Η Μέριλ Στριπ συνεχίζει να «ψήνει» με μαεστρία ρόλους και χαρακτήρες

Από τη μία, έχεις την Κάθριν Γκρέαμ, την πρώτη γυναίκα εκδότρια της Washington Post. Χάριν σ’ εκείνη η Post οδηγήθηκε από τοπικό έντυπο σε ανταγωνιστή των μεγάλων εφημερίδων της Αμερικής όπως οι New York Times. 

Κυριότερα όμως, η Κάθριν Γκρέαμ ήταν καταλυτική στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας του λόγου όταν έσκασε το σκάνδαλο με τα Αρχεία του Πενταγώνου και η αμερικανική κυβέρνηση προσπάθησε να φιμώσει τους New York Times και οποιοδήποτε άλλο μέσο θα τολμούσε να εκθέσει τα μυστικά της. 



Από την άλλη, έχεις τη Μέριλ Στριπ, την πρώτη – και μοναδική – γυναίκα ηθοποιό που έχει υπάρξει υποψήφια για 20 Όσκαρ, έχει κερδίσει τα 3 και δε φαίνεται να έχει πρόθεση να σταματήσει. Βετεράνος των βετεράνων, το 2017 η Στριπ έκλεισε 40 χρόνια εργασίας στο σινεμά. Για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν τέθηκε δίλημμα όταν έπρεπε να αποφασίσει ποια θα υποδυθεί την Γκρέαμ στη νέα του ταινία «The Post: Απαγορευμένα μυστικά». Στην καρδιά της ταινίας είναι οι αγωνιώδεις μέρες, κατά τις οποίες η Γκρέαμ έπρεπε να αποφασίσει ποια πορεία θα πάρει η εφημερίδα της όταν οι New York Times αποκάλυψαν τα Αρχεία του Πενταγώνου. Εξίσου εύκολο ήταν να προτείνει και στον Τομ Χανκς τον πρωταγωνιστικό ρόλο του αρχισυντάκτη Μπεν Μπράντλι, με τον οποίο η Γκρέαμ συνεργαζόταν στενά. Κι έτσι, με δυο απλές κινήσεις δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην οθόνη η συνεργία Σπίλμπεργκ-Στριπ-Χανκς, που φωνάζει Όσκαρ απ’ όπου κι αν την πιάσεις – είτε λόγω της αγίας τριάδας του σκηνοθέτη και των σταρ του, είτε λόγω του έρωτα που έχουν οι Αμερικανοί σε ταινίες που αφηγούνται την πρόσφατη Ιστορία της, ιδίως όταν αυτή συνδέεται τόσο άμεσα με θέματα που αντιμετωπίζουν στο παρόν. 



«Ήξερα τις ιστορίες για τη Washington Post και το Γουότεργκεϊτ από την ταινία του Άλαν Πάκουλα “Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου”, όπου η Κέι Γκρέαμ κάνει ένα μικρό, φευγαλέο πέρασμα», αναφέρει η Στριπ. «Αλλά δεν ήξερα πραγματικά πολλά για εκείνη. Το σενάριο της Λιζ Χάνα συλλαμβάνει το άρωμα της εποχής. Το βρήκα φοβερά συναρπαστικό. Κι ήταν μια ιστορία που δεν είχε ειπωθεί». Το ιστορικό πλαίσιο έχει ως εξής: Ο δημοσιογράφος των New York Times Νιλ Σίαν απέκτησε πρόσβαση σε μια άκρως απόρρητη αναφορά 7000 σελίδων που καταδίκαζε το ρόλο της αμερικανικής κυβέρνησης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Για τέσσερις συνεχόμενες κυβερνήσεις από τον Τρούμαν στον Άιζενχαουερ, τον Κένεντι και τον Τζόνσον η αμερικανική εξουσία παραπλανούσε συνειδητά το κοινό σχετικά με την παρουσία της στο Βιετνάμ. Ενώ ισχυρίζονταν πως δούλευαν για να αποκαταστήσουν την ειρήνη, στην πραγματικότητα η CIA και ο στρατός διεύρυναν τις πολεμικές τους δράσεις. Αποδείξεις για δολοφονίες, παραβιάσεις της Συνθήκης της Γενεύης, στημένες εκλογές και ψέματα για έναν πόλεμο που θα τελείωνε το 1975, έχοντας κοστίσει τη ζωή 58.220 αμερικανών στρατιωτών. 
Με απόφαση δικαστηρίου οι New York Times σταμάτησαν την κυκλοφορία τους. Τότε ήταν που η Washington Post ανέλαβε να δημοσιεύσει τα υπόλοιπα αρχεία. Ήταν μια απόφαση με αβέβαιο αποτέλεσμα, η οποία δεν αφορούσε μόνο την Γκρέαμ και το επιτελείο της Post (που απειλούνταν με κλείσιμο και φυλάκιση), αλλά το αμερικανικό κοινό και το Σύνταγμά τους. Οι συνδέσεις με το σήμερα είναι προφανείς. «Πήρε θέση όταν της ήταν πολύ δύσκολο να κάνει κάτι τέτοιο», σημειώνει η Στριπ. «Την αμφισβητούσαν όχι μόνο οι αντίπαλοί της, αλλά και οι φίλοι της. Πρέπει να ήταν κάτι πολύ μοναχικό, να τοποθετηθεί εν μέσω τέτοιων συνθηκών. Όλοι σ’ αυτήν την ιστορία το κάνουν αυτό. Ο κάθε ένας απ’ αυτούς πήρε ένα ρίσκο. Αυτή πιστεύω είναι πάνω απ’ όλα και η ιστορία της ταινίας: το πώς συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Μεγάλα πράγματα μπορούν να προκύψουν από μικρούς ανθρώπους».



Την περίοδο που εκτυλίσσεται η ιστορία, στις αρχές των 70s, Γκρέαμ ήταν ακόμα αρχάρια στο ρόλο της εκδότριας εφημερίδας. Μάθαινε ακόμα τα κατατόπια, τη γλώσσα και την ιεραρχία του μιντιακού κόσμου, καθώς και το πώς να συμπεριφέρεται ούσα η μόνη γυναίκα στο τραπέζι του διοικητικού συμβουλίου. Η εφημερίδα βρισκόταν στην κατοχή της οικογένειας της Γκρέαμ από το 1933, όποτε και την αγόρασε ο πατέρας της Γιουτζίν Μάγιερ. Το 1946 τα ηνία ανέλαβε ο άντρας της Γκρέαμ, Φιλ, ο οποίος την ανέδειξε σε εφημερίδα με εθνικό στάτους. Όταν όμως αυτοκτόνησε το 1963 μετά από ένα σοβαρό καταθλιπτικό επεισόδιο, άφησε την εφημερίδα στην Κάθριν, 46χρονη τότε μητέρα τεσσάρων παιδιών. Παρότι την απέτρεψαν από το να αναλάβει το ρόλο, η Γκρέαμ αποφάσισε πως ήθελε να το κάνει για τα παιδιά και την κληρονομιά της οικογένειάς της. «Όταν ο πατέρας της έδωσε την εφημερίδα στον Φιλ ήταν κατενθουσιασμένη, πίστευε πως ήταν τρομερή απόφαση γιατί ο Φιλ ήταν πολύ έξυπνος. Το γράφει και στην αυτοβιογραφία της. Τον λάτρευε και τον σεβόταν, γι’ αυτό και θεωρούσε πως το να ακολουθήσει το μονοπάτι του ήτνα η σωστή κίνηση», λέει ο Σπίλμπεργκ. Η ίδια η Γκρέαμ αναφέρει: «Κάποιες φορές δεν παίρνεις κάποια απόφαση στην πραγματικότητα, απλά προχωράς μπροστά. Αυτό έκανα κι εγώ. Πήγα μπροστά τυφλά και ασυλλόγιστα σε μια καινούργια, άγνωστη ζωή».

Η Στριπ ξεκίνησε την έρευνά της για το ρόλο διαβάζοντας τα – βραβευμένα με Πούλιτζερ – απομνημονεύματα της Γκρέαμ «Personal History». «Είναι τόσο όμορφα γραμμένο, τόσο βαθύ. Από τις πιο καταπληκτικές αυτοβιογραφίες που έχω διαβάσει», λέει η Στριπ. «Εκεί ήταν που πήρα μια αίσθηση  για κάτι που μου είπαν τα παιδιά και οι φίλοι της: ότι δεν ήταν πάντα η σίγουρη Κάθριν Γκρέαμ που ο κόσμος αργότερα έμαθε ως η πρώτη γυναίκα επικεφαλής μιας εταιρείας στη λίστα Fortune 500. Δεν είχε αυτοπεποίθηση, ήταν προϊόν της εποχής της, μιας εποχής στην οποία οι γυναίκες δεν αναμενόταν να κάνουν πολλά πέρα από το πεδίο της φιλανθρωπίας, του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο διαφορετικά ήταν τότε, εκτός αν το έχεις ζήσει. Εγώ το έχω ζήσει. Ήμουν στο μεταίχμιο των αλλαγών, των αυξανόμενων ευκαιριών για τις γυναίκες, και σίγουρα ωφελήθηκα απ’ αυτές. Αλλά εκείνη ήταν στην εμπροσθοφυλακή, και δεν ήταν απόλυτα άνετη που έπρεπε να αναλάβει τα ηνία της ηγεσίας».



Σύμμαχος της Γκρέαμ σ’ αυτή τη φάση είναι ο αρχισυντάκτης Μπεν Μπράντλι. «Μου αρέσει που η φιλία τους είναι πλατωνική – σπάνια το βλέπεις αυτό στο σινεμά”, ομολογεί η Στριπ. «Σπάνια βλέπεις μια επαγγελματική φιλία ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα. Πιστεύω πως η Κάθριν λάτρευε τον Μπεν. Χωρίς ρομαντικό ίχνος, νομίζω ότι ένιωθε πως ήταν κομμάτι της». Τον Μπράντλι υποδύεται ο Χανκς, στην 5η συνεργασία του με τον Σπίλμπεργκ. «Όλοι ξέρουν πως ο Τομ έχει τη φήμη του καλύτερου παιδιού στο Χόλιγουντ», λέει η Στριπ για τον συμπρωταγωνιστή της. «Και είναι όντως πολύ συμπαθητικός. Αλλά είναι και πάρα πολύ έξυπνος απίθανα έξυπνος. Πιστεύω ότι αυτή την ποιότητα μοιράζεται με τον Μπεν: το κρατσανιστό πνεύμα και την αίσθηση ότι είναι πάντα μερικά βήματα μπροστά από τους υπόλοιπους γύρω του. Βλέπεις στον Τομ αυτό το κομμάτι της προσωπικότητας του Μπεν που θέλει πιο πολλά, πιο πολλά, πιο πολλά από τους άλλους». Αντίστοιχη έκπληξη της προκάλεσε ο σκηνοθέτης της και η προσέγγισή του στη δουλειά: «Ο Στίβεν δουλεύει πολύ σκληρά και σκέφτεται πολύ σκληρά, αλλά είναι σαν παιχνίδι γι’ αυτόν, γιατί έχει την απορροφητικότητα και την ελευθερία ενός παιδιού. Η σκηνοθεσία του είναι αυτοσχεδιαστική, κάτι που με σόκαρε. Δεν ήξερα τι να περιμένω, αλλά φτάσαμε στα γυρίσματα και δεν κάναμε πρόβες. Αυτό με εξέπληξε πραγματικά. Αντ’ αυτού απλά ξεκίνησαμε να τραβάμε κι εκείνος συνδύαζε διαφορετικά πράγματα. Ήταν αυθόρμητο και συναρπαστικό». 


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr