«Μου έκανες δώρο τα Χριστούγεννα» το νέο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα

Δύο άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται τα Χριστούγεννα στα λευκά μονοπάτια ενός απομονωμένου χωριού - Διαβάστε προδημοσίευση στο protothema.gr

Το «Μου έκανες δώρο τα Χριστούγεννα» είναι η πιο ζεστή ιστορία Χριστουγέννων και είναι το νέο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα από τις εκδόσεις Διόπτρα. Πρόκειται για μια τρυφερή υπενθύμιση πως η αγάπη έρχεται όταν είσαι έτοιμος να τη δεχτείς όχι με δώρα που εντυπωσιάζουν, αλλά με εκείνα που αφήνουν χώρο στη σιωπή για να αφουγκραστείς την καρδιά σου. Γιατί, οι πιο αυθεντικές στιγμές δεν έρχονται όταν όλα είναι ιδανικά, αλλά όταν αφήνουμε χώρο στο απροσδόκητο να πλησιάσει, ακόμα κι αν μας έχει τυλίξει η παγωνιά του χειμώνα.


Ακολουθεί προδημοσίευση του βιβλίου:


ΔΑΦΝΗ, ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙΝΟ

Μπαίνοντας επιτέλους στην Αττική Οδό ένιωσα ανακούφιση, μιας και χρειάστηκα μία ώρα για να ξεφύγω από την κίνηση. Δεν το σκέφτηκα πολύ. Μάζεψα ρούχα, πήρα τον σκύλο μας και βγήκα από εκείνο το σπίτι σαν να καιγόταν. Τι κι αν ξεκίνησα από τα χαράματα. Οι πάντες είχαν ξεχυθεί στους δρόμους από νωρίς κι εγώ ένιωθα να τα αφήνω όλα πίσω μου. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως θα στριμωχνόμασταν και οι τρεις μας σε ένα αυτοκίνητο κι επίσης εκείνες δούλευαν μέχρι το μεσημέρι, οπότε αποφάσισα να ξεκινήσω πρώτη και να τις περιμένω το βραδάκι. Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα. Χάρηκα τόσο που τα κορίτσια είχαν δεχτεί να έρθουν μαζί μου ακυρώνοντας ό,τι κι αν είχαν κανονίσει. Χριστούγεννα με τις φίλες μου. Χιόνι, πέτρινα σπίτια, φωτάκια που θα τρεμοπαίζουν στις αυλές. Ίσως εκεί, μέσα σε εκείνο το παγωμένο τοπίο, να κατάφερνα να μαζέψω τα κομμάτια μου. Να έβρισκα τον εαυτό μου, πριν γίνω κάποια που δέχεται τα ψέματα σαν αλήθειες. Δεν είχα τη δύναμη να χαρώ ακόμη, αλλά ήξερα πως όταν θα τις έβλεπα, όταν θα πίναμε κρασί μπροστά στο τζάκι και μεθυσμένες θα γελούσαμε με ιστορίες που δεν έχουν σημασία, κάτι μέσα μου θα άρχιζε να ζεσταίνεται ξανά.

Αποφάσισα να φύγω, γιατί το σπίτι ξαφνικά με έπνιγε και επίσης γιατί δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να με προλάβει ο Μίλτος. Τον είχα ικανό να βρει πτήση νωρίτερα και να καταφθάσει. Ούτε ξέρω πόσες φορές με είχε καλέσει από χθες και πόσα μηνύματα είχε στείλει. Κάποια στιγμή σταμάτησα να τα διαβάζω. Καταντούσε γελοίο να νομίζει πως θα πίστευα τα παραμύθια που μου ξεφούρνιζε. Ούτε ψέματα δεν ήξερε να λέει. Όσο πληγωμένη κι αν ήμουν, μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις και έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, γνωρίζοντας πως έβαζα ίσως έτσι κι ένα τέλος στη σχέση μας. Δεν ξέρω αν θα το έκανα με την ίδια ευκολία αν δεν με ακολουθούσαν οι φίλες μου. Πολύ θα ήθελα βέβαια να ήμουν από μια μεριά και να τον έβλεπα να διαβάζει το σημείωμα που είχα αφήσει στη βάση του στολισμένου δέντρου. Κυρίως για να αντικρίσω την έκπληξή του όταν θα συνειδητοποιούσε πως κανείς δεν θα υπήρχε στο σπίτι. Λες και άκουγε τη σκέψη μου, είδα στον καθρέφτη τον Μόκα να ανασηκώνεται στο πίσω κάθισμα και τα μάτια του να γυαλίζουν. Τέντωσε τον λαιμό του και γρύλισε ελαφρά. Προσέχοντας τον δρόμο, άπλωσα το δεξί μου χέρι και χάιδεψα τη μουσούδα του. «Ξάπλωσε… έχουμε ακόμη…» είπα.

Βλέποντας πως έχω αρκετό ταξίδι μπροστά μου, πάτησα ελαφρά το γκάζι ανυπομονώντας να φτάσω στον προορισμό μου. Δεν μπορούσα να ξέρω αν αυτά τα Χριστούγεννα θα αποδεικνύονταν όμορφα. Ήξερα όμως σίγουρα πως θα μου ανήκαν. Κι αυτό, προς το παρόν, μου πρόσφερε παρηγοριά.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πού να ήξερα ότι οι ανέμελες διακοπές που περίμενα να κάνω στα Ζαγόρια θα εξελίσσονταν έτσι. Εγκατέλειψα το αυτοκίνητό μου στο χαντάκι και επιβιβάστηκα στο τζιπ αυτής της γυναίκας που προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Ήταν η ίδια με τον σκύλο που μου όρμησε στο εστιατόριο. Έκανα να σκουπίσω τη μύτη μου και εκείνη μου έδωσε ένα πακέτο χαρτομάντιλα.

«Ευχαριστώ», είπα, προσπαθώντας να καθαρίσω το λίγο αίμα που είχε τρέξει.

«Πώς πέσατε εκεί μέσα;» ρώτησε κοιτώντας με προσοχή τον δρόμο.

«Ούτε που κατάλαβα. Έπρεπε να έχω βάλει αλυσίδες, αλλά δεν πρόλαβα… πήρε να γλιστρά στη στροφή και δεν σταμάταγε. Πάλι καλά, δηλαδή, γιατί λίγο πιο πέρα είχε ένα μεγαλύτερο άνοιγμα και, αν έπεφτα εκεί, θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα».
«Ούτε με το τζιπ είναι εύκολα, οπότε φαντάζομαι πώς είναι για ένα συμβατικό αυτοκίνητο». Ο τόνος της φωνής της ήταν ολίγον επικριτικός.

«Δεν περίμενα τέτοια κακοκαιρία…»

«Το χιόνι τον χειμώνα δεν το λέμε κακοκαιρία. Έχετε ακούσει όταν έχει καύσωνα το καλοκαίρι να λένε πως έχει κακοκαιρία;»

Δεν της απάντησα. Την κοίταξα με απορία, καθώς δεν μπορούσα να καταλάβω αν μιλούσε σοβαρά. Ένιωθα υποχρεωμένος που σταμάτησε να με βοηθήσει μετά το περιστατικό στο εστιατόριο, οπότε αρκέστηκα για την ώρα στην ευγενική της χειρονομία.

«Ευχαριστώ που σταματήσατε πάντως».

«Εσείς δεν θα το κάνατε;» ρώτησε με ευθύτητα.

«Έτσι νομίζω…» απάντησα χωρίς να το σκεφτώ, καθώς ήταν σίγουρο ότι θα έκανα το ίδιο.

«Πάντως δείχνετε να γνωρίζετε από αυτά», της είπα, εντυπωσιασμένος από τις δεξιότητες που φαινόταν πως είχε σχετικά με τα αυτοκίνητα.

«Ναι, κάτι γνωρίζω», απάντησε κάπως κοφτά, οπότε άλλαξα κουβέντα.

«Με την ευκαιρία, να συστηθώ. Ορέστης», είπα απλώνοντας το χέρι, όμως εκείνη κρατούσε το τιμόνι φορώντας γάντια, οπότε το μάζεψα.

«Δάφνη. Χάρηκα πολύ», μου απάντησε ρίχνοντάς μου μια γρήγορη ματιά. Είχε μια ζωηράδα και μια σιγουριά το βλέμμα της. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα, αλλά έδειχνε μικρότερη. Οδηγούσε αργά, και ευτυχώς το μεγάλο τζιπ ήταν σταθερό στο χιόνι.

«Είσαστε μέρες στο Δίλοφο;» με ρώτησε.

«Όχι, χθες βράδυ ήρθα», απάντησα κοιτώντας λοξά προς τα πίσω τον σκύλο, ο οποίος είχε απομείνει να μας παρακολουθεί με περιέργεια. Τουλάχιστον ήταν ήρεμος.

«Εσείς;» τη ρώτησα.

«Τώρα πάω…» Σαν κάτι να θυμήθηκε, έπιασε από τη θήκη το τηλέφωνό της και κάλεσε κάποιον. Μάταια, όμως, καθώς ούτε εκείνη τη στιγμή είχε σήμα. Κοίταξα την οθόνη του δικού μου κινητού και προσπάθησα να καλέσω τον Αλέξανδρο, αλλά άδικος κόπος.

«Να δω πώς θα βρω τον υπεύθυνο τώρα…» αναρωτήθηκε φωναχτά και στράφηκε να με κοιτάξει.

«Πού θέλετε να σας αφήσω;»

«Στην είσοδο του χωριού είναι καλά», απάντησα, καθώς εκεί ήταν και το ξενοδοχείο, οπότε θα αναζητούσα βοήθεια.

«Εσείς πού μένετε;» τη ρώτησα, και αυτή τη φορά με κοίταξε με καχυποψία. Στρίβοντας από τον κεντρικό δρόμο προς το Δίλοφο είπε κάπως κοφτά:

«Σε ένα σπίτι, με την παρέα μου…» Λογικό ήταν να φυλάγεται.

«Ωραία, χαίρομαι που δεν σας ταλαιπώρησα πολύ…»

«Καθόλου, αν και κάποιος ταλαιπωρείται εκεί πίσω», είπε δείχνοντας με το κεφάλι τον σκύλο που γρύλιζε με παράπονο.

Ταυτόχρονα, μου θύμισε την υπερβολική μου αντίδραση στο εστιατόριο.

«Πώς τον λένε;»

«Μόκα».

«Θηλυκό είναι;» απόρησα κοιτώντας πίσω στα γρήγορα.

«Όχι, όχι. Ο Μόκα είναι το όνομά του… το μπερδεύουν πολλοί με το γλυκό που είναι θηλυκό», είπε χαμογελώντας.

Από την απέναντι μεριά ερχόταν ένα εκχιονιστικό μηχάνημα και κάναμε στην άκρη για να καθαρίσει τον δρόμο. Η Δάφνη του αναβόσβησε τα φώτα και κόρναρε για να σταματήσει, αλλά ο οδηγός, σαν να μη μας είδε, συνέχισε τη δουλειά του.

«Κρίμα, ίσως μας βοηθούσε με το αυτοκίνητό σας», είπε εκείνη, αλλά εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να ασχοληθώ άλλο με το θέμα και να επιστρέψω στο σημείο. Ας έμενε εκεί μέχρι να περάσει η κακοκαιρία και θα έβλεπα τι θα έκανα. Προσπεράσαμε τη στροφή απ’ όπου ο δρόμος πήγαινε προς το σπίτι, αλλά ντράπηκα να της ζητήσω να με πάει ως εκεί. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και επιτέλους αντίκρισα μπροστά μας τα πρώτα φώτα του χωριού.

«Φτάνουμε», την ενημέρωσα, παρότι δεν είχα πάει μέχρι τότε από εκείνη τη μεριά.

«Ωραία, πάλι καλά, γιατί δεν βλέπω να κοπάζει η χιονόπτωση», παρατήρησε.

Προσπαθώντας να σκεφτώ αισιόδοξα, αποφάσισα πως δεν θα είχα αυτοκίνητο για τις επόμενες μέρες. Δεν με πείραζε και τόσο. Το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να φτάσω στο σπίτι και να κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Στο πάρκινγκ, στην είσοδο του χωριού, περίμενε ο Αλέξανδρος με ένα χιονοσκούτερ μπροστά του. Ντυμένος σαν Εσκιμώος, στεκόταν κάτω από ένα υπόστεγο και, μόλις η Δάφνη σταμάτησε το τζιπ, ήρθε κοντά μας.

«Είναι ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου και του σπιτιού όπου μένω», είπα, και βγήκα ανεβάζοντας την κουκούλα μου.

«Φίλε, ανησύχησα. Μου έρχονταν οι κλήσεις, αλλά δεν μπορούσα να καλέσω πίσω… δεν δουλεύει τίποτα… ετοιμαζόμουν να πάω μέχρι τη διασταύρωση, γιατί περιμένω κι άλλον κόσμο…» είπε κοιτώντας τη Δάφνη που έβγαινε από την άλλη μεριά.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:


Ο Κώστας Κρομμύδας

Ο Κώστας Κρομμύδας ξεκίνησε να γράφει το 2011 και από τότε έχουν εκδοθεί 15 βιβλία του. Το βιβλίο του Κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω βραβεύτηκε το 2024 ως το καλύτερο µυθιστόρηµα της χρονιάς και το ίδιο βραβείο απέσπασαν τα μυθιστορήματά του Δούρειος Ίππος, το 2023, και Ακάκιε, το 2022. Το έργο του Ουρανόεσσα ανακηρύχθηκε το 2017 το καλύτερο µυθιστόρηµα της χρονιάς στην κατηγορία «Ηρωίδα-έµπνευση». Όλα τα µυθιστορήµατά του βρίσκονταν στην τελική δεκάδα των Βραβείων Βιβλίου των Public. Παραδίδει µαθήµατα συγγραφής (Master Class) και «δηµόσιου λόγου-public speech». Αρθρογραφεί σε sites, εφηµερίδες και περιοδικά. Έξι βιβλία του έχουν µεταφραστεί στα αγγλικά και κυκλοφορούν µέσω της πλατφόρµας του Amazon. Είναι επίσης απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου. Έχει εργαστεί ως ηθοποιός στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr