Από τις περιοδείες της Ευρώπης μέχρι τα live στην ελληνική επαρχία, η εναλλακτική δημιουργός ισορροπεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως και μετατρέπει την ίδια της τη ζωή σε παγκόσμια μουσική γλώσσα
Τι είναι ακριβώς αυτό που κάνει; Πώς μπορεί ς να την περιγράψεις; Η Lia Hide δεν είναι μία ακόμα μουσικός, μοιάζει με ένα ολόκληρο avant-pop σύμπαν, ένα ακατέργαστο ηχόχρωμα που στροβιλίζεται ανάμεσα σε dark pop, spoken word και λυρική αφήγηση, κι αυτή τη στιγμή η φωνή της διεκδικεί χώρο στα φετινά Grammy. Το άλμπουμ της «Aristophobia Nervosa», υποψήφιο στην κατηγορία Spoken Word/Poetry, σπάει τα όρια της ελληνικής γλώσσας και τη μετατρέπει σε όπλο, σε μανιφέστο, σε γνήσια κάθαρση.
Ξεκινάμε με τον τίτλο του δίσκου, που για εκείνη είναι ένα ξέσπασμα. «Φοβάμαι, σιχαίνομαι πια την αλόγιστη, καταχρηστική, παραποιητική χρήση της λέξης “αριστεία”. Για μένα κάποτε ήταν φάρος. Στις καλλιτεχνικές σπουδές το “Αριστα Παμψηφεί” είναι αίμα, ιδρώτας, θυσία. Και τώρα έγινε ένα εργαλείο εξουσίας. Εφτασα να φοβάμαι ακόμα και προτάσεις που έχουν μέσα τη λέξη “άριστος”. Αυτό είναι βιασμός και της γλώσσας και της νοημοσύνης μας». Το «Aristophobia Nervosa» δεν είναι λοιπόν ένας τίτλος, αλλά ένα πολιτικό statement μεταμφιεσμένο σε ποιητική φόρτιση. Μια συλλογή ιστοριών που λειτουργούν σαν προσωπικό ημερολόγιο και ταυτόχρονα σαν δημόσιος καθρέφτης.
Η Lia Hide νόμιζε ότι έγραψε τον πιο εύκολο δίσκο της. Αλλά ο κόσμος τον βρήκε δύσκολο. «Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν δύσκολη μουσική. Εγώ τον έκανα για να παραδοθώ. Είπα, αυτή είμαι. Αυτά έχω πάθει, αυτά φοβάμαι. Ελα να τα πούμε μαζί. Χωρίς βιρτουοζιτέ, χωρίς δύσκολα πιάνα. Απλά, όπως τον διπλανό στο μπαρ που θέλει να γνωριστείτε. Κι όμως, ο κόσμος τον βρήκε δύσκολο. Τελικά μάλλον είχε δίκιο. Γιατί οι καιροί ζητούν ευκολία. Ζητούν επιτηδευμένη ατημελησία κι εγώ τους έδωσα εξομολόγηση».
Το άλμπουμ είναι μια συλλογή από προσωπικές πληγές και συλλογικές ιστορίες. «Στην “Επιλεκτική Αμνησία” μιλάω για την πορεία της μπάντας, αλλά καταλήγω στην παιδική ηλικία μου και σε εμπειρίες κακοποίησης. Στη “Σπανακόπιτα” ξορκίζω την απώλεια των γονιών. Στην “Αρρώστια” γράφω για ένα χειριστικό τέρας. Στην “Καραμέλα” και τις “8 Ωρες” τα βάζω με τη δουλειά και τη δουλεία. Ο δίσκος είναι προσωπικό ημερολόγιο. Στα αγγλικά μπορούσα να κρυφτώ. Στα ελληνικά, όχι». Αυτό το στοιχείο τον κάνει και πιο ωμό, πιο πολιτικό. Κάθε τραγούδι λειτουργεί σαν μικρή καθαρτική τελετή, όχι για να λυτρώσει, αλλά για να ανοίξει τον διάλογο.
Για το είδος της μουσικής της εξηγεί: «Διάλεξα τον όρο “avant-pop” αφού διάβασα τι σημαίνει. Εδώ στην Ελλάδα μισούμε τη λέξη “pop”. Αλλά δεν μπορώ να κρύβομαι. Είμαι τραγουδοποιός. Γράφω τραγούδια, και τα τραγούδια είναι ποπ κουλτούρα. Η avant-pop είναι πειραματική, αλλά ταυτόχρονα άμεση. Εγώ ξεκινάω από τη μελωδία και μετά τη σπάω. Είναι ποπ που κοιτάζει αλλού, που έχει μια ρωγμή. Δεν είναι ασφαλής, αλλά είναι αληθινή». Γεμάτη glitch, ηλεκτρονικά, κλασικά όργανα, η μουσική της έχει την ψυχρή ακρίβεια της τεχνικής, αλλά και τη θερμότητα του συναισθήματος. «Η ισορροπία έρχεται μετά από πολλές ώρες editing, αυτοσχεδιασμούς, δοκιμές.
Το συναίσθημα είναι πάντα εκεί, απλά κάποιες φορές μαγεύομαι από τις δομές». Η φωνή της μπορεί να γίνει αιχμηρή, βελούδινη, ψίθυρος ή κραυγή. «Δεν τραγουδάω επειδή το έχω ανάγκη. Θα μπορούσα να ζήσω μόνο με τα ορχηστρικά. Η φωνή είναι ένα ακόμα όργανο, τη βλέπω σαν εργαλείο στη δημιουργία». Γνωρίζει όμως τι σημαίνει και να τη χάσεις, αφού έζησε ένα καλοκαίρι σιωπής, με απώλεια φωνής. «Ηταν ψυχοσωματικό 100%, έχασα πραγματικά τη φωνή μου, τέσσερις γιατροί επιμένουν ότι εγώ δεν έχω τίποτα, αλλά αυτή δεν θέλει να λειτουργήσει σωστά.
Τη φωνή μου τη βρίσκω σιγά-σιγά τώρα. Νομίζω πως μου έλειψε η σκηνή και μετά τις πρώτες συναυλίες θα επανέλθει. Παρεμπιπτόντως, διαβάζω συχνά άρθρα ή τσιτάτα από καλλιτέχνες της Βόρειας Ευρώπης κυρίως, για το πώς οι καλλιτέχνες εκεί χαίρουν υποστήριξης από το κράτος, που υποστηρίζουν ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει χρόνο και μέσα για να κάνει τέχνη ή το γιατί τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες και αυτό τους είναι -φυσικά- εύκολο. Εμένα όλο αυτό με τσάκισε».
Το βίντεο του «Dinner» ταξίδεψε Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη, κατέκτησε βραβεία. «Ηταν η συνεργασία μας με τους Kiss the Frog, τον Θάνο Λυμπερόπουλο και τον Γιάννη Μαργετουσάκη, που μας έδωσαν εικόνα με ήθος και ψυχή. Κάναμε γυρίσματα στο “Μπάγκειον”, καταστρέψαμε το σερβίτσιο της προίκας μου, φάγαμε σελίδες εγκυκλοπαίδειας, έφτασα να κινδυνεύω χειμωνιάτικα στα κύματα. Αλλά αυτό είναι η τέχνη. Ενα ρίσκο».
Ομως το «Cloud», που έφτασε στο δεύτερο ballot για Best Music Video στα Grammy 2023, ήταν ακόμα πιο ριψοκίνδυνο: καρβουνιασμένα Γεράνεια Ορη, ναυάγιο Ελευσίνας, στενά Λιοσίων: «Θέλαμε να δείξουμε μια άλλη Ελλάδα. Οχι του glossy τουρισμού, αλλά αυτή που ζούμε».
Η Lia έχει περιοδεύσει σε 16 χώρες και σε περισσότερες από 50 πόλεις. Κι όμως, το άγχος της παραμένει για το ελληνικό κοινό. «Στο εξωτερικό ο κόσμος έρχεται διαβασμένος. Ακόμα και στο πιο μικρό μπαρ υπάρχει ενδιαφέρον. Εδώ, αν δεν είσαι τεράστιο όνομα, δύσκολα σε ακούν, ειδικά στην Αθήνα. Στην επαρχία είναι πιο ανθρώπινα». Στην Κίνα, η εμπειρία ήταν εντελώς διαφορετική. «Εκεί διψούν πραγματικά για τέχνη, για επαφή. Είναι άλλη ενέργεια».
Πίσω από την avant-garde ταυτότητα, υπάρχει ένας άνθρωπος που συγκινείται με ηλιοβασιλέματα και σπιτικό φαγητό. «Με κάνει ευτυχισμένη να βλέπω τον ήλιο να σβήνει στο νερό. Να κολυμπάω προς τον ήλιο. Κι ένα καλό πιάτο φαγητό». Οταν δεν γράφει μουσική, χάνεται σε βιβλία, βόλτες στην Αθήνα, κουβέντες με φίλους ή σε ένα μικρό σπίτι με γάτες, σκυλιά και τοματίνια. Αυτή η διπλή ζωή, αστική και αγροτική, σκληρή και τρυφερή, είναι η δύναμή της. Το όνειρό της; «Να ζήσω κάτι σαν το Live Aid που είδα παιδί στην τηλεόραση. Το Γουέμπλεϊ γεμάτο κόσμο να τραγουδάει τα τραγούδια μου. Αλλά θα συμβιβαστώ και με το Montreaux Jazz Festival ή το Primavera Sound». Τα βραβεία τη νοιάζουν όταν έχουν ουσία. «Ενα Grammy θα ήταν τεράστια επιβράβευση, αλλά το σημαντικό είναι η στιγμή που θα πει κάποιος: “Το άξιζε”».
Το «Aristophobia Nervosa» είναι, αν μη τι άλλο, απόδειξη ότι η ελληνική μουσική μπορεί να σταθεί στη διεθνή σκηνή όχι σαν ένα «εξωτικό πουλί», αλλά σαν μια παγκόσμια γλώσσα. Και η ίδια, κουρασμένη αλλά ακούραστη, συνεχίζει να τραγουδάει την αλήθεια της, ακόμα κι όταν η φωνή της σπάει. Η Lia Hide δεν ζητάει να την καταλάβεις - μόνο να την ακούσεις.