Ο εμφύλιος στην αυτοκρατορία και το παλάτι στη Φιλοθέη

Το μεγαλειώδες οίκημα της οικογένειας Τσαντίλη στη Φιλοθέη είναι πλέον κλειστό. Εντελώς απεριποίητο και παρατημένο, με κάποιες «ρυτίδες» στον σοβά να μαρτυρούν την ερήμωσή του, ελάχιστα επαινετική μάλιστα για τις δόξες που έζησε στο παρελθόν. Κανείς δεν μένει πια εκεί, κανείς δεν το επισκέπτεται. Απλά και πεζά το διεκδικούν τουλάχιστον έξι τράπεζες και θεωρείται ότι θα βγει σε πλειστηριασμό τον Ιανουάριο του 2013.

Το μεγαλειώδες οίκημα της οικογένειας Τσαντίλη στη Φιλοθέη είναι πλέον κλειστό. Εντελώς απεριποίητο και παρατημένο, με κάποιες «ρυτίδες» στον σοβά να μαρτυρούν την ερήμωσή του, ελάχιστα επαινετική μάλιστα για τις δόξες που έζησε στο παρελθόν. Κανείς δεν μένει πια εκεί, κανείς δεν το επισκέπτεται. Απλά και πεζά το διεκδικούν τουλάχιστον έξι τράπεζες και θεωρείται ότι θα βγει σε πλειστηριασμό τον Ιανουάριο του 2013. Κι όμως, αυτή η αχανής κατοικία, που απλώνεται σε περισσότερα από 1.500 τ.μ. μέσα σε 2 στρέμματα οικοπέδου, μετατράπηκε αρκετές φορές σε σκηνή όπου εκτυλίχτηκαν με θεατρική λάμψη μερικά από τα μυθικότερα πάρτι της κοσμικής Αθήνας των τελευταίων δεκαετιών. Κάπου ανάμεσα στις κατοικίες των οικογενειών Θεοχαράκη, Καίσαρη και Μάτσα, η βίλα του Τάκη Τσαντίλη, χτισμένη με μεράκι και πολλή αγάπη από τον ιδιοκτήτη της, φιλοξένησε κατά καιρούς πολλούς γνωστούς επιχειρηματίες, εφοπλιστές, προσωπικότητες της μόδας και της τέχνης, που γνώρισαν από κοντά τη γαλαντομία του οικοδεσπότη. Ακριβοδίκαιος άνθρωπος ο επιχειρηματίας που έκανε την εταιρεία του θρυλικό σημείο αναφοράς των επώνυμων Αθηναίων, δεν λειτούργησε ποτέ του επιπόλαια και συγκυριακά. Λίγο προτού αποβιώσει, το 1993, μοίρασε την περιουσία του στους διαδόχους του, Αλέξη, Ιωάννη και Δημήτρη. Ωστόσο η μοιρασιά αυτή έγινε η αιτία να οδηγηθούν τα τρία αδέλφια σε μια σφοδρή ενδοοικογενειακή σύγκρουση, η οποία στον κοινωνικό τους περίγυρο αποκαλείται «ο πόλεμος των Τσαντίληδων». Τώρα πλέον τα αδέλφια μιλούν μόνο μέσω δικηγόρων, συσκοτίζοντας σχεδόν με τις αντιδικίες τους τον λαμπρό εμπορικό μύθο μια επιχείρησης 100 περίπου χρόνων.

Το χτίσιμο μιας αυτοκρατορίας

Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Γιάννης Τσαντίλης, με καταγωγή από την Ισαρη, ένα γραφικό χωριουδάκι της Αρκαδίας, έκανε το πρώτο του τολμηρό βήμα στον εμπορικό κόσμο των Αθηνών, τίποτα δεν προμήνυε ότι το όνομά του θα γινόταν ταυτόσημο της γυναικείας κομψότητας. Ανοίγοντας το 1919 ένα κατάστημα υφασμάτων στη γωνία Αιόλου 20 και Μητροπόλεως γίνεται αμέσως γνωστός για την ποιότητα των εμπορευμάτων του, τα οποία καταφτάνουν από τις αγορές του εξωτερικού. Περίτεχνα υφαντά, αστραφτεροί αλατζάδες και ποπλίνες προσελκύουν πελατεία από όλη τη χώρα, ενώ οι ενημερωμένες κυρίες της εποχής του Μεσοπολέμου δίνουν εκεί τα ραντεβού τους για να επιλέξουν κάποιο από τα μοναδικά υφάσματα της συλλογής του. Με τα χρόνια τα ηνία της επιχείρησης αναλαμβάνει ο γιος της οικογένειας, Τάκης, ο οποίος με τη βοήθεια της αδελφής του διευρύνει τους εμπορικούς ορίζοντες της επιχείρησης. Η καθημερινότητα του καταστήματος αποκτά άρωμα θεάτρου, καθώς καλλιτέχνες και άνθρωποι του «σανιδιού» συρρέουν εκεί, κατεβάζοντας από τα ράφια τα τόπια υφάσματος και επιλέγοντας ανάμεσα στην ποιότητα και τους άπειρους χρωματισμούς τα κοστούμια των θεατρικών πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης. Με υλικά της συγκεκριμένης φίρμας κατασκευάζονται και τα σκηνικά πολλών σημαντικών παραστάσεων. Το μυστικό της επιτυχίας συνοψίζεται στους πολύ ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, γεγονός που δίνει την απαραίτητη ώθηση στην επιχείρηση να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και στον χώρο του έτοιμου ενδύματος. Οι τρεις γιοι του Τάκη Τσαντίλη κυριολεκτικά μεγαλώνουν στους χώρους του καταστήματος επί της Αιόλου και Μητροπόλεως. Ανεβαίνουν την ξύλινη περιστρεφόμενη σκάλα κουβαλώντας στα παιδικά μπράτσα τους τα τόπια με τα διαλεχτά υφαντά, βρέχουν με νερό τα σανίδια του πατώματος για να μη σηκώνεται η σκόνη, τυλίγουν με άσπρο χαρτί τα υφάσματα των πελατών, μια και οι πλαστικές τσάντες δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους και μετράνε το ύψος τους με τον παραδοσιακό ξύλινο πήχη που έκοβαν τις παραγγελίες των μεταξωτών υφασμάτων.

Η συμβουλή του πατέρα

Ανελλιπώς ο πατέρας τους έγραφε κάθε βράδυ κάτω ακριβώς από τις εισπράξεις της ημέρας «ο Θεός να μας έχει καλά», ενώ δεν παρέλειπε να συμβουλεύει τους γιους τους: «Ποτέ μη βάλετε χρήματα σε κάτι που δεν κατέχετε». Και όλα πήγαιναν ρολόι, χωρίς σημάδια κόπωσης ή έλλειψη προθυμίας. Επαγγελματισμός, σύμπνοια και εργατικότητα μεγέθυναν με εντυπωσιακά βήματα την πορεία της οικογενειακής επιχείρησης. Το 1970, η εταιρεία μπαίνει δυναμικά στον χώρο του έτοιμου ενδύματος, η ανταπόκριση των πελατών είναι μεγάλη και σύντομα γίνεται συνώνυμη του επώνυμου ρούχου και της φινέτσας, με καταστήματα σε όλη την Αθήνα. Τα αδέλφια Τσαντίλη ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη για να φέρουν τις πιο φρέσκιες συλλογές από δυναμικές επώνυμες μάρκες, δίνοντας ευρύτερο χαρακτήρα στην αξιοπρεπή γυναικεία ένδυση που ξεπερνά τις «εγωιστικές» ενδυματολογικές επιλογές της υψηλής κοινωνίας και χαρίζοντας παράλληλα στον ελληνικό όμιλο έναν τόνο κυριαρχίας στον συγκεκριμένο τομέα. Ο διορατικός Τάκης Τσαντίλης ανοίγει το ένα κατάστημα μετά το άλλο στο κέντρο της Αθήνας, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η διασπορά τρέφεται από τον διευρυμένο καταναλωτισμό της περιόδου, πιάνοντας μαζί με το μήνυμα των καιρών και πόστα που εξυπηρετούν την πιστή πελατεία του, η οποία μέρα με τη μέρα όσο πάει και μεγαλώνει. Σε αυτήν μάλιστα συμπεριλαμβάνονται οι πιο γνωστές προσωπικότητες της εποχής. Δεν είναι μόνο η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και άλλες διάσημες πρωταγωνίστριες του κινηματογράφου και του θεάτρου, αλλά και σύζυγοι πολιτικών ηγετών καθώς και κυρίες επώνυμων επιχειρηματιών που συνωστίζονται στο μακρύ πελατολόγιο της εταιρείας.




Οι φίρμες και η πτώση του τζίρου

Ωστόσο, χρονιά-σταθμός για την επιχείρηση Τσαντίλη είναι το 1993, όταν ο πατριάρχης της οικογένειας, Τάκης Τσαντίλης, φεύγει από τη ζωή. Την ίδια χρονιά το «άνοιγμα» της επιχείρησης σε ιδιωτική αεροπορική εταιρεία, η οποία στη συνέχεια πτωχεύει, αποτελεί ισχυρό οικονομικό πλήγμα γι’ αυτήν. Τη δεκαετία του 2000 και ύστερα από νέες διεθνείς συνεργασίες, τα καταστήματα Τσαντίλη καθιερώνονται ως στυλιστικό σύμβολο της μοντέρνας θηλυκότητας. Περισσότεροι από 100 γνωστοί οίκοι φιλοξενούνται στις βιτρίνες τους, εκτοξεύοντας τις πωλήσεις της εταιρείας. Οι πιο σύγχρονες εκφράσεις της γυναικείας μόδας ενσαρκώνονται σε επιλογές όπως Tous και Paola Frani, μέχρι Roberto Verino και Marithe & Francois Girbaud, ενώ η αποδοχή του αγοραστικού κοινού ανεβάζει τον αριθμό των εργαζομένων στους 260. Από την κρίση και μετά, παρότι έκλεισαν τέσσερα καταστήματα (Σταδίου, Χαλάνδρι, Βουκουρεστίου, «Golden Hall») λόγω των αρνητικών οικονομικών αποτελεσμάτων, η εταιρεία αυτή τη στιγμή διαθέτει μια αξιοσέβαστη αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης υφασμάτων, ετοίμων ενδυμάτων και αξεσουάρ. Το κατάστημα της Βουκουρεστίου μεταφέρθηκε στην Κανάρη, σε ένα κτίριο συνολικής επιφάνειας 1.600 τ.μ., εκ των οποίων τα 600 τ.μ. αντιστοιχούν στους χώρους πώλησης όπου αντιπροσωπεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα η φίρμα Marithe & Francois Girbaud, καθώς και τσάντες και αξεσουάρ Tous. Μόνο που και η περασμένη χρονιά έκλεισε με πτώση του τζίρου, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση της επιχείρησης που επιμένει σε κινήσεις αναδιάρθρωσης, επιδιώκοντας εκπτώσεις στις τιμές από τους προμηθευτές, επιμήκυνση του δανεισμού από τις τράπεζες, αλλά και επαναδιαπραγματεύσεις ενοικίων στο υποβαθμισμένο εμπορικό τρίγωνο της πρωτεύουσας που έχει απομακρύνει αρκετούς πελάτες του επώνυμου οίκου. Παράλληλα με τις προσιτές τιμές και τις προσφορές επιδιώκει να χαράξει νέα εμπορική πολιτική, προσαρμοσμένη στην οικονομική κρίση, ώστε να μη γονατίσει μία ακόμα ιστορική εμπορική φίρμα του κέντρου.

Πώς έφτασαν τα αδέλφια στα δικαστήρια

Βαρύ πλήγμα για την επώνυμη επιχείρηση Τσαντίλη, που έχει συνδεθεί με το τρίπτυχο αισθητική - ποιότητα - κύρος στον χώρο των υφασμάτων και του επώνυμου πρετ-α-πορτέ, θεωρείται ότι αποτελεί η ενδοοικογενειακή αντιπαράθεση που έχει φτάσει μέχρι τις αίθουσες των δικαστηρίων. Αφορμή για την έναρξή της ήταν όταν το 2007 ο Δημήτρης Τσαντίλης αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρεία, πουλώντας στα αδέλφια του το μερίδιό του αντί του ποσού των 6 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, έλαβε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος από το παραπάνω ποσό, με αποτέλεσμα η σύγκρουση να κορυφωθεί. Τελευταίο επεισόδιο στη διαμάχη αυτή, που αποτελεί θέμα συζήτησης μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων της πρωτεύουσας, είναι η μήνυση που κατατέθηκε από την πλευρά του Δημήτρη στα αδέλφια του και η άσκηση ποινικής δίωξης για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος και απιστίας κατά των δύο αδελφών του. Σύμφωνα με το βιβλίο μήνυσης Γ/2001/1570, όταν την 30ή Μαρτίου του 2007 υπεγράφη μεταξύ των αδελφών ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο ορίζονταν οι παράμετροι της συμφωνίας, αυτό περιελάμβανε την καταβολή μετρητών ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ταυτόχρονα συμφωνήθηκε ένα μέρος του τιμήματος να καταβληθεί μετά την πώληση του μεγάλου ακινήτου της Φιλοθέης. Από το 2007 έως το 2009 τα δύο αδέλφια, Ιωάννης και Αλέξης, τηρούσαν κανονικά τις συμβατικές υποχρεώσεις της συμφωνίας και πλήρωναν κάθε τρίμηνο ένα συγκεκριμένο ποσό για τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας. Ωστόσο στο τέλος του 2009 σταμάτησαν να τηρούν τη συμβατική αυτή υποχρέωση. Παράλληλα εκτιμάται ότι αποφάσισαν μονομερώς την αντιστροφή της συμφωνίας. Απαίτησαν δηλαδή από τον Δημήτρη Τσαντίλη να τους επιστρέψει τα χρήματα πίσω με αντάλλαγμα τις μετοχές. Βέβαια από το 2007 έως το 2009 η κατάσταση στην αγορά και τη φίρμα είχε διαφοροποιηθεί άρδην. Λόγω της κρίσης, οι πωλήσεις της εταιρείας Τσαντίλη υποχώρησαν, ενώ ο τραπεζικός δανεισμός της αυξήθηκε περαιτέρω, με αποτέλεσμα η πραγματική αξία της να μεταβληθεί σημαντικά. Ετσι η υπόθεση κατέληξε στη διαιτησία, η οποία κερδήθηκε από τα δύο αδέλφια, Ιωάννη και Αλέξη Τσαντίλη.

Η κατάθεση της μητέρας

Στην απόφαση 23-11 αναγράφεται ότι σύμφωνα με την κατάθεση της μητέρας των διαδίκων, κυρίας Φάνης Τσαντίλη, παρόλο που τα δύο αδέλφια κατέβαλλαν κανονικά τις δόσεις τους στον Δημήτρη, εντούτοις εκείνος δεν μεταβίβασε καμία μετοχή, αν και του το είχαν ζητήσει πολλές φορές ήδη από το 2008, καθώς στη σύμβαση μεταξύ των δύο πλευρών αναφερόταν ρητά η υποχρέωση να μεταβιβάζει κάθε χρόνο συγκεκριμένο αριθμό μετοχών. Τα δύο αδέλφια υποστηρίζουν ότι το 2009 υπήρχε ενδιαφέρον από την Καρούζος Α.Ε. και ομάδα επιχειρηματιών για την εξαγορά της Τσαντίλης Α.Ε. Η συμφωνία, κατά τους Ιωάννη και Αλέξη Τσαντίλη, δεν προχώρησε εξαιτίας της άρνησης του Δημήτρη Τσαντίλη να μεταβιβάσει τις μετοχές του και παρά το γεγονός ότι είχε ήδη εισπράξει το ποσό του 1,3 εκατ. ευρώ. Ενα ακόμα αγκάθι στην υπόθεση είναι και το θηριώδες σπίτι της Φιλοθέης, το οποίο ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια προτού πεθάνει ο πατριάρχης της οικογένειας. Οταν τα αδέλφια αποφάσισαν να το πουλήσουν, το 2007, εκτιμήθηκε, τότε, στα 12 εκατ. ευρώ. Μάλιστα συνέδεσαν το ποσό από το τίμημα στη γενικότερη συμφωνία τους. Η συμφωνία (ιδιωτικό συμφωνητικό της 30ής Μαρτίου 2007 μεταξύ της οικογένειας) προέβλεπε ότι εφόσον το σπίτι πουληθεί, τότε ο Δημήτρης Τσαντίλης θα λάβει από τα δύο αδέλφια του το υπόλοιπο του ποσού που είχε συμφωνηθεί για τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας. Ομως εάν το ακίνητο παρέμενε απούλητο έως το 2009 τότε ο Δημήτρης θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη μεταβίβαση των ποσοστών του από τα δύο αδέλφια του. Εν τω μεταξύ, όπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Τσαντίλης, τα 2/3 του ακινήτου μπήκαν υποθήκη σε τράπεζες έναντι δανείων που έλαβε η εταιρεία.  Πρόκειται να βγει σε πλειστηριασμό τον Ιανουάριο του 2013 και η κατάσταση έχει περιπλέξει τα πράγματα, καθώς εάν πωληθεί το τίμημα των 2/3 θα καταλήξει στις τράπεζες ενώ και η απαίτηση του 1,3 εκατ. ευρώ που έχουν πλέον τα αδέλφια Αλέξης και Ιωάννης από τον αδελφό τους Δημήτρη Τσαντίλη θα παραχωρηθεί στην τράπεζα που θα βγάλει σε πλειστηριασμό το σπίτι της Φιλοθέης.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr