«Μέρες Ελληνικού Κινηματογράφου» στην Κωνσταντινούπολη: Όταν η Πόλη σβήνει τα φώτα για ελληνικές ιστορίες

Στην ουρά έξω από το Μουσείο του Πέρα, λίγο πριν πέσει το φως στην Ιστικλάλ, ακούγονταν πάλι ελληνικά...

Φοιτητές κινηματογράφου, νέοι Τούρκοι σινεφίλ, μέλη της ομογένειας, άνθρωποι του χώρου – όλοι περίμεναν υπομονετικά για να δουν μια ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’90, σε μια πόλη που έχει μάθει να ζει με πολλές γλώσσες ταυτόχρονα. Οι «Μέρες Ελληνικού Κινηματογράφου» στην Κωνσταντινούπολη έγιναν, μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, κάτι πολύ περισσότερο από ένα φεστιβάλ: μια σταθερή ετήσια συνάντηση γύρω από έναν κοινό κινηματογραφικό λόγο.

Εμείς βρεθήκαμε εκεί φέτος, από τις 2 έως τις 7 Δεκεμβρίου, και παρακολουθήσαμε από κοντά πώς ένα «παιδί» – όπως το αποκαλούν οι ίδιες οι δημιουργοί του – αρχίζει να μπαίνει στην ώριμη ηλικία ενός θεσμού.


Πώς μια ιδέα έγινε θεσμός

Πίσω από το φεστιβάλ βρίσκονται δύο γυναίκες που μοιράζονται την ίδια «τρέλα» για τον κινηματογράφο και την ελληνοτουρκική πολιτιστική συνύπαρξη: η Ζοζεφίνα Μαρκαριάν και η Άννα Μαρία Ασλανόγλου. Η EMEIS Cultural Collective από την ελληνική πλευρά και η istos film & istos publishing από την τουρκική έχουν χρόνια παρουσία στην Πόλη, παράγοντας πολιτισμό πολύ πριν σκεφτούν το φεστιβάλ. Εκδόσεις, θεατρικές παραγωγές, συναυλίες, χορωδίες, κινηματογραφικά πρότζεκτ – ένας ολόκληρος μικρόκοσμος που, σχεδόν φυσικά, οδήγησε στη δημιουργία των «Μερών Ελληνικού Κινηματογράφου».

«Η αρχική ιδέα ήταν απλή και ξεκίνησε από μια γνήσια απορία», θυμάται ουσιαστικά η Άννα Μαρία. «Υπάρχουν φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου στον Καναδά, στην Αμερική, παντού. Δεν γίνεται να μην υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη, δίπλα μας». Από εκείνη τη στιγμή, η ιδέα άρχισε να παίρνει σχήμα: πρώτα ως Πανόραμα Ελληνικού Κινηματογράφου, έπειτα ως διοργάνωση με σαφές προφίλ, διαγωνιστικό τμήμα, masterclasses, industry meetings.

Η Ζοζεφίνα, σκηνοθέτις και βοηθός σκηνοθέτη με σπουδές στην Αθήνα και στην Πράγα, εξηγεί τον βασικό στόχο: «Το τουρκικό κοινό ξέρει τον Λάνθιμο, τον Αγγελόπουλο, ίσως κάποιες από τις πολύ πρόσφατες επιτυχίες. Αυτό που θέλαμε ήταν να δείξουμε τη συνέχεια: τις ταινίες που έβαλαν τη βάση για ό,τι ονομάσαμε αργότερα Greek Weird Wave, τις ανεξάρτητες φωνές των ’60s, ’70s, ’90s. Να χτίσουμε μια κοινή μνήμη, πέρα από τη νοσταλγία και τα κλισέ».


Το φετινό πρόγραμμα, αφιερωμένο στη δεκαετία του ’90, ακολούθησε ακριβώς αυτή τη λογική: 13 μεγάλου μήκους ταινίες, οι περισσότερες σε κόπιες αρχείου, που έδειξαν πόσο πλούσια και συχνά τολμηρή ήταν η ελληνική παραγωγή εκείνης της περιόδου.

Από τον Βούλγαρη στον Αγγελόπουλο – ένα ταξίδι στα ’90s

Η αυλαία άνοιξε στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, σε εορταστική ατμόσφαιρα, με την παρουσία της υπουργού Τουρισμού Όλγας Κεφαλογιάννη, του γενικού προξένου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Κωνσταντίνου Κούτρα και πολλών θεσμικών εκπροσώπων. Η ταινία έναρξης ήταν το «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη – μια επιλογή σχεδόν εμβληματική, καθώς συνοψίζει με τρεις ιστορίες την ψυχογραφία μιας ολόκληρης εποχής.

Στις μέρες που ακολούθησαν, το Μουσείο του Πέρα γέμισε ξανά και ξανά με τίτλους που σημάδεψαν τα ’90s: «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» της Φρίντας Λιάππα, «Ο τσαλαπετεινός του Wyoming» του Δημήτρη Ινδαρέ (με τον ίδιο παρόντα για συζήτηση μετά την προβολή), «Ράδιο Μόσχα» του Νίκου Τριανταφυλλίδη, «Βαλκανιζατέρ» του Σωτήρη Γκορίτσα, αλλά και ταινίες σκηνοθετριών που συχνά λείπουν από τα αναδρομικά προγράμματα: Κατερίνα Ευαγγελάκη, Ανχελίκι Αντωνίου, Λένη Αλεξανδράκη, Βασιλική Λιοπούλου.

Η ταινία λήξης ήταν το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με τις προβολές να γεμίζουν ασφυκτικά – κάτι που παρατήρησε και ο Βασίλης Τερζόπουλος, Head Programmer του Φεστιβάλ Δράμας και μέλος της φετινής κριτικής επιτροπής. «Η αγάπη των Τούρκων για τον Αγγελόπουλο είναι εντυπωσιακή· οι αίθουσες για τις ταινίες του είναι γεμάτες, με σιωπή και προσήλωση που θυμίζει άλλες εποχές», μας λέει.

Παράλληλα με το πρόγραμμα, κάθε μέρα προβάλλονταν οι δέκα ταινίες μικρού μήκους του νέου διαγωνιστικού τμήματος, παρουσία των σκηνοθετών ή εκπροσώπων τους. Οι αίθουσες γέμιζαν από νέους που ήρθαν να δουν πώς μιλά σήμερα η ελληνική μικρού μήκους, σε μια χώρα που έχει ισχυρή δική της παράδοση στο είδος.

Masterclasses, συναντήσεις, γέφυρες

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της διοργάνωσης είναι ότι δεν περιορίζεται στις προβολές. Κάθε χρόνο, οι «Μέρες Ελληνικού Κινηματογράφου» ποντάρουν όλο και περισσότερο στην εκπαίδευση και στις επαγγελματικές γέφυρες.

Φέτος, η παρουσία του συγγραφέα και σεναριογράφου Πέτρου Μάρκαρη και της πολυβραβευμένης Τουρκάλας σκηνοθέτιδας Yeşim Ustaoğlu έδωσε στο πρόγραμμα μια διάσταση πραγματικού διαλόγου. Μετά την προβολή της ταινίας τους «Περιμένοντας τα σύννεφα», οι δύο δημιουργοί μίλησαν για τη συνεργασία τους, για τον τρόπο που η μνήμη και η Ιστορία περνούν στον κινηματογράφο, αλλά και για το τι σημαίνει ελληνοτουρκική συμπαραγωγή στην πράξη – περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά.
Ο Δημήτρης Ινδαρές, σε δικό του masterclass, μίλησε για το σινεμά ως «επιμονή στην αφήγηση, προσπάθεια να διατηρήσουμε τη συνοχή του κόσμου». Στο κοινό, πολλοί νέοι κινηματογραφιστές από τουρκικές σχολές κινηματογράφου, που έκαναν ουρά μετά για ερωτήσεις, σημειώσεις, φωτογραφίες.

Παράλληλα, στα Industry Meetings, τρεις Έλληνες παραγωγοί συναντήθηκαν με Τούρκους συναδέλφους τους, με στόχο να εξετάσουν δυνατότητες συμπαραγωγών. Στο ίδιο πλαίσιο, η εκπρόσωπος της Ελλάδας στο SEE Cinema Network, Άννα Κασσιμάτη, και η εκπρόσωπος του ΕΚΚΟΜΕΔ, Αθηνά Καρτάλου, βρέθηκαν στην Πόλη για να συζητήσουν πώς οι θεσμοί μπορούν να στηρίξουν πιο συστηματικά τέτοιες πρωτοβουλίες στο μέλλον. Haberler

Η ματιά της επιτροπής: τι ψάχνουμε στις νέες ελληνικές φωνές

Ο Βασίλης Τερζόπουλος, ως μέλος της διεθνούς κριτικής επιτροπής του διαγωνιστικού μικρού μήκους, βλέπει τις ταινίες με δύο μάτια: του προγραμματιστή και του θεατή που βρίσκεται σε μια πόλη-παλίμψηστο όπως η Κωνσταντινούπολη.

«Η ατμόσφαιρα της πόλης, με αυτό το μείγμα πολιτισμών που είναι παντού, δημιουργεί μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη θέασης» λέει. «Σαν να προστίθεται μια σύγχρονη ψηφίδα στο πολιτισμικό μωσαϊκό της Πόλης κάθε φορά που ανάβει ο προβολέας για μια ελληνική ταινία. Ωστόσο, όταν έρχεται η ώρα της αξιολόγησης, τα κριτήρια είναι αυστηρά κινηματογραφικά: ιστορία, φόρμα, τεχνική και καλλιτεχνική αρτιότητα».

Τι αναζητά στους νέους Έλληνες σκηνοθέτες; «Ένα στιβαρό αφήγημα που λειτουργεί μέσα στη διάρκεια της μικρού μήκους· μια σκηνοθετική ματιά που χρησιμοποιεί με ωριμότητα τα τεχνικά μέσα, αλλά κατορθώνει να πάει ένα βήμα παραπέρα, να ανοικειώσει την πραγματικότητα ή το υπερβατικό έτσι ώστε να μοιάζει απολύτως αληθινό. Πιστεύω πολύ στις δυνατότητες της νέας γενιάς – οι παραγωγές τους μπορούν να σταθούν επάξια σε διεθνές επίπεδο».

Όσο για το «βάρος» του βραβείου; «Για έναν δημιουργό που κάνει τα πρώτα του βήματα, μπορεί να είναι καθοριστικό», αναγνωρίζει. «Δεν είναι μόνο αναγνώριση ενός έργου· μπορεί να ανοίξει πόρτες για το επόμενο. Ένα βραβείο, ειδικά όταν συνοδεύεται από κάποιο έπαθλο, μπορεί να γίνει η σπίθα για τη νέα ιδέα ή για την υλοποίηση ενός πρότζεκτ που αλλιώς θα έμενε στο συρτάρι».

Επικοινωνία, κοινό, επόμενο βήμα

Από την ελληνική πλευρά, η επικοινωνία του φεστιβάλ έχει ανατεθεί στη Dream Do Art, με τη Μαρία Κουλούρη να τρέχει την προβολή της διοργάνωσης στην Ελλάδα. «Οι δύο στόχοι της επικοινωνίας μας ήταν πολύ σαφείς» σημειώνει η Μαρία Κουλούρη. «Πρώτον, να γνωρίσει το ελληνικό κοινό το φεστιβάλ και την αξιόλογη προσπάθεια όλων των μερών, Ελλάδας και Τουρκίας. Δεύτερον, να φέρουμε τις πρώτες υποψηφιότητες για το διαγωνιστικό κομμάτι που εντάχθηκε φέτος. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά: Έλληνες που ζουν ή έχουν ενεργή σχέση με την Κωνσταντινούπολη ήρθαν σε προβολές και στην τελετή λήξης, ενώ 75 σκηνοθέτες κατέθεσαν υποψηφιότητα με τις μικρού μήκους ταινίες τους».

Η ίδια βλέπει ήδη το μέλλον: «Το φεστιβάλ δείχνει από την τέταρτη κιόλας διοργάνωση ότι μπορεί να μεγαλώσει και να εξελιχθεί εντυπωσιακά. Το στοίχημα τώρα είναι η συνέπεια και η σταθερή στήριξη, τόσο θεσμικά όσο και από το κοινό».

Οι δύο βασικές διοργανώτριες μιλούν για το φεστιβάλ σαν για παιδί που μεγαλώνει. «Το όνειρο είναι κάποια στιγμή να μπορεί να σταθεί σχεδόν μόνο του» λέει η Ζοζεφίνα. «Να έχει πια το δικό του κοινό, τις δικές του συνεργασίες, να ταξιδεύει σε άλλες πόλεις της Τουρκίας – από τη Σμύρνη μέχρι την Άγκυρα, την Ανδριανούπολη». Στα σχέδια για τα επόμενα χρόνια περιλαμβάνονται προβολές για σχολεία τα Σαββατοκύριακα, παράλληλες αίθουσες στην ασιατική πλευρά της Πόλης, αλλά και ένα «περιοδεύον» πρόγραμμα ελληνικού κινηματογράφου στην ενδοχώρα. Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν μία λέξη: στήριξη.

Η τέχνη ως κοινός τόπος

Η εικόνα που μένει στο τέλος της εβδομάδας δεν είναι μόνο αυτή της υπουργού που κάθεται σε σειρά θεατών για να δει μισή ταινία, ούτε των γεμάτων masterclasses. Είναι κυρίως εκείνη της γυναίκας στην ουρά που μας είπε βιαστικά ότι ήρθε «σκαστή από τη δουλειά για να προλάβει την προβολή», των φοιτητών που σημειώνουν λέξεις στα ελληνικά, των ηλικιωμένων που θυμούνται «παλιές» ελληνικές ταινίες που έβλεπαν μικροί στην τηλεόραση.

Ο κινηματογράφος, λέει η Άννα Μαρία, είναι ίσως η τέχνη που μπορεί να φέρει πιο άμεσα τους ανθρώπους κοντά. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτό αποδεικνύεται στην πράξη: για έξι μέρες, Έλληνες και Τούρκοι μοιράζονται την ίδια σκοτεινή αίθουσα, γελούν στα ίδια σημεία, σιωπούν στα ίδια κάδρα, συγκινούνται με ιστορίες που μπορεί να εκτυλίσσονται σε άλλη γλώσσα, αλλά αγγίζουν πολύ οικείες εμπειρίες. Οι «Μέρες Ελληνικού Κινηματογράφου» μπορεί να ξεκίνησαν ως ένα μικρό, φιλόδοξο πείραμα. Σήμερα όμως, με τη στήριξη του ΕΚΚΟΜΕΔ, του Υπουργείου Τουρισμού, του ΕΟΤ, του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Πόλη και του Μουσείου του Πέρα, μοιάζουν όλο και περισσότερο με έναν στρατηγικό, αλλά βαθιά ανθρώπινο θεσμό: ένα σημείο συνάντησης, όπου η τέχνη δεν «μαλακώνει» απλώς τις γωνίες, αλλά φτιάχνει γέφυρες που δύσκολα γκρεμίζονται.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr