Σίφνος καλοκαίρι 2020: Απολλώνειο φως κι αρχαίος πηλός

«Στάσου, μπουρνέλες!», φέτος το καλοκαίρι στο κυκλαδονήσι της Ελένης της ζωγράφου και του κορονοκαιρού.

Ξημέρωμα στον Πειραιά κι η αντάρα στο λιμάνι θυμίζει προ κορωνοϊού εποχή. Κοριτσοπαρέες στο παρθενικό τους ταξίδι στις Κυκλάδες, ζευγάρια με μηχανή για το νησί, αυτοκίνητα που αγκομαχούν στην προβλήτα ζαλωμένα μπαγκαζιέρες. Αν έλειπαν οι μάσκες κι η θερμομέτρηση από τον λιμενικό στην πρύμνη του «Διονύσιου Σολωμού», θα ήταν ένα ταξίδι, όπως παλιά, στο Αιγαίο με το πλοίο της γραμμής.

Σαλπάρω για Σίφνο, να περάσω με τους θείους μου λίγες μέρες «στο νησί του αρχιμάγειρα Τσελεμεντέ, στο σύμπλεγμα των Δυτικών Κυκλάδων μαζί με τη γειτονική Σέριφο, τη Μήλο, την Κίμωλο και την Πάρο», όπως λένε οι ταξιδιωτικοί οδηγοί. Κουβαλώ στο μυαλό μου μια εικόνα λιγάκι μπανάλ και πάντως θολή, παραλίες, ποτά και ξενύχτια ανάκατα από ένα νεανικό καλοκαίρι, άβυσσος χρόνια πριν, με την τότε κολλητή μου.



Καθώς το φέρι ξεμακραίνει από τον Σαρωνικό και σιγά σιγά σβήνουν οι αθηναϊκές συχνότητες στο ραδιόφωνο, αφήνοντας πίσω τους Τούρκους να αλυχτάνε κοντά στο Καστελόριζο, βυθίζομαι στην «Ηλιοφάνεια» με τον Γιώργο Περρή. Με τις παρεμβολές, βεβαίως, του πληρώματος που, δια μεγαφώνου, επαναφέρει τους επιβάτες στην τάξη, καλώντας μας να κρατάμε τις αποστάσεις και να φοράμε τη μάσκα «για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού»-έστω σαν σκουλαρίκι.

Λίγο μετά τη Σέριφο, περιμένω να δω προορισμός Σίφνος αλλά η «πινέζα» του κινητού μου δείχνει «Χερρόνησος», έχει ξεπροβάλλει πια δίπλα μας η γρανιτένια σιλουέτα ενός νησιού. Διαβάζω και διαφωτίζομαι: «το τοπωνύμιο Χερρόνησος, χέρσος ακαλλιέργητος και νήσος, είναι αρχαιοελληνικό ενώ το “Στράτα μου της Χερρόνησος” είναι από τα πιο δημοφιλή δημοτικά τραγούδια της Σίφνου». Εδώ είμαστε!

Με το πού πατάμε την μπουκαπόρτα, σαν συνεννοημένοι όλοι, βγάζουμε με μια κίνηση τις μάσκες κι ακολουθούν γέλια και καλημέρες στην προβλήτα. Από κάπου περιμένω να ακούσω σφυρίχτρες, κορναρίσματα, δυνατές φωνές στα ιταλικά, τη συνήθη φασαρία δηλαδή που πρέπει να έχουν οι Καμάρες Ιούλιο μήνα στις Κυκλάδες, αλλά ας όψεται για την ασυνήθιστη ηρεμία ο Covid-19.

Από τον «Σολωμό» στο «Ματαρόα»

Τις επόμενες μέρες, αυτή η παράξενη γαλήνη που απλώνεται παντού στη Σίφνο, ελλείψει μαζικού τουρισμού λόγω πανδημίας, θα με βοηθήσει τουλάχιστον να γλιστρήσω πιο εύκολα πίσω στον χρόνο, σε εκείνα τα εφηβικά καλοκαίρια της θείας μου, όταν την φιλοξενούσε με τη σειρά της στο σπίτι της στη Σίφνο η αδελφή του πατέρα της, η Ελένη. Τη θυμάμαι αυτή την Ελένη, όταν ήμουν πιτσιρίκι. Έμπαινε στο σαλόνι της Μάγδας, αιθέρια και διάφανη σαν το άνεμο που μελετούσε στα έργα της, χαμήλωνε το γαλάζιο βλέμμα της πάνω μου και κάτι μου έλεγε-δεν θυμάμαι-με τα παριζιάνικα ελληνικά της προτού στρέψει πάλι την προσοχή της σε κάτι αλλόκοτες, στα παιδικά μου μάτια, ζωγραφιές με φωτεινά χρώματα και ζωηρές πινελιές «σαν ακρίδες!», σκεφτόμουν από μέσα μου χασκογελώντας.

Μεγάλη πια, έμαθα για την σπουδαία Ελένη Σταθοπούλου, της αφηρημένης τέχνης. Χριστούγεννα του 1945, λίγο πριν πάρει φωτιά για τα καλά στη μεταπολεμική Ελλάδα το φυτίλι του Εμφυλίου, έμπαινε κι εκείνη σε ένα καράβι, ναυλωμένο από Γάλλους φιλέλληνες, γεμάτο νέους Έλληνες επιστήμονες και καλλιτέχνες. Εμιγκρέδες στο Παρίσι για να σωθούν από διώξεις και να μη σβήσει η πολύτιμη σπίθα του ταλέντου τους μέσα στο σκότος άλλου ενός εθνικού διχασμού.

Συνεπιβάτες της Ελένης σε εκείνο τον θρυλικό πια πλου του μεταγωγικού «Ματαρόα» από τον Πειραιά ως τον Τάραντα της Απουλίας κι από εκεί στο ταξίδι με τρένο για τη Γαλλία, ήταν «ο αφρός της σπουδάζουσας νεολαίας της Ελλάδας». Φερέλπιδες συγγραφείς, αρχιτέκτονες, εικαστικοί, που έγιναν μετά ονόματα-φάροι του ελληνισμού. Ανάμεσά τους, Έλλη Αλεξίου, Σβορώνος, Κριαράς, Αξελός, Καστοριάδης…

Και φυσικά, Αγαμέμνων Μακρής. Ο καταξιωμένος γλύπτης που ξέρουμε όλοι εμείς από την κεφαλή στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν για την Ελένη Σταθοπούλου ένας θυελλώδης, αλλά ατελέσφορος έρωτας. Ως τα εκατό δύο της, όταν έκλεισε το 2016 τον κύκλο της ζωής της, θα τον μελετούσε σπάνια στην Μάγδα την ανιψιά της, «ο Μέμος της».
Αφήνουμε με τη θεία μου τον αμαξωτό δρόμο της Απολλωνίας και παίρνουμε τον ανηφορικό δρόμο για το Άνω Πετάλι βαδίζοντας στα σκούρα πέτρινα σκαλιά με τις λευκές μονοκοντυλιές. Νωρίς το επόμενο πρωί θα συναντήσω μια ηλικιωμένη Σιφνιά να βάφει στα λευκά με λεπτές, σταθερές γραμμές τους αρμούς ανάμεσα στις πλάκες στο σοκάκι της, γονυπετής σαν τάμα από ένα δύσκολο χειμώνα προς το καλοκαίρι.

Λαχανιασμένες φτάνουμε στο ύψωμα της Πατσάνας, μπροστά στο κατώφλι του δίπατου αρχοντικού που υπήρξε της Ελένης. Ανοίγω στην κάμαρή μου το παράθυρο, βαμμένο όπως το ήθελε η ζωγράφος. Όχι στο χαρακτηριστικό μπλε των Κυκλάδων αλλά στο παραδοσιακό της Σίφνου «πράσινο, της αμπέλου». Η ματιά μου αρμενίζει στους χαμηλούς λόφους της Απολλωνίας, στις πεζούλες από ξερολιθιές και τα λευκά σπίτια και τις εκκλησιές του Αρτεμώνα ως αντίκρυ στο Αιγαίο και την Αντίπαρο.

Ώστε μπανάλ το νησί μας, κόρη μου; Σαν να διάβασε τη σκέψη μου στο πλοίο ο πανταχού παρών αέρας της Σίφνου και μου το σκάρωσε το χουνέρι στον όρμο της Φασολούς. Στην αμμουδιά με τα αρμυρίκια, απολαμβάνουμε τις απλωτές μας με θέα το μοναστήρι της πολιούχου Παναγίας της Χρυσοπηγής, από τα διασημότερα προσκυνήματα και πλέον περιζήτητα για γάμους ξωκλήσια των Κυκλάδων.

Ο θρύλος λέει πως κάποτε, ευσεβείς Σιφνιές ατένιζαν ανυποψίαστες το πέλαγος από την αυλή της εκκλησίας ώσπου τις είδαν και τις λιμπίστηκαν κουρσάροι. Για να μην χάσουν την τιμή και τη ζωή τους, η Παναγία ξέκοψε μεμιάς τον βράχο με το μοναστήρι από τη στεριά κρατώντας μακριά τις κόρες από τους πειρατές.

Κολυμπάμε, λοιπόν και χαζεύουμε το μοναχικό σπίτι, γαντζωμένο στην κόψη του γκρεμού, σαν καράβι που πλέει ακίνητο την τράτα Φασολού-Φάρος-Γλυφό ως τη Χρυσοπηγή και πάλι πίσω, στους όρμους της ανατολικής Σίφνου. Την ώρα που βγαίνω από τη θάλασσα και ψάχνω τσουρουφλισμένη από την άμμο να ακουμπήσω στο πλαστικό τις ντελικάτες από το άστυ πατούσες, μια ριπή ανέμου έχει στείλει τη σαγιονάρα μου μάλλον πεσκέσι σε κάποιο αφρόψαρο. Ο γύλος να κάνει πάνω της σερφ κατά Φολέγανδρο κι εγώ ξαναθυμάμαι πάνω στην καυτή άμμο τα χοροπηδητά του παιδικού κουτσού ως τον δρόμο της επιστροφής.

Στον εσπερινό για το Μάτι

Το σούρουπο, πίσω στο Άνω Πετάλι, στον Άγιο Αντύπα της Πατσάνας, ο ίδιος άνεμος θα σηκώσει το άμφιο του παπά-σαν μπέρτα σουπερήρωα ο αθεόφοβος-παίρνοντας για λίγο μακριά τη θλίψη του εσπερινού για το Μάτι. Παραμονή της Αγίας Πελαγίας στο ιστορικό εκκλησάκι του 1636 με την κόγχη-σχολειό στα χρόνια του ‘21, οι Σιφνιοί θα πανηγυρίσουν φέτος τη χάρη Της χωρίς λαούτο, βιολί και το παραδοσιακό αρνάκι μαστέλο με άνηθο μπόλικο αλλά δωρικά, με άρτο και οίνο. Δεν είναι μόνο η οδηγία του social distancing, πιο πολύ είναι η παγωμάρα στη ραχοκοκαλιά όταν, μετά τις ψαλμωδίες των ιερέων, διαβάζονται τα ονόματα των νεκρών, της οικογένειας που ξεκληρίστηκε τότε στην πυρκαγιά συγκλονίζοντας το πανελλήνιο. Για λίγες μέρες μόνο, αν δεν είχε γίνει ό,τι έγινε εκείνη τη μαύρη Δευτέρα της 23ης Ιουλίου του 2018, οι άνθρωποι αυτοί θα είχαν προλάβει να ταξιδέψουν στην αγαπημένη τους Σίφνο, όπως πάντα, για τον Δεκαπενταύγουστο. Τώρα, στον περίβολο του Άγιου Αντύπα, οι Σιφνιοί γίνονται μια προστατευτική αγκαλιά γύρω από τη μάνα. Μια κυρία από την παρέα των θειών μου μού δείχνει με τα μάτια τη μαυροφορεμένη γυναίκα ανάμεσα στους πιστούς. Και δεν τολμώ η δειλή να σηκώσω το βλέμμα μου πάνω της, μήπως δω τον πόνο στο δικό της και, έστω και για μια στιγμή, ταυτιστώ με αυτό που κουβαλά, δυο χρόνια τώρα, στην ψυχή της.

Σε λίγο θα νυχτώσει και δρασκελώ στο λιθόστρωτο να προλάβω στα δίδυμα καμπαναριά του Αι Γιάννη το πορτοκαλί φως. «Αργήσατε φέτος», «αύριο ρεβίθια», «όνειρο ήταν σήμερα η θάλασσα στην Πουλάτη», έτσι περνώντας ξυστά από τα σπίτια σκόρπιες κουβέντες μέσα από τις γρίλιες μισόκλειστων παραθυρόφυλλων. Κι ο ήχος του ντους, το νερό να ξεπλένει την αρμύρα από τα Βρουλίδια και την άμμο τη λαμπερή, σαν σκόνη από ασήμι και χρυσάφι στο Βαθύ. Χνάρι των ευγενών μετάλλων που έφευγαν κάποτε, καραβιές ολόκληρες, από τα αρχαία μεταλλεία του Άγιου Σώστη για τον Θησαυρό των Σιφνίων στους Δελφούς, να εξευμενίσουν τον Απόλλωνα στο ιερό του.

Ακροπατώ στις ταράτσες των σπιτιών για το καλύτερο πανοραμίκ από τη Σίφνο ως την Αντίπαρο όταν ένας κύριος με πλησιάζει και μου ζητά «απαλά μόνο να πατάτε γιατί κοιμούνται από κάτω, μην τους ξυπνήσετε», μιλά για τους πολύτιμους, φέτος, επισκέπτες που φιλοξενεί σαν να ήταν εύθραυστοι νεοσσοί.

Πρωί πρωί στον Αρτεμώνα, ευωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί με οδηγεί από την πλατεία Νικολάου Χρυσογέλου, πεφωτισμένου δασκάλου δημοτικιστή επί Καποδίστρια, στον φούρνο του Γρηγόρη για σιφνέικα κουλούρια. Από εκεί, περνώντας μπροστά από νεοκλασικά καπεταναίων με σιδερένιες αυλόπορτες σαν κεντημένη δαντέλα και καταρράκτες από βουκαμβίλιες, φτάνω στο παλιό δημοτικό σχολείο της Σίφνου, μια χειραψία στην αυλή με το άγαλμα του λόγιου δάσκαλου και ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη.

Οι καμπάνες χτυπούν συνεχώς, θα είναι κάποια από αυτές τις γιορτές που συνωστίζονται προς τα τέλη Ιουλίου η μία πάνω στην άλλη στο ημερολόγιο-σκέφτομαι-αλλά, μια στιγμή, ο ήχος είναι βαρύς, σαν Μεγάλης Παρασκευής. Θυμάμαι, τότε την είδηση που είχα διαβάσει λίγες μέρες πριν στην Αθήνα, ότι «πένθιμα θα χτυπήσουν οι καμπάνες σε εκκλησιές σε Ελλάδα και Κύπρο» την ημέρα που θα ακουστεί το Κοράνι μες την Αγιασοφιά, πια τζαμί. Σαν να τα λογάριασε όλα ο σουλτάνος για να μας πικάρει, κιλίμια και τουλπάνια στα ψηφιδωτά του Ιουστινιανού. Όμως, του ξέφυγε το βάλσαμο που έχουν άφθονο κι εδώ στη Σίφνο, ελληνικό φως. Καθώς ανηφορίζω για τους Μύλους κι ο ήλιος αστραποβολάει πάνω στο καμπαναριό της Παναγιάς του Μπαλή, δεν νιώθω θλίψη για την εκκλησιά στην Πόλη αλλά για έναν σουλτανάκο που νόμισε για μια στιγμή πως μπορεί να χαμηλώσει τον αιθέριο τρούλο με τα καμώματά του, ο φτωχός.

Απολλώνειο φως κι αρχαίος πηλός

Αλλού σκοτάδι, στις εκκλησιές της Σίφνου απολλώνιο φως, άμμος και θάλασσα. Θαλασσιά τα στασίδια των πιστών στην Κόχη, ολόκληρο κυκλαδίτικο εκκλησάκι με γαλάζιο τρούλο στεφανώνει το προσκυνητάρι στην Παναγιά της Άμμου, ένα καράβι αρμενίζει πάνω από το ιερό στη Χρυσοπηγή.
Στον μυχό της Χερρόνησου, στη βόρεια Σίφνο, απαγκιάζουν οι πιστοί του σιφνέικου θέρους Γάλλοι, που ήρθαν και φέτος στο αγαπημένο τους ψαροχώρι, σε πείσμα του κορονοϊού. Πιτσιρίκια κατάξανθα από τον ήλιο αράζουν στο πεζούλι της προβλήτας με τα πόδια κρεμασμένα πάνω από το διάφανο νερό, κυνηγάνε με μια απόχη πιο μεγάλη από το μπόι τους ασημένιους σπάρους. Στο ταβερνάκι πάνω στο μικρό λιμάνι, λίγο πιο έξω να βάλεις το πιάτο σου από το τραπέζι κι οι ολόφρεσκες γόπες θα βουτήξουν πίσω στο νερό. Πολύχρωμα καΐκια ξαποσταίνουν στον όρμο πριν περάσουν ξανά το στενό και βγουν στα ανοιχτά του Αιγαίου για τη μάχη των διχτυών. Στο νερό καθρεπτίζονται λιτά σπιτάκια, παλιά καμίνια αγγειοπλαστών που έσβησαν με τον καιρό.

Ακολουθώντας το κόκκινο βέλος στην ακροθαλασσιά, μπαίνουμε με τη θεία μου στο εργαστήρι κεραμικής «Η Δύσκολη», ψάχνοντας για ένα καλό τσουκάλι για ρεβίθια. Από τα ασβεστωμένα δοκάρια κρέμονται σαν μπαλαρίνες με χάρη πήλινα σταμνιά με μυτερούς πάτους, πρωτοξάδελφα των οξυπύθμενων αμφορέων που πήρε μαζί του στα ταξίδια του ο Μεγαλέξανδρος. Είναι φανερό πως το χέρι του Κωνσταντίνου Δεπάστα-μαθαίνω μετά πως είναι ο παλαιότερος αγγειοπλάστης στο νησί-δεν βαστά μόνο τρεις αιώνες οικογενειακής παράδοσης στην κεραμική. Καθώς χαϊδεύει με στοργή το τσουκάλι, όπως ένας πατέρας το μικρό του παιδί και μας δίνει τη δική του, απλή συνταγή για να μελώσει το ρεβίθι στον φούρνο, αναρωτιέμαι πώς αυτός ο Σιφνιός γλύπτης της αργίλου αψηφά τον χρόνο και, πάνω από ένα ταπεινό καντηλέρι, συνομιλεί στα ίσα με τους πρωτοκυκλαδίτες μαστόρους του πηλού, πέντε χιλιετίες πριν.

Άργιλος, ο θησαυρός της σιφνιακής γης. Κι όπου δεν φτάνει η γη στο νησί, καθότι λιγοστός ο τόπος, έρχεται ο Σιφνιός να την πλάσει με τα χέρια του. Να αυλακώσει τους άνυδρους λόφους με ξερολιθιές, χτίζοντας πέτρα την πέτρα το χωραφάκι του στο τραχύ ανάγλυφο του εδάφους που του έλαχε, λωρίδες γόνιμης γης σε χαράξεις αρχέγονες που δεν ξεχωρίζουν πια, Θεού ή ανθρώπου έργο.

Σκυμμένον πάνω από τις πιπερίτσες του θα βρούμε στο περιβόλι του στο Άνω Πετάλι τον κυρ-Αγγελέ. Με αφήνει να κατέβω στο μποστάνι να μαζέψω λίγες ντομάτες για τη μεσημεριανή σαλάτα μας, σαν να παρακολουθεί διασκεδάζοντας κάτω από το χαμηλωμένο για τον δυνατό ήλιο σκιάδιό του έναν τσαλαπετεινό. Πάνω στην κουρελού στο πεζούλι, ακουμπισμένη μια μαύρη πέτρα με γραμμένο πάνω της με λευκή μπογιά ένα απόσταγμα σοφίας του Γρυπάρη, «Όσο θωρείς ακόμα αχτίνα τ’ ουρανού, λυτρώσου απ’ το λιώμα που φθείρει σου το νου».

«Στάσου να σου κόψω και λίγες μπουρνέλες», λέει ο κυρ-Αγγελές κι απλώνει το χέρι του στο δέντρο με τα μωβ μπριλάντια, να μας τρατάρει μια κλάδα γεμάτη μικρά, ζουμερά κορόμηλα. Λίγο πριν φύγουμε, ζητώ να μάθω την ηλικία του. Μια σπιθίτσα ανάβει στο βλέμμα του και δεν χρειάζεται να κόψει χρόνια, όπως μάλλον θέλει, γιατί εγώ ήδη βλέπω μπροστά μου τον Αγγελέ της νιότης, έναν έφηβο της Σίφνου.

Φάρος, σαν αστυνομικό του Μαρή

Το ίδιο βράδυ, στον Φάρο, θα λυθεί το μυστήριο του μοναχικού σπιτιού που δεσπόζει πάνω από τρεις όρμους, αγναντεύει Χρυσοπηγή, Φολέγανδρο, όπου φτάνει το μάτι σε θάλασσα και ουρανό. Ο ιδιοκτήτης αποδεικνύεται τελικά μέλος φιλικής παρέας και θα βρεθούμε στη βεράντα-κατάστρωμα να θαυμάζουμε τη θέα. Κρατιέμαι ασυναίσθητα από την πεζούλα-κουπαστή, περιμένοντας από ώρα σε ώρα να τραντάξει το καράβι, να μαζέψει τις αλυσίδες και να σαλπάρουμε.

Ο οικοδεσπότης μας έχει υπάρξει πολλές φορές πανηγυράς. Έτσι λένε εδώ στη Σίφνο τον πιστό που αναλαμβάνει τη διοργάνωση και τη δαπάνη ενός πανηγυριού, να γιορτάσει η Χάρη της Παναγίας και μετά τη λειτουργία να φάνε και να πιούν οι πιστοί στην υγειά του πανηγυρά. Χορηγία, δηλαδή, σε μια θρησκευτική γιορτή, στα χνάρια των χορηγών θεαμάτων και τελετών της αρχαίας, κλασικής Αθήνας.

Όσο για φέτος που ο κορονοϊός έβαλε φρένο στα πανηγύρια, ανάβει η συζήτηση. Εδώ σάς θέλω, Σοφοί της Αθήνας, που μας αφήνετε τον έναν πάνω στον άλλον τις νύχτες στα μπαράκια στο Στενό της Απολλωνίας αλλά κόβετε από τη γερόντισσα το οξυγόνο της που λέγεται σιφνέικο πανηγύρι. Να βάλει τα καλά της όπως όταν ήταν νιά και να πάει να προσκυνήσει, να ανταμώσει ντόπιους και ξενιτεμένους πάνω από ένα πιάτο αχνιστό κοκκινιστό κατευθείαν από την πανωστριά και να κάνει τον σταυρό της που αξιώθηκε κι εφέτος. Φέτος; θα μου πείτε, το «όχι» είναι για καλό της, για την υγεία της. Αλλά, αλλά…

Ευσεβής πιστός, λοιπόν, ο οικοδεσπότης «φαροφύλακας» αλλά, στα μάτια τα δικά μου τουλάχιστον, ιερόσυλος μέγας αφού μάς υποδέχεται με όλα τα φώτα του σπιτιού αναμμένα. Αν ήταν στο χέρι μου, θα έκοβα αμέσως το ηλεκτρικό, μοναχά μικρά κεράκια, σαν εκείνα στο μανουάλι της Χρυσοπηγής. Μακριά από ντιζαϊνάτες δηθενιές και γλυκανάλατους ρομαντισμούς αλλά από σεβασμό σε μια φέτα φεγγάρι που πάλευε εκείνο το βράδυ να βάψει το νερό ασημί.

Φαντάζομαι, λοιπόν, να σβήνουν τα φώτα, τα βράχια που κατηφορίζουν στα σκοτεινά νερά λουσμένα σε ένα αμυδρό φως να ρίχνουν παντού σκιές. Κι έτσι όπως ξεμακραίνω από την ομήγυρη και κατεβαίνω το δρομάκι, μια σχισμή στην πέτρα ως κάτω στο νερό, σαν να βουτώ σε ένα αστυνομικό του Γιάννη Μαρή. Μέσα σε κάποιο από εκείνα τα αναγνώσματα με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα που γέννησε τη δεκαετία του ’50 η πένα του δημοσιογράφου Γιάννη Τσιριμώκου, για να κρατήσει μέρα τη μέρα τους αναγνώστες της Ακρόπολης και της Απογευματινής γραπωμένους στις ιστορίες του. Ένοχα μυστικά του παρελθόντος κι εγκλήματα με φόντο την παλιά αστική Αθήνα ή κάποιο κοσμοπολίτικο νησί σαν τη Μύκονο. Ή τη Σίφνο, όταν σε μια κοσμική συγκέντρωση, η φαινομενικά ασύνδετη παρέα απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί μετά το ηλιοβασίλεμα και ξαφνικά, την ησυχία της ειδυλλιακής βραδιάς σπάει μια φωνή…», να διακόψω το ονειροπόλημα λαϊκής απογευματινής και να γυρίσω γρήγορα πάνω γιατί φεύγουμε για ψάρι κατευθείαν απ’ το καΐκι.

Κάτω στο Λιμανάκι του Φάρου, τα μπαρμπουνάκια του κυρ-Γιώργου του ψαρά, μαζί με το κρασί κάνουν το θαύμα τους κι ο θείος μου, από τα πιο βαριά ονόματα της ναυτιλιακής δικηγορίας στον Πειραιά, γίνεται ξανά το πειραχτήρι ο Γιωργάκης, ξεσηκώνοντας όλη την παρέα σε ασυγκράτητα, δυνατά χαχανητά.

Στο φρούριο των γαλάζιων φλάρων

Νωρίς το πρωί την άλλη μέρα ξεκινάμε για τη βόλτα στο μεσαιωνικό Κάστρο, στην ανατολική ακτή του νησιού, πρωτεύουσα της Σίφνου ως το 1836 οπότε και παρέδωσε τα σκήπτρα στην Απολλωνία. Ο σημερινός οικισμός είναι ένα γαϊτανάκι πίσω στο χρόνο, με ίχνη από την εποχή των Μυκηναίων και των Κυκλαδιτών της προϊστορίας κατηφορίζοντας τους αιώνες ως τους Ίωνες και το «άστυ» που μνημονεύει ο Ηρόδοτος. «Με τη θειά κατεβαίναμε δυο ώρες ποδαρόδρομο στα μονοπάτια από την Πατσάνα. Τότε δεν υπήρχε, όπως τώρα, άσφαλτος αλλά τα πόδια μας γρατζούναγαν στα θυμάρια που μοσχοβολούσαν», θυμάται η Μάγδα.

Λίγο πριν μπούμε στο μεσαιωνικό φρούριο του 14ου αιώνα, μήλον της έριδος Ενετών, Καταλανών, Βυζαντινών και Τούρκων, σταματάμε στον παλιό ανεμόμυλο, ψιλοκρεμαστό πάνω από το βαθύ πέλαγος, που αναπαλαίωσαν με σεβασμό φίλοι των θειών μου. Ανταλλάσσουμε καλημέρες και τους φαντάζομαι να αράζουν τις νύχτες έξω στο στρώμα, ψηλά στον ουρανό να πλέει ένας «στόλος άστρων» και κάτω, από τα Σεράλια, από το λιμάνι των Φράγκων, να έρχεται μόνος ήχος το ξέσπασμα των κυμάτων με μανία πάνω στην κοφτερή πέτρα.

Στο Κάστρο, οι Σιφνιοί για να κρατήσουν μακριά τους κουρσάρους, έχτισαν τείχη με τα σπίτια τους, κολλητά το ένα με το άλλο, τα παράθυρα για πολεμίστρες. Δεν έριχναν υγρό πυρ στους πολιορκητές αλλά τους παγίδευαν μέσα σε έναν δαίδαλο από κρυφές εισόδους κι εξόδους και θολωτές στοές, τις λότζιες. Σωστός λαβύρινθος το Κάστρο, στην αρχή θα μπερδέψει ακόμα και τη θεία μου, που σκαρφαλώνει εδώ από παιδί στα καλοκαίρια της με την Ελένη.

Γρήγορα βρίσκει ξανά τα πατήματά της σε ένα παλίμψηστο από ταπεινά μονόσπιτα κι αρχοντόσπιτα με οικόσημα, βασιλικούς στη γλάστρα, πεζούλες με φραγκοσυκιές, καμάρες, φουσκωμένες από τον άνεμο μπουγάδες, μπουτίκ και καφενεδάκια, βαμμένους λευκούς και γαλάζιους φλάρους από τερακότα για να βγαίνει ο καπνός από το τζάκι καλλιτεχνικά, ακροκέραμα, μαρμάρινες λάρνακες και δωρικούς κίονες στυλοβάτες σε μικρές αυλές.

Κρατώντας κόντρα στον άνεμο, στο πίσω μονοπάτι, εκεί ένιωσα τα λόγια της Ελένης της ζωγράφου, γιατί «στη Σίφνο, κάτω από το δυνατό φως του καλοκαιριού δημιουργούνται σχήματα, ρυθμοί και χρώματα αναπάντεχα». Και συναισθήματα αναπάντεχα, όπως όταν αντίκρισα ξαφνικά σε μια γύρα, κάτω στην αγριεμένη θάλασσα να πλέουν μακάριοι οι Επτά Μάρτυρες, το ξωκλήσι με την ομορφιά του που με έκανε να λιγωθώ.

Συνεχίζοντας στο μονοπάτι, απαντάμε στην πρωινή βόλτα του τον κυρ Στυλιανό με τη χειροποίητη μαγκούρα του από σχίνο, σαν αφαιρετικό γλυπτό. Παραπονιέται πως δεν τον βαστάνε πια όπως παλιά τα γόνατά του, μέχρι που μια νεαρή Σιφνιά θα περάσει δίπλα του με την καλημέρα της κι εκείνος, «μποντζόρνο σινιορίτα», της απαντά με σκέρτσο, τραγουδιστά.

Περιπλανώμενες στα στενά του Κάστρου και της Απολλωνίας, δεν βλέπω πια δίπλα μου τη θεία που μάς λαχτάρησε όλους τον Ιούνιο με την περιπέτεια της καρδιάς της. Βλέπω ξανά να ανθίζει ο μίσχος του άγουρου κοριτσόπουλου, ακολουθώ τη δεκαπεντάχρονη Μάγδα στο Κάτω Πετάλι, όπως μπαίνει μαζί με τη θεία της τη ζωγράφο στο σπίτι με την ώχρα στα παράθυρα, του φίλου της του Τέτση. Χωρίς να ξέρει τίποτα ακόμα τότε η Μάγδα για τα τοπία, τα χρώματα και τη θάλασσα της Σίφνου, «μια λουλακιά ανάμνηση» από τα πινέλα εκείνου του οικοδεσπότη.

Ένα Δέντρο και πολλοί ανοιχτοί λογαριασμοί

Εκεί κάπου ανάμεσα στο Άνω και Κάτω Πετάλι, απέναντι σε ένα θεόρατο δέντρο, αλλόκοτο, με πλατύ φύλλωμα και πανύψηλο κορμό, ολότελα παράταιρο στο αιγαιοπελαγίτικο τοπίο κι όμως τόσο ταιριαστό, σαν φερμένο στη Σίφνο από κάποια μακρινή σαβάνα, εκεί κατάλαβα λιγάκι τις «ακρίδες» στα έργα της και τη σκιά της περήφανης μελαγχολίας στο γαλάζιο βλέμμα της ζωγράφου, της Ελένης. Την αγάπη της για ένα νησί που, όπως και του φίλου της του υδραίου του Τέτση, δεν ήταν η καταγωγή της αλλά έγινε ο τόπος της όταν βούλιαξε η αγάπη του «Ματαρόα». Και το δέσιμο με ένα δέντρο που ήταν η θέα από τη βεράντα στο σιφνέικο αρχοντικό της κι έγινε η έμπνευση και το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της σε όλχρώματα και τις εποχές, ακόμα και κόκκινο της φωτιάς στο πρώτο φως της ανατολής το μεσοκαλόκαιρο. Το Δέντρο που έγινε ο Μέμος της.

Λίγο πριν σαλπάρει το πλοίο για τον Πειραιά, μια τελευταία βουτιά στον όρμο της Χρυσοπηγής. Χέρια πόδια ανοιχτά, ανάσκελα επιπλέω στον αφρό, στο παιδικό μου «ξερό». Η θάλασσα σβήνει στα αυτιά μου τα τζιτζίκια, κανένας ήχος, μόνο σιωπηλός βυθός. Είμαι μια σχεδία ακυβέρνητη που σπρώχνει ο βοριάς, «πρόσω ήρεμα», προς το κανάλι του μοναστηριού. «Παναγιά μου, κάνε κάτι να χάσω το πλοίο», παραφράζω το στιχάκι του Μουσαφίρη με τον Μητροπάνο.
Θα ξαναγυρίσω στη Σίφνο για να βουτήξω από τα βράχια της Πουλάτης που αυτή τη φορά ο άνεμος μού το απαγόρευσε. Γιατί έχω αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς με ένα σκιάχτρο σαν φιγούρα του Μοντιλιάνι σε ένα χωράφι κάπου στη Χερρόνησο, με όλες τις γάτες στο Άνω και Κάτω Πετάλι, με τις μπουρνελίτσες του κυρ-Αγγελέ και τις απανταχού σκεπασταριές και φούρνους του νησιού για την κυριακάτικα ρεβίθια που δεν πρόφτασα, χώρια τα αμπελοφάσουλα και τις ξινομυζήθρες που όσο κι αν έφαγα δεν χόρτασα. Έχω τάξει χαρούπια χαραχιώτικα σε έναν θαυμαστή μου ντόπιο Σιφνιό που γκάριζε σαν μαούνα τα μεσημέρια και με ακολουθούσε γύρω γύρω στο καλντερίμι πίσω από τις ξερολιθιές με την επίμονη κάπαρη. Ίσως έρθω χειμώνα για να μην με ξελογιάζει η θάλασσα και να συγκεντρώσω τη σκέψη μου στα Εξάμπελα του Αριστομένη Προβελέγγιου και του Νικόλαου Τσελεμεντέ, να καθίσω ήσυχα απέναντι από το Ηρώο σε ένα τραπεζάκι στου Λάκη κοιτάζοντας μόνο του Τίτου Πατρίκιου τους «Αντικριστούς Καθρέπτες». Και να πάρω το καΐκι από τον Πλατύ Γυαλό για την Κιτριανή, το ακατοίκητο νησάκι που πλέει στον νότο της Σίφνου, για τον εσπερινό και το πανηγύρι στη χάρη του Αγίου Κυπριανού και Ιουστίνης, τακίμια κι «εβίβα του πανηγυρά και των μαγείρων», Θεού θέλοντος και κορονοϊού επιτρέποντος. Ευχαριστώ σας, καλοί μου καμαράδοι!

Ζέφη Κληρονόμου

klironomouz@gmail.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr