Νέα ευρωκαταδίκη για την Ολυμπιακή
Νέα ευρωκαταδίκη για την Ολυμπιακή
Την επιβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής που ανέρχεται σε 16.000 ευρώ και ενός κατ΄ αποκοπή ποσού ύψους 2 εκατ. ευρώ, αποφάσισε να επιβάλλει σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μη συμμόρφωση της Ελλάδας με προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, αναφορική με τη μη ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων προς την Ολυμπιακή Αεροπορία που κρίθηκαν παράνομες το 2005.
Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι το 2002, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα στη
Την επιβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής που ανέρχεται σε 16.000 ευρώ και ενός κατ΄ αποκοπή ποσού ύψους 2 εκατ. ευρώ, αποφάσισε να επιβάλλει σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μη συμμόρφωση της Ελλάδας με προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, αναφορική με τη μη ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων προς την Ολυμπιακή Αεροπορία που κρίθηκαν παράνομες το 2005.
Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι το 2002, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα στην Ολυμπιακή Αεροπορία ήταν ασύμβατες προς την κοινή αγορά, στο μέτρο που δεν τηρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις που είχαν αρχικώς προβλεφθεί. Οι ενισχύσεις αυτές έπρεπε να ανακτηθούν. Στη συνέχεια, η Επιτροπή προσέφυγε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο το 2003 και το 2005 δημοσιεύτηκε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση εκ μέρους της Ελλάδας.
Κατόπιν δυσχερειών που αντιμετώπισε η Ελλάδα στην εκτέλεση της απόφασης αυτής, η Επιτροπή άσκησε νέα προσφυγή, ζητώντας από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελλάδα δεν συμμορφώθηκε με την απόφασή του και να της επιβάλει την καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού και χρηματικής ποινής. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη χρηματική ποινή, το Δικαστήριο αποφάσισε να επιβάλλει στην Ελλάδα την καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 16.000 ευρώ για κάθε μέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης του 2005, με ημερομηνία έναρξης της καταβολής ένα μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ώστε να δοθεί στην Ελλάδα η δυνατότητα να αποδείξει την παύση της παράβασης.
Στην προσφυγή της η Επιτροπή θεωρεί ότι υπολείπονται προς ανάκτηση 41 εκατομμύρια ευρώ ενισχύσεων αναδιάρθρωσης υπό τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου, 2,5 εκατομμύρια ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα σε ορισμένους αερολιμένες και 61 εκατομμύρια ευρώ για το τέλος που καταβάλλουν οι επιβάτες που αναχωρούν απ’ όλους τους ελληνικούς αερολιμένες (το αποκαλούμενο «σπατόσημο»).
Η Ελλάδα ισχυρίστηκε τότε ότι ορισμένος αριθμός οφειλών της ΟΑ προς το Δημόσιο είχαν συμψηφισθεί με τις αποζημιώσεις που επιδίκασε στην εταιρία η διαιτητική απόφαση του 2006, λόγω ζημιών που υπέστη η ΟΑ, ήτοι λόγω πρόωρης έξωσης της εταιρίας αυτής από το παλαιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, μετεγκατάστασής της στον νέο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, πρόσθετου κόστους λειτουργίας του αερολιμένα αυτού και καθυστέρησης στην κατασκευή των εγκαταστάσεων.
Στην απόφαση του το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η κύρωση αυτή δικαιολογείται εφόσον συνεχίζεται η παράβαση που συνίσταται στη μη εκτέλεση προηγούμενης απόφασης, μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και μέχρι τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο. Ελλείψει κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τη διαδικασία αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων, η ανάκτηση πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εθνικό δίκαιο.
Επομένως, το κράτος - μέλος είναι ελεύθερο να επιλέξει τα μέσα για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, εναπόκειται ωστόσο στο κράτος - μέλος να προσκομίσει στην Επιτροπή όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που της παρέχουν τη δυνατότητα επαλήθευσης ότι το επιλεγέν μέσο συνιστά πρόσφορο μέσο εκτέλεσης της σχετικής απόφασης.
Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο συμψηφισμός μπορεί να αποτελεί ενδεδειγμένο μέσο επιστροφής μιας κρατικής ενίσχυσης και, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, ότι η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε την ύπαρξη απαιτητής αξίωσης έναντι της ΟΑ. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξετάζει αν ο συμψηφισμός όντως πραγματοποιήθηκε. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα απέδειξε ότι ανακτήθηκε η ενίσχυση των 41 εκατομμυρίων ευρώ που είχαν χορηγηθεί ως εισφορά κεφαλαίου στην ΟΑ, καθώς και ένα τμήμα του τέλους που αποκαλείται «σπατόσημο» (ύψους 38 εκατομμυρίων ευρώ) και ένα τμήμα της ενίσχυσης που αφορά τα αερολιμενικά μισθώματα (ύψους 654 688 ευρώ). Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα δεν απέδειξε ότι πραγματοποιήθηκε συμψηφισμός όσον αφορά τα υπολειπόμενα τμήματα της ενίσχυσης που αφορά το τέλος που αποκαλείται «σπατόσημο» και της ενίσχυσης που αφορά τα αερολιμενικά μισθώματα.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η παράβαση της Ελλάδας εξακολουθεί για τέσσερα και πλέον έτη. Αφορά την κοινή αγορά, η εγκαθίδρυση της οποίας αποτελεί ουσιώδη αποστολή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Επιπλέον, ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται σε αεροπορικές εταιρίες αποκτά μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι η εν λόγω αγορά είναι, εκ φύσεως, διασυνοριακή. Αντιθέτως, τα ποσά ενισχύσεως για την ανάκτηση των οποίων η Ελλάδα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν μικρό σχετικά τμήμα σε σχέση με το συνολικό ποσό.
Σε ό,τι αφορά το κατ’ αποκοπή ποσό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η σώρευση των δύο κυρώσεων στηρίζεται στην καταλληλότητα της καθεμιάς να επιτύχει τον σκοπό της και εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ύψος του ποσού αυτού πρέπει να καθορίζεται, αφού ληφθεί υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση (και το οποίο παρήλθε από την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης απόφασης που διαπιστώνει την παράβαση αυτή), καθώς και τα διακυβευόμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα.
Η χρηματική ποινή και το κατ’ αποκοπή ποσό θα πρέπει να καταβληθούν στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί την τέταρτη καταδίκη της Ελλάδας για πληρωμή προστίμου, μετά τις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000 για τη χωματερή του Κουρουπητού Κρήτης, της 4ης Ιουνίου 2009 για την απαγόρευση ηλεκτρονικών παιχνιδιών στους δημόσιους χώρους και της 4ης Ιουνίου 2009 για τα καταστήματα των οπτικών.
Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι το 2002, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα στην Ολυμπιακή Αεροπορία ήταν ασύμβατες προς την κοινή αγορά, στο μέτρο που δεν τηρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις που είχαν αρχικώς προβλεφθεί. Οι ενισχύσεις αυτές έπρεπε να ανακτηθούν. Στη συνέχεια, η Επιτροπή προσέφυγε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο το 2003 και το 2005 δημοσιεύτηκε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση εκ μέρους της Ελλάδας.
Κατόπιν δυσχερειών που αντιμετώπισε η Ελλάδα στην εκτέλεση της απόφασης αυτής, η Επιτροπή άσκησε νέα προσφυγή, ζητώντας από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελλάδα δεν συμμορφώθηκε με την απόφασή του και να της επιβάλει την καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού και χρηματικής ποινής. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη χρηματική ποινή, το Δικαστήριο αποφάσισε να επιβάλλει στην Ελλάδα την καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 16.000 ευρώ για κάθε μέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης του 2005, με ημερομηνία έναρξης της καταβολής ένα μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ώστε να δοθεί στην Ελλάδα η δυνατότητα να αποδείξει την παύση της παράβασης.
Στην προσφυγή της η Επιτροπή θεωρεί ότι υπολείπονται προς ανάκτηση 41 εκατομμύρια ευρώ ενισχύσεων αναδιάρθρωσης υπό τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου, 2,5 εκατομμύρια ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα σε ορισμένους αερολιμένες και 61 εκατομμύρια ευρώ για το τέλος που καταβάλλουν οι επιβάτες που αναχωρούν απ’ όλους τους ελληνικούς αερολιμένες (το αποκαλούμενο «σπατόσημο»).
Η Ελλάδα ισχυρίστηκε τότε ότι ορισμένος αριθμός οφειλών της ΟΑ προς το Δημόσιο είχαν συμψηφισθεί με τις αποζημιώσεις που επιδίκασε στην εταιρία η διαιτητική απόφαση του 2006, λόγω ζημιών που υπέστη η ΟΑ, ήτοι λόγω πρόωρης έξωσης της εταιρίας αυτής από το παλαιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, μετεγκατάστασής της στον νέο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, πρόσθετου κόστους λειτουργίας του αερολιμένα αυτού και καθυστέρησης στην κατασκευή των εγκαταστάσεων.
Στην απόφαση του το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η κύρωση αυτή δικαιολογείται εφόσον συνεχίζεται η παράβαση που συνίσταται στη μη εκτέλεση προηγούμενης απόφασης, μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και μέχρι τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο. Ελλείψει κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τη διαδικασία αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων, η ανάκτηση πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εθνικό δίκαιο.
Επομένως, το κράτος - μέλος είναι ελεύθερο να επιλέξει τα μέσα για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, εναπόκειται ωστόσο στο κράτος - μέλος να προσκομίσει στην Επιτροπή όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που της παρέχουν τη δυνατότητα επαλήθευσης ότι το επιλεγέν μέσο συνιστά πρόσφορο μέσο εκτέλεσης της σχετικής απόφασης.
Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο συμψηφισμός μπορεί να αποτελεί ενδεδειγμένο μέσο επιστροφής μιας κρατικής ενίσχυσης και, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, ότι η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε την ύπαρξη απαιτητής αξίωσης έναντι της ΟΑ. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξετάζει αν ο συμψηφισμός όντως πραγματοποιήθηκε. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα απέδειξε ότι ανακτήθηκε η ενίσχυση των 41 εκατομμυρίων ευρώ που είχαν χορηγηθεί ως εισφορά κεφαλαίου στην ΟΑ, καθώς και ένα τμήμα του τέλους που αποκαλείται «σπατόσημο» (ύψους 38 εκατομμυρίων ευρώ) και ένα τμήμα της ενίσχυσης που αφορά τα αερολιμενικά μισθώματα (ύψους 654 688 ευρώ). Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα δεν απέδειξε ότι πραγματοποιήθηκε συμψηφισμός όσον αφορά τα υπολειπόμενα τμήματα της ενίσχυσης που αφορά το τέλος που αποκαλείται «σπατόσημο» και της ενίσχυσης που αφορά τα αερολιμενικά μισθώματα.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η παράβαση της Ελλάδας εξακολουθεί για τέσσερα και πλέον έτη. Αφορά την κοινή αγορά, η εγκαθίδρυση της οποίας αποτελεί ουσιώδη αποστολή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Επιπλέον, ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται σε αεροπορικές εταιρίες αποκτά μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι η εν λόγω αγορά είναι, εκ φύσεως, διασυνοριακή. Αντιθέτως, τα ποσά ενισχύσεως για την ανάκτηση των οποίων η Ελλάδα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν μικρό σχετικά τμήμα σε σχέση με το συνολικό ποσό.
Σε ό,τι αφορά το κατ’ αποκοπή ποσό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η σώρευση των δύο κυρώσεων στηρίζεται στην καταλληλότητα της καθεμιάς να επιτύχει τον σκοπό της και εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ύψος του ποσού αυτού πρέπει να καθορίζεται, αφού ληφθεί υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση (και το οποίο παρήλθε από την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης απόφασης που διαπιστώνει την παράβαση αυτή), καθώς και τα διακυβευόμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα.
Η χρηματική ποινή και το κατ’ αποκοπή ποσό θα πρέπει να καταβληθούν στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί την τέταρτη καταδίκη της Ελλάδας για πληρωμή προστίμου, μετά τις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000 για τη χωματερή του Κουρουπητού Κρήτης, της 4ης Ιουνίου 2009 για την απαγόρευση ηλεκτρονικών παιχνιδιών στους δημόσιους χώρους και της 4ης Ιουνίου 2009 για τα καταστήματα των οπτικών.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα