότερος ως Αρης, ο οποίος παντρεύτηκε το 2018 και χάρισε στον αγαπημένο πατέρα του ένα εγγονάκι .Ο Αρης φέρει το επώνυμο Ξυλάς από τον εφοπλιστή Γιάννη Ξυλά, τον οποίο παντρεύτηκε μετέπειτα η μητέρα του και απέκτησε μαζί του άλλους τρεις γιους, πριν χωρίσουν.

Απόδραση από το πάλκο

Οταν πλέον ο Κυριαζής περπατάει προς τα μέσα της δεκαετίας των 90s δουλεύει ακατάπαυστα σε νυχτερινά κέντρα της Συγγρού έξι μέρες την εβδομάδα γνωρίζοντας τεράστια συρροή κοινού και ντελίριο επευφημιών. Μόνο που κάτι έχει αρχίσει να ραγίζει μέσα του όσο συνειδητοποιεί ότι από καλούπι είναι φτιαγμένος για τραγουδοποιός παρά για διασκεδαστής. Πιστεύει ότι δεν το ’χει. Τον τραβάει η απομόνωση του στούντιο, όχι το κέφι του πάλκου, η στοχαστική σεμνότητα, όχι η επίδειξη με ταρατατζούμ. Η απερίγραπτη χαρά της αρχικής άμεσης επαφής με το πλατύ κοινό έχει μετατραπεί σε σισύφειο μαρτύριο. Είκοσι παραστάσεις εδώ, 70 εκεί και λόγω μεγάλης προσέλευσης επέκταση για ακόμα άλλες τριάντα. Βασανίζεται από τη ρουτίνα. Ιχνηλατεί την εσωτερική του ισορροπία και διαπιστώνει ότι είναι καιρός να αποδράσει από το πάλκο. Ψάχνει μια αφορμή. Τη βρίσκει ή, καλύτερα, του την προσφέρει το 1996 ο Ακης Πάνου όταν ένα βράδυ μπαίνει στο καμαρίνι του μαγαζιού της Θεσσαλονίκης όπου εμφανίζεται ο Κυριαζής. Ο τραγουδιστής ευπρεπώς σηκώνεται να τον προϋπαντήσει: «Καλησπέρα, δάσκαλε». «Κάτσε κάτω, ρε», του λέει ο συνθέτης, «έλα αύριο να με πάρεις από το ξενοδοχείο “Καψής” να πάμε μια βόλτα». Ο Φαληρέας τον παροτρύνει να πάει στο ραντεβού. Συναντιούνται σε ένα ταβερνάκι κοντά στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, διακοσμημένο με φωτογραφίες του Καζαντζίδη και του Διονυσίου.

Φουμάρουν το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και κουβεντιάζουν για τα ξύλα. Ο συνθέτης τον προσκαλεί να πάει στην Ξάνθη, να δει τον πάγκο που φτιάχνει τα μπουζούκια του. Ο Κυριαζής του απαντάει ευγενικά ότι τρέχουν οι υποχρεώσεις, τα συμβόλαια με το μαγαζί, εν ολίγοις δεν μπορεί να τα παρατήσει. «Χέσ’ τους ρε, έλα να δεις», του λέει κοφτά ο Πάνου και κολλάει αυτομάτως την ατάκα «Κυριαζή, ξέρεις το κόλπο να γράφεις ωραία τραγούδια. Να προσέχεις, όμως, μη σε περάσουν για “γυαλιστερό”». Aλλος θα είχε παρεξηγηθεί επειδή του είπαν την τέχνη του κολπατζίδικη. Ο τραγουδιστής, όμως, τραβάει ζόρι. Πράγματι έχει υπερεκτεθεί εκείνη την περίοδο σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε εφετζίδικα έντυπα με συνεντεύξεις, εξώφυλλα και φωτογραφήσεις. Το ξέρει, νοιώθει κουρασμένος, είναι και το διπλανό κοιμητήριο που μαρτυρά τη ματαιότητα των πραγμάτων. Ανατριχιάζει. Οταν γυρίζει στην Αθήνα βάζει ένα τεράστιο STOP στις μέχρι τότε δραστηριότητές του.

Ο Κυριαζής επιστρέφει στα ξύλα και στον σχεδιασμό επίπλων. Ηρεμεί, πηγαίνει βόλτες με το αυτοκίνητο, φωτογραφίζει γωνιές στην πόλη, γράφει ασταμάτητα στίχους εξοπλισμένος με στυλό, αυτοκόλλητα χαρτάκια, μπλοκάκια, μαγνητοφωνάκι. Τα χαράματα, ρεμβάζοντας, τους ντύνει με νότες στην κιθάρα του και τραγουδάει πλέον μόνο για πάρτη του, σε εκδρομές με φίλους και σε ψαρέματα, με τα οποία έχει λόξα, με μια βαρκούλα σε διάφορες ερημιές της Αίγινας. Στα 45 του πάει στο Αγιον Ορος, γνωρίζει από κοντά τους γέροντες μοναχούς, συνδέεται με πνευματικό της μοναστικής πολιτείας και η Ορθοδοξία γίνεται ο στυλοβάτης της ζωής του.

Στα σχεδόν 25 χρόνια που έλειψε συνειδητά από τη νύχτα και τους προβολείς της, επανεμφανίστηκε σποραδικά μόνο ως guest. Πριν από μια πενταετία στο «Anodos Stage» στο πλευρό των Onirama για χάρη του γιου του. Το 2019 συνεργάστηκε με τη Νατάσα Θεοδωρίδου στο «Teatro», ενώ το 2018 έπαιξε άπαξ στο «Gagarin» στη συναυλία στήριξης στον φίλο, συνεργάτη και παραγωγό των δίσκων του Αντώνη Τουρκογιώργη που έχει χτυπηθεί εδώ και μία δεκαετία από βαρύ εγκεφαλικό. Παροδικά εκείνη τη χρονιά έπαιζε τις Κυριακές στον χώρο του «Απλά ελληνικά» στη Γλυφάδα. Καμιά άλλη εμφάνιση στη διαδρομή ενός περίπου τέταρτου του αιώνα. Στην πραγματικότητα δεν επέστρεψε ποτέ. Και δεν «προσκύνησε ποτέ κανέναν, μα ούτε και χρεώθηκε», όπως λέει και το τραγούδι του.

Ειδήσεις σήμερα:

«Δεν μου δόθηκε το δικαίωμα για εξηγήσεις» λέει ο προϊστάμενος της 44χρονης καθηγήτριας που κατήγγειλε βιασμό

Ο Λαπόρτα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επιστροφής των Μέσι και Ινιέστα στην Μπαρστελόνα

Για δήμαρχος Χαλανδρίου σκοπεύει να κατέβει ο Χάρης Ρώμας
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr