Μία ακόμη γνώμη για την περίπτωση της καθαρίστριας

Η υπόθεση με την καταδίκη, από το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, σε   10 χρόνια κάθειρξη, για απάτη με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος [άλλως, του περιβόητου ν. 1608/1950], της 53χρονης καθαρίστριας που εργαζόταν σε παιδικό σταθμό του Δήμου Βόλου, στον οποίον είχε προσληφθεί με πλαστό πτυχίο, είναι, πλέον, παγκοίνως γνωστή, αφού έχει προσλάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας.

Δημοσιογραφικά, οι ποινικολογούντες γράφοντες εστιάζουν (και ορθώς) στον άδικο χαρακτήρα αυτής της εξοντωτικής ποινής, που επιβλήθηκε σε μία γυναίκα, που, αναμφισβητήτως, δούλεψε και, επομένως, δεν είναι κατανοητό το πώς ζημιώθηκε ο Δήμος.

Εξ άλλου, μέχρι και πρόσφατα, το 2015, ο Άρειος Πάγος δεχόταν ρητώς ότι, εφόσον ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματική εργασία, που ανταποκρινόταν στον σκοπό, για τον οποίον προσλήφθηκε, τότε, δεν υπάρχει ζημία του Δημοσίου – εργοδότη, ακόμη κι αν ο εργαζόμενος προσλήφθηκε με πλαστό πτυχίο, ή άλλον, παράνομο τρόπο. Πάντως, η μεταστροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου, στο ζήτημα αυτό, έχει συναντήσει ισχυρό επικριτικό αντίλογο από σύσσωμη τη Θεωρία του Ποινικού Δικαίου και όχι μόνον.

Κάπου – κάπου, επίσης δημοσιογραφικά, άλλοι εστιάζουν στην ανάγκη να καταργηθεί ο νόμος - απολίθωμα για τους καταχραστές του Δημοσίου.

Αμφότερες οι παραπάνω θέσεις, είναι, κατά την γνώμη μου, ορθές. Πλην όμως, δεν έχω δει, μέχρι και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μία προσέγγιση, που να αναδεικνύει το πόσο νομικώς εσφαλμένη υπήρξε η συγκεκριμένη απόφαση, αφού:

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, σε ανακοίνωσή της, στις 23.11.2018, επισήμανε την ανάγκη κατάργησης του ν. 1608/1950, με το επιχείρημα ότι «η αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανής».

Η θέση αυτή της Ενώσεως, όπως επίσης και η ταυτόχρονη, αλλά και ανάλογη, ανακοίνωση της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος, επιχειρεί, προφανώς, να μεταθέσει το θέμα στον εφαρμοσθέντα νόμο καθ’ εαυτόν, και όχι στην ορθή ή μη εφαρμογή του.

Οι δύο ανωτέρω ανακοινώσεις, καθώς κι επίσης, η, διά των ανακοινώσεων αυτών, εκφραζόμενη θέση [που υιοθετείται από πολλούς] είναι εντελώς αποπροσανατολιστική και δεν θα έπρεπε να συνδέεται με τη συγκεκριμένη υπόθεση, δηλαδή, την υπόθεση της καθαρίστριας.

Για τους αναγνώστες που μας έχουν τιμήσει, διαβάζοντας μέχρι και εδώ, το παρόν κείμενο, εξηγούμαι:

Ο εν λόγω νόμος 1608/1950, για να εφαρμοστεί, απαιτεί ο κατηγορούμενος να έχει ζημιώσει το Δημόσιο και να έχει, τουλάχιστον, επιδιώξει να λάβει ως παράνομη ωφέλεια, το λιγότερο, 150.000 ευρώ.

Στην περίπτωση της καθαρίστριας, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου, έγινε το εξής: Αθροίστηκαν όλες οι μηνιαίες αποδοχές, που είχε λάβει αυτή, στη διάρκεια των, περίπου, 20 ετών, που εργάστηκε, προκειμένου να ξεπερασθούν τα 150.000 ευρώ και εφαρμοσθεί ο νόμος περί καταχραστών του Δημοσίου.

Η εν λόγω καθαρίστρια, πάντως, προσκόμισε, όπως ομολόγησε, το νοθευμένο πτυχίο της, μία φορά μόνο, το 1996, κατά την αρχική πρόσληψή της. Αυτό, όμως, σημαίνει, ότι, η καθαρίστρια αυτή, μόνο μία φορά είπε ψέματα και εξαπάτησε τον Δήμο, δηλαδή, τη χρονική στιγμή, που προσκόμισε το πλαστό πτυχίο.

Ο Άρειος Πάγος, με σειρά αποφάσεών του [ακόμη και με πολύ πρόσφατες, φετινές], έχει κρίνει ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτή της καθαρίστριας, δεν επιτρέπεται να συνυπολογίζονται οι μηνιαίες αποδοδοχές, που ο εργαζόμενος λάμβανε διαχρονικά, δηλαδή, με άλλα λόγια, ότι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η απάτη δεν τελείται «εξακολουθητικά», αλλά μόνο μία φορά [«άπαξ τελουμένη»], με την προσκομιδή του πτυχίου. Μάλιστα, μόνον την προηγούμενη βδομάδα, στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δύο παρόμοιες υποθέσεις παραγράφηκαν, με ακριβώς αυτό το σκεπτικό και με αναφορά σε πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου [ιδίως, την Α.Π. 128/2018, που είναι αναρτημένη στο www.areiospagos.gr και μπορεί να έχει πρόσβαση οποιοσδήποτε]!

Οι παραπάνω, συνεπώς, παραδοχές του δικαστηρίου της Λάρισας, αναγκαστικώς σημαίνουν ότι, παρανόμως συνυπολογίσθηκαν οι μηνιαίες αποδοχές, που η καθαρίστρια είχε λάβει κατά το διάστημα της εργασίας της και, συνακόλουθα, ότι εντελώς εσφαλμένα εφαρμόσθηκε ο ν. 1608/1950.

Ίσως, τώρα, λοιπόν, να καθίσταται φανερό τί εννοώ, όταν λέω ότι, η θέση για την ανάγκη κατάργησης του ν. 1608/50 είναι εντελώς αποπροσανατολιστική: Ναι, ο νόμος αυτός πρέπει να καταργηθεί, αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έπρεπε, έτσι κι αλλιώς, να εφαρμοσθεί.

Ασφαλώς, το παραπάνω, δεν είναι το μόνο επιχείρημα, που μπορεί να επικαλεσθεί κάποιος, ως σφάλμα, στην καταδικαστική αυτή απόφαση. Είναι, όμως, ένα που, δημοσιογραφικά, τουλάχιστον, δεν έχει αναδειχθεί, παρά την, κατά τη γνώμη μου, σπουδαιότητά του.

Ήδη, η καταδικαστική απόφαση σε βάρος της 53χρονης ανεστάλη μέχρι τη συζήτηση της αναίρεσης στον Άρειο Πάγο. Ελπίζω και πιστεύω ότι, η άδικη και εσφαλμένη, νομικά, απόφαση θα αναιρεθεί, με το παραπάνω, μάλιστα, σκεπτικό. Η δε κατακραυγή, που έχει ξεσπάσει, δεν αποκλείεται να τονώσει το αίσθημα ευθύνης των δικαστών.


* Ο Στέλιος Γ. Παναγιωτάκης είναι δικηγόρος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr