Η σπάνια εξομολόγηση της Μπριζίτ Μπαρντό: «Tην έζησα τη ζωή μου... Ό,τι είναι να ’ρθει ας έρθει»

Η σφοδρή κριτική στον Εμανουέλ Μακρόν, τα δισέγγονα που ζουν στη Νορβηγία, η επαφή με τον Αλέν Ντελόν, ο ακτιβισμός και η καθημερινότητά της με τα σκυλιά, τα 200 περιστέρια, τα πρόβατα, τις κότες, τα άλογα και τα γουρούνια

Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της για το γαλλικό Gala, η θρυλική Μπε Μπε, 86 χρόνων σήμερα, απομονωμένη στη βίλα της στο Σεν Τροπέ ήδη από τη δεκαετία του ’70, μιλά για την καθημερινότητά της μαζί με τον άντρα της και τα δεκάδες κάθε είδους ζώα που συντηρεί, τη λυσσαλέα μάχη της ως ακτιβίστρια φιλόζωη, τα δισέγγονά της, αλλά και τους ελάχιστους σταρ από τα παλιά με τους οποίους κρατά αραιή επαφή.
«Την έζησα τη ζωή μου» δηλώνει η θρυλική γατούλα του Γαλλικού σινεμά που ήδη από τη δεκαετία του ‘70 έκλεισε οριστικά το κινηματογραφικό κεφάλαιο της ζωής της για να ανοίξει εκείνο της λυσσαλέας φιλόζωης ακτιβίστριας, βομβαρδίζοντας με επιστολές και καταγγελίες όλους τους ηγέτες του πλανήτη.


Απομονωμένη στη βίλα της στο Σεν Τροπέ που έχει μεταμορφώσει σε μία φάρμα, φιλοξενώντας δεκάδες ζώα που φροντίζει η ίδια, οι δύο τελευταίοι μήνες της καραντίνας ήταν για την Μπριζίτ Μπαρντό μία ιδανική ευκαιρία για να απολαύσει την ησυχία της φύσης, χωρίς το θόρυβο από τα γιοτ και τα πλοιάρια που κατακλύζουν την Κυανή Ακτή, χωρίς τα ποδοβολητά από τις ορδές των τουριστών που ξεχύνονται στους δρόμους του κοσμοπολίτικου θέρετρου.
Είναι η πρώτη φορά ίσως που μπορεί να ακούει το κελάηδημα των πουλιών εκτός των ορίων της έπαυλής της, -εκεί όπου συντηρεί στην ταράτσα της 200 περιστέρια που ταΐζει η ίδια κάθε πρωί- και να βλέπει χαμογελώντας από το μπαλκόνι της τις φουντωτές ουρές από τις αλεπούδες που κατέβηκαν στο έρημο ακόμα Σεν Τροπέ και σουλατσάρουν ανενόχλητες στους δρόμους.


Το πραγματικό νόημα της ζωής
Παρακολουθώντας καθημερινά την επικαιρότητα και τις ειδήσεις για την εξέλιξη της πανδημίας, η Μπαρντό δεν έχει καμία πίστη ότι αυτή η παγκόσμια δοκιμασία θα αλλάξει τον σύγχρονο τρόπο ζωής του ανθρώπινου είδους: «Παρακολουθώ τις ειδήσεις που μας ζαλίζουν με τον κορωνοϊό αλλά την ίδια στιγμή, μαλακά, η κυβέρνηση υπογράφει διεθνείς εμπορικές συμφωνίες με το Μεξικό για την εισαγωγή στην Ευρώπη εκατομμυρίων τόνων βοδινού κρέατος. Τι ντροπή! Θα αλλάξουν οι άνθρωποι την εγωιστική συμπεριφορά τους; Θα σέβονται περισσότερο τη φύση και τα ζώα; Θα σταματήσουν οι ηγέτες να προωθούν τον άκρατο ανταγωνισμό του εμπορίου που εκμεταλλεύεται κατά κόρον η ανθρωπότητα; Δεν νομίζω. Μάλλον προς το χειρότερο θα αλλάξουν. Αρκεί να δούμε τι έγινε στην αρχή της καραντίνας. Οι άνθρωποι έκαναν ό,τι να ’ναι, έτρεχαν όλοι στα μαγαζιά και αγόραζαν, αγόραζαν, αγόραζαν. Κάθονταν κολλημένοι στα πεζούλια ο ένας δίπλα στον άλλο σαν τα πρόβατα στις στάνες και τώρα το μόνο που τους νοιάζει είναι να πάνε διακοπές, όπου και να ‘ναι, όπως και να ‘ναι. Είναι θλιβερό. Το ανθρώπινο είδος έχει γίνει απάνθρωπο και για να πάψει αυτό θα πρέπει να γίνει μία μεγάλη φυσική καταστροφή που θα το θέσει σε κίνδυνο. Τότε θα καταλάβει το πραγματικό νόημα της ζωής;» αναρωτιέται η Γαλλίδα σταρ εμφανώς θυμωμένη και απογοητευμένη.


«Είναι σκάνδαλο»
Δεν διστάζει μάλιστα να αναφερθεί ευθέως στον Γάλλο Πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, κατακρίνοντάς τον για την πολιτική που ακολουθεί σε σχέση με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ζώων που πηγαίνει, όπως λέει, από το κακό στο χειρότερο: «Είναι σκάνδαλο. Εδώ και 47 χρόνια, ζητάω από όλες τις κυβερνήσεις, τους παρακαλώ, τους φωνάζω ώστε να υπογράψουν κάποιες συμφωνίες άμεσης προτεραιότητας για την προστασία των ζώων. Δεν καταφέρνω τίποτα. Αντιθέτως, οι συμφωνίες που υπέγραψε ο Μακρόν με τους κυνηγούς είναι ένα πραγματικό αίσχος, μόνο και μόνο για να ψαρέψει ψήφους με το αίμα, τον θάνατο και τον αφανισμό εκατομμυρίων ζώων των δασών μας» καταλήγει οργισμένη.




«Νοσταλγώ τα πάντα από τα παλιά»
Το ύφος και οι λέξεις που χρησιμοποιεί μαλακώνουν εντελώς όταν η δημοσιογράφος του περιοδικού τη ρωτά για τον τρόπο που κυλά η καθημερινότητά της στο σπίτι της στο Σεν Τροπέ, εκεί που επέλεξε να ζει για πάντα από το 1973 οπότε και αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τις κινηματογραφικές παραγωγές, χορτασμένη από δόξα, έρωτες και εραστές και να επιδοθεί στον μαχητικό ακτιβισμό μέσω του ιδρύματός της.
Κάθε μέρα στις 9 το πρωί ξυπνά, με τα 6 σκυλιά της να πηδούν στο κρεβάτι της για χάδια και αγκαλιές.
Στη συνέχεια η ίδια πηγαίνει στη ταράτσα για να ταΐσει με σπόρια τα 200 περιστέρια της, μετά παίρνει πρωινό μαζί με τα σκυλιά της –κρατώντας για τον εαυτό της μόλις μία «ακρούλα κρουασάν»- και αμέσως μετά, από τη 1 το μεσημέρι μέχρι τις 6 το απόγευμα, ξεκινούν τα τηλέφωνα με τον υπεύθυνο επικοινωνίας του ιδρύματος, τον Μπρούνο για τις υποχρεώσεις της ημέρας και τα άρθρα στο τριμηνιαίο έντυπο «Info-journal» και στο «Junior».
Και μετά ακολουθούν οι αγαπημένες της ώρες με τα ζώα, τα χάδια και η φροντίδα για τις γάτες της, τα σκυλιά, την χελώνα, τον παπαγάλο που πετάει ελεύθερος και όλα τα ζώα της φάρμας της όπως τα γουρούνια, τα πρόβατα, οι κατσίκες, οι κότες, η φοράδα, το πόνι, ο γάιδαρος, οι χήνες, οι πάπιες «Ουφ, ξεθεώνομαι» καταλήγει γελώντας.
Όσο με ποιους από τους παλιούς σταρ φίλους της εξακολουθεί να κρατάει επαφή, η απάντησή της έρχεται άμεση: «Με κανέναν. Λίγο μόνο με τον Αλέν Ντελόν και τον Ζαν Πολ Μπελμοντό. Αλλά σπάνια».
Το ίδιο λακωνική είναι και η απάντησή της στο αν νιώθει κάποιους είδους νοσταλγία για εκείνη την ελευθερία που διέκρινε τα παλιά χρυσά χρόνια του σινεμά: «Νοσταλγώ τα πάντα από τα παλιά».
Ούτε ο θάνατος τη φοβίζει («Την έζησα τη ζωή μου, ό,τι είναι να ’ρθει ας έρθει»), ούτε έχει πια λόγο να κλαίει («Έχω κλάψει πολύ, δεν έχω πια δάκρυα, ούτε είναι ανάγκη να κλαίει κανείς ώστε να μη νιώθει την απελπισία»).
Κάποιες φορές μόνο γελάει με τα αστεία του τέταρτου συζύγου της (από το 1992), του επιχειρηματία Μπερνάρντ Ντ’ Ορμάλ, σύμβουλο κάποτε του ακροδεξιού πολιτικού Ζαν Μαρί Λεπέν, ενώ και η ίδια έχει επικριθεί πολλάκις για τις αντιρατσιστικές δηλώσεις της για τους μουσουλμάνους της Γαλλίας, μέσω των βιβλίων και των επιστολών της, πληρώνοντας πρόστιμα χιλιάδων ευρώ, ποσά προφανώς αδιάφορα για εκείνη.



Η Μπε Μπε ποτέ δεν φρόντιζε άλλωστε να γίνεται αρεστή, ούτε να χαϊδεύει τα αυτιά, στρογγυλεύοντας τις απόψεις της ώστε να μην προκαλεί. Πάντα η ζωή της ήταν γεμάτη από περιπέτειες, εμπειρίες και εραστές, (πάνω από 100 όπως και η ίδια έχει παραδεχθεί, ανδρών και γυναικών) και έγινε σύμβολο των ελεύθερων χειραφετημένων γυναικών, φτάνοντας στο σημείο να απαρνηθεί ακόμα και τον γιο της, Νικολά που απέκτησε το 1960 με τον δεύτερο σύζυγό της, Ζακ Σαριέ.
Τον γνώρισε το 1957 όταν γύριζε την ταινία «Η Μπαμπέτ πάει σε πόλεμο» και σύντομα από εραστές έγιναν σύζυγοι δύο χρόνια μετά, διαλύοντας τον γάμο της με τον μέντορα και σκηνοθέτη, Ροζέ Βαντίμ. Όταν έμεινε έγκυος, δεν ήθελε να κρατήσει το παιδί, δεν ένιωθε ικανή να το φροντίζει, δεν ήταν έτοιμη να γίνει μητέρα, όπως έλεγε σε συνεντεύξεις της. Τελικά πείστηκε από τα πεθερικά της να το κρατήσει και ο τοκετός της ήταν δύσκολος κι επίπονος. Η Μπαρντό γέννησε στο σπίτι επειδή δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τις ορδές των δημοσιογράφων που ξεροστάλιαζαν καθημερινά απέξω. Όταν ο γάμος της με τον Σαριέ τελείωσε, μετά από ένα χρόνο, συναίνεσε να πάρει εκείνος την επιμέλειά του και ο γιος της μεγάλωσε με τα πεθερικά της. Από τον γιο της Νικολά, η Μπαρντό έγινε γιαγιά στις κόρες του, 30 χρόνων σήμερα, οι οποίες με τη σειρά τους απέκτησαν τα δικά τους παιδιά, 7 και 3 χρόνων σήμερα, τα δισέγγονα του πάλαι ποτέ sex symbol. Η επαφή μαζί τους είναι δύσκολη γιατί ζουν στη Νορβηγία, δεν μιλούν γαλλικά, αλλά όπως λέει η ίδια στο γαλλικό Gala «Οι επαφές είναι δύσκολες αλλά χαριτωμένες».



Έρωτες, αυτοκτονίες, κατάθλιψη
Η απόφασή της να απαρνηθεί την επιμέλεια του μονοχογιού της, εξόργισε την κοινωνία της εποχής.
Το κοινό μπορούσε να δεχτεί μία σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα, όχι όμως μία γυναίκα που εγκατέλειπε το παιδί της, για να ζήσει ανενόχλητη χωρίς ευθύνες τη ζωή της. Η ίδια δεν το μετάνιωσε ποτέ, αλλά ήταν η αρχή μιας κακής δημοσιότητας που σύντομα θα γίνει χιονοστιβάδα με αφορμή τα γεγονότα με τον Γαλλο-αλγερινό πόλεμο.
Το αντικείμενο του πόθου για τους άντρες και της αφόρητης ζήλιας για τις γυναίκες έδωσε την τέλεια λαβή για να ξεσηκώσει κύματα μίσους εναντίον της. Δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα και βρισιές από αγνώστους στον δρόμο. Μια γυναίκα προσπάθησε μάλιστα να τη μαχαιρώσει λέγοντας ότι «Η Μπαρντό γινόταν πλούσια βγάζοντας τα ρούχα της, ενώ οι γιοι της Γαλλίας σκοτώνονταν στον πόλεμο εναντίον της Αλγερίας».
Η Μπαρντό δεν άντεξε την πίεση και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κόβοντας τις φλέβες της.
«Το Τίμημα της Δόξας» έγραφαν οι εφημερίδες, με υφέρπουσα ειρωνεία.
Το 1961, η επαναστατική οργάνωση του ΟΑΣ της Αλγερίας της ζήτησε 50.000 φράγκα για να μην ανατινάξουν το σπίτι της. Εκείνη αρνήθηκε σθεναρά να υποκύψει και κανείς τελικά δεν αποπειράθηκε να πειράξει ούτε τρίχα από την πλούσια ξανθιά χαίτη των μαλλιών της. Αυτό το σοκαριστικό για την ίδια γεγονός, έγινε όμως και ο λόγος να επανακτήσει τη συμπάθεια του κοινού και στα μέσα του ‘60 η δημοτικότητά της είναι πάλι στα ουράνια.

Τότε μπαίνει στη ζωή της ο πολυεκατομμυριούχος Γερμανός Γκούντερ Σακς, φημισμένος playboy, έχοντας στο ερωτικό βιογραφικό του τις ομορφότερες γυναίκες του πλανήτη. Η Μπαρντό θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση κι ένα ακόμα στοίχημα για τον επίμονο κυνηγό θηλυκών. Εκτός από τα χρήματα, είχε και τον τρόπο να την κατακτήσει, αφού ο Σακς πετώντας με ελικόπτερο κάλυψε όλο το σπίτι της στο Σεν Τροπέ με χιλιάδες ροδοπέταλα.
Ο γάμος τους έγινε το 1966, αλλά τρία χρόνια αργότερα έληξε άδοξα. Η Μπαρντό δεν άντεχε άλλο την επιφανειακή ζωή που της πρόσφερε ο Δον Ζουάν σύζυγός της. Έχει αποτύχει για τρίτη φορά ως παντρεμένη.


Η δεκαετία του ‘70 θα την βρει μπαφιασμένη και άδεια. Έχει άλλωστε χορτάσει από δόξα, χρήμα και έρωτα. Θέλει η ζωή της να αποκτήσει νόημα ξανά. Θα το βρει στον φιλοζωικό ακτιβισμό.
Το 1972, σε ηλικία 38 χρόνων δηλώνει ότι εγκαταλείπει οριστικά τον κινηματογράφο.
Η κακοποίηση των ζώων, η εκμετάλλευσή τους, η εξαφάνιση σπάνιων ειδών με σκοπό την εμπορευματοποίησή τους και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής, γίνονται για εκείνη θέματα ζωής και θανάτου και παλεύει λυσσαλέα μέσω του ιδρύματός της.
Η εμφάνισή της είναι το τελευταίο που φαίνεται να την ενδιαφέρει, θέλει να ακούγεται για τα πιστεύω της κι όχι για τις αναλογίες της.

Αλλά μία γυναίκα σαν την Μπε-Μπέ δεν γίνεται να μείνει για πολύ στο παρασκήνιο.
Η «μικρή ελαφίνα», όπως την αποκαλούσαν για τα μακριά καλλίγραμμα πόδια της και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της οι συμμαθητές της στο σχολείο, ήταν φτιαγμένη για μεγάλα πράγματα, από κάθε πόστο.
Όταν σε ηλικία 15 ετών οι συμμαθήτριές της πάλευαν με την εφηβεία της, εκείνη ήταν ήδη εξώφυλλο στο περιοδικό ELLE. Εκεί όπου τράβηξε την προσοχή του μέλλοντα συζύγου και μέντορά της, του δημοσιογράφου, φωτογράφου και σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ που ένα χρόνο αργότερα, βρήκε την ευκαιρία να την γνωρίσει. Το αφεντικό του τον είχε στείλει να τη δει για να αποφασίσουν αν θα τη χρησιμοποιήσουν σε ταινία. Η Μπαρντό δεν πήρε τον ρόλο, αλλά βρήκε τον μεγάλο έρωτα.


«Μου έδωσε την εντύπωση του άγριου λύκου» είχε γράψει η Μπαρντό. «Τρόμαζα αλλά και γοητευόμουν όταν με κοιτούσε. Δεν ήξερα πού ήμουν. Τον ήθελα». Έγιναν εραστές, αλλά οι γονείς της, πλούσιοι Παριζιάνοι, αντέδρασαν σφοδρά, την απειλούσαν να την στείλουν στην Αγγλία. Τις αντιδράσεις τους έκαμψε η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της, με την Μπριζίτ να ανοίγει τον φούρνο βάζοντας μέσα το κεφάλι τα. Έκαναν πίσω, με τον όρο να μην παντρευτούν μέχρι η Μπαρντό να κλείσει τα 18.

«Στο παιχνίδι της αγάπης, όσο ήταν κυνηγός, ήταν και θήραμα» είχε πει για εκείνη η Σιμόν ντε Μποβουάρ, στο βιβλίο με τίτλο «Brigitte Bardot: The Life, The Legend, The Movies».


Πάνω από 100 εραστές, ανάμεσά τους και γυναίκες
Η δεκαετία του ‘50 της ανήκε. Από πολυφωτογραφημένο μοντέλο, ο Βαντίμ είχε τον τρόπο να την κάνει όχι απλά σταρ, αλλά και sex symbol.
Μετά την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», η Μπριζίτ έγινε η Μπε Μπε, η σέξι γατούλα.
Αν και παντρεμένη ήδη με τον Βαντίμ, ήταν ο ίδιος που ουσιαστικά την έσπρωξε στην αγκαλιά του συμπρωταγωνιστή της Ζαν Λουί Τρεντινιάν, παντρεμένος επίσης, επειδή απαιτούσε ρεαλισμό στις ερωτικές σκηνές. Τόσο που αν και τα γυρίσματα σταματούσαν, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι συνέχιζε να φιλιέται, ακόμα και μπροστά του. Τέσσερα χρόνια μετά, χωρίζουν. Το ίδιο και ο Τρεντινιάν.
Η Μπριζίτ είναι μόλις 22 χρόνων και ήδη σταρ και sex symbol. Με τον Τρεντινιάν, θα ζήσουν μαζί για δύο χρόνια αλλά θα τον παρατήσει για τον τραγουδιστή Ζιλμπέρ Μπεκό, επίσης παντρεμένος. Θα ακολουθήσει ένα ατελείωτο γαϊτανάκι ερωτικών σχέσεων, η μία μετά την άλλη. Με άνδρες και γυναίκες.


Η Μπριζίτ πάντα φεύγει πρώτη. Το έχει παραδεχθεί και η ίδια: πάνω από 100 εραστές, ανάμεσά τους και γυναίκες. Ο Γουόρεν Μπίτι, οι τραγουδιστές Νίνο Φερέ και Μπαμπ Ζαγκούρι, μεταξύ αυτών. Και πολλοί και πολλές άλλοι.




Το κυνήγι με τα media δεν σταματάει ποτέ
Ένιωθε πάντα άβολα μαζί τους, η αποθεωτική δημοσιότητα πήγαινε πακέτο με την αποκαθήλωση, με κάθε ευκαιρία, με κάθε εραστή. Μετά από ένα δεσμό με τον Σάσα Ντιστέλ, ακολούθησε η σχέση και ο γάμος της με τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ: «Δεν είμαι αρκετά ώριμη. Ξέρω ότι είναι τρομερό να το παραδέχομαι, αλλά δεν είμαι αρκετά ενήλικη για να φροντίσω ένα παιδί» είπε τότε, εξηγώντας την απόφασή της να του παραχωρήσει την επιμέλεια του γιου της. Ήρθαν άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας και στη δεκαετία λίγο πριν τα 40 της, η κατάθλιψη είναι παρούσα μαζί με τις αναμνήσεις της.
Μετά ήρθε και η αρθρίτιδα. Αρνιόταν και να χειρουργηθεί, και τα χάπια. Απεχθάνεται τη χημεία, προτιμά να κυκλοφορεί με το μπαστούνι και να υποφέρει.
Το 1992 παντρεύτηκε τον τέταρτο σύζυγό της, Μπερνάρ Ντ' Ορμάλ. Είναι ακόμη παντρεμένη μαζί του, αλλά πάντα το μυαλό της είναι στα απροστάτευτα ζωάκια.
Σε εκείνο το μικρό γατάκι που βρήκε στη σκάλα του σπιτιού της στη διάρκεια του πολέμου κι ενώ η ίδια ήταν παιδάκι.
Ένα αθώο μικρό και μόνο γατάκι που ήθελε προστασία και χάδια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr