Μαρία-Έλενα Ηλία: «Η τέχνη μπορεί να σε φέρει ξανά σε επαφή με τον εαυτό σου»

Η ηρωίδα της στο «Merde - ένα έργο του Suyako», που παίζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, είναι μια γυναίκα που παρατηρεί, αλλά δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη. Οπως και η ίδια, που ξέρει να λειτουργεί μόνο με πάθος στη σκηνή και τη ζωή

Την συνάντησα ένα ηλιόλουστο πρωινό στον γαλήνιο χώρο υποδοχής της νεοκλασικής προσθήκης του «Fresh Hotel Athens» στο ιστορικό «Ξενοδοχείο Πίνδαρος», στη γωνία Αθηνάς και Σοφοκλέους. Ενα μέρος που μοιάζει να αφηγείται τη σύγχρονη ιστορία της Αθήνας, αντικατοπτρίζοντας ταυτόχρονα την αναγέννηση του κέντρου ύστερα από τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, την περίοδο που η γενιά της Μαρίας-Ελενας Ηλία έζησε μεγαλώνοντας. Aπολαύσαμε το πρωινό κάτω από τοίχους γεμάτους χειροτεχνήματα της Πάολα Ναβόνε. Στη σκάλα, όπου οι φοντανιέρες Buffet de Grann των 50s έχουν μετατραπεί σε φωτιστικά, ξεκίνησε και η φωτογράφησή της.

Μια ανάσα από την Ομόνοια, μου μιλά για τη σχέση της με την πόλη. «Μου αρέσει η ζωντάνια του κέντρου. Οπως στα Εξάρχεια, όπου η ζωή είναι πιο έντονη και υπάρχουν περισσότεροι νέοι». Νιώθει ξεκομμένη όταν επισκέπτεται το πατρικό της σπίτι στο Χαλάνδρι, παρομοιάζοντάς το με μια «τρύπα», σαν μια απομονωμένη «τελεία στον χάρτη», παρόλο που αντικειμενικά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η κοινωνικότητά της, όπως εξηγεί, έχει φάσεις. «Υπάρχουν περίοδοι που δεν βγαίνω πολύ λόγω δουλειάς και προτιμώ πιο μικρούς κύκλους ή συναντήσεις σε σπίτια και ανοιχτούς χώρους.

Παλιότερα μου άρεσαν οι μεγαλύτερες παρέες με πρωτοποριακές ιδεολογίες, αλλά μεγαλώνοντας, και ως πιο μοναχικό και εκλεκτικό άτομο, ο κύκλος μου έχει μικρύνει». Οταν της σχολιάζω ότι οι παρέες δημιουργούν ιστορία, χαμογελά: «Δεν το αντιλαμβάνομαι έτσι. Η δυναμικότητά μου πηγάζει από τα συναισθηματικά μου βιώματα. Είμαι κλειστή, μοναχική και ντροπαλή». Και πράγματι, πίσω από το έντονο γαλάζιο βλέμμα της διακρίνεται αυτή η εναλλαγή αθωότητας και ωριμότητας που δεν φοβάται την εσωστρέφεια και τη μετατρέπει σε εργαλείο δημιουργίας.

Η τρέχουσα θεατρική δουλειά της «Merde - ένα έργο του Suyako», που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά σε συνσκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή και του Βασίλη Μαγουλιώτη, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αφορά, όπως λέει, «έναν καταιγισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των αποχρώσεων της αλληλεπίδρασης». «Πρόκειται για έναν αδηφάγο παραγωγό, έναν “ποιοτικό” σκηνοθέτη, έναν “εμπορικό” ηθοποιό και τον γολγοθά της προετοιμασίας μιας παράστασης. Το έργο δεν προσπαθεί να διδάξει ή να καταγγείλει, αλλά να φωτίσει με χιούμορ τα κωμικοτραγικά ενός σοβαρού επαγγέλματος.

Θέλει να δείξει την ένταση ανάμεσα στη φαντασμαγορία και τη φιλοδοξία για κάτι πιο ερευνητικό, πιο ποιοτικό», εξηγεί, προσφέροντάς μου ένα από τα μπισκότα που συνοδεύουν τον καφέ της. «Οι συνεργάτες μου σε αυτή τη δουλειά είναι πηγή έμπνευσης. Θαυμάζω τη δυνατότητα κάποιου να σε εμπνεύσει, όπως ένα βιβλίο που σε συγκινεί και σου μένει». Πριν από λίγο καιρό παρακολούθησε στο Θέατρο Παλλάς την παράσταση «Sword of Wisdom» της ομάδας U-Theatre από την Ταϊβάν. «Ηταν κάτι τόσο ξένο και τόσο ανοίκειο. Με τάραξε, με συγκλόνισε». Η εμπειρία ήρθε σε μια περίοδο που είχε απομακρυνθεί λίγο από τη δουλειά, λόγω τραυματισμού στο πόδι. «Ισως γι’ αυτό με άγγιξε τόσο, ήταν μια υπενθύμιση ότι η τέχνη μπορεί να σε φέρει ξανά σε επαφή με τον εαυτό σου».

Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας - στο τμήμα Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης απέκτησε γνώσεις που διεύρυναν την οπτική της, τη διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και ως ηθοποιό. Η μετάβαση στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ήρθε φυσικά. Εγινε ο τρόπος να εφαρμόσει όσα είχε μάθει για την τέχνη, αλλά αυτή τη φορά, μέσα από το σώμα, τη φωνή, την εμπειρία της σκηνής. «Η Ιστορία και Θεωρία της Τέχνης με δίδαξε να βλέπω. Το Θέατρο, να υπάρχω μέσα σε αυτό που βλέπω. Τώρα, βλέπω καθαρά τη σύνδεση ανάμεσα στις δύο διαδρομές».

Στο «Merde», η Ελενα-Μαρία υποδύεται μια δημοσιογράφο, μια φιγούρα που λειτουργεί ταυτόχρονα ως παρατηρήτρια και σχολιάστρια του χαοτικού θεατρικού μικρόκοσμου που αποτυπώνει το έργο. Δεν είναι απλώς μια «εκπρόσωπος του Τύπου», αλλά ο καθρέφτης του κοινού: παρακολουθεί, ρωτά, αμφισβητεί και τελικά μπλέκεται συναισθηματικά σε όσα συμβαίνουν γύρω της. Η παρουσία της έχει κάτι το γήινο και το ειρωνικά τρυφερό. Με κοφτό λόγο και βλέμμα που εναλλάσσεται ανάμεσα στην περιέργεια και τη συμπόνια, η ηρωίδα της σχολιάζει τη ματαιοδοξία, τον φόβο και την ευθραυστότητα του καλλιτεχνικού χώρου. «Η ηρωίδα μου δεν γράφει απλώς μια συνέντευξη· καταγράφει τη σύγκρουση ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή. Είναι μια γυναίκα που παρατηρεί, αλλά δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη.

Κάποια στιγμή, αναγκάζεται να κοιτάξει και τον δικό της ρόλο μέσα στο θέαμα». Αναφέρεται στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες ως αντικείμενα παρενόχλησης, σε περιστατικά που δεν είναι καθόλου σπάνια. «Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα συμπεριφορές που μας υποτιμούν, οδηγώντας συχνά σε αισθήματα ανασφάλειας. Συμβαίνει ανά πάσα στιγμή, περπατάς στον δρόμο και ξαφνικά νιώθεις να απειλείσαι. Και αυτά τα περιστατικά δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές, ηλικίες ή καταγωγές, είναι καθημερινά και καθολικά», τονίζει. «Να πω εδώ ότι νιώθω ευγνώμων για την άψογη ομάδα μας στο “Merde” που αποτελείται κυρίως από άντρες. Είναι υπέροχο να περιβάλλεσαι από ανθρώπους που σε σέβονται και υπάρχει αγάπη». Στο πλευρό της, μεταξύ άλλων, βρίσκονται οι Νίκος Καραθάνος, Ηλίας Μουλάς, Γιάννης Νιάρρος, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Λυδία Τζανουδάκη, Κώστας Φιλίππογλου, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Αποστόλης Ψυχράμης.

Οταν τη ρωτώ πώς φαντάζεται τον εαυτό της σε δέκα χρόνια, απαντά χωρίς δισταγμό: «Θα ήθελα η ζωή μου να πάρει μια απροσδόκητη τροπή. Ισως να είναι μια τάση φυγής, αλλά συχνά φαντασιώνομαι μια μεγάλη αλλαγή. Μου αρέσει η αίσθηση του αγνώστου». Μιλώντας για τα βράδια της, περιγράφει τις μικρές της συνήθειες: «Πριν κοιμηθώ, διαλέγω ανάμεσα στο κινητό, ένα βιβλίο, την αγκαλιά της γάτας μου ή μια ταινία. Τελευταία διαβάζω ξανά Πεσόα, πάντα με γοήτευε». Αναφέρεται με αγάπη στον πατέρα της, «έναν άνθρωπο που πάντα διάβαζε», στη βιβλιοθήκη από τοίχο σε τοίχο στο πατρικό της σπίτι. Από εκεί κληρονόμησε την αγάπη για τη λογοτεχνία, το πάθος και τη στοχοπροσήλωση. «Το πάθος έχει και τις σκοτεινές του πλευρές, αλλά είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης», παραδέχεται με ένα χαμόγελο που θυμίζει κορίτσι πάντα έτοιμο να τρέξει με το πόδι στο γκάζι έχοντας εφόδια.

Θεωρεί ότι το αυτοσαρκαστικό χιούμορ και μια χαριτωμένη αφέλεια είναι κι αυτά κληρονομικά - από τον πατέρα και τη μητέρα της αντίστοιχα. Πιστεύει στη σημασία της αυθεντικότητας: να μην παίρνουμε τον εαυτό μας υπερβολικά στα σοβαρά, να τον αποδεχόμαστε με τις αντιφάσεις του, να δείχνουμε την ευάλωτη πλευρά μας, να τον επανεφεύρουμε χωρίς φόβο. «Πρέπει να είμαστε αυθεντικοί, αν θέλουμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που δημιουργούμε, ώστε να αντέξει ακόμα και είκοσι χρόνια από τώρα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr