Κραυγές και ψίθυροι για τον ξυλοδαρμό ενός 11χρόνου μαθητή

Τι λένε γονείς, δάσκαλοι και οι πρωταγωνιστές για το επεισόδιο έξω από σχολείο - Μιλάει στο «ΘΕΜΑ» το 11χρονο θύμα - «Κακώς το έκανα», λέει ο πατέρας της συμμαθήτριας του μικρού Φιλιππινέζου

Φωνή παιδική, με το «κυρία» να κλείνει κάθε πρόταση: «Θα σας περιμένω εκεί που μου είπατε, κυρία. Θα είμαι με τη μητέρα μου, κυρία. Σας ευχαριστώ, κυρία». Φοράει φούτερ με κουκούλα, περπατά με δυσκολία «από τα χτυπήματα, κυρία», μιλάει σπαστά ελληνικά «επειδή είμαι από τις Φιλιππίνες, κυρία». Δίπλα του στέκει η μητέρα του. Κοιτάζω το βλέμμα του, είναι φοβισμένο.

Σκέφτομαι πόσο ανοχύρωτοι μπορεί να νιώσουν μια μάνα και ένα παιδί στο «οχυρό» της δικής μας πόλης. Θυμώνω με τους μεγάλους, λυπάμαι για τους μικρούς. Ενα παιδί χτυπήθηκε από τον γονιό ενός άλλου παιδιού λίγα μέτρα μακριά από το σχολείο. Αυτή είναι η είδηση. Μια είδηση που στη θέα του 11χρονου πιτσιρικά χωνεύεται ακόμη πιο δύσκολα. Μηρυκάζω τις λέξεις, αναμασώ τα γεγονότα, το συναίσθημα μοιάζει με τροφή. Χωρίς αυτό είμαστε όλοι πεθαμένοι. Σφιχτή αγκαλιά, ο πόνος του παιδιού πρέπει να κοπάσει, οι άσχημες μνήμες να διατηρηθούν για να μη χαθούμε, πυξίδα ανθρωπιάς. Αυτό οφείλουμε σε όλα τα παιδιά. Δικά μας ή των άλλων.






Ενα παιδί μετράει τη βία...

Τον ρωτάω αν θέλει να πιει κάτι. Μου γνέφει αρνητικά παίζοντας με τα δάχτυλά του ένα μπουκάλι νερό. «Από ένα τέτοιο μπουκάλι ξεκίνησαν όλα», του λέω. Είναι αρκετά έξυπνος για να πιάσει την πάσα: «Ναι, κυρία. Την περασμένη Πέμπτη ήμασταν στο σχολείο όταν το μπουκάλι με το νερό που κρατούσε ένας φίλος μου έπεσε κατά λάθος κάτω βρέχοντας μια συμμαθήτριά μας. Της ζητήσαμε συγγνώμη, αλλά ήταν πολύ νευριασμένη, δεν σηκώνει ποτέ μύγα στο σπαθί της. Με έβρεξε κι εκείνη με νερό. Υστερα με χτύπησε στο κεφάλι πετώντας μου ένα γυάλινο μπουκάλι που κρατούσε στα χέρια της. Στη συνέχεια, το άρπαξα κι εγώ και το πέταξα καταπάνω της.

Την επομένη, την Παρασκευή, με έβριζε όλη μέρα. Εγώ δεν της απάντησα ούτε μία φορά. Είχα αποφασίσει να μην της δώσω καμία σημασία». Παίρνοντας βαθιές ανάσες συνεχίζει: «Οταν σχολάσαμε, λίγο μετά τη γωνία του σχολείου, 150 μέτρα μακριά, σε ένα σημείο όπου κανείς φύλακας δεν έχει ορατότητα, με σταμάτησε ο πατέρας της και άρχισε να με βρίζει. Εκείνη ήταν μπροστά, και άλλα παιδιά με τους γονείς τους ήταν μπροστά. Το μόνο που πρόλαβα να του πω ήταν: “Ζήτησα συγγνώμη από την κόρη σας, αλλά εκείνη δεν τη δέχτηκε”. Αρχισε να βρίζει την οικογένειά μου, να φωνάζει: “Θα σας σκοτώσω όλους”. Δεν μπορώ να σας πω πώς χαρακτήρισε τη μάνα μου. Ντρέπομαι. Τότε δεν άντεξα, η μάνα μου είναι για μένα όλος μου ο κόσμος, ανταπέδωσα τις βρισιές». Και τότε; «Τότε με σήκωσε από τον λαιμό και άρχισε να με χτυπάει με χαστούκια και σφαλιάρες. Από τα χτυπήματα έπεσα κάτω και εκείνος συνέχισε να με χτυπάει με κλωτσιές σε όλο μου το σώμα, στην πλάτη, στα πόδια, στην κοιλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ζαλιζόμουν και έπεσα ξανά κάτω»...

Του κάνω νόημα να σταματήσει. Ο «μαινόμενος ταύρος» σε αυτό το σημείο έχει μικρότερη σημασία από τον όχλο... «Οι γονείς που παρακολουθούσαν τι έκαναν; Κανείς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει;» τον ρωτώ. «Κανείς, κυρία», μου απαντά. Ντρέπομαι. Ακόμη περισσότερο από το ξύλο του ενός, ντρέπομαι για την απραξία των πολλών. Πώς μπορείς να λέγεσαι «γονιός» όταν στέκεσαι και παρακολουθείς τον ξυλοδαρμό ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το παιδί σου; Πώς είναι δυνατόν να λέγεσαι «άνθρωπος» όταν χαζεύεις ως απλός θεατής τον βασανισμό κάποιου άλλου; Πόση παρακμή χωρά σε μια συνείδηση;

«Χαθήκατε, κυρία», μου λέει κοιτώντας με στα μάτια. Πράγματι. Σαν χαμένη μοιάζω, η ανοχή της βίας με αποσυντονίζει, πόσο μάλλον όταν έχει ως θύμα της ένα μικρό παιδί... Δεν θέλω να ακούσω άλλο, θέλω να μιλήσουμε για άλλα. Για τη δική του Ελλάδα, για τα δικά του όνειρα, για το δικό του αύριο. Εχει πολλά να θυμάται, λίγα είναι αυτά που θέλει να ξεχνά. «Οι συμμαθητές μου με αγαπάνε πολύ, κυρία. Το ίδιο και οι δάσκαλοί μου. Από κανέναν δεν έχω παράπονο. Μένω μόνος μου με τη μητέρα μου σε ένα μικρό υπόγειο στους Αμπελοκήπους. Τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια μου είναι στις Φιλιππίνες. Η μητέρα μου έχει δουλέψει σε πολύ καλά σπίτια της Αθήνας, είναι σχεδόν 18 χρόνια στην Ελλάδα. Σήμερα ψάχνει για δουλειά. Αν ξέρετε κάποια κυρία που να χρειάζεται βοήθεια στο σπίτι, να την έχετε υπόψη σας τη μητέρα μου, κυρία. Τώρα κουτσαίνω, σε λίγο καιρό θα είμαι καλά και θα μπορώ να βοηθάω κι εγώ τη μητέρα μου όσο και όπως μπορώ. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό, κυρία. Εμείς παιδιά είμαστε, τσακωνόμαστε, βριζόμαστε και μετά είμαστε πάλι φίλοι. Αυτό να ξέρετε, κυρία, γιατί έχετε κι εσείς παιδιά...». Τον αποχαιρετώ φορώντας τα γυαλιά μου. Δεν έχει ήλιο, τα δάκρυα θέλω να κρύψω...

Παρκάρω κάπου στους Αμπελοκήπους και ξεκινώ να συνθέτω μέσα από μαρτυρίες το χρονικό του επαίσχυντου περιστατικού, την ταυτότητα του δράστη, το σκηνικό της επόμενης ημέρας. Ξεκινώ από το πρώτο. Εκείνο το μεσημέρι κανείς γονιός δεν προθυμοποιήθηκε να πάει τον 11χρονο στο νοσοκομείο. Το ασθενοφόρο που εκλήθη δεν έφτασε ποτέ. Μια δασκάλα μετέφερε με το αυτοκίνητό της τον μικρό στο Παίδων. Η συνέχεια γράφτηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Αμπελοκήπων όπου η μητέρα του 11χρονου κατέθεσε μήνυση. Δίπλα της δεν στάθηκε κανείς άλλος πέρα από τη διευθύντρια του σχολείου και κάποιους δασκάλους. Οι γονείς που ήταν παρόντες στο περιστατικό είπαν: «Δεν θέλω να μπλέξω, γι’ αυτό και δεν θα καταθέσω επώνυμα». Οι ίδιοι αυτοί γονείς, τη Δευτέρα μετά το περιστατικό, φώναζαν ότι ο πατέρας του κοριτσιού είναι ρατσιστής και Χρυσαυγίτης και ότι η κόρη του πρέπει να φύγει από το σχολείο. Πως είναι μπράβος της νύχτας που διατείνεται για τις υψηλές γνωριμίες του στην Αστυνομία και τις διασυνδέσεις του με πολιτικούς και σεΐχηδες. Πως κάποτε, σε μια γιορτή, φώναζε «φέρνουμε στις γιορτές μας φαγητά για να ταΐζουμε τους Αλβανούς και τους Φιλιππινέζους». Πως πρέπει να ψάξουμε το ποιόν του, γιατί «ποιος ξέρει τι είναι ικανός να κάνει και σε άλλα παιδιά... Οι ίδιοι άνθρωποι που αρνήθηκαν να συμπαρασταθούν σε ένα 11χρονο, την ίδια στιγμή μετατράπηκαν σε διώκτες ενός άλλου 11χρονου, την κόρη του θύτη, την οποία «δεν τη θέλουμε πια στο σχολείο μας». Αν αυτό δεν είναι παράνοια, τότε πλέον έχει χαθεί κάθε λογική...



«Κακώς το έκανα...»

Μιλάω μαζί του το ίδιο κιόλας απόγευμα. Η χροιά της φωνής μου δεν αφήνει περιθώρια για υπεκφυγές, το ίδιο και οι ερωτήσεις μου: «Πώς είναι δυνατόν να δείρετε ένα μικρό παιδί; Ο κόσμος λέει ότι είστε Χρυσαυγίτης». Οι απαντήσεις του, ένας μονόλογος δοσμένος σε μια μακρά τηλεφωνική συνομιλία: «Αρχικά θέλω να πω ότι όχι μόνο δεν έχω καμία σχέση με τους Χρυσαυγίτες, αλλά κι ότι δεν τους γούσταρα ποτέ. Κανέναν πολιτικό δεν γουστάρω, κανέναν δεν πιστεύω, δηλώνω ακομμάτιστος. Είμαι όμως Ελληνας πατριώτης που γουστάρει την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένειά του. Αν είναι κακό αυτό, τιμωρήστε με. Ενας απλός άνθρωπος είμαι, που δουλεύω ως σεκιούριτι όποτε υπάρχει δουλειά και πασχίζω να μη λείψει τίποτα στους δικούς μου. Οσον αφορά το περιστατικό, κακώς το έκανα, αλλά μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Δεν είμαι τρελός, τα παιδιά τα λατρεύω. Ο πιτσιρικάς χτυπούσε από πέρσι την κόρη μου και φέτος το έκανε για δεύτερη φορά. Την περασμένη Πέμπτη άρπαξε την κόρη μου από τα μαλλιά, τη βαρούσε με μπουνιές, έχω απευθυνθεί επανειλημμένως στο σχολείο και τόσο καιρό δεν έκαναν απολύτως τίποτα.

Οι υπεύθυνοι του σχολείου ούτε βρεγμένη χαρτοπετσέτα δεν μπορούν να σκίσουν... Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι για κλωτσιές, το παιδί μου δεν το αφήνουν ούτε τον σταυρό του να κάνει στην πρωινή προσευχή, το κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά που πιστεύουν στον δικό τους θεό».

Τον διακόπτω με τη φράση «Οπως και να ’χει, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να χτυπάει ένα παιδί». Εκείνος συνεχίζει να μιλά: «Την περασμένη Πέμπτη, όταν τον πλησίασα και του είπα “Μην τολμήσεις να ξανασηκώσεις χέρι στην κόρη μου”, έβρισε χυδαία τη μητέρα μου και εκεί θόλωσα και του έριξα δυο χαστούκια. Είμαι και Μανιάτης άνθρωπος και μου ανεβαίνει εύκολα το αίμα στο κεφάλι. Ολα τα άλλα που γράφτηκαν για μπουνιές και κλωτσιές είναι όλα ψέματα. Οπως ακριβώς είναι ψέμα ότι είμαι ρατσιστής. Η κόρη μου έχει φίλους από την Ινδία και ο κολλητός της είναι μουσουλμάνος. Αν ήμουν ρατσιστής, θα το επέτρεπα; Σας είπα: κακώς το έκανα, όπως κακώς λέγονται όσα λέγονται για μένα και το παιδί μου. Αυτό είναι bullying και ρατσισμός. Να με κατηγορούν χωρίς να με γνωρίζουν και να υψώνουν κάμερες έξω από το σχολείο του παιδιού... Οποιος θέλει, να τα βάλει με μένα, όχι με το παιδί». Κλείνω το τηλέφωνο.

Η τελευταία μου συνάντηση είναι με μια μητέρα από το σχολείο, λίγο πιο πάνω, σε κάποιον δρόμο των Αμπελοκήπων. Η μαρτυρία της μόνο ευοίωνη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί: «Το πράγμα έχει ξεφύγει γενικότερα. Οι δάσκαλοι και η διευθύντρια κάνουν ό,τι μπορούν για το καλό των παιδιών, καθημερινά δίνουν κι από μια μάχη, αλλά οι καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι πέρα από κάθε φαντασία. Λίγες ημέρες μετά το περιστατικό του ξυλοδαρμού του 11χρονου, ένα παιδί γύρισε και είπε σε κάποια δασκάλα: “Αν μου ξαναμιλήσεις έτσι, θα φέρω τον πατέρα μου να σε κανονίσει!”. Οταν το σχολείο επικοινώνησε με τον εν λόγω πατέρα, εκείνος απάντησε: “Το δικό μου το παιδί είναι το πρόβλημά σας; Κοιτάτε να μαζέψετε τον πατέρα που δέρνει παιδιά γιατί αν αγγίξει το παιδί μου θα έρθω και θα σας σπάσω στο ξύλο”... Ενας γονιός να ξυλοφορτώνει ένα παιδί κι ένας δεύτερος να απειλεί ότι θα σπάσει στο ξύλο τους δασκάλους... Ζούμε σε μια αγριεμένη κοινωνία. Σε μια κοινωνία που πλάθει τραμπούκους. Και αυτό είναι το πιο λυπηρό απ’ όλα». Οδηγώ φορώντας πάλι τα γυαλιά ηλίου κι ας βρέχει...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr