Δημήτρης Λιγνάδης: Από τη δόξα στη συντριβή

Οι δραματικές εξελίξεις γύρω από το πρόσωπο του Δημήτρη Λιγνάδη παραπέμπουν σε αρχαία τραγωδία, καθώς ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός, από το προσκήνιο της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής, βρίσκεται πλέον κρατούμενος, ενώπιον της Δικαιοσύνης, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για σοβαρά εγκλήματα

«Γιατί πιστεύω πως και από τις θλίψεις, αν τύχει στο τέλος και ξεφύγεις, όλα είναι καλό (τέλος καλό, όλα καλά)» λέει ο βασιλιάς Οιδίποδας σε ένα απόσπασμα της γνωστής τραγωδίας ως ειρωνικό σχόλιο για την επερχόμενη αποκάλυψη που είχε ως μοναδικό θύμα και ηθικό αυτουργό τον εαυτό του. Μόνος, χωρίς το βασίλειο του, ο αλλοτινός παντοδύναμος βασιλιάς έμενε να υποφέρει τη βαρύτατη μοίρα που τον έφερε αντιμέτωπο με την αλήθεια ενός φόνου που άθελά του αποκάλυψε εις βάρος του εαυτού του -και που τον οδήγησε από το απόλυτο βάθρο της παντοδυναμίας στην ισοπέδωση της πτώσης.

Ακόμα και αν η αναλογία του “Οιδίποδα Τύραννου”- αγαπημένου του έργου του Δημήτρη Λιγνάδη- δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί σε σχέση με τη δική του μοίρα, ωστόσο έχει πολλούς τρόπους για να επιβεβαιώσει την ταύτιση με τις σοφές ρήσεις του αγαπημένου του ήρωα. Ο ρόλος του Οιδίποδα συνάδει, άλλωστε, με τη ρότα μιας ζωής που έδωσε τα πάντα σε μεγάλες δόσεις αλλά και τα στέρησε με αντίστοιχη δύναμη. Και καθώς φαίνεται αυτό δεν έχει τόσο να κάνει, όπως άλλωστε δείχνει και το αρχαίο δράμα, τόσο με την τύχη όσο με τη βαρύτητα του ίδιου του χαρακτήρα ο οποίος αποδείχτηκε ταυτόχρονα σωτήρας και δήμιος του εαυτού του.

Μαρία Κίτσου, Δημήτρης Λιγνάδης



Ο βασιλιάς είναι γυμνός

Απόδειξη ότι οι αδυναμίες που ο ίδιος ο Λιγνάδης αναγνώριζε, τα σκοτάδια που έκρυβε μαζί με τους αντίστοιχα σκοτεινούς ρόλους ήρθαν να πάρουν εκδίκηση συμπαρασύροντας απανωτές αποκαλύψεις, φήμες, έναν κύκλο από ψιθύρους που κατέληξαν να ορθώνονται σε δυνατή κραυγή. Είτε πρόκειται για την αλήθεια οδυνηρών πράξεων, είτε για τον κρότο μιας πτώσης που ακολουθεί πάντα την επιτυχία, το σίγουρο είναι η υπόθεση Λιγνάδη είναι ακριβώς αυτή που βλέπεις να αναπαρίσταται στις κινηματογραφικές αίθουσες και τα θέατρα: στο επίκεντρο, συνήθως, έχουν έναν πρωταγωνιστή με τις απόλυτες αντιθέσεις ενός τραγικού ήρωα και στην πλοκή της ιστορίας ένα πολύ έντονο παρασκήνιο που ξεκινάει από τα σαλόνια της εξουσίας, περνάει από τα πιο ανήκουστα καταγώγια και καταλήγει σε ένα μοναχικό δωμάτιο όπου ο μοιραίος ήρωας μέλλει να αντιμετωπίσει μόνος και έρημος τον εαυτό του.

Για έναν άνθρωπο που μόλις πριν από λίγους μήνες φιλούσε μια μικρογραφία του Παρθενώνα, παρασυρμένος από τη δύναμη μιας επιτυχίας που του επέτρεπε να το πράξει μπροστά σε ένα κοινό που τον χειροκροτούσε επί ώρα όρθιο και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με ανήκουστες κατηγορίες και τον διασυρμό, το σκηνικό μοιάζει με το απόλυτο δράμα, σαν αυτό του Σαιξπηρικού ήρωα ή ενός αρχαίου, μεγαλοπρεπούς τυράννου. Καμία σημασία δεν φαίνονται ως εκ τούτου να έχουν η αλήθεια ή το ψέμα, όταν όλα αυτά μπερδεύονται με την ίδια δριμύτητα και όταν όλα οδηγούν από την άνοδο στην πτώση, τόσο ηχηρή και τόσο απότομη που κάνουν οποιαδήποτε θεατρική σκηνή να μοιάζει με τραγέλαφο. Και όλοι επιμένουν να παρακολουθούν, σαν θεατές σε ένα ρωμαικό θέαμα όπου ο χριστιανός ξεσκίζεται από τα λοντάρια, αν τελικό το θύμα ήταν πραγματικά θύτης, υπαίτιος ενός άλλου άρρωστου θεάματος που αναπαρήγαγε τη βία με παραπάνω βία. Ή μήπως όχι;

Το χρονικό των αποκαλύψεων

Όλα ξεκίνησαν όταν το κίνημα του ελληνικού #metoo άρχισε να φέρνει στο φως ιστορίες κακοποίησης από το μακρύ παρελθόν δικαιώνοντας στα μάτια του κοινού αλλά και των πολιτικών παραγόντων τη Σοφία Μπεκατώρου, η οποία πρώτα βγήκε και κατήγγειλε ένα παλιό περιστατικό που έμοιαζε με εκ-βιασμό. Σειρά είχαν και άλλοι ηθοποιοί οι οποίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο όπως ο Γιώργος Κιμούλης δίνοντας τη λαβή για να αρχίσουν να έρχονται στο προσκήνιο μια σειρά από ονόματα μεταξύ των οποίων και αυτό του μέχρι πρότινος καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού, ισχυρού παράγοντα του θεάτρου, γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη, Δημήτρη Λιγνάδη. Κάποιοι άφηναν να φανεί ότι οι αποκαλύψεις επίκεινται και είναι πολλές, άλλοι μιλούσαν για φήμες και για ιστορίες από το μακρινό παρελθόν του, την εποχή που οργάνωνε τις καλλιτεχνικές δράσεις στο Αρσάκειο. Όπως και να έχει, μια σειρά από περιστατικά που έφεραν ως μοιραίο πρωταγωνιστή τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού άρχισαν να αναπαράγονται στους διαδρόμους φτάνοντας μέχρι το γραφείο της Υπουργού Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη.

Μάταια η ίδια επέμενε ότι δεν έχει στα χέρια της καμία επίσημη καταγγελία και άρα δεν της επιτρεπόταν να προβεί σε κανενός είδους εξοστρακισμό: οι περιπτώσεις που αναφέρονταν αλλά δεν είχαν καταγγελθεί στο Υπουργείο ήταν τόσο σοβαρές που ζητούσαν κάθαρση, πέρα από το γράμμα του νόμου. Μια ομάδα δημοσιογράφων, ηθοποιών, ακόμα και παραγόντων του θεάτρου-με πρώτο το όνομα του καταξιωμένου σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά ο οποίος έσυρε τον 'χορό'-απέδιδαν στον Λιγνάδη για αδικήματα, τα οποία, όπως ισχυρίζονταν, άγγιζαν τα όρια του εγκλήματος και ήταν γνωστά από χρόνια. Ακολουθώντας, δηλαδή, την περίπτωση του Γιώργου Κιμούλη, ο οποίος για πολύ μικρότερης σοβαρότητος καταγγελίες, παύθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών, ζητούσαν την απομάκρυνση του Λιγνάδη, από το τιμόνι του Εθνικού. Ο ίδιος, βέβαια, επέμενε ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ευσταθεί, ότι πρόκειται για φήμες έως ότου ακολούθησε η ανάρτηση της δημοσιογράφου Έλενας Ακρίτα η οποία επέμενε πως στο Υπουργείο υπάρχουν καταγγελίες και πως είναι μάλιστα σοβαρές.



Στο ινδιάνικο χωριό του ελληνικού θεάτρου τα νέα δεν άργησαν να διαδοθούν και να φτάσουν μέχρι τη Μπουμπουλίνας αναγκάζοντας το Υπουργείο να διαψεύσει μεν αλλά ουσιαστικά να προτρέψει για επώνυμη καταγγελία ώστε να μπορέσει να σταθεί το αίτημα της παραίτηση. Και αυτή τελικά ήρθε μέσα από μια συνέντευξη που παραχώρησε κάποιο από τα υποτιθέμενα θύματα, φωτογραφίζοντας τον σκηνοθέτη, χωρίς, όμως, και πάλι να τον κατονομάζει. Η συνέντευξη του Νίκου Σ στη δημοσιογράφο Ναταλί Χατζηαντωνίου προκάλεσε σοκ, όπως λέγεται, ακόμα και στους συναδέλφους και συνεργάτες του Δημήτρη Λιγνάδη οι οποίοι φρόντισαν να κρατήσουν αποστάσεις.

Υπό το βάρος των απανωτών αντιδράσεων και ύστερα από τις πιέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Δημήτρης Λιγνάδης, αποφάσισε να υποβάλει την παραίτησή του με επιστολή αφήνοντας ταυτόχρονα να εννοηθεί ότι επιφυλάσσεται του νομίμου δικαιώματος του: «Παρά την ύψιστη τιμή που αποτελεί για μένα να υπηρετώ το πρώτο θέατρο της χώρας μας, η αγάπη και η αφοσίωσή μου προς το ίδιο το Εθνικό Θέατρο μου υπαγορεύει να υποβάλω σήμερα την παραίτησή μου. Το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες ενός τοξικού κλίματος φημών, υπονοούμενων, διαρροών και αναφορών γύρω από το πρόσωπό μου, χωρίς μάλιστα να έχει υπάρξει οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία. Γεγονός που θα μου επέτρεπε το ελάχιστο προβλεπόμενο από ένα Κράτος Δικαίου, δηλαδή να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αντιπαρερχόμενος τις ερμηνείες που θα γεννήσει η κίνησή μου αυτή, οφείλω να βάλω το καλό του Εθνικού Θεάτρου πάνω απ' όλα, και να προστατεύσω τον θεσμό από μία ατέρμονη επικοινωνιακή και πολιτική διελκυστίνδα. Αφού οι επιθέσεις, έστω κι έτσι, είναι προσωπικές, επιλέγω να σταθώ κι εγώ όρθιος απέναντί τους ως πρόσωπο και όχι να κρυφτώ στη κουίντα του Εθνικού Θεάτρου. Επιπλέον, η παραίτησή μου αυτή, μού επιτρέπει να προχωρήσω χωρίς να δεσμεύω ή να δεσμεύομαι πλέον θεσμικά και να ασκήσω κάθε νόμιμο δικαίωμά μου έναντι όσων επέλεξαν να με στοχοποιήσουν, εξυπηρετώντας την οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη συνεργασία».

Αυτές είναι και οι μόνες κουβέντες που ακούστηκαν από έναν άνθρωπο που μας έχει συνηθίσει σε εκτεταμμένους λόγους καθώς όλοι όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί του ζητώντας κάποια δήλωση έλαβαν τη μονολεκτική απάντηση ότι θα μιλήσει εν καιρώ. Ακολούθησαν βίαιες επιθέσεις και ειρωνικά σχόλια στον προσωπικό λογαριασμό του Λιγνάδη στο facebook αναγκάζοντας τον να αναγγείλει ότι θα κατεβάσει τον λογαριασμό. Ψίθυροι έφτασαν μέχρι τα πιο απόμακρα θεατρικά γραφεία, φήμες που αποδείχθηκαν ψευδείς άρχισαν να διαδίδονται ενώ ταυτόχρονα ήρθαν στο φως αλήθειες που πονούσαν: όλα έγιναν ένας ομοιόμορφος πολτός που στόχο είχε ένα πρόσωπο με υψωμένη βαριά πάνω του, σαν τον αγαπημένο του Μάκβεθ, τη δαμόκλειο σπάθη της ασέλγειας (βαριά, δικανική λέξη αν τη σκεφτείς).

Ακολούθησε και άλλη ανώνυμη καταγγελία μιας 16χρονης που μιλούσε για έναν 25χρονο άνδρα ο οποίος την παρενόχλησε ενόσω εκείνη ήταν μαθήτρια στο Αρσάκειο αλλά και η ιστορία μιας παράξενης καταγγελίας ενός ενήλικα πλέον ηθοποιού, ο οποίος ζητούσε να παρεμβει ο εισαγγελέας, για μια περασμένη υπόθεση όταν ήταν ανήλικος. Το ζήτημα έφτασε να γίνει, ως συνήθως πολιτικό, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μιλάει για τον “προστατευόμενο” του Μαξίμου και τους φίλους του Λιγνάδη να κάνουν λόγο για κυνήγι μαγισσών με σαφή πολιτικά κίνητρα. Πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν την έντονη δυσαρέσκεια του Μαξίμου στο άκουσμα αυτών των ιστοριών οι οποίες έφτασαν να μετατρέψουν το ισχυρό κύμα του #metoo σε πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων.


Οι Βάκχες σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη στη Σαλαμίνα.


Ο σκηνοθέτης που κατάφερνε να υψώσει το αρχαιοελληνικό φρόνημα το καλοκαίρι στην Επίδαυρο επιλέγοντας τους ηττημένους από τους Έλληνες “Πέρσες” τώρα βρισκόταν ο ίδιος ηττημένος και στο επίκεντρο αντίστοιχων τραγικών κατηγοριών. Ίσως αυτή να είναι η μοίρα κάθε βασιλιά που φοράει την αιματοβαμμένη κορώνα του Μάκβεθ ή η κατάληξη ενός ανθρώπου που ανέκαθεν υποστήριζε ότι τρεφόταν από τα σκοτάδια του. Το έλεγε, άλλωστε, πάντα ότι επέλεξε το θέατρο για να φωτίσει τις σκοτεινές του πλευρές ειδικά στον έρωτα με κάποιες οδυνηρές ιστορίες να βαραίνουν το παρελθόν του, όπως εκείνη που είχε ως κατάληξη ένα μαχαίρωμα που παρ'ολίγο να του στερήσει τη ζωή. Ο ήχος από τον ίδιο να σωριάζεται στα σκαλιά του σπιτιού του και να περνάει μοιραίες ώρες στην Εντατική, χτυπημένος από το μαχαίρι του πατέρα ενός παράνομου, ακόμα και για τα αυστηρά όρια του νόμου, έρωτα, δεν άφηνε τον ίδιο να ξεφύγει από προσωπικές ερινύες και εφιάλτες.

Ίσως αυτό να ήταν το ριζικό ενός ανδρός, ο οποίος ακούει ακόμα να αντηχούν στα αυτιά του οι φωνές από το παρελθόν και βλέπει τον άγραφο νόμο της δίκης να υψώνεται απειλητικά πάνω από τη θνητή του φύση. Ίσως πάλι να είναι ο κύκλος της κατάρας, όπως εκείνος των Ατρειδών, που επανέρχεται πάνω από τον οίκο Λιγνάδη συμπαρασύροντας ταυτόχρονα τα δυο αδέλφια Δημήτρη και Γιάννη στον φαύλο κύκλο της κοινής τους μοίρας. Γιατί το σίγουρο είναι ότι ο παράξενος νόμος της πατριαρχίας που κρύβει οικογενειακά μυστικά και αρκετή βία, δεν έχει ποτέ στα χρονικά καλή κατάληξη. Μαθημένοι και οι δυο -Γιάννης και Δημήτρης- σε μια άκρως μυθιστορηματική πραγματικότητα δύσκολα μπορούσαν να ξεχωρίσουν που αρχίζαν τα πρέπει και που σταματούσε η νομιμότητα: ο πατέρας ευλογούσε πάντα την ανοιχτή σεξουαλικότητα φροντίζοντας να φέρνει τις ερωμένες στην ίδια στέγη με τους καυγάδες ανάμεσα στους γονείς να είναι καθημερινό ψωμί αλλά και την ελευθεροφροσύνη στον έρωτα να υψώνεται από νωρίς ως βασικό αιτούμενο.



Σε ένα σκηνικό ατέρμονων οικογενειακών αντιπαραθέσεων και συνηθισμένης βίας η διέξοδος και για τα δυο αδέλφια έμοιαζε, επομένως, μονόδρομος: το θέατρο. Αυτό τους βοηθούσε να ξεχνιούνται, να ανασαίνουν και να φαντάζονται έναν κόσμο αλλιώς: “Εμείς στην Επίδαυρο περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, ποδήλατο, παρέες. Με τον αδελφό μου έχουμε μια σχέση ιδιαίτερη, όχι τόσο ζεστή, αλλά με βαθειά εκτίμηση και πολλή αγάπη. Είμαστε πολύ δεμένοι. Κι αγαπάμε την δουλειά μας. Τα τελευταία χρόνια που συνεργάζομαι μαζί του δεν το κάνω από αγάπη αλλά από θαυμασμό. Ο Γιάννης είναι υψηλός νους. Εκείνος είναι η μηχανή, εγώ είμαι ο πλασιέ -το πιστεύω αυτό” έλεγε ο Δημήτρης Λιγνάδης σε πρόσφατη, σχετικά, συνέντευξή του εξηγώντας την πολύ στενή σχέση που τον έκανε να φέρει τον αδελφό του στο Εθνικό προκειμένου να “διδάξουν” από κοινού Θουκυδίδη, έναν συγγραφέα που αμφότεροι λάτρευαν από μικροί. Πρόκειται, άλλωστε, για τον κατεξοχήν θεωρητικό της δύναμης στον καθημερινό, ρητορικό και πολιτικό βίο, δηλαδή της θεωρίας που δεν υποστηρίζει την αντικειμενική ηθική αλλά τη δύναμη του επιχειρήματος και της ευφυίας. Και σε αυτό το θουκυδίδειο παιχνίδι της επιβολής ο Δημήτρης Λιγνάδης τα κατάφερνε, από πολύ μικρός, εντυπωσιακά καλά.

Από τον Σάκη Ρουβά στο Εθνικό Θέατρο

Άλλωστε ήταν από τους μόνους που κατάφερε να συνδυάσει μοναδικά την υψηλή τέχνη με την ποπ κουλτούρα δένοντας τις πιο αντιφατικές στιγμές στο ίδιο παράξενο μείγμα: δεν φοβήθηκε έτσι να μετατρέψει τον Σάκη Ρουβά σε ένα ιδιόμορφο Διόνυσο με λευκό σλιπ και παράξενο μακιγιάζ παραπέμποντας σε ιδανικούς εφήβους από το Πλατωνικό Συμπόσιο ή να μπλέξει τον Μότσαρτ, τον Σαλιέρι και τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη σε μια παράσταση που μόνο ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί τον αντικειμενικό σκοπό της. Την ίδια στιγμή όμως αντιλαμβανόταν με απόλυτη ακρίβεια τις εμμονές του Ίψεν στο “Πέερ Γκιντ”-το διάσημο έργο του Στρίντμπεργκ, του κατεξοχήν μοναχικού μισάνθρωπου που κρατούσε αποστάσεις από το σύμπαν-ή αντιλαμβανόταν με ενάργεια τις αντιφατικές αποχρώσεις της “Δεσποινίδος Τζούλια” με δυο υπέροχες Βίκυ Βολιώτη και Μαρία Πρωτόπαπα.

Για τον Λιγνάδη η τελευταία σελέμπριτι μπορούσε να ανασάνει τον ίδιο αέρα με τον πιο διακεκριμένο άνθρωπο του θεάτρου, όπως αντίστοιχα ο ίδιος μπορούσε να συνδυάζει ή να αυτοσυστήνεται με την ταυτότητα του δημιουργού, του σκηνοθέτη και του γοητευτικού “αλήτη”. Από τις βόλτες εξάλλου στα καταγώγια του Μεταξουργίου- το οποίο αγαπούσε γιατί εκεί μπορούσε να αφουγκράζεται καλύτερα την πόλη-μπορούσες να τον δεις να καταλήγει στις σκοτεινιές γωνιές ξέφρενων πάρτι: στο μυαλό του όλα αυτά είχαν ως βάση μια και μόνο ιδιότητα, ένα και μόνο επίθετο “Σωκρατικός”. Αυτός δηλαδή που περιφερόταν στην αγορά έτοιμος για την έκπληξη, ο αρχαίος αυτός φιλόσοφος που πείραζε διδάσκοντας τα αγόρια με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι τα παράσερνε σε μια παράξενη θρησκεία που είχαν ως μοναδική θρησκεία τον ίδιο. Για τον Δημήτρη Λιγνάδη, βέβαια, το επίθετο “Σωκρατικός” ταίριαζε απόλυτα στον πατέρα του, ο οποίος αντίστοιχα προτιμούσε να διαβάζει και να εργάζεται στα καφέ της Φωκίωνος Νέγρη αντί για τα φωτισμένα δωμάτια του ωραίου νεοκλασικού στην Πλατεία Αμερικής και να δοκιμάζει όλα τα παράξενα, μυθιστορηματικά όρια του βίου. Γιατί πολλά μπορεί κανείς να πει κανείς για τον Δημήτρη Λιγνάδη αλλά σίγουρα ποτέ ότι δεν δικαίωσε την οικογενειακή σφραγίδα που έγραφε εκτός από “Σωκρατικός”, πραγματικά “μορφωμένος”.

Όλα αυτά διαμόρφωσαν αντίστοιχα μια προσωπικότητα που δεν έμαθε ποτέ τι σημαίνει μέτρο: ο πατέρας Τάσος Λιγνάδης, γνωστός μεταφραστής, θεατρικός κριτικός και άνθρωπος με επιβλητικό ταμπεραμέντο και προσωπικότητα, μπορούσε κάλλιστα να είναι βγαλμένος από τις σελίδες ενός έργου, σαν αυτά που είχε από μικρός στο κεφάλι του ο έφηβος Δημήτρης. Σαν άλλος Άμλετ, λοιπόν, δεν έπαψε ποτέ να συνομιλεί με το φάντασμα του πατέρα και να βλέπει το είδωλο του στους οικογενειακούς καθρέφτες- ανάλογους σαν και εκείνους που πρωταγωνιστούν στο αγαπημένο του έργο “Γυάλινος Κόσμος”: “Όταν μπαίνεις σε αυτήν τη βρόμικη και άθλια τέντα είσαι σίγουρος για το τι θα δεις στον καθρέφτη, γιατί ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ότι τον βλέπεις κάθε πρωί που ετοιμάζεσαι. Κι όμως όταν σου στήνουν τον δικό τους καθρέφτη, σοκάρεσαι. Σε δείχνει αντεστραμμένο, σπασμένο, συγχυσμένο και αόριστο. Από μέσα σου λες: «Αυτό το πρόσωπο δεν είμαι εγώ». Αρχίζεις όμως και αμφιβάλλεις. Γιατί, ποια ήταν στα αλήθεια η τελευταία φορά που πρόσεξες τον εαυτό σου στον καθρέφτη; Παραπονιέσαι για τους άλλους ενώ ο ίδιος ο εαυτός σου θεωρεί τον εαυτό σου δεδομένο!” είναι το χαρακτηριστικό απόσπασμα που ζητούσε από όλους τους ηθοποιούς να επαναλάβουν και αυτό που ενδεχομένως παρέπεμπε στη δική του οικογενειακή ιστορία.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Γιώργος Μαρίνος, Δημήτρης Λιγνάδης


Όπως ο ήρωας του Τένεσι Γουίλιαμς, Τομ που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από την οικογενειακή κατάρα, να νιώσει ανόθευτη και αθώα χαρά, βουτηγμένη καθώς ήταν στα σκοτάδια και τον πόνο, το ίδιο και ο αιώνιος έφηβος Δημήτρης προσπαθούσε μάταια να τιθασεύσει τους προσωπικούς του δαίμονες. Ξεπερνώντας τα όρια και μαθαίνοντας από μικρός στη βία βίωνε αλλόκοτους εφιάλτες, ανακατεμένους με εμμονές, παιδικά απωθημένα και όνειρα. Ένας Τομ που δεν τιθασεύτηκε, αυτός ο Τομ που φέρεται ότι ζητούσε να επαναλάβουν οι ηθοποιοί που τον κατηγορούν σε ένα αρρωστημένο σκηνικό κακοποίησης, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται σε ιστορίες που μένουν να αποδειχθούν. Ο τρελαμένος Τομ που τρέχει να ξεφύγει μακριά και μένει ουσιαστικά στο ίδιο σημείο, δεν ήταν πλέον άλλος, από τον ίδιο, ένας τρελαμένος θύτης και θύμα με το είδωλο να φωτίζεται απειλητικά στον σπασμένο καθρέφτη.


Η εφήμερη δόξα;

Άλλωστε για τον Δημήτρη Λιγνάδη τα πάντα-ακόμα και οι ερωτικές στιγμές-είναι μια θεατρική πράξη την οποία οφείλει να ζήσει ξεπερνώντας όλες τις νόρμες και τα όρια- τι νόημα έχει ο έρωτας αν δεν ξεφτιλιστείς; έλεγε σε συνέντευξή του επιβεβαιώνοντας ότι θέλει να τον βιώνει πάντα έξω από κάθε λογική. Αντίστοιχα συνέβαινε και με το θέατρο όπου η προσωπική του φιλοδοξία, παραδεχόταν πως ταυτιζόταν ακόμα και με την αλαζονική επίτευξη της επιτυχίας, με την προσωπική ικανοποίηση και τη ματαιότητα: «Πρέπει να καταλαβαίνεις την μικρότητά σου, το πεπερασμένο σου.Από την άλλη, έχω και μια ματαιοδοξία παιδικής φύσεως, ότι θα είμαι στο θέατρο και θα με χειροκροτούν. Μόνο του το θέατρο έγινε ο χώρος μου. Κατάλαβα ότι εδώ εκφράζομαι, ζω από αυτό».

Ανθρωπος των αντιφάσεων και των αντιθέσεων, ανέκαθεν παραδεχόταν ότι παρασυρόταν από τη δύναμη των φώτων και των χειροκροτημάτων -«μου αρέσει να δοξάζομαι», έλεγε χαρακτηριστικά- έχοντας μάθει να συνευρίσκεται από νωρίς -παρότι θεατράνθρωπος- μαζί με αστέρια πρώτης γραμμής, όπως με τον Αλκι Κούρκουλο την εποχή της «Αναστασίας» και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στο «Λόγω Τιμής». Και παρότι κάνει δύσκολα φιλίες, έδεσε εξαρχής πολύ με την επί σειρά ετών φίλη του του Ελένη Κούρκουλα. Άλλωστε ξεκίνησε τη θεατρική του καριέρα μαζί της, αν και η πρώτη του επαγγελματική του δουλειά ήταν στο «Ημέρωμα της Στρίγγλας» με την Ελένη Ράντου και τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, μια παράσταση όπου βρέθηκε να λέει μονάχα τη φράση: «Ανασαίνει, κυρία μου. Αν δεν τον είχε καλοζεστάνει η μπίρα δεν θα κοιμόταν τόσο βαριά», που εκ των υστέρων ακούγεται φράση σχεδόν προφητική, σχεδόν μακάβρια για έναν άνθρωπο που είδε τον θάνατο με τα ίδια του τα μάτια.




Η κατακόρυφη πτώση

Αλλά για τον Λιγνάδη το περιθώριο των ρόλων έμοιαζε ασφυχτικό όταν είχε μάθει να διαχειρίζεται ως σκηνοθέτης κάθε είδους ερμηνευτικό πλαίσιο και σχήμα: μόνο στους πρόσφατους “Πέρσες” του το καλοκαίρι στην Επίδαυρο είδαμε από τον χορό να παρελαύνει όλη η αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Το ίδιο έκανε και ως άνθρωπος που δεν φοβήθηκε την εξουσία καθώς ο Θουκυδίδης του είχε μάθει ότι πρέπει να επιδιώκει, πάση θυσία, την επαφή μαζί της. Εκφράστηκε έτσι δημόσια υπέρ κάποιων θέσεων, φωτογραφήθηκε με πολιτικούς παράγοντες-που άλλοι αποφεύγουν για να μη στιγματιστούν-εξέφρασε πολιτικές απόψεις, επέμεινε στην ανάγκη του να μιλάει για την Αρχαιότητα και την Ελλάδα χωρίς τον φόβο να τον πουν αρχαιολάτρη ή αρχαιοπηνή.

Ενδεχομένως να μην ήταν μια κίνηση σκοπιμότητας αλλά αυτοματοποιημένης κίνησης ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε ποτέ να θεωρηθεί άνθρωπος της εξουσίας, ούτε είχε μάθει ότι πρέπει να απολογείται γι αυτό ή να εξηγεί. Σήμερα που όλα αυτά μοιάζουν εκ των υστέρων ως βαρίδια στα πόδια όλων όσων σπεύδουν να διαφοροποιηθούν από τον πρώην πανίσχυρο καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού, αλλοτινών φίλων που επιμένουν να του γυρίζουν την πλάτη-αν και οι στενοί του άνθρωποι παραμένουν,όπως μαθαίνουμε, πάντα δίπλα του- ο Δημήτρης Λιγνάδης ενδεχομένως να καταφεύγει και πάλι στον Θουκυδίδη του για να θυμηθεί πως ο πόλεμος δεν τελειώνει με μια μάχη, είτε πρόκειται για τη μάχη της ζωής του, είτε για αυτή της φήμης του. Άλλωστε δείχνει ετοιμοπόλεμος και στα δυο μπερδεύοντας, ενίοτε, τις έννοιες θύτης και θύμα. Η συνέχεια, όπως φαίνεται, δεν θα παιχτεί, αυτή τη φορά στη σκηνή, αλλά στο πραγματικό πεδίο κάποιων δικαστικών αιθουσών, ανήλιαγων δικηγορικών γραφείων και βαρετών δωματίων γεμάτων από ανοιχτές υποθέσεις και ανεξόφλητα γραμμάτια.

Ειδήσεις σήμερα: 

Νέα έκτακτη σύσκεψη στην Πολιτική Προστασία για την κακοκαιρία

Προβλήματα ηλεκτροδότησης σε Β. Αττική, Σποράδες, Εύβοια και χωριά της Ηπείρου

Στα λευκά το Ολυμπιακό Στάδιο - Φωτογραφίες
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr