Λήσταρχοι Ρεντζαίοι: Οι θρύλοι της Ηπείρου

Ανακρίσεις, συλλήψεις και δίκη για τη ληστεία της Πέτρας- Η φυγή των Ρεντζαίων στο εξωτερικό - Η περιπετειώδης σύλληψή τους στη Βουλγαρία- Η δίκη και η εκτέλεσή τους- Ήταν οι Ρεντζαίοι οι δολοφόνοι του στρατηγού Τελίνι;

Λίγο αργότερα έφτασε στον τόπο όπου έγιναν οι δολοφονίες και η ληστεία της χρηματαποστολής ,το δεύτερο συνοδευτικό όχημα. Κατά τραγική ειρωνεία το οδηγούσε ο αδελφός του οδηγού του πρώτου αυτοκινήτου Απόστολου Δράκου, ο οποίος πλέον ήταν νεκρός. Οι πέντε Χωροφύλακες που επέβαιναν στο αυτοκίνητο (Σούκερης, Πλευράκης, Αρώνης, Φουζάκης και Ψαρός) αντί να καταδιώξουν τους ληστές που δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν έδωσαν εντολή στον οδηγό να αναπτύξει ταχύτητα και να κατευθυνθεί στη Φιλιππιάδα για να αναφέρουν το γεγονός.

Μόλις μαθεύτηκε η είδηση στις πόλεις της Ηπείρου επικράτησε πανικός και σύγχυση. Όταν ξεκαθάρισε το ‘’τοπίο’’ για το πόσοι ήταν οι νεκροί ,δημιουργήθηκε μια ζώνη ασφαλείας (αποκλεισμού) σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από τον τόπο του συμβάντος, ενώ απαγορεύτηκε η μετακίνηση των κατοίκων Ιωαννίνων, Άρτας και Πρέβεζας σε απόσταση μεγαλύτερη των 20 χιλιομέτρων από αυτές.
Το έργο της επίβλεψης ανέλαβε ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας Διαλέτης, ενώ το θέμα έφτασε και σε υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια στην Αθήνα. Αποφασίστηκε να σταλεί στην Ήπειρο ως επόπτης των ερευνών ο Συνταγματάρχης Γάσπαρης.

Παράλληλα στάλθηκαν και τα Β’ και Δ’ Τάγματα της λεγόμενης Δημοκρατικής Φρουράς για ενίσχυση των στρατευμάτων που υπήρχαν ήδη στην Ήπειρο.

Στις 14 Ιουνίου έγιναν οι κηδείες των θυμάτων, ενώ η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε τη χορήγηση σύνταξης στις οικογένειες των πληγέντων και την ‘’επικήρυξη’’ των ληστών και δολοφόνων με 2.000.000 δραχμές.

Ανακρίσεις- Συλλήψεις- Πρώτη δίκη για τη ληστεία

Οι ανακρίσεις που ακολούθησαν ήταν κάτι παραπάνω από εξονυχιστικές, εξευτελιστικές και απάνθρωπες. Επικεφαλής των ανακρίσεων ήταν ο Μοίραρχος Μακρυγιάννης, περιβόητος για τη σκληρότητά του. Έκανε πραγματική εκστρατεία στα χωριά Πέτρα- Καντζά και Λούρο ξυλοκοπώντας αθώους κατοίκους. 7.000 χωρικοί παρέμειναν για μέρες χωρίς τροφή και νερό στο Δημοτικό Σχολείο Λούρου και γύρω από αυτό. Έτρωγαν μόνο ανελέητο ξύλο. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα…

Υπήρξαν προσαγωγές (όπως θα λέγαμε σήμερα) και συλλήψεις πολλών και διάφορων. Ένα πρόσφορο που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος οδήγησε τις Αρχές στη Μονή του Προφήτη- Ηλία πάνω απ’ τα Λιοβούνια και στον ηγούμενό της Παπά- Γιάννη (κοσμικό όνομα Ιωακείμ Νάκιος) με δράση στον βορειοηπειρωτικό αγώνα. Ο Παπά- Γιάννης ανακρίθηκε και έδωσε αρκετά στοιχεία για τη ληστεία. Στο μεταξύ οι Ρεντζαίοι, που θεωρήθηκαν από την αρχή ως εμπνευστές της ληστείας, έφυγαν από τα Γιάννενα και άρχισαν να αναζητούνται.

Με βούλευμα της 2/6/1927 παραπέμφθηκαν ως πρώτοι ένοχοι για τη ληστεία οι Γιάννης και Θύμιος Ρέντζος, Αντώνιος Καψάλης, Ανδρέας Κώτσης, Παπά- Γιάννης, Στέργιος Κοτσιώρης, Δημήτριος Παππάς ή Μερεμέτης, Λάμπρος Στάθης που φυγοδικούσε και Σταύρος Στάθης. Η δίκη τους ξεκίνησε στην Κέρκυρα στις 24/10/1927. Το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τον Παππά ή Μερεμέτη και σε ισόβια τον Αντώνιο Καψάλη. Σε δύο χρόνια φυλάκιση καταδικάστηκαν ο Παπά- Γιάννης και ο Κοτσιώρης, ενώ αθωώθηκαν οι Κώτσης και Σ. Στάθης. Ο Μερεμέτης ντουφεκίστηκε στις 10/10/1928 στο ίδιο δέντρο που κατέληξε το όχημα της χρηματαποστολής.

Η φυγή των Ρεντζαίων στο εξωτερικό- Η σύλληψή τους- Η δίκη και η εκτέλεσή τους

Ο Στρατηγός Διαλέτης κάλεσε στις 25 Ιουνίου 1926 τους Ρεντζαίους να δώσουν πληροφορίες (ή εξηγήσεις) για τη ληστεία της Πέτρας. Αυτοί όμως φρόντισαν να εξαφανιστούν. Κρύφτηκαν στην περιοχή της Φιλιππιάδας, ενώ όταν χειμώνιασε ανέβηκαν στα Ζαγοροχώρια. Μαζί τους ήταν και ο πιστός φίλος τους Ματσάγκας. Έκαναν προσπάθειες να δωροδοκήσουν αρχικά τον εκδότη της εφημερίδας ‘’Ήπειρος’’ Γ. Χατζή- Πελλερέυ και στη συνέχεια τους ανακριτές Λεονταρίτη και Ταμιουλάκη με 300.000 δραχμές τον καθένα χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κατάφεραν να βρουν 5.000.000 που είχε κρύψει τη μέρα της ληστείας ο Λάμπρος Στάθης και αργότερα άλλα 4.000.000, τα περισσότερα από τα οποία είχαν καταστραφεί από τις βροχές. Τα υπόλοιπα 6.000.000 δραχμές ήταν αυτά που είχε κρύψει ο Μερεμέτης.

Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1927 οι Ρεντζαίοι πέρασαν στην Αλβανία. Μετά από διάφορες περιπέτειες βρέθηκαν μέσω Δυρραχίου στο Μπάρι της Ιταλίας. Από εκεί πήγαν στο Μιλάνο, έπειτα στη Σερβία και τελικά στο Βουκουρέστι. Είχαν την ατυχία όμως κάποιος Ηπειρώτης που ζούσε και εργαζόταν εκεί να τους αναγνωρίσει. Επικοινώνησε με την ελληνική πρεσβεία στη ρουμανική πρωτεύουσα δίνοντας περισσότερες πληροφορίες. Ο πρεσβευτής Κόλλας σε συνεργασία με τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Βουκουρεστίου Στρατιλέσκου άρχισαν να αναζητούν τους Ρεντζαίους. Ανακαλύπτουν την κρυφή σχέση των δύο ληστοφυγόδικων με τους αδελφούς Κώστα και Λεωνίδα Τσιάρα. Οι πλούσιοι και ευκατάστατοι αδελφοί Τσιάρα αποδείχθηκε ότι ήταν οι οργανωτές της ληστείας της Πέτρας. Σύντομα οι Ρεντζαίοι ενημερώνουν τους αδελφούς Τσιάρα ότι βρίσκονται στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου είχαν ανοίξει με ψεύτικα αλβανικά ονόματα, επιχείρηση εμπορίας δημητριακών και τυριών.

Οι ελληνικές Αρχές έστειλαν στη βουλγαρική πόλη τον Διευθυντή της Αστυνομίας Πόλεων Καλυβίτη, τον έμπειρο Αστυνόμο Κουτσομάρη, τον γνώστη της βουλγαρικής γλώσσας Αστυνόμο Βλαχίδη και τον Υπαστυνόμο Λαμπρινόπουλο, που υπηρετούσε τότε στο Κιλκίς. Όταν έφτασαν στη Βάρνα ,οι Έλληνες αστυνομικοί ήρθαν σε συνεννόηση με τον Αστυνομικό Διευθυντή της πόλης Μεδνικάροφ και εντόπισαν τους Ρεντζαίους, οι οποίοι μαζί με τον Ματσάγκα ασχολούνταν με το εμπόριο. Ο Κουτσομάρης, που είχε πάρει μέρος στο παρελθόν στο κυνήγι των Ρεντζαίων στην Ήπειρο, αναγνώρισε τον Θύμιο Ρέντζο. Και οι τρεις συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν(ο Ματσάγκας αργότερα) σιδηροδέσμιοι με τρένο στην Αθήνα.

Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στον Σταθμό Λαρίσης το πρωί της 19ης Νοεμβρίου 1928 για να δει από κοντά τους ανθρώπους που είχαν αιματοκυλίσει την Ήπειρο και είχαν προξενήσει τεράστια αναστάτωση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια! Μέσα από τα κελιά τους οι Ρεντζαίοι αρνούνται τις κατηγορίες, αλλά ομολογούν δύο φόνους και δέκα ληστείες που έκαναν στα ελληνοαλβανικά σύνορα μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψής τους, που είχαν αποδοθεί αρχικά στη συμμορία Φορφόλια.

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1929 ξεκίνησε η δίκη των Ρεντζαίων και άλλων. Ανάμεσά τους και ο Βασίλης Κολοβός πεθερός του Γ. Ρέντζου, που βοήθησε στον εντοπισμό του γαμπρού του στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία! Οι Ρεντζαίοι, ο Κ. Καψάλης, ο Φ. Διαμάντης και ο Ε. Κόκκαλης καταδικάστηκαν σε θάνατο.Άλλοι σε ποινές φυλάκισης, ενώ άλλοι ,ανάμεσά τους και ο Κολοβός. αθωώθηκαν.

Στις 5 Μαρτίου 1930 εκτελέστηκαν στην Κέρκυρα οι θανατοποινίτες. Αργότερα συνελήφθη και ο Λάμπρος Στάθης που φυγοδικούσε. Δικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Κέρκυρας και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Κάπως έτσι έληξε ένα θλιβερό κεφάλαιο για την Ήπειρο. Οι Ρεντζαίοι δεν ήταν απλοί λήσταρχοι. Με υψηλές πολιτικές γνωριμίες και διασυνδέσεις κατάφερναν πάντα να ξεφεύγουν από την τσιμπίδα του Νόμου. Ίσως και να είχαν δίκιο όταν φώναζαν μέσα από τα κελιά τους ότι κρύβονται (και) ‘’ισχυρά πρόσωπα’’ πίσω από τη ληστεία της Πέτρας. Μάλλον η πυρκαγιά που κατέστρεψε τα πάντα στο Δικαστικό Μέγαρο Ιωαννίνων ενώ δικάζονταν στην Κέρκυρα οι Ρεντζαίοι και οι υπόλοιποι δεν ήταν τυχαία.


Η απόδραση των Ρεντζαίων και το πάθημά τους με τη βάρκα

Ανάμεσα στην όλη εγκληματική δράση των Ρεντζαίων, υπάρχει κι ένα περιστατικό βγαλμένο στην κυριολεξία μέσα από κωμικές ταινίες ή τις ιστορίες του Λούκι Λουκ με τους αδελφούς Ντάλτον.
Όταν οι Ρεντζαίοι ήταν φυλακισμένοι στο νησάκι Βίδο (την αρχαία Πτυχία) της Κέρκυρας, κατάφεραν ν’ αποδράσουν. Πήδηξαν σε μια βάρκα και με την απειλή μαχαιριού ανάγκασαν τον βαρκάρη να τους μεταφέρει στην Αλβανία, διαφορετικά, όπως του είπαν, θα τον σκότωναν. Ο βαρκάρης τους είπε να τραβήξουν κουπί για να φτάσουν γρήγορα. Οι Ρεντζαίοι ανυποψίαστοι έκαναν ό,τι τους είπε ο βαρκάρης. Ήταν άριστοι γνώστες των βουνών και των λαγκαδιών, παντελώς ανίδεοι όμως από θάλασσα. Ο πονηρός βαρκάρης, είχε ρίξει κρυφά την άγκυρα της βάρκας στον βυθό και οι Ρεντζαίοι τραβούσαν κουπί για ώρες μέσα στη νύχτα, χωρίς να καταλάβουν ότι βρίσκονται στο ίδιο σημείο! Έτσι οι Λιμενικοί τους βρήκαν το πρωί πολύ κοντά στην Κέρκυρα και τους συνέλαβαν. Βλαστημώντας και με σκυμμένα κεφάλια επέστρεψαν στα κελιά τους, με τη φρούρησή τους να γίνεται πιο αυστηρή.

Ήταν οι Ρεντζαίοι οι δολοφόνοι του Στρατηγού Τελίνι;

Αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα, αν οι Ρεντζαίοι είχαν εμπλοκή στη δολοφονία του Ιταλού Στρατηγού Τελίνι, ο οποίος ήταν πρόεδρος της επιτροπής για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων το 1923.Με προκλητικά φιλοοαλβανικές θέσεις, ήθελε να φτάσει τα ελληνοαλβανικά σύνορα στον ποταμό Καλαμά(δείτε σχετικό μας άρθρο στις 28/8/2016).
Σχετικά είναι και τα όσα γράφει ο αείμνηστος Χριστόφορος Μηλιώνης στο βιβλίο του «Δυτική Συνοικία». Να σημειώσουμε ότι ο Μηλιώνης γεννήθηκε στο χωριό Περιστέρι Πωγωνίου, που γειτνιάζει με τη θέση Ζέπι όπου δολοφονήθηκε ο Τελίνι. Και στο βιβλίο του Νίκου Πάνου «Ρεντζαίοι, Οι Βασιλείς της Ηπείρου», βρήκαμε όμως ενδιαφέροντα στοιχεία.

Ενώ οι Ρεντζαίοι ήταν κρατούμενοι στη Βάρνα της Βουλγαρίας, τους επισκέφθηκε στο κελί τους ο Ιταλός πρόξενος, που τους έκανε ερωτήσεις για το «επεισόδιο της Κακαβιάς». Οι Ρεντζαίοι δεν έδωσαν καμία απάντηση και ο Ιταλός έφυγε άπραγος.

Ενώ οι Ρεντζαίοι ήταν κρατούμενοι στην Κέρκυρα, έδωσαν στον αδελφό του συγκρατούμενού τους Βαγγέλη Κόκκαλη, Πάνο (που είχε πάει να επισκεφθεί τον αδελφό του), ένα «φτιαχτό» τσιγάρο. Μέσα σ’ αυτό είχαν κρύψει ένα σημείωμα για τον Ιταλό πρόξενο στην Κέρκυρα, όπου του εξηγούσαν τι έγινε στην Κακαβιά το 1923. Το τσιγάρο δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του Ιταλού. Η Ελληνίδα γραμματέας του, καθώς εκείνος έλειπε, περιεργαζόμενη το τσιγάρο, ανακάλυψε το σημείωμα και έκρινε ότι έπρεπε να το παραδώσει στις Ελληνικές Αρχές, καθώς όσα γράφονταν σ’ αυτό ήταν πολύ σοβαρά.

Οι Ρεντζαίοι παίζοντας ένα από τα τελευταία τους χαρτιά, ήθελαν να δημιουργήσουν αναταραχή με το σημείωμα αυτό και να βρουν ευκαιρία να αποδράσουν. Το θέμα των Ρεντζαίων έφτασε πολλές φορές και στη Βουλή. Κατηγορήθηκε, έμμεσα, ο βουλευτής πλέον Δήμος Νότης Μπότσαρης, για ύποπτες σχέσεις με τους Ρεντζαίους, οι οποίοι, υποτίθεται, τον «κράταγαν» μετά απ’ όσα έγιναν στην Κακαβιά το 1923. Χωρίς αποδείξεις όμως…

Βέβαια το modus operandi (ο τρόπος δράσης), με τους ένοπλους (και με μάνλιχερ), με στρατιωτικές στολές με τους κορμούς δέντρων κλπ. και στην Κακαβιά και στην Πέτρα, ήταν το ίδιο. Ούτε αυτό όμως είναι αποδεικτικό στοιχείο. Εκτενείς συζητήσεις για το θέμα αυτό, έχουμε κάνει με τον Δρα Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτο, συγγραφέα, μεταξύ άλλων, και του εξαιρετικού βιβλίου «Η ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1923 – ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ TELLINI/ΚΕΡΚΥΡΑΣ». Ο Δρ. Ι. Παπαφλωράτος, είναι ο Έλληνας που έχει ασχοληθεί, πιθανότατα, περισσότερο από κάθε άλλον στη χώρα μας, με την υπόθεση Τελίνι.

Στο βιβλίο του, γράφει χαρακτηριστικά: (σελ.490): «Οι Αλβανοί υπεστήριξαν ότι οι ληστές Ρετζαίοι διέπραξαν το έγκλημα. Οι τελευταίοι, όμως, αρνήθηκαν κάθε εμπλοκή τους στην υπόθεση και μάλιστα ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος, όταν εξομολογήθηκαν στον Μητροπολίτη Αθηναγόρα (σημ. μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) το 1930. Ο τελευταίος (σημ. που είχε γεννηθεί στο Βασιλικό Πωγωνίου), επιδίωξε να είναι ο εξομολογητής τους για να λύσει το μυστήριο. Αυτό αποδεικνύει ότι ούτε εκείνος είχε πειστεί από την επίσημη ελληνική εκδοχή».

Η φωτιά στο Δικαστικό Μέγαρο Ιωαννίνων, έκαψε όλα τα επίσημα έγγραφα για τη δολοφονία Τελίνι. Έτσι ποτέ δεν θα μάθουμε αν οι Ρεντζαίοι ήταν εκτός από λήσταρχοι και σωτήρες της Ηπείρου. Και αν η θριαμβευτική υποδοχή τους στα Γιάννενα το 1924, ήταν υποδοχή μεταμελημένων ληστών ή υποδοχή ηρώων…

Πηγή:
Νίκος Ι. Πάνος «ΡΕΝΤΖΑΙΟΙ: ΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», Φιλιππιάδα 2005, Β’ Έκδοση
Ο κύριος Πάνος, είχε την καλοσύνη να επικοινωνήσει μαζί μας μετά τη δημοσίευση του χθεσινού μας άρθρου. Τον ευχαριστούμε θερμά και τον συγχαίρουμε και από εδώ για το εξαιρετικό βιβλίο του!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr