«Ελπίδα»: Ο ανθρώπινος Πάπας Φραγκίσκος και οι άγνωστες στιγμές του

Ο Φραγκίσκος ίσως ήταν ο μόνος Πάπας που τόλμησε να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και τις απόλυτα ανθρώπινες στιγμές και αδυναμίες του, όπως καταγράφονται στην αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Ελπίδα» από εκδόσεις Gutenberg

«Ελπίδα»: Ο ανθρώπινος Πάπας Φραγκίσκος και οι άγνωστες στιγμές του
«Είμαι αμαρτωλός. Αυτός είναι ο πιο ορθός ορισμός. Και δεν είναι τρόπος του λέγειν, λεκτικό κατασκεύασμα, στοιχείο λογοτεχνίας, θεατρική ατάκα. Είμαι σαν τον Ματθαίο στον πίνακα του Καραβάτζο: ένας αμαρτωλός στον οποίο έστρεψε το βλέμμα Του ο Κύριος. Κι αυτό ακριβώς είπα όταν με ρώτησαν αν δεχόμουν την εκλογή μου στην παπική έδρα: “peccator sum, sed super misericordia et infinita patientia Domini nostri Jesu Christi confisus et in spiritu penitentiae accepto” (Είμαι αμαρτωλός, όμως εμπιστεύομαι την απεριόριστη ευσπλαχνία και υπομονή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και αποδέχομαι σε πνεύμα μετάνοιας)».

Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά λόγια ενός τύποις αναμάρτητου -σύμφωνα με το δόγμα- Πάπα, κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, που γεννήθηκε το 1936 στο Φλορέστο με καταγωγή από το Πιεμόντε, με το οποίο δήλωνε πάντοτε συνδεδεμένος αφού από εδώ ξεκίνησαν οι πρόγονοί του, το 1922 για το Μπουένος Αϊρες.

«Ελπίδα»: Ο ανθρώπινος Πάπας Φραγκίσκος και οι άγνωστες στιγμές του

«Οι δικοί μου είχαν ξεκινήσει ως εργάτες ασφαλτοστρώνοντας δρόμους, που από το λιμάνι στο ποτάμι έφταναν στους αγρούς - και μέσα σε λίγο καιρό έστησαν μια επιχείρηση πλακοστρώσεων και ασφαλτοστρώσεων και τα πράγματα πήγαν καλά για εκείνους», περιγράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Ελπίδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου.

Εκτοτε η οικογένεια, οι πρόγονοι, οι γονείς του αλλά κι εκείνος ποτέ δεν έπαψαν, ιδιαίτερα μετά την κρίση του ’29, να δουλεύουν: από εργάτες σε καθαρισμού μέχρι σε έναν Ελληνοεβραίο σε εργοστάσιο καλτσοποιίας ακόμα και μπάρμαν, με τον ίδιο να εργάζεται από πορτιέρτης έως επιστάτης. Ζούσαν σε φτωχική γειτονιά, έτρωγαν σχεδόν αποκλειστικά ιταλικά φαγητά, όπως καπελέτι «στρίβοντας κομματάκια ζύμης με το δάκτυλο του χεριού», αλλά και πίτσες τις οποίες ο ίδιος ανέκαθεν δήλωνε ότι λάτρευε. Από την οικογένειά του έμαθε να αγαπάει τη μουσική και ιδιαίτερα την όπερα.

Ομολογεί ότι λάτρευε το καρναβάλι, τις μεταμφιέσεις και τις γιορτές και ότι, αν εξαιρέσεις τη βαθιά αφοσίωσή του στη θρησκεία, έζησε σαν ένας κανονικός έφηβος: στην αυτοβιογραφία περιγράφει τα κορίτσια που του άρεσαν, το ξύλο που αναγκάστηκε να δώσει με συμφοιτητές του, όταν σπούδαζε χημικός, φτάνοντας να τραυματίζει κάποιον επικίνδυνα στο κεφάλι, την αγάπη του για την όπερα, τη μουσική και… το ποδόσφαιρο. Χρειάστηκε, μάλιστα, κατά την πρακτική του να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μη σκέφτεται κάποιο κορίτσι που του είχε γίνει εμμονή αλλά, όπως ομολογεί στην αυτοβιογραφία του, «ήταν κάτι φυσιολογικό, ίσα-ίσα θα ήμουν μη φυσιολογικός αν δεν είχα περάσει από αυτού του είδους τις καταστάσεις. Ακόμη και σήμερα σκέφτομαι πως αν ένα αγόρι ή ένα κορίτσι ακούσει το ιδιαίτερο κάλεσμα του Θεού και δεν νιώσει και λίγη αβεβαιότητα, λίγο φόβο… κάτι του λείπει. Σε τέτοιες περιπτώσεις γίνομαι λίγο καχύποπτος. Ο Κύριος μας καλεί για σπουδαία πράγματα και είναι υγιές και ωφέλιμο ο ενθουσιασμός για το κάλεσμα να συνοδεύεται και από λίγο φόβο».


Τα σπουδαία και τα μεγάλα αναμφίβολα ακολούθησαν αφού ο Πάπας Φραγκίσκος υπήρξε κοντά στους ανθρώπους, στους φτωχούς και τους καταφρονεμένους με κάθε τρόπο πλένοντας τα πόδια φυλακισμένων, μεταναστών και μουσουλμάνων, αποδεχόμενος τη διαφορετικότητα, τους γκέι ακόμα και τους τρανς, δίνοντάς τους μάλιστα άτυπα το δικαίωμα να παντρεύονται. Προτιμούσε, επίσης, αντί να μένει στα παπικά παλάτια, να κοιμάται σε ένα λιτό δωμάτιο στον ξενώνα Casa Santa Marta και να τρώει μαζί με τους εργαζομένους - είχε μάλιστα καλέσει ακόμα και τους σκουπιδιάρηδες σε λειτουργία!

Στην αυτοβιογραφία του λέει τα πράγματα με το όνομά τους αποκαλύπτοντας ότι πολλοί εκπρόσωποι της Παπικής Εκκλησίας προέβησαν σε σεξουαλικές κακοποιήσεις και ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να παύσει έναν ιερωμένο που είχε εκμεταλλευτεί σεξουαλικά ένα ανάπηρο παιδί. Δεν φοβάται να μιλήσει για τον ομαδικό βιασμό που υπέστη ένα κορίτσι στην Αφρική, μια ιστορία που του αφηγήθηκε η ίδια. Δεν ξεχνάει, επίσης, να προασπιστεί τους μετανάστες αφού ποτέ, όπως λέει, δεν ξέχασε πως υπήρξε ένα παιδί μεταναστών. Για τον ίδιο εκπολιτισμός σημαίνει να μην ξεχνάς ποτέ την καταγωγή σου και τις ρίζες σου κι αυτό είχε στο μυαλό του όταν έπαιρνε μαζί του έπειτα από την επίσκεψή του στη Λέσβο στο αεροπλάνο οικογένειες μεταναστών αλλάζοντας για πάντα τη μοίρα τους.

Με περηφάνια ομολογεί ότι τα παιδιά αυτά πρόκοψαν και ότι μια κοπέλα από τη Συρία, που τον ακολούθησε με το παπικό αεροπλάνο, σήμερα είναι ερευνήτρια βιολόγος με αξιομνημόνευτο έργο. Ακόμα και στον τρόπο λατρείας ήταν μοναδικός: μπορεί να μην άλλαξε πολλά στοιχεία από το παπικό δόγμα, αλλά δεν ξεχνούσε ότι οδηγός του ήταν -σε αντίθεση με άλλους ηγέτες της Παπικής Εκκλησίας που επικαλούνταν αποκλειστικά τον Ιησού- η Παναγία, στην οποία προσέτρεχε σε δύσκολες στιγμές της ζωής του. Γι’ αυτό συνδέθηκε όσο κανείς με τη Santa Maria Maggiore, την αγαπημένη του εκκλησία στην οποία είχε προσευχηθεί την ημέρα που έγινε Πάπας κι εκεί αποφάσισε να κατοικήσει μετά θάνατον. Είναι, άλλωστε, η εκκλησία που φιλοξενεί το άγαλμα της Παναγίας που παρήγγειλε ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ’ το 1918 ζητώντας της να τερματίσει τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πίτσα και μπάλα: τι γράφει για τις δύο του αγάπες

«Σαν να τη μυρίζω την ευωδιά εκείνης της πίτσας: ίσως για μένα είναι κάπως σαν τη μαντλέν του Προυστ. Και για να πω την αλήθεια, ένα από τα μικροπράγματα που μου λείπουν είναι μια έξοδος για να φάω μια πίτσα», είναι οι χαρακτηριστικές αναφορές του Παπά Φραγκίσκου στην πίτσα, τη μεγάλη του αδυναμία, όπως και το ποδόσφαιρο. «Ως καρδινάλιος, λάτρευα να πηγαίνω με τα πόδια στους δρόμους και να παίρνω το μετρό. Σε κάποιον φαινόταν παράξενο και επέμενε να με συνοδέψει για να πάρω το αυτοκίνητο, όμως μερικές φορές η πραγματικότητα είναι πολύ απλή: ανέκαθεν μου άρεσε να περπατώ. Ο δρόμος μού λέει πολλά, μαθαίνω πολλά στον δρόμο. Και μου αρέσει η πόλη, και στην επιφάνεια και υπογείως, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι ταβέρνες, μια πίτσα σ᾽ ένα τραπεζάκι έξω, που έχει ολότελα διαφορετική γεύση από εκείνη που παραγγέλνεις και σου φέρνουν στο σπίτι: βαθιά στην ψυχή μου είμαι κάτοικος της πόλης».

Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει την ομάδα του, τη Σαν Λορέντσο - μάλιστα ο σύλλογος του Μπουένος Αϊρες ήθελε να μετονομάσει το γήπεδο σε «Πάπας Φραγκίσκος», μια ιδέα που, ωστόσο, δεν του φάνηκε τόσο καλή. «Τους αγώνες εντός έδρας του πρωταθλήματος του 1946, το οποίο κατακτήσαμε λίγους μήνες πριν από τα 10α γενέθλιά μου, τους είδα σχεδόν όλους και, πάνω από 70 χρόνια αργότερα, έχω ακόμη εκείνη την ομάδα μπροστά στα μάτια μου, λες κι είναι σήμερα: Μπλατζίνα, Βαντσίνι, Μπάσο, Τζουμπιέτα, Γκρέκο, Κολόμπο, Ιμπελόνι, Φάρο, Μαρτίνο, Σίλβα... Και οι δέκα ήταν υπέροχοι. Κι έπειτα... Επειτα ήταν κι ο Ποντόνι. Ηταν o Ρενέ Αλεχάντρο Ποντόνι, ο σέντερ φορ, ο goleador, ο σκόρερ, η ψυχή του Ciclón, του Κυκλώνα, όπως λέγαμε τη Σαν Λορέντσο, ο αγαπημένος μου. Αυτός σίγουρα δεν είχε δύο αριστερά πόδια. Κλοτσούσε και με το δεξί και με το αριστερό σχεδόν εξίσου καλά, ήταν ικανός στις ντρίμπλες, εφευρετικός, δυνατός στις κεφαλιές, ακροβάτης στα ανάποδα ψαλίδια. Μπορούσε να σκοράρει με όλους τους τρόπους, κι εγώ τον είδα σε όλους. “Για να δούμε, αν κάποιος από σας έχει το θάρρος να βάλει ένα γκολ σαν τον Ποντόνι…”, είπα, όταν συνάντησα τις εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου της Αργεντινής και της Ιταλίας, με αρχηγούς τον Μέσι και τον Μπουφόν αντίστοιχα, για έναν αγώνα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, λίγο μετά την εκλογή μου στο αξίωμα του Πάπα. Οι νέοι εκείνοι μου χαμογέλασαν λίγο αμήχανα, πιθανότατα δεν ήξεραν τι εννοούσα, όμως εγώ εκείνο το γκολ -εκείνο το τακ, τακ, τακ, γκολ- το είχα εντυπωμένο στο κεφάλι μου, όπως πολλά από τα πράγματα που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα ενός μικρού παιδιού, όταν τα μάτια του είναι ένα σφουγγάρι και οι εικόνες του μένουν για πάντα. Οκτώβριος 1946, το πρωτάθλημα φτάνει προς το τέλος του και η Σαν Λορέντσο παίζει εναντίον της Ράσινγκ ντε Αβεγιανέδα: σουτ από αριστερά, ο Ποντόνι με την πλάτη στο τέρμα κοντρολάρει με το στήθος και, χωρίς καν ν᾽ ακουμπήσει κάτω η μπάλα, την κλοτσάει προς τα πίσω, προσπερνάει με μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά τον αμυντικό που τρέχει καταπάνω του, έπειτα, από τη μικρή περιοχή, εκσφενδονίζει ένα τρομερό σουτ και η μπάλα καρφώνεται στα δεξιά του τερματοφύλακα. Γκοοοολ! Γιατί, αν κάθε γκολ στη Νότια Αμερική έχει περισσότερα “ο” απ᾽ ό,τι στην Ευρώπη, αν κάθε τέρμα, ακόμα κι αν είναι ένα γκολάκι, γίνεται golazo, γκολάρα, φανταστείτε εκείνο. Εγώ αγκαλιάζω τον πατέρα μου, αγκαλιάζω τ᾽ αδέλφια μου, όλοι αγκαλιάζονται. Ο Ποντόνι ήταν για μένα το παιδάκι η εμβληματική μορφή εκείνου του αθλήματος, του ποδοσφαίρου, ήταν η συντροφικότητα, η αγάπη για ένα σπορ που δεν ήταν μόνο ένας λογαριασμός στην τράπεζα, γιατί εκείνος, αντί να ακούσει τις σειρήνες των εκατομμυρίων που τον καλούσαν στην Ευρώπη, προτίμησε την ομάδα του, προτίμησε να μείνει κοντά στην οικογένεια, στους φίλους του, σε όποιους τον αγαπούσαν. Ήταν σπουδαίος, κι έτσι παρέμεινε, ακόμη και μετά το σοβαρό ατύχημα στον αγώνα, που δύο χρόνια αργότερα προκάλεσε ένα βαρύ πλήγμα στην καριέρα του. Περιπλανήθηκε λίγο στη Νότια Αμερική, την Κολομβία, τη Βραζιλία, έπειτα επέστρεψε στη Σαν Λορέντσο προτού κρεμάσει τα παπούτσια του και ανοίξει μια ταβέρνα. Εζησε μια καλή ζωή. Ο γιος του, που ονομάζεται Ρενέ, όπως ο πατέρας του, ήρθε να με δει στο Βατικανό, δύο χρόνια μετά την εκλογή μου».

Ο Ελληνοεβραίος εργοδότης όπου δούλεψε μαζί με την οικογένεια

«Είχα ήδη κάνει λίγες δουλίτσες στο μαγαζί των παππούδων, από τότε που ήμουν 10 χρόνων, όμως πιο πολύ μου άρεσε να τριγυρίζω στην αποθήκη και να σουφρώνω καμιά καραμέλα. Το μαγαζί βασιζόταν στην εμπιστοσύνη: παραδίδαμε το εμπόρευμα, σημειώναμε τα πάντα σ᾽ ένα τεφτέρι και ο κόσμος δεν πλήρωνε παρά μόνο στο τέλος του μήνα. Αυτή ήταν η δουλειά των παππούδων και για μένα ήταν κατά βάθος ένα παιχνίδι», εξομολογείται στο βιβλίο ο Πάπας Φραγκίσκος για την «αμαρτωλή» αυτή παιδική συνθήκη αποκαλύπτοντας στη συνέχεια την ελληνική καταγωγή ενός από τους εργοδότες τους. «Τώρα τα πράγματα σοβάρευαν. Ο πατέρας μού βρήκε δουλειά σ᾽ ένα εργοστάσιο καλτσοποιίας, σ᾽ έναν πελάτη του, έναν Ελληνοεβραίο που λεγόταν Μοζέ Ναχμίας, έναν άξιο άνθρωπο ο οποίος μάλιστα ήρθε και στη χειροτονία μου στην ιερατική σχολή. Στο εργοστάσιο ανέλαβα την καθαριότητα. Εργάστηκα εκεί στις διακοπές μου επί τρία χρόνια: με μια ομάδα γυναικών και παιδιών καθάριζα τα πατώματα και τις τουαλέτες, και ενδιαμέσως φρόντιζα και κάποιες διοικητικές δουλειές που μου εμπιστεύονταν.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, σκεφτόμουν να γίνω γιατρός. Είχα μάλιστα κάνει και προεγγραφή σ᾽ ένα κολέγιο κοντά στο σπίτι, στην οδό Καραμπόμπο, ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία όπου έμενε ένας ποδοσφαιριστής, ο οποίος, από νέος, διασκέδαζε να προκαλεί τα παιδιά του Φλόρες στον δρόμο σε αναμετρήσεις όπου όλοι ήταν εναντίον όλων και διαρκούσαν ώσπου έπεφτε το σούρουπο, κι έπειτα έγινε ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών: λεγόταν Αλφρέδο Ντι Στέφανο. Κοντολογίς, νόμιζα ότι θα πήγαινα πέντε χρόνια στο Λύκειο Χενεράλ Ουρκίσα, και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο μια Κυριακή, στο τραπέζι με τους εκ μητρός παππούδες μου, ο θείος Λουίτζι και ο θείος Βισέντε μου είπαν: “Κι έπειτα; Θα βγεις από κει και θα είσαι μια λειψή εγκυκλοπαίδεια, που ξέρει λίγο απ᾽ όλα και τίποτα· διάλεξε καλύτερα μια τεχνική σχολή, θα κάνεις έναν χρόνο παραπάνω, έξι αντί για πέντε, αλλά θα βγεις με ένα μέλλον μπροστά σου, θα είσαι χημικός, μηχανικός, θα χτίζεις σπίτια, θα μπορείς να υπογράφεις σχέδια”. Oποιος έβγαινε από εκείνες τις σχολές μπορούσε να υπογράφει σχέδια για την κατασκευή μιας πολυκατοικίας μέχρι δύο ορόφων.
Πείστηκα. Στο μεταξύ, μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχαν ξεκινήσει τα μαθήματα σε μια κρατική σχολή Χημείας με εξειδίκευση στη Διατροφολογία, μια σχολή πειραματική, πρότυπη, που επέλεγε μια χούφτα φοιτητές κάθε χρόνο, οι οποίοι έπειτα μπορούσαν να πάνε σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, ακόμα και στο Σικάγο, που ήδη ήταν γνωστό ως ένα από τα ανώτερα κέντρα σπουδών και έρευνας στον κόσμο. Ετσι γράφτηκα εκεί».

Πώς φτάνουν στην τελική ψηφοφορία οι καρδινάλιοι - Πώς αναδείχθηκε Πάπας της Καθολικής Εκκλησίας

Αποκαλυπτικό είναι, επίσης, το χρονικό για το πως εκλέχτηκε Πάπας, ένα αποτέλεσμα που, όπως ομολογεί, δεν περίμενε με τίποτα. Στο αντίστοιχο κεφάλαιο αποκαλύπτει ότι ο καπνός προέρχεται από τα ψηφοδέλτια που καίνε οι καρδινάλιοι και πώς με χημικές ουσίες αλλάζουν το χρώμα του καπνού κάνοντας εμφανή τη διαφορά ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό. «Την επόμενη μέρα, Τρίτη 12 Μαρτίου, άρχισε το κονκλάβιο. Εφτασα το πρωί στη Σάντα Μάρτα με μια βαλίτσα όπου είχα βάλει δύο ράσα που φύλαγα στη Ρώμη και πολύ λίγα άλλα πράγματα. Είχα αφήσει τα πάντα στο Μπουένος Αϊρες, τα βιβλία που είχα μόλις αρχίσει να διαβάζω, τις ομιλίες που είχα προετοιμάσει για την Κυριακή των Βαΐων και για τη Μεγάλη Πέμπτη, μαζί με κάμποση ακαταστασία. Και είχα ήδη αγοράσει το εισιτήριο της επιστροφής για το Σάββατο 23 του μήνα· κανείς δεν πρόκειται ν᾽ ανακηρυχθεί Πάπας μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, είχα σκεφτεί: παίρνω λοιπόν το αεροπλάνο το Σάββατο και φεύγω. Επιστρέφω στο σπίτι. Τελεία. Στη Σάντα Μάρτα οι καρδινάλιοι έκαναν ουρά στην είσοδο περιμένοντας να ελεγχθούν και να καταγραφούν οι χαρτοφύλακές τους, που δεν επιτρέπεται να περιέχουν τηλέφωνα, υπολογιστές ή οποιαδήποτε άλλη συσκευή. Ούτε εφημερίδες. Σε όλη τη διάρκεια του κονκλάβιου επιβάλλεται η αυστηρότερη μυστικότητα. Τα παράθυρα κλείνουν, τα κινητά απενεργοποιούνται. Με άφησαν να περάσω: “Περάστε, σεβασμιότατε, θα σας δώσουμε το βαλιτσάκι σας μέσα”. Ολα ήταν θωρακισμένα, στη Σάντα Μάρτα όπως και στην Καπέλα Σιστίνα. Την ώρα που ήρθε ο αγγελιοφόρος να μου παραδώσει την τσάντα και μου φώναξε: “Καρδινάλιε Μπεργκόλιο;”, κάποιος πίσω του, όπως έμαθα αργότερα, είχε σχολιάσει: “Μπορεί και να δεχτεί τελικά.”. Ισως κάποιοι καρδινάλιοι μιλούσαν ήδη γι’ αυτό, με κάποιον τρόπο. Ομως εγώ δεν άκουσα τίποτα, φυσικά, ούτε μου είχε περάσει κατά κανέναν τρόπο η σκέψη από το μυαλό. Οταν αργότερα το ξανασκέφτηκα, θυμήθηκα επίσης ότι τις προηγούμενες μέρες, στην οδό ντέλα Σκρόϕα, ένας αρχιεπίσκοπος είχε έρθει να με ρωτήσει τι γνώμη είχα για την κατάσταση. Λίγο πολύ, όμως, όλοι μάς τα ρωτούσαν αυτό. Εγώ είχα απαντήσει αόριστα: Δεν ξέρω, είναι ονόματα που γνωρίζουμε όλοι μας... “Κι αν είσαι εσύ;” με είχε ρωτήσει. Ε, καλά, άσε τ᾽ αστεία. “Μα, θα δεχόσουν;”. Του το ξέκοψα: Κοίτα, σήμερα, στο σημείο που βρίσκεται η Εκκλησία κανένας καρδινάλιος δεν μπορεί να πει όχι... Τελεία και παύλα. Το μόνο που ήθελα ήταν ν᾽ απαλλαγώ από εκείνη την άβολη στιχομυθία. Στις 10 το πρωί της Τρίτης τελέστηκε στον Αγιο Πέτρο η λειτουργία pro eligendo Romano Pontifice (υπέρ της εκλογής του Ποντίφικα Ρώμης), η οποία εγκαινίασε την ιεροτελεστία. Και το απόγευμα έγινε η πομπή, που, από την Καπέλα Παολίνα, μας οδήγησε στην Καπέλα Σιστίνα, για την επίσημη ορκωμοσία. Το βράδυ το κονκλάβιο έφτασε στην πρώτη του ψηφοφορία, που κατά κανόνα έχει λίγο πολύ χαρακτήρα “φιλοφρόνησης”. Ψηφίζεις για τον φίλο σου, για ένα πρόσωπο που εκτιμάς... Αρχίζει ένας μηχανισμός μάλλον γνωστός και καθιερωμένος: όταν υπάρχουν αρκετές ισχυρές υποψηφιότητες, όποιος είναι ακόμα αναποφάσιστος, όπως ήμουν εγώ, δίνει την ψήφο του σε κάποιον που ξέρει ότι δεν θα εκλεγεί. Είναι στην ουσία ψήφοι σε αναμονή, που περιμένουν να εξελιχθεί η κατάσταση και να ξεκαθαρίσει περισσότερο το τοπίο. Γι’ αυτό εγώ είχα ψήφους, είχα όμως απόλυτη επίγνωση ότι επρόκειτο για ψήφους “παρκαρισμένες”. Ησύχασα εντελώς. Το επόμενο πρωί, Τετάρτη 13, στη δεύτερη ψηφοφορία, είχα ακόμη “παρκαρισμένες” ψήφους. Και στην τρίτη, μια-δυο ακόμα. Ηταν φανερό ότι επρόκειτο για μια ρευστή κατάσταση, τίποτα δεν είχε αποφασιστεί, γι’ αυτό και δεν υπήρχε τίποτα να με εκπλήξει ιδιαίτερα. Είχα τον νου μου να τα κάνω όλα όσο γινόταν καλύτερα, για να πάρω την πτήση μου για το Μπουένος Αϊρες και να γιορτάσω εκεί την Κυριακή των Βαΐων και το Πάσχα. Μόλις βγήκε ο μαύρος καπνός, μετακινήθηκα προς την τραπεζαρία, για το γεύμα, πρώτα όμως πήγα να βρω τον αρχιεπίσκοπο της Αβάνας, τον Χάιμε Λούκας Ορτέγα, ο οποίος μου είχε ζητήσει να του φέρω, αν μπορούσα, το κείμενο της ομιλίας που είχα κάνει στις γενικές συνεδριάσεις. Δεν είχα κανένα γραπτό κείμενο, έτσι προσπάθησα να συνοψίσω αυτά που είχα πει σε τέσσερα βασικά σημεία. “Α, ευχαριστώ, έτσι θα πάρω μαζί μου μια ανάμνηση από τον Πάπα”, είπε αυτός. Και πάλι μου φάνηκε αστείο. Ο Ορτέγα με ρώτησε αν μπορούσε να διαδώσει το κείμενο κι εγώ είπα ναι. Στο ασανσέρ συνάντησα κι άλλον καρδινάλιο, επίσης Λατινοαμερικανό: “Την ετοίμασες την ομιλία; Ετοίμασέ την καλά, εντάξει;”. “Ποια ομιλία;”, λέω εγώ. “Ε, αυτή που πρέπει να κάνεις από τον εξώστη!” Κι άλλο αστείο; Ή κάτι που είπε από ευγένεια; Ίσως ήταν απλά μια δική του επιθυμία».

Ειδήσεις σήμερα:

Αυτοκτόνησε η Βιρτζίνια Τζιουφρέ, κατήγορος του Επσταϊν και του πρίγκιπα Αντριους - Ήταν μόλις 41 ετών

Αστάθεια μέχρι την Κυριακή, πτώση της θερμοκρασίας από Δευτέρα - Πού θα βρέξει σήμερα

Καθέλκυση βορειοκορεάτικου πολεμικού πλοίου παρουσία του Κιμ Γιονγκ Ουν
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr