Αυτή η μπάντα θα σώσει το Rock'n'Roll
Αυτή η μπάντα θα σώσει το Rock'n'Roll
Με το τρίτο album τους, «Suburbs», οι Arcade Fire βρίσκονται στο χείλος της ανάδειξής τους στο απόλυτο νέο super group της εποχής τους...
UPD:
Με το τρίτο album τους, «Suburbs», οι Arcade Fire βρίσκονται στο χείλος της ανάδειξής τους στο απόλυτο νέο super group της εποχής τους.
Στοιχισμένοι γύρω από το ζεύγος του Γουίν Μπάτλερ και της Ρεζίν Τσασάν, τα μέλη του γκρουπ απολαμβάνουν μια τρομερή δόξα στην παγκόσμια ροκ κοινότητα ως οι ψύχραιμοι, «μυαλωμένοι» μουσικοί που έβαλαν το εναλλακτικό ροκ στον Λευκό Οίκο.
Ακολουθώντας μια παράδοση συγκροτημάτων όπως οι REM, οι 10.000 Maniacs και οι Replacements, οι Arcade Fire κλίνουν σε μια «φιλολογική» αντίληψη του ροκ, με στίχους πολλαπλών αναγνώσεων και μελωδίες που δανείζονται γενναία από το «σεβάσμιο» παρελθόν, για να δημιουργήσουν εκείνο το στυλ που είναι πολύ κουλ να ακούει κανείς στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους, στα στέκια «παραγωγής ιδεών» και στα hip μπαρ.
Με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους κατάφεραν να γίνουν το όνομα που η κριτική κοινότητα αγκάλιασε με θέρμη. Αυτή τη στιγμή κάθε φεστιβάλ ανά τον κόσμο θεωρεί υποχρεωτικό να τους έχει ως κεντρικό όνομα στη σκηνή του. Ωστόσο, στο «Suburbs» οι Arcade Fire φέρονται να έχουν αλλοτριωθεί -ήδη!- από τον ιό της ηγετικής θέσης τους στα πράγματα και να παίζουν μουσική που με κάποιον άχαρο τρόπο προεξοφλεί την κριτική αποδοχή της από τα κραταιά έντυπα αυτού του κόσμου. Αυτό που αποπνέει η μπάντα του Μπάτλερ στο «Suburbs» είναι μια στιχουργική προβληματική που έχει εξαντληθεί αποτελεσματικά στη δεκαετία του ’70 και μια μουσική αμήχανη μάλλον, μέσα στον ψυχαναγκασμό της να ακουστεί έντεχνη και έγκριτη.
Φαντάζομαι, όλη η ντόπια κοινότητα της «έντεχνης», σοβαρής μουσικής που έως τώρα επαναλάμβανε σε λούπα ότι αποδέχεται από το διεθνές ρεπερτόριο μόνο τον Πίτερ Γκάμπριελ, τον Στινγκ και τον Νικ Κέιβ, θα πλουτίσει την παλέτα αναφορών της με τους Arcade Fire για να νιώθει μέσα στα πράγματα. Ουσιαστικά το «Suburbs» (από τον τίτλο του προϊδεάζεται ο ακροατής ότι θα ακούσει μια «εύκολη» κριτική για τα προάστια που κοιμίζουν τις συνειδήσεις) είναι ένα μέτριο άλμπουμ αντι-ροκ στην ψυχή του και με αναιμικό προσανατολισμό. Δεν ξέρει πού θέλει να το πάει - στο νεοκυματικό νεύρο; Στην «προοδευτική» μελωδία;
Στο μέινστριμ ροκ των 80‘s; Στο καλοτεχνίτικο, φοιτητικό ροκ;- και ντύνεται ένα περισπούδαστο, πλην άχρωμο μανδύα με γειωμένη, συντηρητική άποψη για να ακινητοποιήσει ένα κοινό που έχει μάθει να συμπεριφέρεται παρορμητικά απέναντι στα ακούσματά του. Οι Arcade Fire δεν θα γραφούν ως σωτήρες στο αυριανό ιστορικό βιβλίο της παγκόσμιας ροκ κουλτούρας, αλλά ως «καλαμαράδες» ρόκερ που έβγαλαν το ροκ από τον φυσικό του χώρο -τον δρόμο- και το έμπασαν στο πνευματικό κέντρο των προαστίων με τις λειψές βιβλιοθήκες.
Στοιχισμένοι γύρω από το ζεύγος του Γουίν Μπάτλερ και της Ρεζίν Τσασάν, τα μέλη του γκρουπ απολαμβάνουν μια τρομερή δόξα στην παγκόσμια ροκ κοινότητα ως οι ψύχραιμοι, «μυαλωμένοι» μουσικοί που έβαλαν το εναλλακτικό ροκ στον Λευκό Οίκο.
Ακολουθώντας μια παράδοση συγκροτημάτων όπως οι REM, οι 10.000 Maniacs και οι Replacements, οι Arcade Fire κλίνουν σε μια «φιλολογική» αντίληψη του ροκ, με στίχους πολλαπλών αναγνώσεων και μελωδίες που δανείζονται γενναία από το «σεβάσμιο» παρελθόν, για να δημιουργήσουν εκείνο το στυλ που είναι πολύ κουλ να ακούει κανείς στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους, στα στέκια «παραγωγής ιδεών» και στα hip μπαρ.
Με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους κατάφεραν να γίνουν το όνομα που η κριτική κοινότητα αγκάλιασε με θέρμη. Αυτή τη στιγμή κάθε φεστιβάλ ανά τον κόσμο θεωρεί υποχρεωτικό να τους έχει ως κεντρικό όνομα στη σκηνή του. Ωστόσο, στο «Suburbs» οι Arcade Fire φέρονται να έχουν αλλοτριωθεί -ήδη!- από τον ιό της ηγετικής θέσης τους στα πράγματα και να παίζουν μουσική που με κάποιον άχαρο τρόπο προεξοφλεί την κριτική αποδοχή της από τα κραταιά έντυπα αυτού του κόσμου. Αυτό που αποπνέει η μπάντα του Μπάτλερ στο «Suburbs» είναι μια στιχουργική προβληματική που έχει εξαντληθεί αποτελεσματικά στη δεκαετία του ’70 και μια μουσική αμήχανη μάλλον, μέσα στον ψυχαναγκασμό της να ακουστεί έντεχνη και έγκριτη.
Φαντάζομαι, όλη η ντόπια κοινότητα της «έντεχνης», σοβαρής μουσικής που έως τώρα επαναλάμβανε σε λούπα ότι αποδέχεται από το διεθνές ρεπερτόριο μόνο τον Πίτερ Γκάμπριελ, τον Στινγκ και τον Νικ Κέιβ, θα πλουτίσει την παλέτα αναφορών της με τους Arcade Fire για να νιώθει μέσα στα πράγματα. Ουσιαστικά το «Suburbs» (από τον τίτλο του προϊδεάζεται ο ακροατής ότι θα ακούσει μια «εύκολη» κριτική για τα προάστια που κοιμίζουν τις συνειδήσεις) είναι ένα μέτριο άλμπουμ αντι-ροκ στην ψυχή του και με αναιμικό προσανατολισμό. Δεν ξέρει πού θέλει να το πάει - στο νεοκυματικό νεύρο; Στην «προοδευτική» μελωδία;
Στο μέινστριμ ροκ των 80‘s; Στο καλοτεχνίτικο, φοιτητικό ροκ;- και ντύνεται ένα περισπούδαστο, πλην άχρωμο μανδύα με γειωμένη, συντηρητική άποψη για να ακινητοποιήσει ένα κοινό που έχει μάθει να συμπεριφέρεται παρορμητικά απέναντι στα ακούσματά του. Οι Arcade Fire δεν θα γραφούν ως σωτήρες στο αυριανό ιστορικό βιβλίο της παγκόσμιας ροκ κουλτούρας, αλλά ως «καλαμαράδες» ρόκερ που έβγαλαν το ροκ από τον φυσικό του χώρο -τον δρόμο- και το έμπασαν στο πνευματικό κέντρο των προαστίων με τις λειψές βιβλιοθήκες.
UPD:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα