Δημήτρης Λιότσιος στο ΘΕΜΑ: «Δεν μπορούσα να το σηκώσω, οι πυροσβέστες να καίγονται και η ηγεσία τους να φέρεται έτσι»
10.06.202510:34
Συνέντευξη στη Ματίνα Ηρειώτου
Ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής, που με την έκθεσή του δεν επέτρεψε να συγκαλυφθεί η τραγωδία στο Μάτι, περιγράφει τις ευθύνες του αρχηγού και υπαρχηγού της Π.Υ. που τελικά πήγαν φυλακή
«Το Μάτι ήταν καταδικασμένο από το πρωί...». Μετά την ανακοίνωση των ποινών για την εθνική τραγωδία στο Μάτι, ο αξιωματικός, Δημήτρης Λιότσιος δείχνει να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι έφτασε στο τέλος μιας διαδρομής επτά ετών, γεμάτης πιέσεις, ψυχολογική βία και ωμούς εκβιασμούς, αλλά και μικρές νίκες όταν κατακτούσε τους στόχους του. Οι ευθύνες πρέπει να προσωποποιούνται, λέει ο 50χρονος αξιωματικός της Πυροσβεστικής εκφράζοντας με λίγες λέξεις το κοινό αίτημα να δίνονται απαντήσεις όταν τίθεται το ερώτημα «ποιος φταίει»: Με ονοματεπώνυμο και όχι με γενική διάχυση της ευθύνης σε κράτος, χρόνιες παθογένειες και λοιπές επαναλαμβανόμενες δικαιολογίες που οδηγούν όχι μόνο σε ατιμωρησία, αλλά σε επανάληψη τραγωδιών. Ο Δημήτρης Λιότσιος είναι ο άνθρωπος που δεν επέτρεψε, κάτω από τις στάχτες του Ματιού, να θαφτεί και η αλήθεια.
Πρώτη φορά
Ο αντιπύραρχος, που πρόσφατα απέκτησε το τρίτο μεταπτυχιακό του, είναι ακόμη σαστισμένος με τη δικαστική απόφαση, με την αντίδραση των συγγενών των θυμάτων προς το πρόσωπό του, αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει με λέξεις πώς αισθάνεται. Ναι, είναι η πρώτη φορά που σε μια υπόθεση τέτοιου βεληνεκούς συγκεκριμένοι κρατικοί λειτουργοί μπαίνουν στη φυλακή. Είναι στελέχη της Πυροσβεστικής, του Σώματος στο οποίο ανήκει και ο ίδιος, και πλέον το υπηρετεί από τη θέση του διοικητή της Πυροσβεστικής Χίου. «Δεν πίστευα ότι κάποιοι ήταν ικανοί να λειτουργήσουν με τον τρόπο που το έκαναν. Ακόμη και τώρα αναλογίζομαι όσα έγιναν και ανατριχιάζω. Δεν μπορούσα να το σηκώσω. Οι συνάδελφοί μου μπαίνουν μπροστά στις φωτιές για να σώσουν ανθρώπους και περιουσίες, πυροσβέστες έχουν δώσει και τη ζωή τους ακόμη, έχουν καεί στη μάχη, δεν μπορεί η ηγεσία να φέρεται έτσι».
Στις 23 Ιουλίου του 2018 ο κ. Λιότσιος είχε υπηρεσία στην Ελευσίνα. Ηταν μια πολύ δύσκολη μέρα, που είχε ξεκινήσει με τη μεγάλη φωτιά στην Κινέττα. «Οταν υπάρχουν συμβάντα καταλαβαίνεις την ένταση από τον ασύρματο - οι επικοινωνίες είναι διαρκείς, οι φωνές διαδέχονται η μία την άλλη. Το απόγευμα, από μια στιγμή και μετά, ήταν σαν να είχε επικρατήσει σιγή ασυρμάτου», θυμάται. Δύο ημέρες αργότερα εκλήθη από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών να παράσχει συνδρομή ως δικαστικός πραγματογνώμονας στον εισαγγελέα Ηλία Ζαγοραίο που είχε αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η πρώτη του αντίδραση, περιγράφει, ήταν να ζητήσει λίγο χρόνο για να απαντήσει. Χρειάστηκε λιγότερο από μία ώρα για να αναλάβει. Δύο πυρκαγιές, δύο καταστροφές, μια εθνική τραγωδία. Κινέττα και Μάτι. Ηταν σαφές ότι τα δύο γεγονότα συνδέονταν με τρόπο τραγικό. «Το Μάτι κάηκε από το πρωί, όχι το απόγευμα εκείνης της Δευτέρας», επαναλαμβάνει ο κ. Λιότσιος, με την έκφραση του ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά τι λέει και γιατί. «Εφυγαν οι δυνάμεις από την Ανατολική Αττική. Θα μπορούσε να είχε ζητηθεί συνδρομή από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, από το Αίγιο. Η Ανατολική Αττική είχε καταδικαστεί».
Ο αρχιπύραρχος Δημήτρης Λιότσιος πρόσφατα απέκτησε το τρίτο του μεταπτυχιακό
Γιατί όμως; Γιατί έγινε αυτή η εξόφθαλμα λανθασμένη επιλογή; Για να χρεωθεί την αποτυχία ο τότε αρχηγός Πασχάλης Τερζούδης και να ανοίξει ο δρόμος προς την αρχηγία για τον Βασίλη Ματθαιόπουλο; Όπως και να έχει, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε το μέγεθος της τραγωδίας που ερχόταν, αλλά αυτό που γίνεται κατανοητό τώρα, μετά την επτάχρονη δικαστική μάχη και τη δικαστική απόφαση είναι ότι όσα μπορούσαν να είχαν γίνει, απλά δεν έγιναν. Τη μέθοδο της χρέωσης των ευθυνών, άλλωστε, ακούσαμε όλοι να περιγράφει ο Ματθαιόπουλος στο περίφημο ηχητικό ντοκουμέντο των απειλών και των εκβιασμών προς τον κ. Λιότσο, που είχε ως αποτέλεσμα άλλη μία καταδίκη για τον υπαρχηγό της Πυροσβεστικής την ώρα του ολέθρου στο Μάτι και μετέπειτα αρχηγό.
Ο κ. Λιότσιος δείχνει να μην έχει διάθεση να περιγράψει με λεπτομέρειες το περιστατικό - θυμάται δε ότι όταν δημοσιοποιήθηκε ο διάλογος εκείνος έκανε να ανοίξει τηλεόραση και να διαβάσει ειδήσεις έναν μήνα. Τότε, άλλωστε, ήταν που και η οικογένειά του, οι γονείς και τ’ αδέλφια του έμαθαν τι περνούσε και τι πιέσεις δεχόταν. Η μητέρα του, μάλιστα, από τον φυσικό φόβο για το παιδί της, του είχε πει να σκεφτεί να κάνει πίσω. Τα εμπόδια, άλλωστε, ήταν πολλά. «Πήγαινα στο ΕΣΚΕ (σ.σ.: Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων) στο Χαλάνδρι και έπαιρνα ο ίδιος τα έγγραφα που ζητούσα. Ενιωθα την ψυχολογική πίεση στη συμπεριφορά εκεί, ειρωνεία, απαξίωση... Ομως, πρέπει να πω, και θα το λέω πάντα, ότι είχα απόλυτη στήριξη και συμπαράσταση τόσο από τον εισαγγελέα, τον κ. Ζαγοραίο, που ήξερε ότι δεχόμουν πιέσεις, αλλά χωρίς λεπτομέρειες, όσο και από τον ανακριτή, τον κ. Αθανάσιο Μαρνέρη, στη συνέχεια, στην κύρια ανάκριση για την υπόθεση».
Η πρώτη έκθεση πραγματογνωμοσύνης με την υπογραφή του επιπυραγού, τότε, Δημήτρη Λιότσου, παραδόθηκε στον εισαγγελέα Ζαγοραίο δυόμισι μήνες μετά τη φονική πυρκαγιά.
Ο Ματθαιόπουλος
Την Παρασκευή προ της παράδοσης της έκθεσης έγινε η περίφημη συνάντηση με τον Ματθαιόπουλο, το περιεχόμενο της οποίας ο κ. Λιότσιος κατέγραψε μέσω του κινητού του τηλεφώνου. Τα όσα ειπώθηκαν σε εκείνη τη συνάντηση έγιναν γνωστά σχεδόν δύο χρόνια μετά, αφότου είχε παραδοθεί και η τελική έκθεση Λιότσου με την ιδιότητά του, του δικαστικού πραγματογνώμονα, του ανθρώπου δηλαδή που ενεργούσε για λογαριασμό της Εισαγγελίας, της Δικαιοσύνης και όχι της Πυροσβεστικής: ο κ. Λιότσιος δεν είχε αναλάβει ΕΔΕ και κατά συνέπεια το επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να κρίνει ανωτέρους του δεν είχε καμία βάση, κι ας είχε διατυπωθεί από την τότε επικεφαλής των Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.
Ο Ματθαιόπουλος γνώριζε τον κ. Λιότσο από την εποχή που συνυπηρετούσαν στην Κόρινθο, με σχέση προϊσταμένου - υφισταμένου, που ήταν σε γενικές γραμμές καλή. Ισως αυτό να του έδωσε και την άνεση να μιλήσει τόσο ωμά στον αξιωματικό που είχε απέναντί του και ουσιαστικά να ομολογήσει κακουργήματα και να τον απειλήσει αδίστακτα και με διάπραξη νέων. «Βάλε πέντε γραμμές, καιρικές συνθήκες, καύσιμη ύλη, μείξη πεύκου και κατοικιών, άναρχη αυθαίρετη δόμηση και δώσ’ το στον εισαγγελέα, αυτά βρήκα, αυτά έφερα, πες του», του υπέδειξε αρχικά, για να συνεχίσει περιγράφοντας ένα ζοφερό μέλλον που περίμενε τον αξιωματικό σε διαφορετική περίπτωση.
Οι δικηγόροι θα τον έλιωναν, θα του «άνοιγαν τα καπούλια»... Και υπηρεσιακά, όμως, η απειλή που εκτόξευσε τότε ο Ματθαιόπουλος περιέγραφε μαφιόζικη μεθοδολογία. Ο κ. Λιότσιος, που έχει πολλά χρόνια ακόμη μέχρι τη σύνταξη, θα μπορούσε να βρεθεί στη Σάμο, να έχει φωτιά και «να μην του σηκώσουν τίποτα» - να καεί, δηλαδή, το νησί χωρίς βοήθεια εναέριων μέσων για να «καεί» ο αξιωματικός.
Οπως είπε δε ο Ματθαιόπουλος, τα ίδια είχαν γίνει και στις μεγάλες πυρκαγιές των Κυθήρων και της Μάνης, σε μια προηγηθείσα μάχη επικράτησης μεταξύ αξιωματικών για την καρέκλα της ηγεσίας. Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν είναι η Πυροσβεστική και οι άνθρωποί της. Ο κ. Λιότσιος έφυγε από το γραφείο του Ματθαιόπουλου, γύρισε στο σπίτι του και τύπωσε την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που είχε συντάξει. Το πρωί της Δευτέρας την παρέδιδε στον εισαγγελέα Ζαγοραίο.
«Κανείς δεν με κρατά από πουθενά, μόνο η συνείδηση και το καθήκον μου. Μπήκα στο Σώμα με το ΑΣΕΠ και στη Σχολή Αξιωματικών με Πανελλήνιες», λέει ο Λαρισαίος στην καταγωγή αξιωματικός. Ακολούθησαν δύο χρόνια εξαντλητικής έρευνας. «Επρεπε τα πάντα να τεκμηριωθούν και να αποδεικνύονται. Τόσες ψυχές, τόσοι εγκαυματίες, τόσες οικογένειες περίμεναν δικαιοσύνη και δικαίωση. Δεν μπορούσαμε να ρισκάρουμε την υπόθεση για κανέναν λόγο. Στο διάστημα αυτό πρέπει να πω ότι ο ανακριτής Μαρνέρης ήταν δίπλα μου, ερχόταν επιτόπου όπου χρειαζόταν, δεν έμενε στο γραφείο. Το ευχαριστώ είναι πολύ λίγο, όπως και για τον κ. Ζαγοραίο», λέει, για να προσθέσει εμφατικά: «Δεν ήμουν μόνος μου. Υπήρξαν πολλές δύσκολες στιγμές, αλλά είχα στήριξη και συνεργασία τέτοια που αποτελεί τιμή μου. Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή ήθελα να προσωποποιηθούν οι ευθύνες, αλλά σ’ εκείνους που έπρεπε, που τις είχαν. Και γι’ αυτό δεν έκανα πίσω, ήταν αυτονόητο».
Με τη συντάκτρια του «ΘΕΜΑτος» Ματίνα Ηρειώτου
Αν ο κ. Λιότσιος ήταν κινηματογραφικός ήρωας, θα ήταν ο Σέρπικο. Ο ίδιος δεν το έχει καν σκεφτεί τον χαρακτηρισμό «ήρωας» που έσπευσαν ορισμένοι να του αποδώσουν με δεδομένη τη στάση που τήρησε, τον απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Εγώ είμαι μάχιμος αξιωματικός, κάνω τη δουλειά μου, όπως χιλιάδες συνάδελφοί μου. Κανένας που κάνει τη δουλειά του δεν έχει να φοβηθεί τίποτα», λέει. Κι αν για ορισμένους η μέρα που οδηγήθηκαν στη φυλακή πρώην ηγετικά στελέχη της Πυροσβεστικής ήταν «μαύρη μέρα» για το Σώμα, στην πραγματικότητα είναι μια επώδυνη διαδικασία κάθαρσης, πέρα από απόδοση δικαιοσύνης. Οπως λέει ο κ. Λιότσιος, η φωτιά στο Μάτι έχει αλλάξει πολλά και στην Πυροσβεστική. «Κακώς κείμενα, δυσλειτουργίες που επισημάνθηκαν στην Πυροσβεστική άλλαξαν. Το Σώμα δεν είναι το ίδιο μετά από αυτή την τραγωδία».
Στη διάρκεια της έρευνας, προκειμένου να παραδοθεί η τελική έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ο κ. Λιότσιος κλήθηκε να απαντήσει και στο ερώτημα αν υπήρχε πράγματι χρόνος για να εκκενωθεί το Μάτι εκείνο το μοιραίο απόγευμα, εφόσον βεβαίως υπήρχε η σχετική εντολή και καθοδήγηση από τις Αρχές. Αλλωστε, ο ίδιος άνθρωπος που στο Μάτι δεν ζήτησε εκκένωση, ο Βασίλης Ματθαιόπουλος, λίγες ώρες νωρίτερα, στην Κινέττα, το είχε ζητήσει. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν ελαφρά τραυματίες, αλλά ζωή δεν χάθηκε.
Η εκκένωση
«Ο μέσος άνθρωπος μπορεί να κάνει 80 βήματα το λεπτό. Μέσα σε 20 λεπτά μπορούσαν να απομακρυνθούν όλοι με ασφάλεια. Έκανα αυτή την απόσταση, με αυτό τον ρυθμό και το σχετικό βίντεο υπάρχει στην έκθεσή μου», σημειώνει ο κ. Λιότσιος απαντώντας στο ερώτημα αν όντως θα μπορούσαν να είχαν σωθεί ζωές στην περίπτωση που είχε διαταχθεί εκκένωση το μοιραίο απόγευμα.
Ο αντιπύραρχος έχει έρθει στη συνάντησή μας οδηγώντας μια μεγάλου κυβισμού μηχανή. Την αγόρασε σχεδόν από πείσμα, όταν του έκλεψαν την προηγούμενη, τέσσερις μήνες αφότου είχε διαπιστωθεί ότι είχε υποστεί δολιοφθορά. Αυτό, μάλιστα, το βεβαίωσε επίσημα η αντιπροσωπεία από την οποία είχε αγοραστεί η μοτοσικλέτα. Τότε ο αξιωματικός πλήρωνε ακόμη τις δόσεις για τη συγκεκριμένη μηχανή, η δολιοφθορά ήταν ένα ακόμη μήνυμα να σταματήσει να ενοχλεί και να αποτελεί κίνδυνο για ένα διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Στις καταθέσεις του τόσο στον ανακριτή όσο και στο δικαστήριο ήταν ευθύς και ξεκάθαρος, παραθέτοντας τα στοιχεία που είχε εντοπίσει στη διάρκεια της έρευνας.
Ως δικαστικός πραγματογνώμονας έκανε την έρευνα για τα αίτια της μεγάλης φωτιάς στη Ρόδο πριν από δύο καλοκαίρια. Η πλέον συγκλονιστική στιγμή της ζωής του, όμως, ήρθε με την αυλαία στη δίκη για το Μάτι: την ώρα που οι καταδικασμένοι έφευγαν για τη φυλακή, οι συγγενείς των θυμάτων αναγνωρίζοντας τη συμβολή του φώναζαν ρυθμικά το όνομά του.