Ποιος ήταν ο νικητής του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 1856);

Οι αιτίες και οι αφορμές του πολέμου - Τα αντιμαχόμενα μέρη – Οι σκληρές μάχες στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου – Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1856) – Ποιοι ήταν οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι;

Λίγο πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, υπήρξαν μια σειρά από δηλώσεις τόσο των δυτικών Συμμάχων όσο και των Ρώσων που πυροδοτούσαν την ήδη τεταμένη κατάσταση.

Ανάμεσα σε αυτές ήταν και οι δηλώσεις για τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853 – 1856) , που έγιναν από τον Βρετανό Υπουργό Άμυνας Μπεν Γουάλας και τον εκπρόσωπο του ρωσικού Υπουργείου Άμυνας Ιγκόρ Κονασένκοφ στις 23/2/2020.Ο Γουάλας δήλωσε ότι «κλοτσήσαμε τα οπίσθια του τσάρου Νικόλαου και μπορούμε να το κάνουμε ξανά» ,για να απαντήσει ο Στρατηγός Κονασένκοφ «συνιστούμε στους Βρετανούς στρατιωτικούς να μελετάνε όχι μόνο τη ρωσική γεωγραφία αλλά και ιστορία».

Τελικά υπήρξαν νικητές και ηττημένοι στον Κριμαϊκό Πόλεμο, έναν από τους φονικότερους του 19ου αιώνα; Αυτό θα δούμε στο σημερινό μας άρθρο για τη σύγκρουση που ξέσπασε στην Ευρώπη πριν από 170 περίπου χρόνια και τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (1856), με τον οποίο τερματίστηκε.

Αιτίες και αφορμές του Κριμαϊκού Πολέμου
Μετά τη νίκη της επί των Οθωμανών στον μεγάλο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768 -1774, η Ρωσία επέβαλε ως νικήτρια τους όρους της στους Οθωμανούς με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Με τη Συνθήκη αυτή, ανάμεσα στα άλλα, η Ρωσία αποκτούσε το δικαίωμα της προστασίας όλων των Ορθόδοξων Χριστιανών που ήταν Οθωμανοί υπήκοοι, η Μολδαβία και η Βλαχιά αποκτούσαν ειδικό καθεστώς αυτονομίας, ενώ σε πρόβλεψη της Συνθήκης, το Χανάτο της Κριμαίας αποκτούσε την ανεξαρτησία του, αποσχιζόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τα σχέδια του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του «μεγάλου ασθενή της Ευρώπης», όπως λεγόταν χαρακτηριστικά, υπήρχαν στους Ρώσους και τους άλλους Ευρωπαίους ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα. «Φούντωσαν» και πάλι μετά το 1830 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Γύρω στο 1850 ο τσάρος Νικόλαος Α’ Ρομανόφ δεν έκρυβε την πρόθεση του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να αποκτήσει διέξοδο στη Μεσόγειο, αποφεύγοντας τα Δαρδανέλια τα οποία έλεγχε αυστηρά η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή είχε ξεσπάσει και μία, παρασκηνιακή περισσότερο, διαμάχη για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Ναπολέοντα η Γαλλία είχε δείξει τις προθέσεις της να περιορίσει τη διαρκώς αυξανόμενη βρετανική επιρροή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
 
 

Ο Ναπολέων Γ’, εγγονός του Βοναπάρτη, ως Πρόεδρος της Γαλλίας το 1850 απαίτησε από τους Οθωμανούς να επαναφέρουν όλα εκείνα τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί ως το 1740 στην Καθολική Εκκλησία και καταργήθηκαν έπειτα προς όφελος της Ελληνικής Εκκλησίας. Ο σουλτάνος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τον Οκτώβριο του 1851 απέρριψε τις γαλλικές αξιώσεις. Παράλληλα η Ρωσία προειδοποιούσε ότι δεν θα δεχτεί καμία υπονόμευση των συμφερόντων της και όλων όσων είχε κερδίσει από τις Συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Με νέα διακοίνωσή του προς τους Γάλλους όμως το 1852, ο σουλτάνος παραχώρησε ορισμένα προνόμια στους Καθολικούς στους Αγίους Τόπους, ενώ ταυτόχρονα εξέδιδε κρυφά φιρμάνι με το οποίο κατοχυρώνονταν όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων στους Αγίους Τόπους!

Όμως ο σουλτάνος Αβδούλ – Μετζίτ συνέχισε τις αλλοπρόσαλλες ενέργειες, καθώς με αυταρχικό διάταγμα στις 7 Δεκεμβρίου 1852, παρέδωσε τον ιερό ναό της Βηθλεέμ στους Καθολικούς, ικανοποιώντας πλήρως τον Ναπολέοντα Γ’ που μόλις είχε στεφθεί Αυτοκράτορας. Αυτό εξόργισε τον Τσάρο Νικόλαο Α΄, ο οποίος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει ακόμα και πόλεμο αν το ζήτημα δεν λυνόταν υπέρ των Ορθοδόξων, τη στήριξη των οποίων θεωρούσε δεδομένη. Όπως φαίνεται από τον Τύπο της εποχής, οι Έλληνες είχαν ευαισθητοποιηθεί για το ζήτημα των Αγίων Τόπων, αποδοκίμαζαν την στάση της Γαλλίας μεταξύ 1850 – 1853 και ανέμεναν από τον τσάρο να δώσει ένα ισχυρό χτύπημα στους Οθωμανούς και να αποκαταστήσει τα προνόμια των Ορθοδόξων. Παράλληλα η μεγάλη συμπάθεια των Ελλήνων προς τη Γαλλία, λόγω της στάσης της στην Επανάσταση του 1821 και της δράσης του Στρατηγού Μεζόν στην Πελοπόννησο είχε σχεδόν εξανεμιστεί πλήρως.

Η αρχή του πολέμου
Ο Νικόλαος Α’ φαινόταν αποφασισμένος να έρθει σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήθελε όμως πρώτα να έχει την έγκριση ή τουλάχιστον τη σιωπηρή αποδοχή των ενεργειών του από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι συναντήθηκε με τη Βασίλισσα Βικτωρία, η οποία του εξέφρασε την ανησυχία της για τον νεότευκτο στόλο από ατμοκίνητα πλοία του Ναπολέοντα Γ’. Οι Άγγλοι μάλιστα είχαν προειδοποιήσει τη γαλλική κυβέρνηση ότι η πολιτική που ακολουθούσε στους Αγίους Τόπους ήταν πολύ επικίνδυνη καθώς έθιγε τα συμφέροντα των Ρώσων στην περιοχή. Ο τσάρος θεώρησε, λανθασμένα, ότι μπορούσε να εξασφαλίσει την αγγλική στήριξη.

Έτσι συνέταξε ένα σχέδιο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το οποίο παρέδωσε τον Ιανουάριο του 1853 στον Βρετανό πρεσβευτή στην Αγία Πετρούπολη Σέιμουρ. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό: οι παραδουνάβιες ηγεμονίες Μολδαβία και Βλαχία, όπως και η βόρια Βουλγαρία θα δίνονταν στη Ρωσία. Η υπόλοιπη Βουλγαρία και η Σερβία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη. Τα παράλια της χερσονήσου της Ίστριας στην Αδριατική και τα παράλια του Αιγαίου Πελάγους, θα δινόταν στους Αυστριακούς (!). Η Αίγυπτος, η Κύπρος και η Ρόδος θα δίνονταν στην Αγγλία και η Κρήτη στη Γαλλία (!). Τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα.


Η Κωνσταντινούπολη θα αποτελούσε ελεύθερη πόλη με ρωσική φρουρά και τα Δαρδανέλια θα ελέγχονταν από του Αυστριακούς. Το ίδιο σχέδιο προέβλεπε, ότι η Ρωσία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να μην επιτρέψει η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων, ούτε να επανιδρυθεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ούτε να επεκταθεί σ΄ αυτήν εδαφικά το ελληνικό κράτος… Βέβαια την ίδια εποχή στην Ελλάδα, όπου δεν ήταν γνωστό το σχέδιο του τσάρου, η «Μεγάλη Ιδέα» έκανε πολλούς να σχεδιάζουν και να οραματίζονται απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.. Τέλος, το σχέδιο του τσάρου προέβλεπε ότι οι Τούρκοι θα περιορίζονταν σε ασιατικά εδάφη.

Ο Νικόλαος Α’ έστειλε τον Φεβρουάριο του 1853 στην Κωνσταντινούπολη του πρίγκιπα Αλέξανδρο Μέντσικοφ σε διπλωματική αποστολή με σκοπό να εξουδετερώσει τη γαλλική επιρροή στην Υψηλή Πύλη και να αποσπάσει από αυτή την αναγνώριση της ρωσικής προστασίας σε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εφαρμογή του άρθρου 7 της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Οι πολύμηνες προσπάθειες του Μέντσικοφ δεν καρποφόρησαν.

Στις 21 Μαΐου 1853 αποχώρησε οργισμένος από την Κωνσταντινούπολη, αποσύροντας ολόκληρη τη ρωσική διπλωματική αποστολή. Στις 27 Μαΐου ο τσάρος έκανε σαφές ότι αν η Πύλη αρνηθεί τις προτάσεις του, θα καταλάβει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας και θα αναγνωρίσει την ανεξαρτησία τους και παράλληλα θα απέκλεισε τον Βόσπορο με τον ρωσικό στόλο. Αν ήταν αυτό αναγκαίο, θα αναγνώριζε τη Σερβία ως ανεξάρτητο κράτος και θα ζητούσε από την Αυστρία να καταλάβει την Ερζεγοβίνη που ήταν τότε οθωμανικό έδαφος.

Θορυβημένοι Βρετανοί και Γάλλοι αποφάσισαν να στείλουν ναυτικές δυνάμεις στα Δαρδανέλια, θέλοντας να εμποδίσουν τις επεκτατικές βλέψεις του τσάρου. Έτσι στις 13 Ιουνίου ναυτικές μοίρες τους πέρασαν τα Δαρδανέλια. Η τελική απόρριψη των αξιώσεών τους από τους Οθωμανούς, οδήγησε τους Ρώσους στη διάβαση του ποταμού Προύθου με ισχυρότατες δυνάμεις στις 2 Ιουλίου 1853. Στις 6 Ιουλίου μπήκαν στο Βουκουρέστι. Την ίδια χρονική στιγμή Άγγλοι και Γάλλοι συγκέντρωσαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στα Βαλκάνια και τους επόμενους τρεις μήνες προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με τη Ρωσία κάνοντας επίδειξη στρατιωτικής ισχύος και θεωρώντας ότι έτσι θα έκαμπταν την αδιαλλαξία του τσάρου.
Στο διάστημα αυτό οι Οθωμανοί βρήκαν την ευκαιρία και τον χρόνο για να προετοιμάσουν τον στρατό τους για τον πόλεμο που ήταν προ των πυλών.
Στις 4 Οκτωβρίου 1853 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στις 20 Οκτωβρίου 1853 κοινή αντιπροσωπεία της Αυστρίας, της Πρωσίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, κάλεσε την Πύλη να μην προβεί σε εχθροπραξίες. Όμως ο σουλτάνος που πίστευε ότι Άγγλοι και Γάλλοι τουλάχιστον, θα συμμαχούσαν μαζί του σε ενδεχόμενο πόλεμο, διέταξε τον Ομέρ Πασά να επιτεθεί στους Ρώσους στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στις 23 Οκτωβρίου 1853.


Οι Ρώσοι φυσικά δεν έμειναν αδρανείς και την 1η Νοεμβρίου 1853 κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αξίζει να παραθέσουμε λίγα στοιχεία για τον Ομέρ η Ομάρ Πασά. Γεννήθηκε το 1806 σε ένα χωριό της Κροατίας. Το αρχικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Λάττας ή Λαττάς και ο πατέρας του λεγόταν Πέτρος. Άρα πιθανότατα ήταν ελληνικής καταγωγής. Χριστιανός Ορθόδοξος αρχικά, υπηρέτησε στον στρατό της Αυστροουγγαρίας. Κατηγορήθηκε όμως για οικονομικές ατασθαλίες και για να μη συλληφθεί κατέφυγε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου αλλαξοπίστησε και πήρε το όνομα Ομάρ. Σύντομα αναγνωρίστηκαν οι στρατιωτικές και ηγετικές του ικανότητες και του δόθηκαν αξιώματα.

Πέτυχε σημαντικές νίκες επί των Ρώσων, ενώ κατέπνιξε και επαναστάσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, συχνά με πολύ σκληρό τρόπο. Ήταν ο μόνος αξιόλογος στρατηγός των Οθωμανών στον Κριμαϊκό Πόλεμο, κάτι που αναγνωρίστηκε και από τους συμμάχους των Οθωμανών σ’ αυτόν. Πέθανε το 1871.

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856)
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος όπως αναφέραμε, ήταν ένας από τους πλέον σφοδρούς και γενικευμένους του 19ου αιώνα. Στη διάρκεια του διεξήχθηκαν μεγάλες μάχες και ναυμαχίες για τις οποίες θα έπρεπε να γράψουμε πολλά άρθρα. Καθώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, θα αρκεστούμε σε αναφορά κάποιων λεπτομερειών από αυτές.

Στις 30 Νοεμβρίου 1853 έγινε η ναυμαχία της Σινώπης στη Μαύρη Θάλασσα μεταξύ Ρώσων, με επικεφαλής τον Ναύαρχο Ναχίμοβ και Οθωμανών, τον στόλο των οποίων διοικούσε ο Ναύαρχος Οσμάν Πασάς.

Η ναυμαχία είχε διάρκεια 4 ώρες. Ο ρωσικός στόλος πέτυχε μεγάλη νίκη. 3.000 Οθωμανοί σκοτώθηκαν στη μάχη ή πνίγηκαν, ενώ περίπου 200, ανάμεσά τους και ο Οσμάν Πασάς αιχμαλωτίστηκαν. Οι Ρώσοι είχαν από την πλευρά τους 37 νεκρούς και 235 τραυματίες.
Επρόκειτο για την τελευταία μεγάλη ναυμαχία στην ιστορία στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ιστιοφόρα πολεμικά πλοία και η πρώτη στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τα νέα κανόνια των 8 ιντσών (από το ρωσικό ναυτικό).
 

Μετά τον ρωσικό θρίαμβο, οι Αγγλογάλλοι θορυβήθηκαν και προώθησαν τον στόλο τους στη Μαύρη Θάλασσα, με σκοπό να περιορίσουν τον ρωσικό στόλο στη βάση του, στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Ο τσάρος αντέδρασε, ανακάλεσε τους πρεσβευτές από Λονδίνο και Παρίσι, αλλά οι Άγγλοι και οι Γάλλοι επέμειναν να αποσυρθεί από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Καθώς οι Ρώσοι αγνόησαν το τελεσίγραφο, Βρετανία και Γαλλία συμμάχησαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 12 Μαρτίου και στις 27 Μαρτίου 1854 κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο στη Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε κάποια άρθρα αναφέρεται ότι ο Κριμαϊκός Πόλεμος ξεκίνησε το 1854, κάτι που κατά τη γνώμη μας δεν ισχύει.
Το Πετροπαβλόσκ στην Άπω Ανατολή ήταν το 1840 ένα από τα πιο απομονωμένα λιμάνια στον πλανήτη. Βρισκόταν στη μέση της απόστασης ανάμεσα στο Βλαδιβοστόκ και των λιμανιών της Αλάσκας (που ως το 1867 ανήκε στη Ρωσία) και αποτελούσε τον μοναδικό σταθμό όπου μπορούσε κάποιο πλοίο να σταματήσει για ανεφοδιασμό, ακολουθώντας τη θαλάσσια οδό που ένωνε τη ασιατική πλευρά της Ρωσίας με τις κτήσεις της στην Αμερική.
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, θέλησαν να καταλάβουν το Πετροπαβλόφσκ για να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό του ρωσικού πολεμικού πλοίου «Αουρόρα», που θεωρούσαν επικίνδυνο για επιδρομές στους δικούς τους σταθμούς στην Ανατολική Ασία και τις δυτικές ακτές της Αμερικής. Οι στόλοι των συμμάχων, με επικεφαλής τους Πλοιάρχους Πράις και Φαβριέρ εμφανίστηκαν έξω από το λιμάνι του Πετροπαβλόφσκ και δέχτηκαν σφοδρά πυρά από το ρωσικό πυροβολικό.


Η συνέχεια ήταν δραματική. Οι συμμαχικοί στόλοι αποσύρθηκαν σε ασφαλή χώρο στον Κόλπο της Αβάτσα. Εκεί ο Πλοίαρχος Πράις έδωσε τέλος στη ζωή του. Νέος αρχηγός του στόλου των συμμάχων ανέλαβε ο πλοίαρχος Φρέντερικ Νίκολσον. Στις 31 Αυγούστου οι επιθέσεις στο Πετροπαβλόφσκ ξανάρχισαν.

Στο λιμάνι βρισκόταν και το πλοίο «Αουρόρα» που σφυροκοπούσε τα συμμαχικά πλοία. Μετά από δεκάωρη εξοντωτική μάχη, οι εχθροπραξίες σταμάτησαν. Στις 4 Σεπτεμβρίου, 700 πεζοναύτες των συμμάχων αποβιβάστηκαν κοντά στο Πετροπαβλόφσκ, όμως δέχτηκαν σφοδρά και εύστοχα πυρά από 400 περίπου Ρώσους. Τελικά οι συμμαχικοί στόλοι αποχώρησαν στις 7 Σεπτεμβρίου με βαριές απώλειες (450 άνδρες) και σχεδόν χωρίς πυρομαχικά, δίχως βέβαια να καταλάβουν το Πετροπαβλόφσκ.
 

Οι Ρώσοι μέχρι σήμερα γιορτάζουν την επιτυχία τους, σε αντίθεση με τους συμμάχους που μάλλον την έχουν ξεχάσει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1854 ο αγγλογαλλικός στόλος έφτασε στον Κόλπο Καλαμίτα, στα ανοιχτά της Κριμαίας στη Μαύρη Θάλασσα. Σκοπός του ήταν η κατάληψη της Σεβαστούπολης που απείχε 50 χλμ. από την Καλαμίτα. Οι συμμαχικοί αποβίβασαν στην ξηρά 58.000 άνδρες, με Αρχιστράτηγους τον Γάλλο Στρατάρχη Αρμάν ντε Σεν Αρνό και τον Άγγλο Στρατηγό Ράγκλαν. Οι Ρώσοι από την πλευρά τους με επικεφαλής τον πρίγκιπα Μέντσικοφ είχαν 36.000 οπλίτες. Η μάχη δόθηκε στον ποταμό Άλμα στις 20 Σεπτεμβρίου 1854. Πρώτοι επιτέθηκαν οι Γάλλοι που αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τους Ρώσους. Στη συνέχεια όμως, μια βρετανική Μεραρχία κατόρθωσε να περάσει στην άλλη όχθη του ποταμού. Οι Ρώσοι θορυβήθηκαν και απέσυραν το πυροβολικό τους, κάτι που έδωσε ευκαιρία στους Βρετανούς να επιτεθούν εναντίον τους, αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Οι σύμμαχοι πέτυχαν μια μεγάλη νίκη, έχασαν όμως περίπου 3.500 αξιωματικούς και οπλίτες. Οι απώλειες των Ρώσων ήταν 5.700 άνδρες νεκροί και τραυματίες.

Μετά την αποτυχία του στον ποταμό Άλμα, ο Μέντσικοφ στράφηκε στα βρετανικά στρατεύματα που πολιορκούσαν τη Σεβαστούπολη από τις γραμμές ανεφοδιασμού τους. Έτσι αποφάσισε να χτυπήσει τη βάση που είχαν οργανώσει οι Βρετανοί στο λιμάνι της Μπαλακλάβα λίγα χιλιόμετρα νότια της Σεβαστούπολης.

Ο Μέντσικοφ ανέθεσε την προετοιμασία της επιχείρησης στον Στρατηγό Λιπράντι που συγκέντρωσε περίπου 25.000 άνδρες, ιππικό και πυροβολικό. Η επίθεση στην Μπαλακλάβα έγινε στις 25 Οκτωβρίου 1854. Οι Ρώσοι αιφνιδίασαν τους Οθωμανούς, τα κανονιοστάσια των οποίων αποτελούσαν την πρώτη γραμμή άμυνας προς το λιμάνι, κατέλαβαν τα οχυρά και έλεγχαν σχεδόν όλη την κοιλάδα βόρεια της Μπαλακλάβα.

Οι Ρώσοι ακολούθως επιτέθηκαν στα βρετανικά οχυρά που βρισκόταν ανάμεσα στη βόρεια και τη νότια κοιλάδα της Μπαλακλάβα και τα κατέλαβαν. Το πυροβολικό των Ρώσων άρχισε να μετακινείται προς τα υψώματα αυτά. Ο Λόρδος Ράγκλαν έδωσε εντολή στη Βρετανική Ταξιαρχία Ιππικού να επιτεθεί εναντίον του. Όμως ο διοικητής του Ιππικού Λόρδος Λούκαν παρερμήνευσε την εντολή και διέταξε την Ταξιαρχία να επιτεθεί μέσα στην κοιλάδα της Μπαλακλάβα. Την επίθεση θα υλοποιούσε ο Λόρδος Κάρντιγαν, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον Λούκαν.

Η «Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας» οδήγησε σε πραγματική σφαγή της. 60% και πλέον ήταν οι απώλειες της στην «Κοιλάδα του Θανάτου», όπως αναγράφεται πολύ συχνά πλέον στη βιβλιογραφία η κοιλάδα της Μπαλακλάβα. Οι Ρώσοι στη συνέχεια εισήλθαν στη νότια κοιλάδα, θέλοντας να προσεγγίσουν περισσότερο τον στόχο τους. Εκεί όμως αποκρούστηκαν από το 93ο Σύνταγμα Σκωτσέζων και αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο. Οι Ρώσοι δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την Μπαλακλάβα, αλλά και οι σύμμαχοι έχασαν τον έλεγχο των διαβάσεων προς την περιοχή, κάτι που δυσκόλεψε πολύ τον ανεφοδιασμό τους.

Δέκα μέρες αργότερα, στις 5 Νοεμβρίου 1854 ο Μέντσικοφ αποφάσισε να επιτεθεί στις οχυρωμένες θέσεις των συμμάχων στο ύψωμα Ίνκερμαν, νοτιοανατολικά της Σεβαστούπολης. Η επίθεση θα διευθυνόταν από τον Στρατηγό Ντάνενμπεργκ, θα γινόταν δε από δύο πλευρές. Από τη μία ο Στρατηγός Σεϊμένοβ με 19.000 άνδρες και από την άλλη ο Στρατηγός Παβλόβ με 15.000 άνδρες. Σκοπός των δύο Στρατηγών ήταν να ενωθούν τα στρατεύματα τους στα υψώματα και να επιτεθούν μαζικά στα συμμαχικά οχυρά του Ίνκερμαν.

Η επίθεση ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 5 Νοεμβρίου 1854, μέσα σε ψύχος, υγρασία και ομίχλη που δυσκόλευαν τις κινήσεις των Ρώσων οι οποίοι όμως κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τους 5.000 Βρετανούς υπερασπιστές των οχυρών. Σύντομα όμως οι Βρετανοί έστειλαν ενισχύσεις 3.500 ανδρών στο Ίνκερμαν. Λίγο πριν το μεσημέρι ο Σεϊμένοβ διέταξε γενική επίθεση. Την τελευταία στιγμή έφτασαν στο Ίνκερμαν γαλλικές ενισχύσεις υπό τον Στρατηγό Πιερ Μποσκέ που ανάγκασαν τους Ρώσους σε υποχώρηση. Τότε σκοτώθηκε και ο Στρατηγός Σεϊμένοβ. Στις 14.00 η μάχη τελείωσε με συμμαχικό θρίαμβο, παρά τους 3.000 νεκρούς, την ίδια ώρα που οι Ρώσοι αποχωρούσαν έχοντας χάσει 9.000 άνδρες.

Από τον Ιανουάριο του 1855 οι σύμμαχοι ενισχύθηκαν από 15.000 άνδρες από το Βασίλειο Πεδεμοντίου-Σαρδηνίας υπό τον κόμη Καβούρ ο οποίος προσέβλεπε σε αγγλογαλλική υποστήριξη στο θέμα της ενοποίησης της Ιταλίας. Την ίδια περίοδο αποφασίστηκε οι Οθωμανοί να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην περιοχή της Κριμαίας. Ως πόλη εγκατάστασής τους ορίστηκε η Ευπατορία. Ο τσάρος Νικόλαος Α’ έδωσε απευθείας εντολή στον Μέντσικοφ να πλήξει τις συμμαχικές εγκαταστάσεις στην Ευπατορία. Η επιχείρηση ανατέθηκε στον Στρατηγό Χρούλιεβ που είχε στη διάθεσή του περίπου 30.000 άνδρες. Η επίθεση ξεκίνησε τα χαράματα της 7ης Φεβρουαρίου 1855. Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό οι σύμμαχοι με τη βοήθεια των στόλων τους απώθησαν μέσα σε τρεις ώρες τους Ρώσους.

Ο Χρούλιεβ διέταξε υποχώρηση έχοντας βαρύτατες απώλειες στον στρατό του.
Η ήττα των Ρώσων στην Ευπατορία οδήγησε στην αντικατάσταση του Μέντσικοφ από τον πρίγκιπα Μιχαήλ Διμιτρίεβιτς Γκορσακόβ. Οι σύμμαχοι με τη νίκη τους πέτυχαν τον απρόσκοπτο και συνεχή εφοδιασμό των πολιορκητών της Σεβαστούπολης ενώ παράλληλα αποτελούσαν πλέον διαρκή απειλή για τους Ρώσους. Στις 2 Μαρτίου 1855 (νέο ημερολόγιο) ο τσάρος Νικόλαος Α’ πέθανε. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος Β’.
Ο Αλέξανδρος βλέποντας ότι οι ρωσικές δυνάμεις στην Κριμαία είχαν εγκλωβιστεί αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στα ανατολικά σύνορα των Οθωμανών. Η εντολή δόθηκε στον γηραιό έμπειρο Στρατηγό Νικολάι Μουράβιοβ που τέθηκε επικεφαλής 27.000 ανδρών. Επίσης είχε στη διάθεσή του 100 πυροβόλα.

Στόχος των Ρώσων ήταν το σημαντικότερο φρούριο-οχυρό των Οθωμανών στην Ανατολία, το Καρς. Οι Οθωμανοί είχαν παραμελήσει το Καρς οι οχυρώσεις του οποίου δεν ήταν καθόλου ασφαλείς για τους υπερασπιστές του, που με τη σειρά τους ήταν σε άθλια κατάσταση από πλευράς εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Επίσης είχαν να πληρωθούν για μήνες… Οι Βρετανοί που μάλλον είχαν πληροφορίες για τις ρωσικές κινήσεις, έστειλαν στο Καρς τον Στρατηγό Γουίλιαμς επικεφαλής ομάδας αξιωματικών για να οργανώσουν τη φρουρά και την άμυνα της πόλης. Μέσα σε έξι μήνες ο Γουίλιαμς πέτυχε να οργανώσει μια αξιόμαχη φρουρά από 15.000 περίπου Οθωμανούς. Έτσι οι δύο πρώτες επιθέσεις των Ρώσων στο Καρς τον Ιούνιο του 1855 ήταν άκαρπες. Τότε ο Μουράβιοβ αποφάσισε να πολιορκήσει το Καρς. Ο Ομάρ Πασάς έφυγε από την Κριμαία με στρατό 40.000 ανδρών για το Καρς. Δεν πρόλαβε όμως να αποτρέψει την πτώση του. Στις 28 Νοεμβρίου 1855 η οθωμανική φρουρά του Καρς και η βρετανική αποστολή παραδόθηκαν στους Ρώσους του Μουράβιοβ ,οι οποίοι στις 6 Νοεμβρίου είχαν συντρίψει τις οθωμανικές ενισχύσεις οι οποίες στάλθηκαν από την Τραπεζούντα.

Η πολιορκία της Σεβαστούπολης (1854-1855)
Το σημαντικότερο γεγονός του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν η πολιορκία της Σεβαστούπολης. Η πόλη προστατευόταν από ισχυρά οχυρωματικά έργα , το φυσικό της λιμάνι ήταν η έδρα του Αυτοκρατορικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, ενώ αποτελούσε και σπουδαίο οικονομικό κέντρο.
Η πολιορκία των συμμάχων ξεκίνησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1854 μετά τη νίκη τους στον ποταμό Άλμα. Στη Σεβαστούπολη ο Μέντσικοφ είχε παρατάξει 35.000 άνδρες.

Τα γυναικόπαιδα και όλος ο άμαχος πληθυσμός της πόλης φυγαδεύτηκαν με επιτυχία. Στις 17 Οκτωβρίου 1854 ξεκίνησαν σφοδροί βομβαρδισμοί της Σεβαστούπολης από τους συμμάχους. Ωστόσο οι Ρώσοι μηχανικάριοι επιδιόρθωσαν αμέσως τις ζημιές στα τείχη. Η πολιορκία συνεχίστηκε ενώ έλαβαν χώρα και οι μάχες της Μπαλακλάβα και του Ίνκερμαν που είδαμε παραπάνω. Στις 14 Νοεμβρίου 1854 μια σφοδρή θύελλα στο λιμάνι της Μπαλακλάβα βύθισε 21 βρετανικά πολεμικά πλοία και 16 γαλλικά. Τα περισσότερα γαλλικά ήταν εμπορικά, όμως ανάμεσα στα πλοία που βυθίστηκαν ,ήταν και το καμάρι του γαλλικού πολεμικού στόλου, το πλοίο Henri IV. Το γεγονός αυτό, το οποίο περιγράφει αναλυτικά σε ανάρτηση στο μπλογκ του ο κορυφαίος Έλληνας μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος στις 14/11/2014, οδήγησε στην επισταμένη μελέτη των καιρικών φαινομένων και στην οργάνωση και δημιουργία μετεωρολογικών υπηρεσιών.

Οι επόμενοι μήνες ήταν εφιαλτικοί για πολιορκητές και πολιορκημένους. Δριμύ ψύχος και πυκνές χιονοπτώσεις. Οι συνθήκες στα καταλύματα των συμμάχων ήταν άθλιες, ειδικά για τους Οθωμανούς που υποσιτίζονταν, δεν διέθεταν χρήματα και είχαν απαρχαιωμένο εξοπλισμό. Μάλιστα ορισμένοι Οθωμανοί έκαναν θελήματα σε Βρετανούς ναύτες για λίγο ψωμί ή ζάχαρη. Παράλληλα ο τύφος και η χολέρα θέριζαν τους πολιορκητές.
Η πολιορκία συνεχιζόταν χωρίς πρόοδο. Ακολούθησε η μάχη της Ευπατορίας και ο καταιγιστικός βομβαρδισμός της 8ης Απριλίου 1855, όπου χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά όλμοι.

Οι Ρώσοι κατάφερναν πάντα να επισκευάσουν τις ζημιές που προκαλούσαν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί.
Στις 16 Αυγούστου 1855 οι Ρώσοι με 50.000 άνδρες επιτέθηκαν εναντίον των συμμάχων ηττήθηκαν όμως στον ποταμό Τσερνάγια. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1855 Άγγλοι, Γάλλοι, Οθωμανοί και Πεδεμόντιοι επιχείρησαν την τελική τους επίθεση. Τελικά η Σεβαστούπολη έπεσε… 10.000 σύμμαχοι και 13.000 Ρώσοι έχασαν τη ζωή τους. Ο πόλεμος τελείωσε ουσιαστικά με την κατάληψη του Κινμπούρν και του Οτσακόφ (Οκτώβριος 1855), ωστόσο η κατάπαυση του πυρός έγινε την 1η Απριλίου 1856.

Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων
Η ειρήνη στην Ευρώπη επιτεύχθηκε μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων (30 Μαρτίου 1856). Σύμφωνα μ’ αυτή, οι Ρώσοι υποχρεώνονταν να παραδώσουν στον σουλτάνο το Καρς και όλα τα εδάφη της Ανατολίας που είχαν καταλάβει. Οι σύμμαχοι υποχρεώνονταν να παραδώσουν στους Ρώσους τις πόλεις Σεβαστούπολη, Μπαλακλάβα, Κάμιες, Ευπατορία, Χερσώνα, Γενίκαλε και όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει.

Η Μολδαβία και η Βλαχία θα δίνονταν και πάλι στον σουλτάνο. Μετά την αποχώρηση των αυστριακών στρατευμάτων από αυτή όμως η Μολδαβία γινόταν ουσιαστικά ανεξάρτητη. Επίσης ο τσάρος και ο σουλτάνος δεσμεύονταν ότι δεν θα ιδρύσουν νέες ναυτικές βάσεις στη Μαύρη Θάλασσα.
Ακόμα όλα τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η ρωσική πλευρά ,ηττημένη του πολέμου, δεν κατάφερε να βρει διέξοδο προς τα Στενά του Βοσπόρου είχε όμως ελάχιστες απώλειες. Δυστυχώς οι ανθρώπινες απώλειες του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν τεράστιες καθώς 240.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Άλλα χαρακτηριστικά του ήταν η σφοδρότητα των πυρών η χρήση για πρώτη φορά τηλεγράφου στις διαβιβάσεις και των αναισθητικών στη χειρουργική στο πεδίο των μαχών.

Χρησιμοποιήθηκαν επίσης για πρώτη φορά οι σιδηρόδρομοι σε τακτικό επίπεδο ,ενώ οι νοσηλευτικές πρακτικές που εφάρμοσαν για πρώτη φορά η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ και η Μαίρη Σίκαλ έσωσαν πολλούς Βρετανούς τραυματίες. Τέλος, ο πόλεμος ήταν ο πρώτος που καλύφθηκε από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.

Στο πλευρό των Ρώσων πολέμησαν και περίπου 1.000 Έλληνες εθελοντές οι οποίοι σχημάτισαν την «Ελληνική Λεγεώνα του Αυτοκράτορα Νικολάου Α’». Επικεφαλής της ήταν ο Αριστείδης Χρυσοβέργης. Με την «Ελληνική Λεγεώνα» και τον ισχυρό αντίκτυπο του Κριμαϊκού Πολέμου στην Ελλάδα θα ασχοληθούμε σε μελλοντικά μας άρθρα.

Βασική πηγή μας για το σημερινό άρθρο ήταν το βιβλίο του ΣΑΒΒΑ ΓΚΑΛΙΜΑΡΙΔΗ, «Ο ΚΡΙΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1853-1856 ΚΑΙ Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ», Εκδόσεις Λειμών 2021.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr