Carter Graydon, ο ζωντανός θρύλος των glossy περιοδικών
09.06.202507:47
Όμηρος Παπαθεοφάνους
Τα πάρτυ των Οσκαρ, η κόντρα με τη Γουίντουρ, τα μεγάλα σκάνδαλα της σόουμπιζ: τα απομνημονεύματα του πρώην διευθυντή του «Vanity Fair» είναι ένα νοσταλγικό flashback στη χρυσή εποχή του περιοδικού Τύπου
Ο ιδρυτής του σατιρικού περιοδικού «Spy», μετέπειτα επικεφαλής του «New York Observer» και διευθυντής της βίβλου της σόουμπιζ και του διεθνούς τζετ σετ «Vanity Fair», αναδείχθηκε σε διαμορφωτή του στυλ μέσα στον προηγούμενο αιώνα. Το διάστημα από τα μέσα των 90s έως και την πρώτη δεκαετία του 2000, ο Γκρέιντον Κάρτερ κατέστη επιπλέον ένας άτυπος πόλος εξουσίας μέσω του «Vanity Fair» - ή το «Vanity Fair» μέσω του Κάρτερ.
Εγινε ένας ιμπρεσάριος του παρασκηνίου παίζοντας ρόλο σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: πολιτικές και επιχειρηματικές συμφωνίες, θεματολογία ταινιών, γέννηση νέων καλλιτεχνικών θεσμών, ακόμα και συνοικέσια. Εκείνη τη χρυσή εποχή του έντυπου περιοδικού ξαναζωντανεύει με τα απομνημονεύματά του στο βιβλίο «When the Going Was Good: An Editor’s Adventures During the Last Golden Age of Magazines» (εκδόσεις Penguin Press), το οποίο συνυπογράφει με τον ghostwriter Τζέιμς Φοξ.
«Με κάποιον τρόπο, με μια δόση καλής τύχης, τα πράγματα απλά πήγαν καλά στην περίπτωσή μου», γράφει ο άνθρωπος που γεύτηκε τα καλύτερα του αμερικανικού 20ού αιώνα και παρ’ όλα αυτά έφυγε νωρίς από το πάρτυ, με την αξιοπρέπειά του άθικτη. Στο ξεκίνημα, φοίτησε σε δύο πανεπιστήμια στην Οτάβα και τα εγκατέλειψε και τα δύο. Για να περάσει την ώρα του κατά τη διάρκεια εκείνων των άγονων ημερών, άρχισε να εργάζεται σε μια νέα έκδοση που ονομαζόταν «The Canadian Review».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 πήγε στο «Time», σε μια μέσου επιπέδου θέση, μέχρι που έφυγε για να ξεκινήσει το 1986 το σατιρικό περιοδικό «Spy» με συνεκδότη τον πρώην συνάδελφο από το «Time» Κερτ Αντερσεν, με τον οποίο το κράτησαν για πέντε χρόνια. Οταν το πούλησε στους Τσαρλς Σαάτσι και Τζον Πιγκότσι, το καράβι βούλιαξε: το «Spy» ανέστειλε την κυκλοφορία του το 1994.
Το 1992 ο ιδιοκτήτης του εκδοτικού κολοσσού Condé Nast Σ.Ι. Νιούχαουζ τον κάλεσε στο διαμέρισμά του και του πρότεινε τη διεύθυνση ενός από τα δύο περιοδικά-ναυαρχίδες του: «Vanity Fair» ή «The New Yorker». Ο Κάρτερ επέλεξε το δεύτερο. Το πρωί που επρόκειτο να ανακοινώσουν το νέο πρόσωπο στη θέση-κλειδί δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Ο εκδότης είχε αλλάξει γνώμη, τον προτιμούσε στο τιμόνι του «Vanity Fair». Οπως το θέτει ο Κάρτερ: «Σκέφτηκα: Ω, γαμώτο».
Στο «Spy» είχε χλευάσει το σοβαροφανές για εκείνον «Vanity Fair» γράφοντας: «Μερικές φορές είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος ρουφάει ποιον». Τώρα, χωρίς καμία προειδοποίηση ή σχέδιο, έπρεπε να γεμίζει τουλάχιστον 120 σελίδες ύλης τον μήνα, ενώ παράλληλα έπρεπε να προσελκύσει διαφημίσεις αξίας περίπου 100.000 δολαρίων ανά σελίδα. Πήγαινε στο γραφείο κάθε μέρα στις 5.30 το πρωί. «Ανησυχούσα διαρκώς ότι θα έχανα τη δουλειά μου», γράφει.
Εκείνο το καλοκαίρι ο Νόρμαν Μέιλερ είχε αναλάβει να καλύψει το Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, αλλά το κομμάτι του ήταν τόσο αδύναμο -μια κουραστική ανακεφαλαίωση όσων όλοι είχαν δει στην τηλεόραση, χωρίς καμία διορατικότητα ή ρεπορτάζ- που ο Κάρτερ έκανε κάτι παράτολμο: πλήρωσε τον συγγραφέα και δημοσιογράφο, αλλά δεν δημοσίευσε τα κείμενά του. «Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο τοξική», γράφει. Ο Τύπος αναπαρήγαγε φήμες για την απόλυσή του πριν από την έκδοση του πρώτου τεύχους. Δεν απολύθηκε όπως φοβόταν, αντίθετα έγινε απαραίτητος στην Condé Nast. «Πίστευα πάντα ότι αν φροντίσεις κάποιον που έχει ταλέντο, θα έχεις την καλύτερη ποιότητα δουλειάς», εξηγεί.
Το «Vanity Fair» δεν είχε προϋπολογισμό -δηλαδή, δεν είχε ταβάνι- και είχε προνόμια που θα έκαναν ακόμη κι έναν συντάκτη του «Time» να κοκκινίσει. Η Condé Nast προσέφερε στους αρχισυντάκτες της άτοκα στεγαστικά δάνεια, έδινε σε κάθε ανώτερο συντάκτη έναν βοηθό και έστελνε τους υπαλλήλους στο σπίτι τους με αυτοκίνητα. Η πολιτική εξόδων προέβλεπε ακόμα και μετρητά για πρωινά και γεύματα εκτός γραφείου - ο Κάρτερ απεχθανόταν τους συντάκτες που έτρωγαν στον χώρο της δουλειάς τους.
Για τις φωτογραφήσεις είχαν υπηρεσίες που επιστρατεύονται σε κινηματογραφικά σκηνικά-υπερπαραγωγές και τα ταμεία για τις ανάγκες των ρεπορτάζ ήταν πάντα γεμάτα.
Το «Vanity Fair» αγκάλιασε τη Νέα Δημοσιογραφία, αλλά, όπως τονίζει ο Κάρτερ στο βιβλίο του, «είχε επίσης ένα πλεονέκτημα που κανένα άλλο περιοδικό δεν είχε: την Ανι Λίμποβιτς. Η Ανι ήταν ήδη ένας θρύλος, μια οραματίστρια της φωτογραφίας με τεράστια χαρίσματα». Από τις επικές ομαδικές φωτογραφήσεις των σούπερ σταρ για το ετήσιο τεύχος «Hollywood» μέχρι την εμβληματική γυμνή φωτογραφία της εγκύου Ντέμι Μουρ, η Λίμποβιτς ξεπέρασε τα όρια του πώς θα δείχνει ένα εξώφυλλο στο περίπτερο - το θέμα ήταν το περιοδικό, ειδικά στο Χόλιγουντ και τη Νέα Υόρκη.
Στις αρχές των 80s, ενώ έκανε ρεπορτάζ για το «Time», ο Κάρτερ είχε απομακρυνθεί από το περίφημο πάρτυ για τα Οσκαρ του Σουίφτι Λάζαρ, μεγάλου ατζέντη της εποχής. Μετά τον θάνατό του, το 1993, ο δαιμόνιος δημοσιογράφος διέκρινε ένα κενό στη σκηνή των πάρτυ με αφορμή τα Οσκαρ και ξεκίνησε το δικό του, ως κάλεσμα σε δείπνο στο πολυτελές εστιατόριο του Χόλιγουντ «Morton’s».
Αν και υπήρχαν κάμερες στην είσοδο, το πάρτυ αυτό δεν ήταν τόσο μια υπερπαραγωγή όσο μια κοινωνική εκδήλωση. «Αν είσαι ένας επιτυχημένος ηθοποιός, δεν έχεις πραγματικά τη δυνατότητα να γνωρίσεις άλλους ηθοποιούς -εκτός κι αν έχεις παίξει σε μια ταινία μαζί τους- επειδή δουλεύεις συνέχεια», γράφει ο Κάρτερ. Η συνάντηση της σόουμπιζ στο «Morton’s», το πάρτυ του «Vanity Fair» μετά την απονομή των Οσκαρ, έγινε θεσμός με εκτυφλωτική αίγλη, ζωντανός μέχρι σήμερα.
Με την πάροδο του χρόνου, ο Κάρτερ δημιούργησε μια σταθερή ομάδα φίλων και συμβούλων που αποκαλούσε «φίλους του περιοδικού», όπως η σχεδιάστρια μόδας Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ, ο επιχειρηματίας Μπάρι Ντίλερ, ο παραγωγός ταινιών Ντέιβιντ Γκέφεν, ο εστιάτορας Μπράιαν Μακνάλι, ο συγγραφέας, ηθοποιός και παραγωγός Μιτς Γκλέιζερ και οι fashionistas Ρεϊνάλντο και Καρολίνα Χερέρα. Είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία σε διασημότητες όπως ο Μπίλι Γουάιλντερ, ο Αρτι Σο και κυρίως η πάλαι ποτέ σούπερ-πράκτορας ταλέντων Σου Μένγκερς, η οποία τον σύστησε στο Χόλιγουντ. Ολοι τους τίμησαν τα πάρτυ του «Vanity Fair», πόζαραν στις σελίδες του και άνοιξαν πόρτες για τους συντάκτες του, αλλά και για τον ίδιο.
Οπως θα περίμενε κανείς, τα πιπεράτα κουτσομπολιά με διάσημους πρωταγωνιστές δεν λείπουν από το βιβλίο του Κάρτερ. Ο Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ κλοτσάει την πόρτα του μπάνιου για να ελευθερώσει έναν δημοσιογράφο. Ο Κάρτερ χορεύει με τη Μαντόνα μέχρι που ο αδελφός της τη σταματά για να χορέψει μαζί του. Ενα δείπνο όπου ακούμπησε κατά λάθος το στήθος της Ντόλι Πάρτον. Ενα άλλο δείπνο όπου η αρθρογράφος της «Wall Street Journal» Πέγκι Νούναν χτύπησε στα γόνατα την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, η οποία ούρλιαξε: «Με τραυμάτισες!». Τη φορά που το αγαπημένο σκυλάκι του ιδιοκτήτη του περιοδικού Σ.Ι. Νιούχαουζ δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο μπανγκαλόου ενός ξενοδοχείου του Χόλιγουντ, οπότε το προσωπικό χρειάστηκε να ζωγραφίσει τον φεγγίτη...
Για τον Κάρτερ, τα πιο σημαντικά κεφάλαια ήταν το πάρτυ των Οσκαρ και η ετήσια λίστα «New Establishment List», μια καταγραφή των πιο επιδραστικών προσωπικοτήτων από διάφορους χώρους και ένας τρόπος να φέρει νέα είδωλα και αναγνώστες σε ένα περιοδικό που κατά τα άλλα ήταν πολύ ερωτευμένο με το παλιό Χόλιγουντ και τους Κένεντι. Το πραγματικό ενδιαφέρον του, όμως, όπως ομολογεί, δεν ήταν οι διασημότητες, αλλά τα λαβράκια και οι αποκαλύψεις. Οπως η έρευνα της Μορίν Ορθ για το σκάνδαλο παιδεραστίας και σεξουαλικής κακοποίησης μικρών αγοριών από τον Μάικλ Τζάκσον. Η κάλυψη της δίκης του Ο. Τζ. Σίμπσον ή του Φιλ Σπέκτορ από τον Ντομινίκ Ντουν. Η παρουσίαση της Κέιτλιν Τζένερ από τον Μπαζ Μπίσινγκερ. Το «Βαθύ Λαρύγγι». Οι ιστορίες που σημάδεψαν την εποχή.
Τα πρώτα προβλήματα εμφανίστηκαν το 2008, κατά τη διάρκεια της κρίσης που σφυροκόπησε τους εκδότες. «Μπορούσα να διακρίνω τι είδους καταστάσεις θα ακολουθούσαν», αφηγείται το χρονικό της αποχώρησής του, η οποία πυροδοτήθηκε από μία και μοναδική απόφαση το 2016: η «εχθρός» του Αννα Γουίντουρ, η σιδηρά κυρία της «Vogue», η οποία είχε αναβαθμιστεί σε τσάρο της Condé Nast, ξαφνικά διέταξε ότι τα αυτόνομα τμήματα φωτογραφίας, τέχνης και κειμένων του «Vanity Fair» έπρεπε να συγχωνευτούν σε μια κεντρική μονάδα που θα καλύπτει ολόκληρο τον εκδοτικό όμιλο. «Από εκεί και πέρα, τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον κατήφορο».
Το συμβόλαιό του ήταν προς ανανέωση. Απείλησε να μην το υπογράψει αν το «Vanity Fair» δεν εξαιρεθεί από τις αλλαγές της Γουίντουρ. Τελικά υπέγραψε ένα συμβόλαιο εννέα μηνών, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Τον Δεκέμβριο του 2017, μετά από 25 χρόνια ως επικεφαλής του «Vanity Fair», ο Κάρτερ αποφάσισε να παραιτηθεί. Οταν το ανακοίνωσε, οι «New York Times» τού αφιέρωσαν χώρο στην πρώτη σελίδα, ενώ όταν η είδηση εμφανίστηκε στα κινητά των φίλων του, κάποιοι του είπαν αργότερα ότι υπέθεσαν πως είχε πεθάνει.
Για ένα διάστημα ο Γκρέιντον Κάρτερ εγκαταστάθηκε στη Νότια Γαλλία. Εκεί ξεκίνησε ένα μίνι «Vanity Fair», το «Air Mail». Τα πήγε καλά. Σήμερα είναι 75 ετών, σε μια ηλικία όπου πολλοί αναπολούν τις ένδοξες μέρες τους. Τα απομνημονεύματά του αποτελούν ένα ανάλαφρο ανάγνωσμα. Είναι όμως ένας επάξιος αποχαιρετισμός και θα χρησιμεύσει αναμφίβολα ως Στήλη της Ροζέτας για τις επόμενες γενιές των δημοσιογράφων.