Ευχές από τους πιο απλούς ανθρώπους...

«Ένας από τους πιο συμπαθητικούς τύπους της παληάς αθηναϊκής νύχτας ήταν ο φανοκόρος του Δήμου, πού υπήρξε και το πρώτον αξιοθρήνητον θύμα του ηλεκτροφωτισμού.

Μετά την δύσιν του ηλίου και μόλις ξετυλιγόντουσαν οι πρώτες σκιές, ένας άνθρωπος με μια μπλούζα και ένα κασκέττο και με ένα μακρύ κοντάρι , στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα φαναράκι ανοικτό από το ένα μέρος, έπαιρνε τρεχάλα τους δρόμους και άναβε τα φανάρια της πόλεως, νυσταγμένα και τσιμπλιάρικα φανάρια πού έκαιγαν με φωταέριον.

Ο ίδιος άνθρωπος, όταν το σκοτάδι άρχιζε να υποχωρή και μια γαλάζια γραμμή χαράκωνε τον ορίζοντα προς ανατολάς, γλυστρούσε πάλι σαν μυστηριώδης σκιά μέσα στους δρόμους, κρατώντας τώρα ένα άλλο κοντάρι, που είχε ένα γάντζο επάνω και έσβυνε τα φανάρια, κλείνοντας με το γάντζο το κλειδί του γκαζιού βιαστικά-βιαστικά για να μη επιβαρυνθή ο προϋπολογισμός του Δήμου.
Αυτός ο συγχρωτισμός του με το φώς, και η μακρά συμβίωσίς του με τη λάμψι, τον έκανε κάθε Πρωτοχρονιά από ετερόφωτον αυτόφωτον.

Εκάστην πρώτην του έτους, ο άνθρωπος με τη μπλούζα και με το ακτινοβόλον κοντάρι, πού εφαίνετο σαν πελωρία δάς, δεν εφώτιζε μόνον την πόλιν αλλ’ εσκόρπιζε άφθονον και το πνευματικόν φώς.

Κάτι κόκκινα ή τριανταφυλλιά  χαρτάκια έμπαιναν κάτω από την πόρτα, για να σας ευχηθούν με περίεργα τετράστιχα «Χρόνια Πολλά» διά το «Νέον Έτος».
 
 Την εποχήν εκείνην όλοι αυτοί οι άνθρωποι πού εφορούσαν ένα κασκέττο και μια μπλούζα εγίνοντο ποιηταί: ο φανοκόρος, ο οδοκαθαριστής, ο νεροκράτης. Στίχοι εις αθλίαν πρωτοχρονιάτικην καθαρεύουσαν, διεκτραγωδούσαν και περιέγραφαν τα βάσανα των ανθρώπων αυτών.

Ο οδοκαθαριστής έλεγε περίπου τα εξής:
Με τη σκούπα αιωνίως εις τους ώμους
Καθαρίζω πεζοδρόμια και δρόμους
Και σας δίνω αιωνίαν
Ωραιότητα κι’ υγείαν …
Και εις έτη πολλά.

Τώρα πώς ήτο δυνατόν με μία σκούπα πού ευρίσκετο διαρκώς εις τους ώμους να σκουπισθούν οι δρόμοι, αυτό το εγνώριζε μόνον ο ποιητής με το κασκέττο και τη μπλούζα.

Ο νεροκράτης περιέγραφε και αυτός τους κόπους πού κατέβαλλε, διά να έχη πάντοτε νερό η βρύση της γειτονιάς, η οποία τότε, όπως γνωρίζουν οι ιστορικοί, είχε μόνον ένα δάκρυ το πρωί, και δύο δάκρυα το απόγευμα. Εννοείται ότι δια την περισυλλογήν των τριών αυτών δακρύων εστήνοντο ομηρικοί καυγάδες από τις γειτόνισσες, γύρω από την κλαψού δημοτική βρύση.

Το δραματικό όμως ύφος πού ενθύμιζε ολίγον φρικαλέας τραγωδίας ευρίσκετο μόνον εις τους στίχους του φανοκόρου:

Εν τω μέσω του χειμώνος κι’ εν τω μέσω των ανέμων
Κι’ εν τω μέσω της θυέλλης και υπό του ψύχους τρέμων
Υπό άστρα τεθλιμμένα κι’ ομιχλώδεις ουρανούς
Σας ανάπτω τους φανούς
Και ως Προμηθεύς σοφός
Διανέμω σ’ όλους φώς.
Και εις έτη πολλά.

Ήταν τόσον συμπαθητικός ο ποιητής εκείνος της παληάς αθηναϊκής πρωτοχρονιάς και της παληάς αθηναϊκής νύκτας!».

(«ΕΘΝΟΣ», 1938, Τίμος Μωραϊτίνης)

Οι συνεργάτες μου κι’ εγώ προσωπικά σας ευχόμαστε ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr