Το χρονικό της κρίσης
lygeros_stavros

Σταύρος Λυγερός

Το χρονικό της κρίσης

Πολλοί μιλούσαν στην Ευρώπη για κίνημα των στρατιωτικών - Ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις


Η απειλή πραξικοπήματος συνόδευε τον Ερντογάν από την πρώτη στιγμή που το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές του 2002 και σχημάτισε κυβέρνηση. Το μετακεμαλικό καθεστώς ήλεγχε τότε όχι μόνο τις Ενοπλες Δυνάμεις, αλλά και την Αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες, το δικαστικό σώμα και τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς.
Κλείσιμο

Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ο αρχηγός του, όμως, είχαν ένα σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα που εκείνα τα κρίσιμα χρόνια τούς βοήθησε να επιβιώσουν στην εξουσία και σταδιακά να θέσουν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμους τομείς του κράτους.  Η Ουάσινγκτον και η Ευρώπη αντιμετώπιζαν τον Ερντογάν ως εκφραστή ενός ήπιου και κυρίως δυτικόφιλου πολιτικού Ισλάμ. Προσδοκούσαν αφενός την αποδόμηση με δημοκρατικό τρόπο του αρτηριοσκληρωτικού και αυταρχικού μετακεμαλικού καθεστώτος, αφετέρου την ανάδειξη της Τουρκίας σε πρότυπο για τις άλλες μουσουλμανικές χώρες.

 Ας σημειωθεί ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υποστήριζε σαφώς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. πριν σχηματίσει κυβέρνηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, μάλιστα, ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις για μέτρα εκδημοκρατισμού ως μέσο αποδυνάμωσης των αντιπάλων του και κατ’ αντιδιαστολή ως μέσο ενίσχυσης της δικής του εξουσίας. Προβάλλοντας τις αναγκαίες για την προώθηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταρρυθμίσεις, κατάφερε να ξηλώσει σταδιακά το θεσμικό-νομικό πλέγμα μέσω του οποίου οι στρατηγοί ποδηγετούσαν την πολιτική ζωή.

 Παρά τις αλλεπάλληλες συνωμοσίες, αφενός οι αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες των Νεοοθωμανών, αφετέρου η αμερικανική εύνοια λειτούργησαν εκείνα τα χρόνια σαν ομπρέλα προστασίας και από τις απόπειρες πραξικοπήματος και από τις δικαστικές διώξεις. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν θα κατάφερνε να ελέγξει σταδιακά κρίσιμους μηχανισμούς, όπως η Αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες, εάν δεν είχε στο πλευρό της το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν.

Ο Γκιουλέν είναι ένας ιμάμης, ηγέτης μιας επιφανειακά θρησκευτικής αδελφότητας. Η εν λόγω αδελφότητα είχε υπό τον έλεγχό της σχολεία, ΜΜΕ και με συνωμοτικό τρόπο είχε καταφέρει να διεισδύσει στους κρατικούς μηχανισμούς. Ετσι, στην κρίσιμη περίοδο τους έθεσε υπό έλεγχο στο όνομα της νόμιμης κυβέρνησης Ερντογάν. Ο Γκιουλέν είχε διωχθεί από το μετακεμαλικό καθεστώς στη δεκαετία του 1990 και είχε καταφύγει στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Αν και δεν ομολογείται, είναι κοινός τόπος ότι η CIA χρησιμοποιούσε τον ιμάμη και το δίκτυό του για να επηρεάζει, αν όχι να διαμορφώνει, τις πολιτικές ισορροπίες στην Τουρκία.  Το 2012 ο Ερντογάν είχε καταφέρει όχι μόνο να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση, συλλαμβάνοντας και διώκοντας δικαστικά στρατηγούς και άλλα σημαντικά στελέχη του μετακεμαλικού κατεστημένου. Το ένα μετά το άλλο τα οχυρά των κεμαλιστών έπεσαν στα χέρια των Νεοοθωμανών. Κατάφερε να προσεταιριστεί κάποιους ανώτατους αξιωματικούς και μέσω αυτών να σπάσει τη μονοκρατορία των κεμαλιστών στο Γενικό Επιτελείο.
Οταν ο Ερντογάν θεώρησε ότι κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού κατεστημένου, άρχισε να συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στα χέρια του και να συμπεριφέρεται σαν ένα είδος σύγχρονου σουλτάνου. Παραλλήλως, άρχισε να ξεδιπλώνει την ατζέντα του αφενός για τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής, αφετέρου για να μετατρέψει την Τουρκία σε σχετικά αυτόνομη περιφερειακή δύναμη.

 Ο διογκούμενος αυταρχισμός του παρόξυνε την αντίθεση όχι μόνο των παραδοσιακών κεμαλιστών, αλλά και των δυτικότροπων μεσοαστικών στρωμάτων. Αν και δεν είχαν καμία ιδεολογική σχέση μαζί του, αρχικά τον είχαν αντιμετωπίσει θετικά. Θεωρούσαν ότι θα ξήλωνε το αυταρχικό μετακεμαλικό καθεστώς και θα διευκόλυνε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.  Η εξέγερση εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν την άνοιξη του 2013 αντανακλούσε ακριβώς αυτή την αντίθεση. Τότε βγήκε με δύναμη στην επιφάνεια το βαθύ ρήγμα της τουρκικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο Τουρκίες. Από τη μία είναι η «βαθιά Τουρκία» που προέρχεται από την Ανατολία, που είναι θρησκευόμενη και εκφράζεται ιδεολογικοπολιτικά από τον Ερντογάν. Είναι αυτή που του δίνει τις εκλογικές νίκες του. Στον αντίποδα κινείται η κοσμική και δυτικότροπη Τουρκία, η οποία απεχθάνεται και τον πρωθυπουργό και το καθεστώς του, αλλά είναι απλώς μία μεγάλη μειονότητα στην Τουρκία.

Οταν ο Ερντογάν θεώρησε ότι απέκτησε τον έλεγχο του κράτους, άνοιξε τον δικό του βηματισμό. Τότε, η Ουάσινγκτον και η Ευρώπη άρχισαν να κάνουν δεύτερες σκέψεις για τον ρόλο του. Σ’ αυτό συνέβαλε και η στάση του εναντίον του Ισραήλ. Το κλίμα στις δυτικές κυβερνήσεις άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει. Τα άλλοτε εγκώμια παραχώρησαν τη θέση τους σε επικρίσεις.  Αν και οι Αμερικανοί απέφυγαν να στραφούν ευθέως εναντίον του Ερντογάν, επιχείρησαν παρασκηνιακά να τον αποδυναμώσουν. Ο Γκιουλέν, μέσω των ερεισμάτων του σε κρίσιμους μηχανισμούς, άρχισε εμμέσως να κοντράρει επιλογές της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα ήταν η διεξαγωγή μυστικής έρευνας σε βάρος της οικογένειας Ερντογάν για διαφθορά.
 Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο ηγέτης της Τουρκίας να εξαπολύσει ανηλεείς διώξεις εναντίον της αδελφότητας. Το γεγονός αυτό έφερε τον «στρατό του ιμάμη» στην ίδια όχθη με τους κεμαλιστές, τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του. Και οι δυο τους, άλλωστε, επηρεάζονταν από την Ουάσινγκτον.

 Δεν είναι σαφές εάν οι ηγέτες του πραξικοπήματος είναι παραδοσιακοί κεμαλιστές ή στελέχη του δικτύου του Γκιουλέν. Το πραξικόπημα απέτυχε επειδή δεν ήταν σαν αυτά που σφράγισαν τη μεταπολεμική ιστορία της Τουρκίας (1960, 1971 και 1980). Εκείνα τα πραξικοπήματα τα έκανε συντεταγμένα η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων ως σύνολο. Αντιθέτως, το προχθεσινό πραξικόπημα το σχεδίασε και το εκτέλεσε μία ομάδα ανώτερων αξιωματικών, η οποία μάλιστα έλεγχε περιορισμένες δυνάμεις. Τις πρώτες ώρες, λόγω του αιφνιδιασμού, φάνηκε ότι το πραξικόπημα είχε πιθανότητες να επικρατήσει. Οι εγκέφαλοι, ωστόσο, διέπραξαν στοιχειώδη σφάλματα. Το κίνημά τους δεν εκδηλώθηκε αργά τη νύχτα, αλλά σε ώρα που ο κόσμος κυκλοφορούσε. 
Πραξικόπημα σε ζωντανή μετάδοση


Οι πραξικοπηματίες δεν φρόντισαν να συλλάβουν αμέσως τον Ερντογάν, τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του. Δεν έκλεισαν τα κανάλια, τις τηλεπικοινωνίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κυρίως δεν είχαν εξασφαλίσει τη σύμπραξη των διοικητών των μεγάλων μονάδων. Το πραξικόπημα εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια των Τούρκων και όλης της ανθρωπότητας. Ο Ερντογάν είχε την ευκαιρία να απευθυνθεί στους νομιμόφρονες αξιωματικούς και να κινητοποιήσει τους οπαδούς του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πραξικοπηματίες να βρεθούν αντιμέτωποι όχι μόνο με την Αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες που ελέγχονταν από την κυβέρνηση, αλλά και με τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων που αντιτάχθηκαν. Οταν μάλιστα οι οπαδοί της νόμιμης κυβέρνησης άρχισαν να κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους, η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς την πλευρά του Ερντογάν. Οι πραξικοπηματίες δεν μπορούσαν να πυροβολούν μαζικά τους διαδηλωτές, όταν μάλιστα η μάχη δεν είχε κριθεί. Οσοι διοικητές τηρούσαν στάση αναμονής περιμένοντας να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι για να βρεθούν στην πλευρά του νικητή. Από εκεί και πέρα oι πραξικοπηματίες περιήλθαν σε δυσμενή θέση. Παρ’ όλα αυτά επανέλαβαν τις επιθέσεις τους, γεγονός που θόλωσε προς στιγμήν το τοπίο. Είναι προφανές ότι μετά την ήττα των πραξικοπηματιών ο Ερντογάν όχι μόνο θα εδραιώσει την εξουσία του στο εσωτερικό, αλλά και θα υποχρεώσει τους επικριτές του στο εξωτερικό να κατεβάσουν τους τόνους - τουλάχιστον για ένα διάστημα. Πάντα σ’ αυτή την περίπτωση, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να εκκαθαρίσει τους κρατικούς μηχανισμούς από κάθε μη φιλικό στοιχείο και να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρικό.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ