Anna Shon:Η Κορεάτισσα Butterfly στο Ηρώδειο

Παρότι η πατρίδα της είναι trend στη μουσική, στη μόδα, στην ομορφιά, στην ποπ κουλτούρα και την τηλεόραση, η διάσημη σοπράνο ορκίζεται στη διαχρονικότητα. Σαν αυτή που εκπέμπει η «Μαντάμα Μπατερφλάι» με την οποία ντεμπουτάρει με την ΕΛΣ στην Αθήνα

Εκείνο που λογικά θα περίμενε κανείς να ακούσει από μια ταλαντούχα και διεθνώς ανερχόμενη σοπράνο θα ήταν ο ενθουσιασμός της σε σημείο έκστασης για την πρώτη φορά της στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, η οποία σηματοδοτεί τόσο την πρώτη συνεργασία της με την Εθνική Λυρική Σκηνή όσο και την έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών.

Oμως η Νοτιοκορεάτισσα Aννα Σον, μολονότι αναγνωρίζει τη σαγήνη του χώρου, περισσότερο καρδιοχτυπά για την πρόκληση που θέτει εκ προοιμίου το ρωμαϊκό ωδείο: την ερμηνεία όπερας -και μάλιστα της εμβληματικής «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζιάκομο Πουτσίνι- σε ανοιχτό χώρο. Ωστόσο η Σον διαθέτει περίσσευμα επαγγελματισμού για να ανταποκριθεί ακόμα και στην πιο απαιτητική συνθήκη.



Είναι άλλωστε μέλος της Oπερας του Ντόρτμουντ, βραβευμένη την προηγούμενη χρονιά ως η κορυφαία γερμανόφωνη του κόσμου, αλλά και τόσο εστιασμένη στη δουλειά της ώστε κατάφερε να μην πλανευτεί από τις Σειρήνες της καλοκαιρινής Αθήνας και να παραμείνει ασκητικά προσηλωμένη στις πρόβες και τις παραστάσεις της. Την πόλη, λέει, που της θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη γενέτειρά της, τη Σεούλ, θα τη γνωρίσει και θα την απολαύσει μόλις απεκδυθεί τον τραγικό και διαχρονικά επίκαιρο ρόλο της Τσο Τσο Σαν.



GALA: Αναρωτιέμαι πώς ένα έργο 100 και πλέον ετών μπορεί να καθρεφτίζει την κοινωνία του 2023 και τις ανησυχίες της.
ΆΝΝΑ ΣΟΝ: Σε αυτό το έργο συναντάμε αντιφατικούς χαρακτήρες. Εκείνους που ζουν όπως έχουν επιλέξει και χαίρονται με εκείνους που συμβιώνουν, αλλά ξαφνικά αλλάζουν και επικρίνουν οποιονδήποτε ακολουθεί έναν άλλο δρόμο. Υπάρχουν χαρακτήρες που δεν σέβονται τις διαφορετικές κουλτούρες και υπάρχει και η Τσο Τσο Σαν που έχει πλάσει τη δική της αντίληψη για την ιδανική αγάπη. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπάρχουν γύρω μας. Και είναι αποστολή όλων μας να βρίσκουμε τρόπους ώστε όλοι αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι, οι σκέψεις και οι κουλτούρες να καταφέρνουν να συνυπάρχουν.

G.: Τι σας γοητεύει περισσότερο στον χαρακτήρα της Τσο Τσο Σαν;
Α.Σ.: Η απολυτότητα της αγάπης της και η προθυμία της να θυσιάσει τη ζωή της γι’ αυτή. Σε ασταθείς καιρούς σαν αυτούς που ζούμε αυτή η λαχτάρα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, μολονότι η πραγματικότητα για πολλούς ανθρώπους είναι πολύ διαφορετική. Η λαχτάρα για σταθερές σχέσεις αλλά και ο φόβος της εξαπάτησης εξακολουθούν να είναι έντονα.

G.: Γιατί πιστεύετε ότι η «Μαντάμα Μπατερφλάι» συνεπαίρνει ακόμα το κοινό; Είναι η μουσική του Πουτσίνι ή η καρδιά της ιστορίας που αφηγείται;
Α.Σ.: Δεν νομίζω ότι σε ένα αριστούργημα μπορεί να διαχωρίσει κανείς τη μουσική από την αφήγηση. Πιστεύω ότι η μουσική του Πουτσίνι χτυπά απευθείας στην καρδιά ακριβώς επειδή κατάφερε να περιγράψει αριστοτεχνικά τη μοίρα της Τσο Τσο Σαν.

G.: Αλήθεια, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την όπερα;
Α.Σ.: Προέρχομαι από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα μου είναι δάσκαλοι πιάνου και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήθελε να γίνει τραγουδιστής, ασχολείται με τις πωλήσεις και το κούρδισμα πιάνων. Η δασκάλα μου στο πιάνο είχε προτείνει στους γονείς μου να ενταχθώ σε μια χορωδία. Εκείνη είχε εντοπίσει πρώτη τη φωνή μου. Ετσι κι έγινε. Φοίτησα σε μουσικά σχολεία της Σεούλ και έγινα μέλος μιας διάσημης κορεατικής χορωδίας, της World Vision Chorus, η οποία είχε ιδρυθεί για τη δημιουργική απασχόληση των ορφανών αμέσως μετά τον Κορεατικό Πόλεμο. Μάλιστα θυμάμαι ότι το 1992, στα 11 χρόνια μου, είχαμε τραγουδήσει στη Σύνοδο της Νότιας με τη Βόρεια Κορέα. Σε κάθε περίπτωση, τραγουδούσα με πάθος πολύ πριν γνωρίσω την όπερα. Ηταν κάτι φυσικό, κάτι οργανικό για μένα.

«Σε ασταθείς καιρούς σαν αυτούς που ζούμε η λαχτάρα για αγάπη αλλά και ο φόβος της εξαπάτησης είναι πιο επίκαιρα από ποτέ»



G.: Θυμάστε την πρώτη φορά σας στη σκηνή;
Α.Σ.: Ηταν στη διάρκεια των σπουδών μου, στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ. Επαιξα τη Σαντούτσα στην «Cavalleria Rusticana». Δεν ήταν ακριβώς ένας ρόλος στα μέτρα της φωνής μου, όμως εκείνο που πραγματικά με ανακούφισε ήταν η πληροφορία ότι και η Μαρία Κάλλας είχε κάνει το ντεμπούτο της με αυτόν τον ρόλο το 1938 στην Αθήνα.

G.: Απ’ ό,τι λένε η όπερα είναι ακραία ανταγωνιστικό επάγγελμα. Τι χρειάζεται για να επιβιώσει κανείς;
Α.Σ.: Η λέξη «επιβίωση» ακούγεται αρκετά δαρβινική. Ξέρετε, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου έχανα εντελώς τη στόχευσή μου κάθε φορά που συγκρινόμουν με άλλους συμφοιτητές μου. Τότε έμαθα πως καθετί συμβαίνει στην ώρα του. Υπάρχουν λουλούδια που ανθίζουν την άνοιξη και άλλα που ανθίζουν το φθινόπωρο. Νομίζω ότι με το να μπαίνεις στη διαδικασία της σύγκρισης το μόνο που καταφέρνεις είναι να φλερτάρεις με την απελπισία.

G.: Αν η όπερα είναι πρωταθλητισμός, η ζωή μιας σοπράνο μοιάζει με εκείνη μιας πρωταθλήτριας;
Α.Σ.: Για να είμαι ειλικρινής ζω μια εντελώς κανονική ζωή. Δεν πιστεύω καθόλου τα στερεότυπα για τις ντίβες της όπερας και τα συναφή. Το να τραγουδάς είναι όντως ένα απαιτητικό σπορ αφού το σώμα είναι το όργανό σου. Υπό αυτή την έννοια προσέχω τη διατροφή μου και φροντίζω τον ύπνο μου. Αλλά κάθε άνθρωπος σε μια υπεύθυνη θέση λειτουργεί έτσι. Εκείνο που χρειάζομαι είναι συγκέντρωση και ηρεμία, ειδικά στην περίοδο των τελικών προβών, ενώ πραγματική ανακούφιση βρίσκω στην προσευχή.



G.: Πώς είναι να τραγουδά κανείς πρώτη φορά σε έναν ιστορικό χώρο όπως το Ηρώδειο;
Α.Σ.: Είναι μεγάλη μου τιμή να συνεργάζομαι με την Εθνική Λυρική Σκηνή και να εμφανίζομαι σε αυτό το ρωμαϊκό ωδείο. Είναι ένας τόπος μαγικός. Από την άλλη, πρέπει να ξέρετε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να ερμηνεύσεις όπερα σε έναν ανοιχτό χώρο αργά τη νύχτα. Είναι μια πραγματική πρόκληση, ωστόσο το μέρος αποζημιώνει και με το παραπάνω.

G.: Υπάρχει κάτι που σας λείπει από τη χώρα σας;
Α.Σ.: Κυρίως οι γονείς μου. Επιστρέφω μια-δυο φορές τον χρόνο στην Κορέα για να τραγουδήσω αλλά και να δω την οικογένειά μου. Η Ελλάδα κατά κάποιον τρόπο μου θυμίζει το τοπίο της πατρίδας μου, με τα μεγάλα βουνά και τα χιλιάδες νησιά. Ωστόσο, πλέον έχω και μια δεύτερη πατρίδα. Επειτα από μια δεκαετία στη διάρκεια της οποίας εργάστηκα ως freelancer πλέον είμαι μέλος της Οπερας του Ντόρτμουντ στη Γερμανία, η οποία μάλιστα τιμήθηκε πρόσφατα με το βραβείο του κορυφαίου πολιτιστικού οργανισμού στις γερμανόφωνες χώρες. Εκεί βρίσκεται και ο σύζυγός μου. Οπότε κάθε φορά που ταξιδεύω για δουλειά πλέον έχω δύο πατρίδες να νοσταλγώ.

G.: Μια και είστε Κορεάτισσα, αναρωτιέμαι εάν παρακολουθείτε το κίνημα της K-Pop. Εχετε κάποιον αγαπημένο καλλιτέχνη;
Α.Σ.: Είμαι πολύ περήφανη για τον πολιτισμό της Κορέας, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος και ευρύτερος από την K-Pop μουσική. Προσωπικά δεν ακούω άλλα είδη πέρα από κλασική μουσική, οπότε δεν γνωρίζω Κορεάτες καλλιτέχνες. Επίσης, πρέπει να σας πω ότι δεν παρακολουθώ τηλεόραση, δεν έχω καν συσκευή στο σπίτι μου, ούτε Netflix. Με έναν τρόπο αντιστέκομαι στις μόδες της εποχής.

Info: «Μαντάμα Μπατερφλάι» από την ΕΛΣ στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για τρεις ακόμα παραστάσεις, στις 4, 7 & 10/6. nationalopera.gr



G.: Ποια είναι η μικρή καθημερινή ιεροτελεστία σας;
Α.Σ.: Διαβάζω καθημερινά τη Βίβλο και εξασκούμαι στα μουσικά όργανα. Παίζω πιάνο από πολύ μικρή, έχω μια μικρή άρπα και τώρα παρακολουθώ μαθήματα κιθάρας. Υπάρχει και μια εκπομπή που παρακολουθώ στο YouTube μία φορά την εβδομάδα, ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα για παιδιά.

G.: Προλάβατε να δείτε την Αθήνα όσο είστε εδώ; Τι σας άρεσε; Τι δεν σας άρεσε;
Α.Σ.: Οι άνθρωποι που έχω συναντήσει στη χώρα σας είναι ευγενείς και ανοιχτοί και ομολογώ ότι έχω απολαύσει τη γαστρονομία σας. Ωστόσο, στη διάρκεια των προβών δεν είχα χρόνο για να δω κάτι περισσότερο. Ομως σκοπεύω να το κάνω αμέσως μετά το τέλος των παραστάσεων. Ξέρετε, έχω διαβάσει αρκετά ελληνική Ιστορία και δηλώνω εντυπωσιασμένη από όσα σπουδαία πέτυχαν οι αρχαίοι πρόγονοί σας. Περιμένω δε με αγωνία όσα θα καταφέρετε στο μέλλον.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr