Ένιο Μορικόνε: Εκατοντάδες ταινίες, εκατομμύρια νότες, δισεκατομμύρια δάκρυα

Ο Δημήτρης Παγαδάκης γράφει για τον πολυβραβευμένο Ιταλό συνθέτη που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στη μουσική ιστορία του τέλους του 20ου αιώνα και κέρδισε τη καλλιτεχνική αθανασία μέσω του κινηματογράφου

Ο πιο διάσημος και παραγωγικός συνθέτης μουσικής ταινιών, έφυγε από τη ζωή στα 92 του χρόνια. Ο πολυβραβευμένος Ιταλός συνθέτης άφησε ένα ανεξίτηλο το σημάδι στη μουσική ιστορία του τέλους του εικοστού αιώνα και κέρδισε τη καλλιτεχνική αθανασία μέσω του κινηματογράφου. Δεν πρόλαβε στο μεγάλη οθόνη που τόσο δόξασε να δει το ντοκιμαντέρ για την απίστευτη καριέρα του των 70 και πλέον χρόνων του που σκηνοθέτησε ο Τζουζέπε Τορνατόρε .

Τέλη της δεκαετία του 70. Θεσσαλονίκη. Μένω στο δεύτερο όροφο μια πολυκατοικίας, σχεδόν στη γωνία Όλγας και Μαρτίου, πάνω από το θερινό σινεμά «Κλειώ». Το μπαλκονάκι της κουζίνας μου βρίσκεται ακριβώς πάνω από το δωμάτιο της μηχανής προβολής. Πράγμα που σημαίνει πανοραμική θέα και δωρεάν σινεμά όλο το καλοκαίρι. Κάθε βράδυ συνωστίζονται εκεί φίλοι, συμφοιτητές και γνωστοί περαστικοί, άπαντες μάλλον εραστές της τσάμπα ψυχαγωγίας παρά σινεφίλ. Εντάξει, το σινεμά δεν παίζει και αριστουργήματα της 7ης τέχνης.



Σε μια φάση, άγνωστο πως την είδε ο αιθουσάρχης, προβάλλει επί μια εβδομάδα δυο ταινίες «σπαγγέτι» γουέστερν, παραγωγές αμφότερες της περασμένης δεκαετίας από τη αποκαλούμενη «Τριλογία του Δολαρίου». Απογευματινή παράσταση το «Για μια χούφτα δολάρια», βραδινή το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος». Οι ταινίες «σκιζουν» σε εισιτήρια και η επανάληψη τους κρίνεται επιβεβλημένη. Το «πακέτο» συνεχίζεται και την επομένη εβδομάδα αν και με αντεστραμμένη τη σειρά προβολής. Σαν καλός οικοδεσπότης παρακολουθώ- μαζί με τις διάφορες παρέες επισκεπτών που συρρέουν στη βεράντα της κουζίνας - τις ίδιες ταινίες ανελλιπώς κάθε νύχτα.

Κοντεύω να μάθω όλους του διαλόγους , δεν είναι και πολλοί, του τύπου: «όταν ένας άντρας βάζει χρήματα στη τσέπη του, αρχίζει να εκτιμά την ειρήνη» ή «στον κόσμο υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: εκείνοι που έχουν ένα γεμάτο όπλο και εκείνοι που σκάβουν». Τις εκστομίζει, ο τραχύς, λακωνικός έως πλήρως σιωπηλός ήρωας με την ισχυρή αλλά ανορθόδοξη αίσθηση δικαιοσύνης για τους πλούσιους και ισχυρούς που, σύμφωνα με το σενάριο, αντιπροσωπεύουν την απληστία και τη διαφθορά. Τον ενσαρκώνει ο νεαρός Κλιντ Ίστγουντ ως ανώνυμος εκδικητής - αν και στη πρώτη ταινία τον λένε «Joe» ενώ στη δεύτερη τον αποκαλούν «Blondie» - με το ηλιοκαμένο δέρμα, το κλασικό καουμπόικο καπέλο, τις μαύρες τεξανές μπότες και το μισοκρεμασμένο σιγκαρίλος στα χείλη. Η εικόνα του ως πιστολέρο ξαφνιάζει, διαβρώνοντας τους παραδοσιακούς κώδικες γραφής των θρυλικών, επικών Αμερικανικών γουέστερν.



Κάπου, βέβαια, αρχίζω να βαριέμαι τις ευρείες λήψεις και τα κοντινά πλάνα αυτού του βίαιου, μακρόσυρτα ονειρικού διαλογισμού του κινηματογραφικού σύμπαντος του σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε με τη μυθολογία του παλιού Φαρ Ουέστ. Αλλά δεν τα παρατάω. Κάθε φορά υπάρχει και κάτι αναπάντεχα καινούργιο στην εξέλιξη της αφήγησης, που ταιριάζει στην ατάκα του μοναχικού καβαλάρη -πρωταγωνιστή «κάθε όπλο φτιάχνει τη δική του μελωδία.» Έως ότου τελικά ,μετά από καμιά εικοσαριά παρακολουθήσεις, αντιλαμβάνομαι ότι το ελκυστικότερο στο υλικό που βλέπω καθημερινά, αν όχι μαζοχιστικά, δεν προέρχεται από τους χαρακτήρες, κάτι ρεμάλια γκρίνγκος και κάτι μπρουτάλ Μεχικάνος μπαντίντος. Ούτε, φυσικά, από τα Ισπανικά ερημικά τοπία, τη πλοκή, τα βόλια των εξάσφαιρων στις αιματηρές μονομαχίες, τα ουρλιαχτά των κογιότ, τα απόκοσμα φέρετρα.

Ωστόσο σε όλα αυτά, συνδυαστικά, τον τόνο τον θέτει η μουσική. Η οποία δεν παίζει το ρόλο της αφανούς υπόκρουσης στο φόντο ή της τυπικής επένδυσης σαν γουστόζικη σάλτσα. Σε κάθε σκηνή και των δυο ταινιών η εκφραστικότητα δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω των εικόνων, αλλά και μέσω της μουσικής που ενεργοποιεί το συναίσθημα. Η αστικοποίηση της αφήγησης επί της οθόνης μοιάζει τόσο ακριβής γιατί παντρεύεται ιδανικά τις νότες στις οποίες εκφράζονται συνδυαστικά ήχοι από ψαλμωδίες, ισπανικές και ηλεκτρικές κιθάρες, τρομπέτες, σφυρίγματα και κουδουνίσματα. Στα ξεκουδουνα, λοιπόν, βρίσκω, αν και χρειάστηκαν ώρες παρακολούθησης με τα μάτια, ένα βαθύτερο νόημα στις σεκάνς, χάρη στο πρωτότυπο μουσικό μοτίβο τους. Ανακαλύπτω καινοτομία και φαντασία στη σύνθεση με τεχνική αρτιότητα στην ενορχήστρωση. Με δυο λόγια και με δυο αυτιά ανακαλύπτω τον 'Ενιο Μορικόνε.

Θα τον ξανασυναντήσω ακουστικά σε άλλους θερινούς και μη κινηματογράφους να υπογράφει τη μουσική σε τυχαία «σπαγγέτι» ή «παέγια» γουέστερν σαν του «Κομπανιέρος» , τον «Επαναστάτη του Μεξικού», το «Ένα πιστόλι για τον Ρίνγκο». Και έκτοτε τον ανταμώνω σε εντελώς διαφορετικές θεματολογία ταινίες. Σε συμβολικές αλληγορίες σαν το «Θεώρημα» του Παζολίνι, πολιτικές βιογραφίες σαν το «Σάκο και Βαντσέτι» του Μοντάλντο, αστυνομικά θρίλερ σαν τη «Συμμορία των Σικελών» του Βερνέιγ, πολιτικό αστυνομικά δράματα σαν το «Υπεράνω πάσης υποψίας» του Πέτρι, επικό-ιστορικές τοιχογραφίες σαν το «1900» του Μπερτολούτσι, κωμωδίες σαν το «Κλουβί με τις Τρελές» του Μολιναρό.



Ανεξάντλητος, εφευρετικός, περιζήτητος και ποτέ επαναλαμβανόμενος. Κάθε κινηματογραφικό είδος το υπηρετούσε εισάγοντας στις συνθέσεις του νέο, κάθε φορά διαφορετικό αλλά ολοκληρωμένο, μουσικό ύφος. Η αλήθεια είναι, όπως παραδεχόταν ο συνθέτης, πως άλλο να αναπτύσσει το μουσικό μοτίβο μιας ταινίας μέσα σε 20 δευτερόλεπτα, οπότε ο θεατής δεν προλαβαίνει να το αφομοιώσει, κι άλλο τα 5 ή 6 ολόκληρα κινηματογραφικά λεπτά που του έδινε ο Λεόνε. Μεγάλη η διαφορά. Ο χρόνος του έδινε τη δυνατότητα να ξετυλίγει μουσικά την απτή παρουσία της στοιχειωμένης φυσαρμόνικας στην οθόνη του εμβληματικού «Κάποτε στη Δύση», προσφέροντάς της την ταυτότητά εκδίκησης. Και φυσικά να πειραματίζεται εμπλουτίζοντας με όλο και περισσότερα ηλεκτρονικά όργανα τη σύνθεση «Η έκσταση του χρυσού» (The Ecstasy of Gold) στο « Καλό, το Κακό και τον Άσχημο». Αυτό το μουσικό μοτίβο, μάταια επί χρόνια το ζητούσε, από αυτόν τον γεννημένο στο Τραστέβερε - βέρο κάτοικο της αιώνιας πόλης, ψηφοφόρου της παλιά Χριστιανοδημοκρατίας και οπαδού των «Τζιαλορόσσι»- η ομάδα της Ρόμα να το χρησιμοποιήσει στις εκδηλώσεις της.

Με τα χρόνια συνειδητοποιήσω ότι είναι αδύνατο να επαναφέρει κανείς σκηνές των παραγωγών του Λεόνε χωρίς τις συνθέσεις του Μορικόνε, αλλά ταυτόχρονα να ακούσει αυτές τις μελωδικές αρμονίες χωρίς να δει νοερά τα πρόσωπα των χαρακτήρων των ίδιων ταινιών. Σε μια συνέντευξή του ο σκηνοθέτης διηγείται τη δημιουργική σχέση του , με το συνθέτη φίλο και παλιό του συμμαθητή, «Πάντα έλεγα ότι ο καλύτερος συγγραφέας διαλόγων και σεναριογράφος μου είναι ο Ενιο» σημειώνει ο Λεόνε που λαχταρούσε οι ταινίες του να αξιοποιήσουν πραγματικά τη λυρική φύση της μουσικής.

«Του ζητούσα μουσικά θέματα που να «ντύνουν» τους χαρακτήρες μου. Δεν του ανέφερα στοιχεία, του έδινα μόνο την αίσθηση. Κι αυτός χωρίς να διαβάσει ποτέ δικό μου σενάριο συνέθετε τη μουσική, πριν καν αυτό γραφτεί. Μια νότα του ή ένα σφύριγμα του ήταν αρκετό για να είναι συνδημιουργός , όχι του σεναρίου, αλλά της ιδέας της ταινίας». Στη πραγματικότητα η μουσική του λειτουργούσε και σαν συμπρωταγωνιστής μια και ο Λεόνε την έπαιζε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί των ταινιών του να αντιδρούν στο άκουσμα της και να μορφοποιούν αναλόγως τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους.



Το είδα ζωντανά πριν 15 ακριβώς χρόνια, τη Δευτέρα 4 Ιουλίου του 2005 σε συναυλία του στο κατάμεστο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Ντυμένος με μαύρο ταξίντο και λευκό πουκάμισο, γιλέκο και παπιγιόν αυτός ο εξαιρετικός μουσικός, όχι μόνο για τη κινηματογραφική μουσική αλλά και για τις κλασικές συνθέσει τους, διεύθυνε ένα ρεσιτάλ γεμάτο εκλεπτυσμένη ενέργεια. Δεν ήταν ποτέ της λογικής της υπερφόρτωσης του κοινού με συγκινήσεις και συναισθήματα. Ήταν θέμα αυτοκυριαρχίας να μην παραδίδεται στην άκριτη δημοφιλία Με τη συνοδεία μικτής 90μελούς χορωδία και καλοκουρντισμένης 60μελούς ορχήστρας, μετέδωσε με ευαισθησία στο κοινό την ατμόσφαιρα του δεσμού του με τις εικόνες μέσω των θρυλικών του soundtracks. Θυμάμαι ότι στο τελευταίο μέρος απέδωσε συνθέσεις από την «Έρημο των Ταρτάρων», το «Ριχάρδο το 3ο» και τη περίφημη «Αποστολή»- δηλαδή «Ιεραποστολή» - από την ομώνυμη ταινία με το Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Τζέρεμι Άιρονς .

Αυτή η, πρωτότυπη μουσική του γραμμένη σε μετά- Αναγεννησιακό ύφος ρυθμικές « νότες χάριτος» και μελωδικά στολίδια του πρώιμου ρομαντισμού ήταν το φαβορί για τα Όσκαρ του 1987. Το έχασε. Απογοητεύτηκε. Δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε διαρκώς εμπνευσμένος, ιδιοφυής και επιδραστικός. Επηρέασε λεγεώνες μουσικών από τους Radiohead και τους Dire Straits εώς τους Portishead και το Nick Cave, ενώ οι Metallica από το 1984 έως σήμερα ανοίγουν τις συναυλίες τους με το «The Ecstasy of Gold». Όσο για το Όσκαρ, αφού έγινε ο πρώτος μη Αμερικανός στον οποίο απονεμήθηκε τιμητικά το 2007, μετά από 5 επίσημες υποψηφιότητες το κέρδισε επάξια το 2016 υπογράφοντας την υποβλητική μουσική στη ταινία του Ταραντίνο «Οι μισητοί 8». Συγκινημένος στην απονομή αφιέρωσε με τρυφερότητα το χρυσό αγαλματίδιο στην επί 60 χρόνια σύζυγο του Μαρία Τράβια με την οποία απέκτησε τρεις γιους και μια κόρη,

Εκείνο πάντως το βράδυ στο Ηρώδειο αποθεώθηκε από το ελληνικό κοινό που τον ανάγκασε επιστρέψει για encore. τρεις φορές στη σκηνή για να ικανοποιήσει το παρατεταμένο χειροκρότημα των ακροατών. Γνωρίζοντας το συνεσταλμένο του χαρακτήρα του που ανοίγεται πολύ σπάνια δημοσίως δεν πήγα, τότε, στη καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου. Τον συνάντησα την επομένη στο ξενοδοχείο που τον φιλοξενούσε ενόψει της δεύτερης στη σειρά συναυλίας του. Πολλοί τον θεωρούσαν αυστηρό γκρινιάρη και μίζερο. Συνάντησα ένα συγκρατημένο διοπτροφόρο με στοχαστικό βλέμμα, χωρίστρα καμουφλάζ και μαλακά μοκασίνια, αλλά οπωσδήποτε επικοινωνιακά καλλιεργημένο άνθρωπο.



Με τη μεσολάβηση κοινού γνωστού και χάρη στην από 25ετίας «γνωριμία» μας σε ένα μπαλκόνι στη Θεσσαλονίκη, δέχτηκε να ανταλλάξουμε δυο λόγια. Δεν έφταναν για συνέντευξη, ούτε καν για SMS. Θυμάμαι πάντως που με ταπεινότητα εξομολογήθηκε πως όταν ξεκίνησε ντρεπόταν να λέει ότι γράφει μουσική για ταινίες. Ακόμη ότι ήταν τυχερός που μπήκε στο χώρο του κινηματογράφου και το πλατύ κοινό αγκάλιασε τη μουσική του. Και βέβαια τόνισε πως η κλασική μουσική ήταν η μεγάλη του αγάπη, τόσο που από το 1946 είχε συνθέσει τουλάχιστον εκατό κλασικά κομμάτια.

Στην επιφυλακτική ερώτησή μου πώς με τόση αναγνωρισιμότητα και επιτυχία δεν έχει γράψει ποπ τραγούδια, με αφοπλιστική ευγένεια απάντησε ότι έχει ενορχηστρώσει δεκάδες Ιταλικές επιτυχίες «ελαφρού» ρεπερτορίου. Θα μπορούσε να το «παίξει» σε στυλ «εγώ-δεν-προδίδω- το - μουσικό- μου-ύφος». Ένας πολιτισμένος σούπερ σταρ του πενταγράμμου, όμως, δεν έχει ανάγκη από ξιπασιές. Ούτε από κολακείες Αποκάλυψε μάλιστα, ότι έχει γράψει και το σουξέ της Μίνα "Se Telefonando" που κυκλοφόρησε το 1966, ενώ μαζί με το δικό μας Ντέμη Ρούσσο έχει συνθέσει επίσης ένα τραγούδι.

Φεύγοντας από εκείνη τη συνάντηση κράτησα από τον ίδιο την αρχική ακουστική μου εντύπωση τη συνυφασμένη με τη μυθική φιγούρα του ανώνυμου καουμπόι που υποδυόταν ο Κλιντ Ίστγουντ. Μια εικόνα που ενσωματώθηκε βαθιά στη λαϊκή κουλτούρα και που θα αντιπροσωπεύει για πάντα τον μοιραίο ηρωισμό ενός καβαλάρη που θα καλπάζει αενάως μουσικά σε άγνωστα μονοπάτια. Την ίδια εικόνα διατηρώ και τώρα που έφυγε για να χαθεί οριστικά στο φινάλε του τελευταίου ηλιοβασιλέματος μιας ολόκληρης ζωής. Όμως ακόμη και μετά τους τίτλους τέλους οι συνθέσεις του θα ακούγονται αφού αφήνει πίσω του μια κολοσσιαία κληρονομιά.


Ειδήσεις σήμερα:

Στοίχημα η διαχείριση των εισαγόμενων κρουσμάτων - Προβληματίζει η μελανή εικόνα των Βαλκανίων


Άλλο ένα 24ωρο κακοκαιρίας - Πότε θα παρουσιάσει βελτίωση ο καιρός

Handelsblatt: Έναν χρόνο μετά την εκλογή του, οι Έλληνες βάζουν καλό βαθμό στον Μητσοτάκη

Έως 3.464 ευρώ αναδρομικά την Πέμπτη σε 235.000 δικαιούχους επικουρικών συντάξεων
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr