Δημήτρης Σωτάκης: Ο κανίβαλος, η Ρουμανία και η εξομολόγηση της γραφής

Ο ταλαντούχος συγγραφέας μας μιλάει για το βιβλίο του «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

«Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» του Δημήτρη Σωτάκη είναι ένα βιβλίο που ξεχωρίζει, όπως άλλωστε και ο ίδιος του ο συγγραφέας.

Σε μία εποχή που ο κόσμος της λογοτεχνίας χαρακτηρίζεται από μία σχεδόν εμμονική προσήλωση -εν είδει αυτοσκοπού- στις ανατροπές που θα συναντήσει ο αναγνώστης στις σελίδες ενός βιβλίου, ο Δημήτρης Σωτάκης έρχεται να «παίξει» με αυτή τη συνήθεια, με τον πλέον έντιμο τρόπο. Αρκεί να διαβάσει κανείς το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» για να διαπιστώσει ότι καμία φορά σημασία δεν έχει μόνο η πρόσκρουση, αλλά και η πορεία της πτώσης...

Ο Δημήτρης Σωτάκης μίλησε στο protothema.gr για το βιβλίο του:

Σας παίδεψε ο τίτλος ή σας οδήγησε μόνο του το κείμενο; Τον θεωρείτε ριψοκίνδυνη επιλογή;
Δεν μπορώ να ξεκινήσω να γράφω ένα μυθιστόρημα. αν δεν γνωρίζω ήδη τον τίτλο του. Στη συγκεκριμένη δουλειά μου, ο τίτλος είναι ιδιαίτερα περιγραφικός, μεγάλος σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία μου και στ’ αλήθεια δίνει ένα σαφές στίγμα για την ατμόσφαιρα του κειμένου. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν τον θεωρώ ριψοκίνδυνο, μιας που ταιριάζει στο ύφος και στο όλο «άρωμα» που προκύπτει απ’ την πλοκή. 
 
Σε μία εποχή όπου κυριαρχούν τα crime novels και ζητούμενο για πολλούς αναγνώστες είναι οι ανατροπές επί ανατροπών, πόσο εύκολο είναι το εγχείρημα του «Κανίβαλου που έφαγε έναν Ρουμάνο»; Πόσο απλή είναι τελικά η μετάβαση στη δεύτερη ανάγνωση;

Είναι εύστοχη η ερώτησή σας, αφού θεωρώ ότι το βιβλίο μου, κατά κάποιο τρόπο, ανατρέπει τη λογική της ανατροπής ως λογοτεχνικό εύρημα και ακολουθεί μια γραμμική σειρά στην αφήγησή του. Έχω την εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια το ζητούμενο της ανατροπής στη λογοτεχνία έχει γίνει ένα είδος εμμονής και έχει αναπαραχθεί με χίλιους δυο τρόπους. Στον «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» αισθάνθηκα την ανάγκη να διηγηθώ μια ιστορία ανθρωποκεντρική χωρίς την αγωνία ακροβατισμών, αφήνοντας τον πυρήνα του μυθιστορήματος να ξεδιπλωθεί αβίαστα στα μάτια του αναγνώστη. Σαφώς και κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας και μια δεύτερη ανάγνωση, η οποία  μπορεί να ρίξει φως στα συμβολικότερα μέρη του βιβλίου, σε ό, τι χρειάζεται-θα έλεγα-περισσότερη ενδοσκόπηση. 
 
Κάνουμε ακόμα ακραία πράγματα για την αγάπη; Ή έχουμε γίνει πιο μετριοπαθείς;
Ελπίζω πως ναι. Πάει καιρός που εγώ έφτασα στα δικά μου όρια, όμως αν ακυρώσουμε και αυτή τη συνθήκη, όλα θα γίνουν δυσκολότερα. Η αγάπη ως κινητήριος δύναμη μπορεί όχι μόνο να μεταμορφώσει έναν άνθρωπο, αλλά και να χαρτογραφήσει εκ νέου τον ψυχισμό του, να επαναπροσδιορίσει την ίδια του τη φύση. Και εδώ που τα λέμε, αν δεν μπορεί να κάνει κανείς για την αγάπη ακραία πράγματα, τότε για τι μπορεί; 

Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να ξεχωρίσει; Σας απασχόλησε ποτέ αυτό;
Δε θα μπορούσε να με απασχολήσει σε λειτουργικό επίπεδο, αλλά σε καθαρά θεωρητικό. Όταν γράφω, δε σκέφτομαι την αποδοχή, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ως μια εξομολογητική διαδικασία ή έστω ως μια λογοτεχνική πρόταση. Αν σκέφτεσαι τον τρόπο που θα ξεχωρίσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αλλοιωθεί η δουλειά σου, να φιλτραριστεί μέσα από παραμέτρους που δεν έχουν σχέση με το πραγματικό σου Έργο. Ένας ασκημένος αναγνώστης ή ένας κριτικός, άλλωστε, μοιραία θα σε ξεχωρίσει αν αξίζει τον κόπο αυτό που κάνεις ή τέλος πάντων αν αφορά ένα σώμα αναγνωστών, στο οποίο αυτομάτως απευθύνεσαι.  
 
Ποια είναι τα δικά σας αγαπημένα βιβλία; Οι αγαπημένες σας μουσικές, οι αγαπημένες σας ταινίες;
Αγαπώ τα βιβλία του Τόμας Μπέρνχαρντ, του Χούλιο Κορτάσαρ, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Γεώργιου Βιζυηνού.  Λατρεύω τη «Σκάλα» του Σωκράτη Καψάσκη, το «Κάτω από τη Γη», του Μικ Τζάκσον και τους Ρώσους κλασικούς. Πάντα μου άρεσε η βρετανική μουσική, η ποπ μουσική από τα 60’s μέχρι και σήμερα. Δύο αγαπημένοι σκηνοθέτες που μου έρχονται στο μυαλό, ο Μίχαελ Χάνεκε και ο Χούλιο Μέδεμ. 
 
Η επιλογή της Ρουμανίας ήταν τυχαία για εσάς, όπως ήταν και για τον πρωταγωνιστή;
Μάλλον ναι. Ήξερα κυρίως τι ακριβώς δεν ήθελα. Δεν ήθελα, λοιπόν, για ήρωα, έναν κάτοικο της λεγόμενης δυτικής Ευρώπης, δεν με έλκυε η ιδέα να είναι, για παράδειγμα, Βέλγος ή Άγγλος. Από την άλλη, δεν τον ήθελα και πολύ κοντινό γείτονα μας, Βούλγαρο, ας πούμε, ή Τούρκο. Η περίπτωση της Ρουμανίας μου ακουγόταν καλή, ακόμα και ηχητικά, η συνεύρεση του Ρ με το Μ, κι από κει και πέρα μια μεγάλη έρευνα που ξεκίνησε για τόσες λεπτομέρειες που έπρεπε να γνωρίζω για τη χώρα, από την αναλυτική Γεωγραφία της μέχρι ένα απλό παραδοσιακό πιάτο. Τα Βαλκάνια είναι ένας πολύ ενδιαφέρων, ανεξιχνίαστος τόπος, για τον οποίον δε γνωρίζουμε πολλά και, αξίζει τον κόπο να τον εξερευνήσουμε. 

Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες. Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις που εισπράττετε από τους αναγνώστες;
Οι πρώτες εντυπώσεις είναι πολύ ικανοποιητικές και θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω τους πιστούς αναγνώστες μου, που χρόνια τώρα ακολουθούν με αφοσίωση τη δουλειά μου, καθώς και τις εκδόσεις Κέδρος για τη συνεχή φροντίδα τους. Γνωρίζουμε όλοι ότι και ο χώρος του βιβλίου περνάει τη δική του κρίση και θα ήταν καλό να καταστρωθεί μια έξυπνη στρατηγική με σκοπό την αύξηση του αριθμού των αναγνωστών στην Ελλάδα, που ούτως ή άλλως δεν είναι και πάρα πολλοί. 
 
Ως συγγραφέας έχετε μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και έχετε κερδίσει βραβεία. Τι επιθυμείτε, αλλά και τι σχεδιάζετε, για το μέλλον;
Θέλω να γράψω μερικά καλά βιβλία, αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Αν μείνω στη μνήμη των ανθρώπων ως ένας συγγραφέας που ξεχώρισε με τη δουλειά του, δε χρειάζομαι τίποτα άλλο. Για να μην παρεξηγηθώ, είμαι ευγνώμων που τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί και έχουν αποσπάσει αυτές τις διακρίσεις, όμως το ζητούμενο είναι η σταθερή ποιότητα της δουλειάς ενός συγγραφέα, πράγμα καθόλου αυτονόητο. Αυτή την εποχή ασχολούμαι με την συγγραφή ενός θεατρικού έργου, καθώς και με ένα καινούριο μυθιστόρημα που μόλις ξεκίνησα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» είναι ένα μυθιστόρημα για τα μυστικά και τις επιθυμίες του υποσυνείδητού μας, για τη ζωή που ποτέ δεν τολμήσαμε να ζήσουμε και για το πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε ώστε να κατακτήσουμε την ευτυχία: Ο Ζέριν, ένας μοναχικός εργένης, ζει σε μια ήσυχη παραθαλάσσια πόλη απολαμβάνοντας την ανέμελη ζωή που του προσφέρει η οικονομική του άνεση. Περνάει τις μέρες του χωρίς κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον, με μοναδική εξαίρεση την ανεξήγητη έλξη του για τη Ρουμανία, για την οποία γνωρίζει πολλά χωρίς ποτέ να την έχει επισκεφθεί. Ξαφνικά μαθαίνει ότι στην περιοχή έχει εγκατασταθεί μια οικογένεια Ρουμάνων και, χωρίς να χάσει χρόνο, τους προσεγγίζει και προσπαθεί να γίνει πολύτιμο κομμάτι της ζωής τους. Ένας αγώνας έρωτα και τρέλας ξεκινά και από τις δύο πλευρές, που αναπόφευκτα οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και επαναπροσδιορισμό ρόλων.

Λίγα λόγια για τον Δημήτρη Σωτάκη
Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η πράσινη πόρτα, Η παραφωνία, Ο Άνθρωπος Καλαμπόκι, Το θαύμα της αναπνοής, Ο θάνατος των ανθρώπων, Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον, Η  ιστορία ενός σούπερ μάρκετ, Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο. Το θαύμα της αναπνοής (2009) τιμήθηκε με το βραβείο Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, καθώς και για το βραβείο Jean Monnet στη Γαλλία. Βιβλία του κυκλοφορούν στα γαλλικά, σερβικά, τουρκικά, ολλανδικά, ιταλικά και κινεζικά.





Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr