Δήμος Μούτσης: Τα... κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα της μουσικής δημιουργίας του
Πρωτοποριακός και αντισυμβατικός, με έμφυτο μουσικό ταλέντο, μελωδικός αλλά και εκρηκτικός πάντρεψε τη μουσική με την ποίηση και άνοιξε νέους δρόμους στο ελληνικό τραγούδι
«Ένας κλασικός συνθέτης και ένας ρεμπέτης μπορούν να έχουν την ίδια καλλιτεχνική αξία» διαβεβαίωσε ένα βράδυ του 1967 ο σπουδαίος ποιητής Νίκος Γκάτσος τον νεαρό, ανήσυχο συνθέτη που τον πλησίασε δειλά ζητώντας του να τού δώσει στίχους για τις μουσικές του. Κι ήταν αυτή η μικρή αλλά τόσο ουσιαστική φράση που ξεκλείδωσε επί της ουσίας τα πολλά και διαφορετικά «δωμάτια» της μουσικής ιδιοφυίας του Δήμου Μούτση, που τον απελευθέρωσε και τού επέτρεψε να αποτυπώσει σε νότες το ορμητικό μουσικό ποτάμι της έμπνευσής του η οποία στάθηκε καθοριστική για την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού.
Γιατί ο Δήμος Μούτσης, που έφυγε χθες από τη ζωή στα 86 του χρόνια, αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα και πλέον επιδραστικά κεφάλαια στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ήταν εκείνος που υπέγραψε κάποια από τα πιο αγαπημένα και διαχρονικά κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας, αυτός που τραγουδήθηκε από τις μεγάλες φωνές, όπως ο Μπιθικώτσης και η Μοσχολιού, και σύστησε αξιόλογους νέους ερμηνευτές, όπως η ο Μητσιάς, ο Μητροπάνος, η Γαλάνη και η Πρωτοψάλτη, και δεν δίστασε να συγκεράσει τις επιρροές του Χατζιδάκι και του Βαμβακάρη με τον ηλεκτρονικό ήχο.
Πρωτοποριακός και διαχρονικά αντισυμβατικός, με έμφυτο μουσικό ταλέντο, λαϊκός αλλά και συνάμα κλασικός και σύγχρονος, μελωδικός αλλά και σκληρός, αληθινός, ευθύς αλλά και εκρηκτικός και ιδιόρρυθμος και μοναχικός, πάντρεψε τη μουσική με την ποίηση και άνοιξε νέους δρόμους στο ελληνικό τραγούδι αλλάζοντας ριζικά το εγχώριο μουσικό τοπίο.Το πείσμα, εξάλλου, ήταν ένα στοιχείο που τον χαρακτήριζε από την παιδική του ηλικία, τότε που στα επτά του μόλις χρόνια απαίτησε φτωχή οικογένειά του που τον μεγάλωνε στον Πειραιά να μάθει μουσική, χωρίς να έχει καν εκτεθεί σε καμιά μουσική επιρροή. Κι όμως η μητέρα του, μια γυναίκα αποφασιστική αλλά και σκληρή, ανταποκρίθηκε απρόσμενα στο πιεστικό αίτημά του και τον έγραψε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο» προκειμένου να κάνει μαθήματα βιολιού. Μεγαλώνοντας τα βήματά του τον οδήγησαν στο Εθνικό Ωδείο όπου ολοκλήρωσε τις μουσικές σπουδές του, ως αριστούχος, μάλιστα, για να ξεκινήσει αμέσως μετά το επίσημο μουσικό ταξίδι του το οποίο έμελλε να διαρκέσει πάνω από μισό αιώνα.
Από πρώτα μεγάλα τραγούδια στον επαναστατικό «Άγιο Φεβρουάριο»Ήταν ο ακριβός ποιητικός λόγος του καλλιτεχνικού πνευματικού του πατέρα Νίκου Γκάτσου που τον ενέπνευσε να γράψει τα πρώτα τραγούδια του αποδεικνύοντας, από τα παρθενικά του κιόλας βήματα, πως είχε τη στόφα ενός μεγάλου συνθέτη. Από το «Βρέχει ο Θεός», το «Μη μού χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα» και την «Πειραιώτισσα» με τον ερμηνευτή τον Σταμάτη Κόκκοτα και το «Σ’ έβλεπα στα μάτια» με την ανεπανάληπτη Βίκυ Μοσχολιού μέχρι το «Αύριο πάλι» με τον σπουδαίο Γρηγόρη Μπιθικώτση και το «Μ’ ένα παράπονο» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Μανώλη Μητσιά, ο Δήμος Μούτσης τροφοδότησε το ελληνικό ρεπερτόριο των τριών τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του ’60 με λαϊκούς ύμνους που μίλησαν στις καρδιές των ανθρώπων και κέρδισαν τη δύσκολη μάχη με τον χρόνο.
Ο κορεσμός και το αίσθημα του ανικανοποίητου
Ο ίδιος, βέβαια, δεν κατάφερε να απολαύσει την εποχή εκείνη της καθολικής επιτυχίες: «Δεν θέλω να θυμάμαι εκείνη την κατάσταση του “δούλου”, που του έδιναν ένα χαρτί και του έλεγαν: “Φέρε αύριο πέντε τραγούδια”. Καλύτερα να μην ξαναρχόταν αυτή η εποχή. Καλύτερα σήμερα η σιωπή μου παρά εκείνη η φρίκη που δεν μπορούσα να επιλέξω μέσα σε εκείνη τη φάμπρικα-εταιρεία όπου δούλευα», δήλωνε πριν από λίγα χρόνια παραδεχόμενος πως στα τέλη του ’70, ένιωθε τόσο εγκλωβισμένος και μπουχτισμένος που σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αποσυρθεί.
Κάπου εκεί ολοκληρώνεται η εποχή της συνεργασίας του με τους ερμηνευτές και ξεκινά ένας νέος κύκλος, καθαρά προσωπικός πλέον, με τον ίδιο να γράφει και να ερμηνεύει τα τραγούδια του. Και σε αυτό τον διπλό ρόλο ανταποκρίνεται επάξια αποδεικνύοντας ότι ένας ολοκληρωμένος δημιουργός μπορεί να σταθεί ως μονάδα πάνω σε μια σκηνή και να μεταμορφωθεί σε ιδανικό υπερασπιστή των μουσικών δημιουργημάτων του. Εμφανίζεται σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας και τραγουδά παλιά αλλά και νέα πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια του, όπως το πρωτοποριακό «Γουώκμαν» και το σουρεαλιστικό «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει», σχεδόν πάντα με τα μάτια κλειστά, για να μπορεί να ταξιδεύει στον δικό του ιδανικό κόσμο.
Λόγια κυνικά από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει δημιουργήσει τόσα βαθιά συναισθηματικά τραγούδια που επιβεβαιώνουν, για πολλοστή φορά την αντιφατική φύση του, την ροπή του προς τα άκρα, την ορμή των παθών του, στοιχεία τα οποία ουδέποτε προσπάθησε να κρύψει. Όπως εξάλλου είχε δηλώσει κάποτε με νόημα «οι πραγματικά μεγάλοι καλλιτέχνες, πολλές φορές είναι πάρα πολύ κακοί. Αλλά γι’ αυτό είναι και μεγάλοι»
Ειδήσεις σήμερα:
Κοινές δηλώσεις Μητσοτάκη - Ζελένσκι: Ακούσαμε μεγάλη έκρηξη, ο πόλεμος εδώ γίνεται κάθε μέρα, όχι μόνο στο μέτωπο
Κέιτ Μίντλετον: «Αφήστε την ήσυχη, υπάρχει λόγος που η οικογένεια δεν μιλάει», λέει για την υγεία της ο θείος της
Επίσκεψη Μητσοτάκη στην Οδησσό: Η ανταπόκριση της ΕΡΤ μετά το χτύπημα κοντά στην ελληνική αποστολή – Δείτε βίντεο
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr